RAFAEL
FELIPE OTERIÑO
ΑΥΤΗ
Η ΠΟΛΗ
Αυτή η πόλη, όταν κοιμάμαι, σβήνει:
τα παράθυρα δεν αντανακλούν τον ήλιο, τα φανάρια
τα παράθυρα δεν αντανακλούν τον ήλιο, τα φανάρια
αφήνουν ελεύθερη τη διέλευση των οχημάτων,
οι σκιές στιγμές-στιγμές παραπαίουν,
περνάνε μια πόρτα και ύστερα εξαφανίζονται·
πάνω στο τραπεζομάντιλο λύνεται ο γρίφος
και ένα χέρι τσακίζει τις σελίδες της εφημερίδας.
οι σκιές στιγμές-στιγμές παραπαίουν,
περνάνε μια πόρτα και ύστερα εξαφανίζονται·
πάνω στο τραπεζομάντιλο λύνεται ο γρίφος
και ένα χέρι τσακίζει τις σελίδες της εφημερίδας.
Τίποτα από τα συνήθη δεν μένει στάσιμο:
τα τραμ γυρίζουν γρήγορα,
το νερό θολώνει στους κήπους,
ένα πέπλο στάχτης απλώνεται πάνω απ’ τις πλατείες,
και σκεπάζει τη λίμνη, τις βάρκες, τα κουπιά –
ό,τι πράσινο μέσα στο δάσος εξαφανίζεται.
τα τραμ γυρίζουν γρήγορα,
το νερό θολώνει στους κήπους,
ένα πέπλο στάχτης απλώνεται πάνω απ’ τις πλατείες,
και σκεπάζει τη λίμνη, τις βάρκες, τα κουπιά –
ό,τι πράσινο μέσα στο δάσος εξαφανίζεται.
Πιασμένα από κάποιο τυχαίο σύννεφο
παραμένουν πιο μόνα τους τα ζώα των ζωολογικών κήπων·
απουσιάζουν απ’ τα βάθρα τους τα αγάλματα,
ενώ ένα απαλό αεράκι σκορπίζει τα χρώματα
και κόβει (ενώ ήδη δεν έχουμε φως) τα καλώδια του τηλεφώνου
και η μαρκίζα έχει πια κουραστεί από τα πράγματα.
παραμένουν πιο μόνα τους τα ζώα των ζωολογικών κήπων·
απουσιάζουν απ’ τα βάθρα τους τα αγάλματα,
ενώ ένα απαλό αεράκι σκορπίζει τα χρώματα
και κόβει (ενώ ήδη δεν έχουμε φως) τα καλώδια του τηλεφώνου
και η μαρκίζα έχει πια κουραστεί από τα πράγματα.
Όμως, αχ, υπάρχει ακόμα και κάτι που δεν είπα:
η πόλη αυτή συνεχίζεται μέσα στον ύπνο και τα όνειρα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
**************************************
ESA
CIUDAD
Esa
ciudad se apaga cuando me duermo:
los ventanales no reflejan el sol,
los semáforos dejan libre el paso de los autos,
las sombras vacilan unos segundos,
atraviesan una puerta y desaparecen;
sobre el mantel, el crucigrama está resuelto
y una mano dobla las páginas del diario.
los ventanales no reflejan el sol,
los semáforos dejan libre el paso de los autos,
las sombras vacilan unos segundos,
atraviesan una puerta y desaparecen;
sobre el mantel, el crucigrama está resuelto
y una mano dobla las páginas del diario.
Nada de lo habitual permanece en pie:
los tranvías giran veloces,
se enturbia el agua de los jardines,
un velo de ceniza se extiende sobre las plazas,
cubriendo el lago, los botes y los remos,
los verdes del bosque desaparecen.
Arrebatados por una nube,
quedan más solos los animales del zoológico;
se ausentan, de pie, las estatuas,
mientras un viento suave dispersa los colores
y borra, ya sin luz, los cables del teléfono
y el borde cansado de las cosas.
Pero, ay, todavía queda algo que no he dicho:
esa ciudad continúa dentro del sueño.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου