Τετάρτη 17 Αυγούστου 2022

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ

 


ÁLVARO MUTIS

 

Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ

 

1

Τὸ πρῶτο φῶς ἀνάβει στὸ δεύτερο πάτωμα κάποιου καφέ. Ἕνας σερβιτόρος ἀνεβαίνει ν᾽ ἀλλάξει ροῦχα. Ἡ φωνή του κατατρώει τὶς στέγες, ἐνῶ στὴ γλιτσιασμένη του ποδιὰ κουβαλάει τὴν κρύα καὶ ἔναστρη νύχτα.

 

2

Ξεχωριστά, σ᾽ ἕνα βάζο μὲ μπαχαρικά, φυλάει μιὰ τούφα μαλλιά. Παχὺ καὶ σκουρόχρωμο σκυλάκι ἀκαθορίστου χρώματος, κάτι σὰν τὸν καπνὸ τῶν τρένων, ὅταν χώνεται καὶ χάνεται μὲς στοὺς εὐκάλυπτους.

 

3

Ντυμένος μὲ ἀμίαντο καὶ βελοῦδο μὲς στὴν πόλη γυρόφερνε. Ἦταν τάλε-κουάλε ὁ τρόμος μεταμφιεσμένος σὲ συνοικιακὸ μπακάλη. Πόσες καὶ πόσες ἱστορίες δὲν πλέχτηκαν ἄραγε γύρω ἀπὸ τὰ λόγια του καὶ δὴ μὲ μιὰ γεύση παλαιότητας νὰ θυμίζει τοῦ ποιητῆ τὰ χιόνια;

 

4

Ἔτσι, καὶ ἐκ πρώτης ὄψεως, δὲν πρόσφερε ἴχνος κὰν ὀμορφιᾶς. Πίσω ὅμως ἀπὸ κάποιο κορμὶ τρεμόπαιζε μιὰ γαλάζια φλόγα ποὺ ἔσερνε τὸν πόθο, ὅπως ἀκριβῶς σέρνουν καὶ κάτι ποτάμια μέταλλα ἀφάνταστα.

 

5

Ἕν᾽ ἄλλο φῶς ἦρθε νὰ προσχωρήσει στὸ πρῶτο. Μιὰ ξινὴ φωνὴ τὸ ἔσβησε ἔτσι ὅπως σκοτώνουμε τὰ ἔντομα. Δύο βήματα πιὸ ᾽κεῖ ὁ ἄνεμος ἔριχνε φύλλα τυφλὰ νὰ χτυπᾶνε πάνω σὲ ἀγάλματα ὁμοίως τυφλά. Γαλήνια λίμνη... φῶς τῶν γυμναστηρίων ὀπάλινο.

 

6

Τῆς καρδιᾶς βάρος ὑπόκωφο. Ἀμυδρὸ μουγκρητὸ κάποιου δέντρου. Μάτια κλαμένα, νὰ καθαρίζονται κρυφὰ στὸ πλυντήριο πιάτων, ἐνῶ τὸ ἀφεντικὸ ἐξυπηρετεῖ τοὺς πελάτες φορώντας τὸ καθημερινό του βρομιάρικο χαμόγελο. Γυναικεῖα βάσανα.

 

7

Στὰ πεζοδρόμια πειθήνια βρύα καὶ πόδια μὲ κάτι λιπαροὺς λεκέδες ἀπὸ λάσπες προαιώνιες. Στὰ πεζοδρόμια ἡ ἀπολεσθεῖσα πίστη, σὰν κέρμα ποὺ ἔπεσε καὶ χάθηκε ἢ σὰν πεταμένη γόπα. Ἐμπορεύματα. Ἀδύναμο κέλυφος αἰθάλης.

 

8

Ἁπαλὴ πούδρα στ᾽ ἀφτὶ ὅπου καὶ λάμπει κρίκος πειρατικός. Δίψα καὶ μέλι τῶν παράδων. Τὰ μανεκὲν ὑπολογίζουν τὴν ἡλικία τῶν περαστικῶν, καὶ ἀπὸ τὰ χαρτονένια τους στήθη βγαίνει βαθύς, ἀκατονόμαστος πόθος. Ἠχηρὸ μουγκρητὸ ¨ολόαδειου δρόμου. Δροσιά.

 

9

Σὰν τρελὸς πλανήτης μὲ λειχῆνες λαχταράει τὸ ἀκράδαντο κιγκλίδωμα τοῦ σχολείου μὲ τὸ κουδούνι του καὶ μὲ τὴ δροσερή του μυρουδιὰ τῶν ἐργαστηρίων. Θόρυβος ἀπ᾽ τὶς ντουζιέρες στρεφόμενος κατὰ τῶν κοιμισμένων πλατῶν. Περνάει κάποια γυναίκα καὶ ἀφήνει τὸ ἄρωμά της, ἄρωμα ζέβρας καὶ δυόσμου. Οἱ φύλαρχοι συγκεντρώνονται μετὰ τὴν τελευταία τάξη νὰ γιορτάσουν τὴ θυσία.

 

10

Μιὰ ζωὴ χαμένη σὲ μάταιες ἀπόπειρες μὴν καὶ πετύχει κάποια ὀσμὴ ἢ μὴν καὶ βρεῖ κανὰ σπίτι. Πλανόδιος πωλητὴς ποὺ ἐπιμένει μέχρι ν᾽ ἀκούσει καὶ τὸ τελευταῖο τράμ. Σῶμα προσφερόμενο μὲ μιὰ κλεφτὴ καὶ ἀνυπόμονη χειρονομία. Τὸ δὲ τέλος ἔρχεται ἔπειτα, ὅταν ἀρχίζει νὰ χτίζεται τὸ οἴκημα ἢ νὰ ζεσταίνεται τὸ κρεβάτι μὲ τραχιὲς γιὰ τὸ σῶμα κουβέρτες.

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου