PABLO NERUDA
ΛΙΜΑΝΙΑ
Ὀσμὴ ψαρίσια μανιασμένη
στοῦ λιμανιοῦ τὸ ἔμπα ἔχει·
βρόμικη ὀσμὴ καὶ ἐρεβώδη
σὰν χειμώνα δηλητηριασμένο
ποὺ τοῦ ᾽χει ἐπιτεθεῖ ἡ γάγγραινα.
Τ᾽ ἀπομεινάρια εἶναι τῆς ζωῆς.
Τῆς φτώχειας οἱ ἀχτίδες εἶναι.
Ἄχ, ἡ φτωχιὰ πατρίδα ἐζάρωσε
τὰ γέρικα χιονένια βλέφαρά της
κι ἔκατσε ἴσως γιὰ νὰ κλάψει
στὶς σκονισμένες ἀποβάθρες,
στοῦ Νότου τοὺς κυματοθραῦστες
γύρω-τριγύρω στὰ ψαράδικα.
Καθιστὴ κοιτάζει τὸ νερὸ νὰ τρέχει
ἀπ᾽ τὰ ὁλοσκότεινα αὐλάκια,
τ᾽ ἀποσαθρώματα τῆς φτωχογειτονιᾶς,
τὰ δολοφονημένα βράγχια
καὶ τοὺς τεζαρισμένους ψόφιους γάτους.
Χρῶμα πορτοκαλὶ καὶ χιόνινο
εἶχε ἡ πατρίδα στὰ βιβλία
καὶ ἀπ᾽ τὰ μαλλιὰ της ἔπεφταν
σὰν καταρράχτης τὰ κεράσια.
Γι᾽ αὐτὸ πονάει νὰ τὴ βλέπεις
νὰ κάθεται σ᾽ ἕνα παλιόσκαμνο
καὶ νά ᾽χει γύρω πατατόφλουδες
καὶ κάτι ἔπιπλα ξεχαρβαλωμένα.
Στοῦ λιμανιοῦ τὶς σπασμένες πύλες
ἀκούγεται ὁ συγκλονιστικὸς θρῆνος
κάποιου ρυμουλκοῦ ἑτοιμοθάνατου.
Ἡ νύχτα πέφτει τότε μπρούμυτα
σὰν μαῦρο σακκὶ γεμάτο παλιοκούρελα —
στῆς πατρίδας πέφτει ἡ νύχτα τὰ γόνατα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου