FEDERICO GARCÍA LORCA
ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΕΔΕΜ
Βόσκουν τα βοϊδάκια μας κι ίσα-ίσα που πνέει ο άνεμος
Γαρθιλάσο ΤΟ ΔΙΠΛΟ ΠΟΙΗΜΑ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΕΔΕΜ
Βόσκουν τα βοϊδάκια μας κι ίσα-ίσα που πνέει ο άνεμος
Η αρχαία μου φωνή
από χυμούς δεν ήξερε πυκνούς και όλο πίκρα.
Να μου γλείφει τη φαντάζομαι τα πόδια
κάτω από κάτι φτέρες λεπτές και μουσκεμένες.
Αχ, αρχαία της αγάπης μου φωνή,
αχ, φωνή εσύ της αλήθειας μου,
αχ, φωνή της ανοιχτής πλευράς μου
όταν τα ρόδα εκπορεύονταν όλα από τη γλώσσα μου
και τα γρασίδια ιδέα δεν είχαν για την ανάλγητη μασέλα
του αλόγου!
Είσ’ εδώ και πίνεις το αίμα μου,
μου πίνεις όση ικμάδα έχω βαρετού παιδιού
όσο γίνονται τα μάτια μου θρύψαλλα στον άνεμο
με το αλουμίνιο μαζί και τις φωνές των μεθυσμένων.
Άσε με να διαβώ το κατώφλι να μπώ
εκεί που η Εύα τρώει μυρμήγκια
και ο Αδάμ ψάρια γονιμοποιεί σαστισμένα.
Άσε με, ανθρωπάκι κερατένιο, να περάσω
στο δάσος νά ’μπω των τάσεων
και των πιο εύθυμων αλμάτων.
Την πλέον απόκρυφη γνωρίζω χρήση
μιάς παλιάς σκουριασμένης καρφίτσας·
γνωρίζω επίσης των ματιών τον τρόμο που ανοίξανε
διάπλατα,
πάνω στου πιάτου τη συμπαγή επιφάνεια.
Αλλά δεν θέλω κόσμο ούτε όνειρο, φωνή θεϊκή,
την ελευθερία μου θέλω, την αγάπη μου θέλω
την ανθρώπινη
στην πιο σκοτεινή γωνιά της αύρας που κανένας
δεν θέλει.
Την ανθρώπινη θέλω αγάπη μου!
Τα σκυλόψαρα τούτα κυνηγάνε τό ’να τ’ άλλο
κι ο άνεμος φυλάει καρτέρι σε κορμούς ανέμελους.
Ω αρχαία φωνή, κάψε με τη γλώσσα σου
τούτην εδώ τη φωνή από τσίγκους όλο και από γύψο!
Θέλω να κλάψω, να κλάψω ποθώ
όπως κλαίνε τα παιδιά στο τελευταίο θρανίο,
γιατί δεν είμαι άνθρωπος, ποιητής, δεν είμαι φύλλο,
μα, ναι, μονάχα ένας λαβωμένος παλμός που μετράει
το σφυγμό των πραγμάτων της άλλης πλευράς.
Και θέλω να κλάψω και να πω τ’ όνομά μου,
ρόδο, παιδάκι και έλατο στην όχθη τούτης ’δώ της λίμνης,
να πω την ανθρώπινη αιμάτινη αλήθεια μου
τη χλεύη θανατώνοντας μέσα μου που αυτή
μού υποβάλλει η λέξη.
Όχι, όχι, δεν ρωτάω εγώ, εγώ απλώς ποθώ,
φωνή μου ξελευτερωμένη που τις παλάμες μου
ολοένα γλείφεις.
Μέσα στο λαβύρινθο των παραβάν είναι η γύμνια μου
και δεξιώνεται
την τιμωρητική σελήνη και το αποτεφρωμένο ρολόι.
Έτσι μιλούσα εγώ.
Έτσι μιλούσα εγώ τότε που ο Κρόνος σταματούσε
τα τραίνα
και η πάχνη και ο Ύπνος και ο Θάνατος γυρεύαν
να με βρούνε.
Και με γυρεύαν να με βρούνε
εκεί που μουγκανίζουν τα γελάδια κι έχουν πατουσίτσες
καμαρώτου
κι εκεί που ταλαντεύεται το σώμα μου ανάμεσα σε
ισορροπίες αντίθετες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
από χυμούς δεν ήξερε πυκνούς και όλο πίκρα.
Να μου γλείφει τη φαντάζομαι τα πόδια
κάτω από κάτι φτέρες λεπτές και μουσκεμένες.
Αχ, αρχαία της αγάπης μου φωνή,
αχ, φωνή εσύ της αλήθειας μου,
αχ, φωνή της ανοιχτής πλευράς μου
όταν τα ρόδα εκπορεύονταν όλα από τη γλώσσα μου
και τα γρασίδια ιδέα δεν είχαν για την ανάλγητη μασέλα
του αλόγου!
Είσ’ εδώ και πίνεις το αίμα μου,
μου πίνεις όση ικμάδα έχω βαρετού παιδιού
όσο γίνονται τα μάτια μου θρύψαλλα στον άνεμο
με το αλουμίνιο μαζί και τις φωνές των μεθυσμένων.
Άσε με να διαβώ το κατώφλι να μπώ
εκεί που η Εύα τρώει μυρμήγκια
και ο Αδάμ ψάρια γονιμοποιεί σαστισμένα.
Άσε με, ανθρωπάκι κερατένιο, να περάσω
στο δάσος νά ’μπω των τάσεων
και των πιο εύθυμων αλμάτων.
Την πλέον απόκρυφη γνωρίζω χρήση
μιάς παλιάς σκουριασμένης καρφίτσας·
γνωρίζω επίσης των ματιών τον τρόμο που ανοίξανε
διάπλατα,
πάνω στου πιάτου τη συμπαγή επιφάνεια.
Αλλά δεν θέλω κόσμο ούτε όνειρο, φωνή θεϊκή,
την ελευθερία μου θέλω, την αγάπη μου θέλω
την ανθρώπινη
στην πιο σκοτεινή γωνιά της αύρας που κανένας
δεν θέλει.
Την ανθρώπινη θέλω αγάπη μου!
Τα σκυλόψαρα τούτα κυνηγάνε τό ’να τ’ άλλο
κι ο άνεμος φυλάει καρτέρι σε κορμούς ανέμελους.
Ω αρχαία φωνή, κάψε με τη γλώσσα σου
τούτην εδώ τη φωνή από τσίγκους όλο και από γύψο!
Θέλω να κλάψω, να κλάψω ποθώ
όπως κλαίνε τα παιδιά στο τελευταίο θρανίο,
γιατί δεν είμαι άνθρωπος, ποιητής, δεν είμαι φύλλο,
μα, ναι, μονάχα ένας λαβωμένος παλμός που μετράει
το σφυγμό των πραγμάτων της άλλης πλευράς.
Και θέλω να κλάψω και να πω τ’ όνομά μου,
ρόδο, παιδάκι και έλατο στην όχθη τούτης ’δώ της λίμνης,
να πω την ανθρώπινη αιμάτινη αλήθεια μου
τη χλεύη θανατώνοντας μέσα μου που αυτή
μού υποβάλλει η λέξη.
Όχι, όχι, δεν ρωτάω εγώ, εγώ απλώς ποθώ,
φωνή μου ξελευτερωμένη που τις παλάμες μου
ολοένα γλείφεις.
Μέσα στο λαβύρινθο των παραβάν είναι η γύμνια μου
και δεξιώνεται
την τιμωρητική σελήνη και το αποτεφρωμένο ρολόι.
Έτσι μιλούσα εγώ.
Έτσι μιλούσα εγώ τότε που ο Κρόνος σταματούσε
τα τραίνα
και η πάχνη και ο Ύπνος και ο Θάνατος γυρεύαν
να με βρούνε.
Και με γυρεύαν να με βρούνε
εκεί που μουγκανίζουν τα γελάδια κι έχουν πατουσίτσες
καμαρώτου
κι εκεί που ταλαντεύεται το σώμα μου ανάμεσα σε
ισορροπίες αντίθετες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου