ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΕΙΣ ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΝ ΛΕΟΝΤΙΔΗΝ ΜΕΝ,
ΕΙΣ ΕΜΑΥΤΟΝ ΟΜΩΣ ΠΟΙΗΣΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
Ώστε ξυρείν επιχειρείν λέοντα και συκοφαντείν
Θρασύμαχον
Πλάτων, Πολιτεία, 341 c 1-2
Ίδιο είναι το να θέλεις να κουρέψεις λιόντα
και τον Θρασύμαχο να ξεγελάσεις, γράφει
ο Πλάτων. Το θυμάμαι, οσάκις το ξυράφι
της λύρας πιάνεις θρασυμάχως, και αποχρώντα
της ποίησης λιοντάρια (παρόντα ή και απόντα)
εν χρω κουρείς, και τρώγω κουραδοπιλάφι
με κάτι ρίμες π’ άρπαξες από το ράφι
γεροντοκόρες, νά ’ν’ νυφούλες από σπόντα.
Ως κατιών του Ομήρου, του παππού σου, όπως
λες, λογιέσαι· τον δε Πλάτωνα ονομάζεις
θείο (: μπάρμπα σου εννοώντας). Λίαν έτσι ακόπως
πολτούς εκσφενδονίζεις μιάς αρρύθμου μάζης
στα μούτρα μου κατά ριπάς και παλιντρόπως.
(Διό, στα θρασιά λιοντάρια, Γιώργη μ’, μη συχνάζεις!)
ΕΙΣ ΘΡΑΣΥΜΑΧΟΝ ΛΕΟΝΤΙΔΗΝ ΜΕΝ,
ΕΙΣ ΕΜΑΥΤΟΝ ΟΜΩΣ ΠΟΙΗΣΙΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ
Ώστε ξυρείν επιχειρείν λέοντα και συκοφαντείν
Θρασύμαχον
Πλάτων, Πολιτεία, 341 c 1-2
Ίδιο είναι το να θέλεις να κουρέψεις λιόντα
και τον Θρασύμαχο να ξεγελάσεις, γράφει
ο Πλάτων. Το θυμάμαι, οσάκις το ξυράφι
της λύρας πιάνεις θρασυμάχως, και αποχρώντα
της ποίησης λιοντάρια (παρόντα ή και απόντα)
εν χρω κουρείς, και τρώγω κουραδοπιλάφι
με κάτι ρίμες π’ άρπαξες από το ράφι
γεροντοκόρες, νά ’ν’ νυφούλες από σπόντα.
Ως κατιών του Ομήρου, του παππού σου, όπως
λες, λογιέσαι· τον δε Πλάτωνα ονομάζεις
θείο (: μπάρμπα σου εννοώντας). Λίαν έτσι ακόπως
πολτούς εκσφενδονίζεις μιάς αρρύθμου μάζης
στα μούτρα μου κατά ριπάς και παλιντρόπως.
(Διό, στα θρασιά λιοντάρια, Γιώργη μ’, μη συχνάζεις!)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου