Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012
ΟΙ ΑΜΟΡΟΖΕΣ, ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΔΙΑΖΟΥΝ
PÈIRE CARDENAL (1180-1272)
[ΟΙ ΑΜΟΡΟΖΕΣ, ΚΑΘΕ ΠΟΥ ΤΙΣ ΚΑΤΣΑΔΙΑΖΟΥΝ]
Οι αμορόζες κάθε που τις κατσαδιάζουν,
Σαν τον κυρ-λύκο γλυκομίλητα απαντούν:
Άλλες γιατί είναι από γενιά το φίλο μπάζουν.
Άλλες γιατί από φτώχεια αβάσταγη ψοφούν,
Άλλες γιατί έχουνε με γέρο παντρευτεί,
Άλλες γιατί είν’ νταρντάνες κι άντρα έχουν κοντό,
Άλλες γιατί δεν έχουν δεύτερο βρακί·
Μα τα ίδια κάνουνε κι αυτές που έχουνε δυό!
Πολύ κοντά τον πόλεμο ας τον λογαριάζουν
Όσοι πως άναψε στη χώρα τους ακούν·
Μα στο κρεβάτι τους στα σίγουρα τον μπάζουν
Απ’ τις γυναίκες τους όσοι άγρια μισηθούν.
Σκληρότερη έχτρα εγώ απ’ αυτή δεν έχω δει.
Και κάποιον ξέρω που σαν πάει σ’ αλαργινό
Ταξίδι, χαίρονται η γυναίκα κι η αδερφή,
Και δεν του λέν: «Να ξαναρθείς με το καλό!»
Άλλοι σε πλούσια ζεύκια ξημεροβραδιάζουν
Με φαγητά που μ’ ατιμίες τ’ αποχτούν,
Γιατί όσα ψήνουνε σφαχτά δεν τ’ αγοράζουν
Παρά να κλέβουν απ’ αυτούς που τα πουλούν.
Κάποιος, δε λέω ποιός, τρώει χωρίς καμιά ντροπή
Κάθε Χριστούγεννα κρέας που ’ναι αμαρτωλό·
Αν πιστεύει όμως πως τιμά έτσι τη γιορτή
Είναι χαζός σα βυζανιάρικο μωρό.
Τον κλέφτη το φτωχό ανελέητα δικάζουν,
Τον διαπομπεύουν και σκληρά τον τυραννούν.
Μα αυτόν που κλέβει το δημόσιο τον θαυμάζουν
Κι όλοι σαν άρχοντα τρανό τονε τιμούν.
Τον κλέφτη το φτωχό τον κρεμούν για μιά κλωστή,
Και τον κρεμά αυτός που ’κλεψε άλογο ακριβό.
Της Δικαιοσύνης σοφή απόφαση είν’ αυτή:
«Ο πλούσιος κλέφτης να κρεμάει το φτωχό».
Για μένα τραγουδώ και φλάουτο παίζω. Ας σκάζουν
Όσοι της γλώσσας μου το νόημα δεν νογούν·
Έτσι σαν κελαηδεί τ’ αηδόνι όλοι δαυμάζουν,
Όμως τί λέει να καταλάβουν δεν μπορούν.
Εγώ λαλώ σε ντόπια γλώσσα ανθρωπινή
Κι είναι το νόημά της τα΄λελεια λαγαρό.
Μα αυτοί που έχει η συνείδησή τους στομωθεί
Δε νιώθουν ποιό είναι το καλό, ποιό το κακό.
Αν κάποιος βλάκας τώρα δα καταπιαστεί
Με το τραγούδι μου, γουρούνι θα είν’ σωστό.
Μετάφραση: Σπύρος Σκιαδαρέσης.
Από το βιβλίο: «Τροβαδούροι: Οι προβηγκαινοί ποιητές και τραγουδιστές του Μεσαίωνα», εισαγωγή, έμμετρη μετάφραση και σχόλια Σπύρος Σκιαδαρέσης, Πλέθρον, Αθήνα 1982, σελ. 109-110.
**************************************
[LAS AMAIRITZ, QUI ENCOLPAR LAS VÒL]
I
Las amairitz, qui encolpar las vòl
Si razonon a for d'en Isengri:
L'una fai drut quar esta'n grant aujòl,
L'autra lo fai quar paubreira l'auci;
L'una a vieil marit e es tozet
L'autra es granz e a pauc garsi
L'una non a sobrecot de brunéta
L'autra n'a dos e fai lo atressi.
II
Prop a guerra qui l'a en mieg son sòl,
Mas plus prop l'a qui l'a a son coissi.
Can lo maritz a la moiller fai dòl,
So es guerra peior que de vezi,
Qu'ieu en sai tal que, s'era part Toleta,
Non a moiller ni paren ni cozi
Que ja disses: que Dieu sai lo trameta.
Mas, can s'en vai, lo plus iratz s'en ri.
III
S'us paubres homs a emblat un lensol,
Laire es clamatz ez anara cap cli,
E s'us ricx homs a emblat mercuirol,
Ira cap dreg en la cort Costanti
E si-l paubres a emblat una veta,
Pendra lo tals q'a emblat un ronci.
Aquest dretz es plus dretz c'una sageta
Que-l laire penda-l lairo mesqui.
IV
Gran festa fai mas ges ben no la col
Qui buous emblatz ni moutons i auci.
Qu'ieu en sai tal que n'umpli son pairol.
Lai a Nadal, mas non voill dire qui.
Aco es carnz que non pot esser neta,
Carnz desleials que la lei contradi.
Mens a de sen non a l'enfans que teta
Qui cuia honrar calendas enaissi.
V
A mos ops chant e a mos ops flaujol,
Car homs mas ieu non enten mon lati
Atretan pauc com fa d'un rossinhol
Entent la gent de mon chant que se di.
Ez ieu non ai lengua fiza ni breta
Ni sai parlear flamenc ni angevi,
Mas malvestatz que los escalafeta
Lor tol vezer que es fals ni es fi.
VI
A mi non cal que crois hom s'entrameta
De mon chantar pos siei fag son porsi.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου