Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΟΥΝ ΟΙ ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΕΙΣ



ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ


ΟΙ ΛΕΟΠΑΡΔΑΛΕΙΣ


Τρυπώσαμε όλοι στα σπίτια μας έντρομοι
όταν φάνηκαν
οι λεοπαρδάλεις στην πόλη.

Αγριεμμένες, διψασμένες για αίμα, κοιτάζανε
με μάτι θολό τις κατάκλειστες πόρτες -
μη ξεμυτίση κανένας, να τον ξεσκίσουν.

Σιγά-σιγά όμως,
θέλεις το κρέας --
που κρεμότανε άφθονο στα τσιγκέλια
των παρατημένων κρεοπωλείων
και καταπράυνε την αρχαία,
την αχόρταγη πείνα τους --
θέλεις οι ωραίες λιακάδες της πόλης μας --
που τις χαιρόντουσαν, χουζουρεύοντας,
ξάπλα στη μέση των έρημων δρόμων --,
οι λεοπαρδάλεις αρχίσανε,
όσο νάναι, να ημερεύουν.

Ξεθαρρέψανε κάνας-δυο, τις πλησιάσανε,
τις ταΐσανε με λιχουδιές, που φυλάγαν,
για τέτοιες ώρες ανάγκης, στο σπίτι.

Οι λεοπαρδάλεις τις φάγανε -
γλείψαν και το μουσούδι τους,
τεντωθήκανε.

«Φανερό», είπε κάποιος,
«δεν θα φάνε κ' εμάς, άμα ξέρουν
πως θα τους ρίχνουμε λιχουδιές.»

Έτσι, σε λίγο καιρό, ξεθαρρέψαμε όλοι•
ανοίξαμε πόρτες και παράθυρα διάπλατα,
κυκλοφορούσαμε στους δρόμους και στις πλατείες,
άνθρωποι και λεοπαρδάλεις ανάκατα.

Απ' το τομάρι πια μόνο μας ξεχώριζες.

Βέβαια, παραμερίζαμε με σέβας στο διάβα τους,
τους προσφέραμε τα καλύτερα κρέατα,
τις εκλεκτότερες ποικιλίες αλλαντικών,
δηλώναμε, φωναχτά, ο ένας στον άλλο,
πως ωραιότερα ζώα από αυτά,
που η παρουσία τους τιμούσε την πόλη μας,
δεν είχαμε ξαναδή στη ζωή μας!.

-- -- --

Μερικοί, μια φορά, παραπαίρνοντας θάρρος,
καθώς βλέπανε τις λεοπαρδάλεις να μπαταλεύουν --
απ' το πολύ φαΐ που τους ρίχναμε,
τη λιακάδα, την ξάπλα και το χουζούρι --
φαντάστηκαν πως θάταν βολετό να τις διώξουν.

Μα οι λεοπαρδάλεις τους κάνανε χίλια κομμάτια,
πριν προλάβουν ν' απλώσουν χέρι απάνω τους.

-- -- --

Από τότε, το βάλαμε καλά στο μυαλό μας,
το τυπώσαμε σ' όλα τα βιβλία ζωολογίας,
το αποστηθίζουμε κάθε μέρα σαν προσευχή:

«Δεν πειράζουν οι λεοπαρδάλεις,
                  αν δεν τις πειράξης•
μην τις πειράζης,
         για να μη σε πειράξουν.»

Όλοι πια, πρόθυμα κ' ευσυνείδητα, τις ταΐζουμε,
πρόθυμα κ' ευσυνείδητα τους φέρνουμε λιχουδιές -
κι όσοι έχουνε χέρι απαλό κι επιδέξιο
τους χαϊδεύουν τη ράχη ή το μουσούδι.

Κ' οι λεοπαρδάλεις - ποιος θα το πίστευε; -
τρίβονται λιγωμένες απάνω τους,
αφήνοντας μικρά μουγκρητά ευχαρίστησης.

-- -- --

Αυτός - καταλήξαμε - είναι ο τρόπος
για ν' αντιμετωπίζη κανείς τις λεοπαρδάλεις•
και τον μαθαίνουμε τώρα και στα παιδιά μας,
για να τον μάθουν κι αυτά
στα παιδιά των παιδιών τους:

να τα μάθουν ν' αγαπούν τις λεοπαρδάλεις,
να σέβωνται τις λεοπαρδάλεις,
να ταΐζουνε τις λεοπαρδάλεις,
αφού για πάντα, όπως ξέρουμε, θάναι --
έξω από κακό ή αρρώστεια! --
οι λεοπαρδάλεις αφέντες στην πόλη μας.



Το ποίημα μάς το έστειλε ο φίλος του ιστολογίου Π.Σ., αλλά αντί για φωτογραφία του θα κρεμάσω την κοινή μας φίλη κ. Ines Sastre.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου