ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
Ο ΡΕΣΤΗΣ
Στου Ορέστη την ταβέρνα μού ’πανε να πάω κι εγώ
Κυριακές τα μεσημέρια για πενιά, μεζέ καλό
Στέκω στον πάγκο μοναχός και το κρασί μου πήρα
Γυρνάω πίσω τί να δω, τι μού ’φτιαξε η μοίρα
Είδα εμένα όπως παλιά, σε μια παρέα κεφάτη
Κι ολόιδια στην αγκαλιά την προδομένη αγάπη
(Το μπουζούκι έλειπε δε, ξηγιόταν εν τω άμα
Ηχείον λαϊκότατον, δυο στίχοι χωρίς άσμα)
Ήταν αυτός ευγενικό παιδί και με γυαλάκια
Όπως εγώ λίγο-πολύ σαν έδινα φιλάκια
Έτρωγ’ αυτή και μίλαγε έπαιζε και τις μπούκλες
Όπως εκείνη κάποτε, δυο αφράτες κούκλες
Ίδιες και απαράλλαχτες, πυκνώνουν τα μαλλιά τους
Λεπίδες δυο, κατάμαυρες, πάνω απ’ τους κροτάφους
Χείλη γεμάτα, μάγουλα, και τόλμη γυναικεία
Παιδιά να κάνει έτοιμο το σώμα μέχρι τρία
Έτρωγε μ’ όρεξη πολλή που πάσχιζε να κρύψει
Με τρόπους , με χαμόγελα, ίδια και πάλι φύση
Λέω στο νου μου πάρε να, να ’χεις να μη ζητήσεις
Πιες το κρασί και μη ζητάς τις ίδιες συγκινήσεις
Πίνω κρασί βάρκα-γιαλό και εύχομαι με τόνους
Βίον ανθόσπαρτον, πολύ, και καλούς απογόνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου