GUILLERMO
PILÍA
ΤΟ
ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ Ο ΕΝΔΥΜΙΩΝ
ΤΩΝ ΘΕΩΝ ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ
Στῶν τύμβων τὴ σιωπηρὴ ἀποσύνθεση,
στῶν ληκύθων τὴν ἀργὴ μεταλλαγὴ
τὴ Χρυσὴ Ἐποχὴ προμηνύει τὸ ἆσμα
σου.
Περιοχὲς συναθροίζει ἄγνωστες:
ναοὺς
ὅπου δὲν ἀχνίζει πιὰ τὸ αἷμα ἀπὸ
τὶς κατακόμβες
νά ᾽ναι ἀκίνητοι ὑπὸ τὸ βλέμμα
τῆς σελήνης
ποὺ πάσχει στραβισμό· καὶ
θάλασσες
ὅπου
καταδύονται ἀρχαῖοι θεοὶ κατάκοποι
τὰ
μυχιότατα γιὰ νὰ κοιμίσουν ὄνειρά τους.
ΚΑΛΛΟΣ ΚΑΙ ΑΛΗΘΕΙΑ
Μόνο τῆς δόξας ὁ ἔρως ἔσφυζε τὰ
χρόνια ἐκεῖνα
ποὺ ἤμασταν δόκιμοι στὴν ἀνδρικὴ
ἐνηλικίωση· γι᾽ αὐτὴν
ἀνεβοκατεβαίναμε
ρυάκια, τρυπώναμε
σ᾽
ἐγκαταλελειμμένες ἀγροικίες, ἐκπορθούσαμε
τῶν
ἐχθρῶν μας τὰ κάστρα. Σὲ τέτοιους
καὶ
ἄλλους ἄθλους ἐπίπονους, σκληρούς
κατοικοῦσε
τὸ Κάλλος ποὺ ἐδικαίωνε τὶς μέρες μας.
Καὶ
στὸ Κάλλος μέσα εἶχε τὸ ἐνδιαίτημά της ἡ Ἀλήθεια.
ΑΙΝΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΕΡΜΗΣ
Μορφὴ ἐτρουσκική, θεὲ παράξενε,
μαντατοφόρε,
πόσοι καὶ πόσοι δὲν ἐβάλθηκαν
τοὺς μορφασμοὺς
τοῦ στόματός σου νὰ ἑρμηνεύσουν!
Σὲ ποιόν τρωαδίτη βασιλιὰ πᾶς ν᾽
ἀναγγείλεις τὸ κακό;
Ποιά παρθένα στοὺς γάμους
προσκαλεῖς τῶν ἀθανάτων;
Μὲ τὸ κηρύκειό σου ποιὸν
μεγάθυμο γέροντα εὐλογεῖς;
Μὴν καὶ διασκεδάζεις μὲ τὴν ἀργόστροφη
ἀνθρώπεια ὕλη;
Ἢ μήπως νιώθεις τὸ βάρος τῶν
μπρούντζινων φτερῶν σου
νὰ σοῦ ᾽χει γίνει σάμπως ἁλυσίδα;
ΟΠΩΣ ΤΑ ΓΕΝΗ ΤΩΝ ΦΥΛΛΩΝ
Ὅπως τὰ γένη τῶν φύλλων
τὸ ἴδιο ἀκριβῶς καὶ αὐτὰ τῶν ἀνθρώπων.
Γιὰ μεγάλων ἀνέμων τὰ χώματα
κινᾶμε
ἴδιοι μοναχοὶ σὲ λιτανεία
μὲ σημαῖες διάτρητες καὶ μὲ ὠδικὰ
πτηνά.
ΑΡΤΕΜΙΣ ΚΥΝΗΓΕΤΙΣ
Τί θὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ὑποπράσινη
μορφή
μὲ τὴ γεμάτη φαρέτρα, μὲ τὸ
κέντρο τούτης τῆς ξερῆς πηγῆς,
ὅταν οἱ πόλεις μας καὶ οἱ
συνήθειές μας
θά ᾽ναι πλέον ἐρείπια;… Τὸ αἰνιγματικὸ
χαμόγελό της
ξέρει ἴσως ἤδη τὴ στιγμὴ ἐκείνη· κι ἐμεῖς
μπορεῖ
καὶ
νά ᾽μαστε τὸ ἐλαφάκι ποὺ προσμένει νὰ τὸ βρεῖ
ἡ
αἰχμὴ τοῦ βέλους. Ἀπ᾽ ὅλους τοὺς ὁδοιπόρους μπορεῖ
μόνο
ἐγὼ ν᾽ ἀργῶ νὰ βρῶ ἀπόκριση
σὲ
τοῦτο τὸ σύμπλεγμα τὸ γλυπτικὸ
ποὺ
τὴν αἰωνιότητα τὴν ἔχει τόσο συνηθίσει.
ΤΟ ΑΘΑΝΑΤΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Τὸ τρέξιμο ἀπὸ τὸ ἕνα ἕως τὸ ἄλλο
ἄκρο
τῆς λεωφόρου σκοπὸν ἄλλο δὲν εἶχε
ἀπ᾽ τὴ νίκη. Καὶ ἔπαινο κανέναν
ἄλλο
ἀπὸ τὸν γύρο τοῦ ἀθλητῆ στὸ
στάδιο
καθὼς ἄλλο βραβεῖο ἀπ᾽ τὸν
κότινο
ἐλαίας δὲν περίμενε ἢ ἀπὸ τὸ
δάφνινο στεφάνι,
ποὺ ὁμοίως ἀμέσως μαράθηκαν.
Ἤμασταν μακριὰ ἀκόμα
καὶ ἀπ᾽ τὸ νὰ ποθοῦμε κοτίνους ἢ
στεφάνια
ἀθλητικά·
μακριὰ
καὶ
δικαίως ἀπ᾽ τὸ νὰ διεκδικοῦμε
τὸ
στεφάνι τῆς νικητήριας αἰωνιότητας,
ὅπως
φανταζόμασταν στολισμένο τὸ μέτωπο
τῶν
ἀγαπημένων μας ποὺ εἶχαν πεθάνει.
ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΚΑΤΑΜΕΣΤΑ ΜΥΘΩΝ
Δὲν ἔχεις ἀναμνήσεις: εἶσαι τὸ
παιδὶ
ποὺ ξυπνάει στὸ φῶς τῆς
συνείδησης,
εἶσαι τὸ παιδὶ ποὺ σπαταλάει τὶς
μέρες του
στῶν ἀκρίδων τὸ πράσινο
τίναγμα,
στὴν ἐπίκληση τοῦ τυφώνα καὶ σὲ
ὅ,τι σὲ βαραίνει
σὰν καλοκαίρια κατάμεστα μύθων.
Ἔτσι ἦσαν τὰ παιδικά μας
χρόνια: ἀπόξενα
στὴν ἀνάμνηση καὶ στὸν θάνατο,
τότε ποὺ
ἤμασταν σὰν μείρακες θεοὶ κι ἐμεῖς.
ΣΕΛΗΝΗ ΚΑΙ ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Τρυφεροὶ εἶναι οἱ ὄρθροι σου,
γαλήνιες
οἱ ἑσπέρες σου καὶ γλυκὸ
τοῦ κοπαδιοῦ σου τὸ βέλασμα, καὶ
τὸ ἄρωμα
τῆς πρώιμης χλόης. Ἔτσι περνᾶνε
ἄσωτα οἱ μέρες σου, σὰν νεαροῦ
θεοῦ τὶς ἡμέρες.
Στὸ γέρμα ὡστόσο ὁ ἥλιος
κανονίζει
τὴν ἀνάσα σου, Ἐνδυμίωνα, καὶ εἶσαι
ἐκ νέου
σὰν νέος νυμφίος στολισμένος γιὰ
γιορτή,
καὶ ἀνυπόμονος ὅταν κρύβουν οἱ ἴσκιοι
τὴν ἱερὴ τοῦ ἔρωτά σου ἀναίδεια.
Δὲν ξέρεις ποῦ θὰ τὴν ἀνταμώσεις
τούτη ἐδῶ τὴ φορὰ
οὔτε σὲ τί παιχνίδια θὰ σὲ
μπλέξουν
τὰ γυμνά σου ποδάρια: ἄδηλον
τί ἀρραβῶνες, Ἐνδυμίωνα, ἀλλόκοτους
θὰ σοῦ ἐτοιμάσει ἐτούτη ἡ
νύχτα…
Η ΣΕΛΗΝΗ ΤΟΥ ΑΛΕΞΗ
Ἄλλαξε δρόμο: σὲ ἄλλους καιροὺς
ἡ νύχτα ᾽δῶ πέρα ἦταν δάσος ἀγριότερο:
τρεμόσβηνε
τὸ λυχναράκι στὴ γωνία μὲ τὴν αὔρα τοῦ καλοκαιριοῦ,
τριζόνια καὶ
βατράχια προφήτευαν ἀνεμομπόρια
καὶ ἀπὸ τ᾽ ἄδυτα τοῦ σκοταδιοῦ ἀνέβαινε
ἕν᾽ ἄρωμα βασιλικοῦ καὶ δυόσμου
ἀνάκατο.
Ὅμως πέρα ἀπὸ τὰ σπίτια, στ᾽ οὐρανοῦ
τὴν οὔγια,
τὰ ἴδια δέντρα ἐφρέσκαραν τὴν ἀτμόσφαιρα:
τοῦ Νοέμβρη οἱ
φλαμουριὲς μοσκοβολώντας,
τὰ πεῦκα καὶ τὰ
κυπαρίσσια,
τῶν εὐκαλύπτων τὸ βάλσαμο: μὲ
τέτοια
ξύλα ἀθάνατα ἄνθιζε καμμιὰ φορὰ
καὶ τούτη ἡ σελήνη
ποὺ τώρα τὴ θωρεῖ ὁ γιός μου μὲ
τὰ δικά μου ἔκπληκτα μάτια.
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΝΕΚΡΟΥΣ
Στὸ χῶμα ἐπάνω ἀναπαύεται
ἡ πνοὴ τῶν τεθνεώτων. Ἀλλὰ ἐσὺ
τοῦ τάφου τὴν ἔννοια
δὲν τὴν κατανοεῖς, τὸν ἴσκιο τοῦ
κυπαρισσιοῦ,
τὰ ἀναθήματα ποὺ καταθέτουν οἱ
σεβάσμιες κυρίες
στὰ πόδια τῶν μνημάτων. Κοιμᾶσαι,
καὶ τὸν ὕπνο σου τὸν κατοικοῦν ὄψεις
μεταστάντων,
ἀνανεώνεις τὸν διάλογο μὲ τοὺς
Προγόνους.
Ἐκεῖ μέσα δὲν ὑπάρχει τοῦ
θανάτου ὁ φόβος,
ἔχουν καταργηθεῖ πιὰ ὁ χρόνος
καὶ ὁ χῶρος
καὶ στὴ ζωή σου ἔχει ἀρχίσει
ἡ Ἐποχὴ ἡ Χρυσὴ νὰ ξετυλίγεται.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου