Κυριακή 29 Ιουνίου 2025

ΝΕΚΡΕΣ ΚΙΘΑΡΕΣ

 



SALVATORE QUASIMODO

 

ΝΕΚΡΕΣ ΚΙΘΑΡΕΣ

 

Ἡ γῆ μου εἶναι τὰ ποτάμια της, κολλητὴ στὴ θάλασσα,

κανένας ἄλλος τόπος δὲν ἔχει φωνὴ τόσο ἀργή,

κι ἐκεῖ τὰ πόδια μου πατᾶνε καὶ πηγαίνουν

ἀνάμεσα ἀπὸ βοῦρλα ποὺ σαλιγκάρια τὰ βαραίνουν.

Εἶναι βέβαια φθινόπωρο. Κομματιασμένες στὸν ἄνεμο

σηκώνουν τὶς χορδές τους οἱ νεκρὲς κιθάρες

καὶ στὸ μαῦρο στόμα τους κάποιο χέρι τρέμει

μὲ δάχτυλα πύρινα.

Στοῦ φεγγαριοῦ τὸν καθρέφτη

χτενίζονται κορίτσια μὲ πορτοκάλινα στήθη.

 

Ποιός κλαίει; Τ᾽ ἄλογα ποιός τὰ μαστιγώνει στὸν ἀέρα

τὸν κόκκινο; Σὲ τούτη ἐδῶ θὰ σταματήσουμε ἐμεῖς τὴν ὄχθη

ὅπου ἁλυσίδες χαλκεύει ἡ χλόη, κι ἐσύ, ἀγάπη μου, ὄχι,

μὴ μὲ φέρνεις μπρὸς στὸν ἀχανὴ ἐκεῖνον

τὸν καθρέφτη: ἐκεῖ μέσα βλέπεις παιδιὰ

ποὺ τραγουδᾶνε καὶ νερὰ καὶ δέντρα θεόρατα.

Ποιός κλαίει; Ὄχι ἐγώ, πίστεψέ με: στὰ ποτάμια

κυλοῦν πλαταγισμοὶ καμουτσικιῶν ἀπελπισμένοι,

τὰ ζοφερὰ τὰ ἄλογα τὰ θκειαφένια ἀστροπελέκια.

Δὲν κλαίω ἐγώ — ἡ φυλή μου ἐμένα ἔχει μαχαίρια

ποὺ φλέγονται καὶ φεγγάρια καὶ πληγὲς ποὺ καῖνε.

 

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου