Σάββατο 30 Αυγούστου 2008
ΑΠΟ ΑΠΟΥΣΙΑ Η ΖΩΗ ΜΕΘΑ
PAUL VALÉRY
ΤΟ ΠΑΡΑΘΑΛΑΣΙΟ ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
Pindare, Pythiques, III.
Η στέγη αυτή η ατάραχη όπου οδεύουν περιστέρια,
από τα πεύκα ανάμεσα κι από τους τάφους πάλλει·
η Μεσημβρία συνθέτει εκεί με τα πυρά, δικαία,
τη θάλασσα, τη θάλασσα, που ξαναρχίζει πάντα!
Ω ανταμοιβή που αισθάνεσαι κατόπι από μια σκέψη
μακρό ένα βλέμμα στων θεών επάνω τη γαλήνη!
Ποιό έργο αγνό από αστραπές λεπτές καταναλίσκει
αμέτρητους αδάμαντες αφρού απαρατηρήτου,
και ποιά ησυχία φαίνεται να εγκυμονεί εδώ πέρα!
Όταν πάνω στην άβυσσο αναπαύεται ένας ήλιος,
άμεμπτα τεχνουργήματα μιάς αιωνίας αιτίας,
ο Χρόνος σπινθηροβολεί και το όνειρο είναι Γνώση.
Μόνιμος θησαυρός, λιτός της Αθηνάς ναός,
μάζα γαλήνης κι ορατή μια παρακαταθήκη,
σύνοφρυ νερόν, Οφθαλμέ που διατηρείς εντός σου
κάτω από πέπλο φλόγινο τόσο και τόσον ύπνο,
Ω σιωπή μου!... Οικοδόμημα μες στης ψυχής τα βάθη,
μα και χρυσό επιστέγασμα από κεραμίδια, Στέγη!
Ναέ του Καιρού που στοναχή μια μόνη σ’ αγκαλιάζει,
ανέρχομαι στο καθαρό σημείον αυτό κι εθίζω,
απ’ το θαλάσσιο βλέμμα μου περιτριγυρισμένος·
κι έτσι καθώς προς τους θεούς το υπέρατό μου δώρο,
το ανέφελο σπινθήρισμα ακατάπαυστα διασπείρει
επάνω στα ύψη τ’ άμετρα μιάν άκρα υπεροψία.
Όπως η οπώρα αναλύεται σε απόλαυση βραδεία,
όπως την απουσία της σε γλύκα μεταβάλλει
στο βάθος ενός στόματος όπου η μορφή της θνήσκει,
έτσι, στον τόπο αυτόν, ρουφώ τον μέλλοντα καπνό μου,
κι ο ουρανός προς την ψυχή την καταναλωμένη
των πολυτάραχων ακτών την αλλαγή αναμέλπει.
Ωραίε, πραγματικέ ουρανέ, κοίτα με που εξαλλάζω!
έπειτα από τόση έπαρση, έπειτα από την τόση
παράδοξη νωθρότητα, αλλά δύναμη γεμάτη,
εγκαταλείπομαι σ’ αυτό το διάστημα που λάμπει,
η σκιά μου επάνω στων νεκρών τις κατοικίες διαβαίνει
που με την άτονη, άρρωστη μεθίζει κίνησή της.
Μ’ εκτεθειμένη την ψυχή στου ηλιοστασίου τις δάδες,
σε υπερασπίζομαι λαμπρή, θαυμάσια δικαιοσύνη
του υπέρτατου, ηλιακού φωτός με τ’ ανοικτίτμονα όπλα!
Σε παραδίδω καθαρή στην αρχική σου θέση:
Αυτοπαρατηρήσου!... Αλλά το φως για ν’ αποδώσεις
ένα σκυθρωπόν ήμισυ από σκιά προϋποθέτει.
Ω μοναχά για με, σ΄εμέ μόνον, σ’ εμέ τον ίδιο,
εγγύτατα σε μια καρδιά, στου ποιήματος τις κρήνες,
ανάμεσα από το κενό και το συμβάν το γνήσιο,
προσμένω τον αντίλαλο του έσω σου μεγαλείου,
πικρόγευστη δεξαμενή, ηχηρή, σκοτεινιασμένη,
που πάντα ηχεί μες στην ψυχή μελλοντικό ένα κοίλον!
Ξεύρεις εσύ, αιχμάλωτη ψευδής των φυλλωμάτων,
κόλπε που τις ισχνές αυτές κιγκλίδες κατατρώγεις,
απόκρυφα εκθαμβωτικά, στα ολόκλειστα όμματά μου,
ποιό σώμα προς το τέλος του τ’ οκνό με παρασύρει,
προς την οστέινη αυτή γη ποιό μέτωπο το ελκύει;
Μια σπίθα εδώ στοχάζεται τους ιδικούς μου απόντες.
Όσιος, κλειστός, από φωτιά γεμάτος δίχως ύλη,
απόσπασμα χωμάτινο στο φως προσκομισμένο,
αρέσκομαι στον τόπο αυτόν, όπου πυρσοί δεσπόζουν,
μίγμα από δέντρα σκυθρωπά κι από χρυσό και λίθο,
όπου είναι τόσο μάρμαρο σε τόσες σκιές και τρέμει·
εδώ επάνω στους τάφους μου πιστός υπνώττει ο πόντος!
Σκύλα λαμπρή, απομάκρυνε τον κάθε ειδωλολάτρη!
Όταν μ’ ένα χαμόγελο ποιμενικό, μονήρης,
βόσκω για διάστημα μακρό, πρόβατα μυστηριώδη,
το ποίμνιο το κατάλευκο των ήρεμών μου τάφων,
τις φρόνιμες περιστερές διώξε από αυτό τον τόπο,
τα μάταια ονειροπολήματα, τους περίεργους αγγέλους!
Εδώ που τώρα βρίσκομαι το μέλλον είναι αργία.
Το έντομο κατακάθαρο την ξεραΐλα ξύνει·
τα πάντα κάηκαν, χώνεψαν κι ανεμοσκορπιστήκαν
δεν ξεύρω ούτε κι εγώ σε ποιά αδυσώπητη ουσία…
Από απουσία η ζωή μεθά, κι όλο πλαταίνει,
κι είναι η πικρία γλυκύτατη, και φωτεινό το πνεύμα.
Καλά που βρίσκονται οι νεκροί κρυμμένοι μες στο χώμα
που το μυστήριο των ρουφά και τους ξαναζεσταίνει.
Η Μεσημβία εκεί υψηλά, η ασάλευτη Μεσημβρία
ενδόμυχα στοχάζεται κι αυτοσυνεννοείται…
Συμπληρωμένη κεφαλή και διάδημα υπερτέλειο,
μόνον εγώ είμαι η μυστική παράλλαξις εντός σου.
Να συγκρατεί τους φόβους σου άλλον από εμέ δεν έχεις!
Οι αμφιβολίες, οι τύψεις μου, κι όλες μου οι αδημονίες
αποτελούν το ελάττωμα στον μέγα αδάμαντά σου…
Αλλά μέσα στη νύκτα των που μάρμαρα βαρύνουν,
ένας αμφίβολος λαός, στων δέντρων πλάι τις ρίζες
είναι καιρός που ανέλαβε το μέρος σου βραδέως.
Έχουν αναλυθεί εντελώς σε μια πηκτή απουσία,
η κατακόκκινη άργιλλος το πάλλευκο είδος ήπιε,
μες στα λουλούδια της ζωής το δώρο έχει περάσει!
Πού των νεκρών ευρίσκονται οι γνωστές, εγκάρδιες φράσεις,
οι αβρές, μοναδικές ψυχές, η ατομική των τέχνη;
Η νύμφη κλώθει μέσα εκεί όπου επλάθοντο τα δάκρυα.
Των κοριτσιών οι τσιριξιές καθώς τα γαργαλάνε,
τα μουσκεμένα βλέφαρα, τα μάτια και τα δόντια,
το στήθος το γοητευτικό που παίζει με τη φλόγα,
το αίμα που σπινθηροβολεί στα πρόθυμα τα χείλη,
τα λοίσθια δώρα, οι δάκτυλοι που τα υπερασπίζουν,
όλα πηγαίνουν μες στη γη και στην παιδιά επιστρέφουν!
Κι εσύ μεγάλη μου ψυχή, μια ρέμβη περιμένεις
που πλέον αυτά τ’ απατηλά τα χρώματα δεν θά ’χει
που εδώ στα σάρκινα όμματα χρυσός και κύμα κάνουν;
Θα τραγουδάς κι εσύ άραγες όταν καπνός θα γίνεις;
Εμπρός! Φεύγει το παν! Μεστή είναι η παρουσία μου πόρους,
ακόμη θνήσκει κι η σεπτή η ανυπομονησία!
Αθανασία λιπόσαρκη, επίχρυση και μαύρη,
παρηγορήτρα φοβερά δαφνοστεφανωμένη
που κάνεις απ’ το θάνατο μητρικόν ένα στέρνο,
τον δόλο τον ευσέβαστο και την ωραίαν απάτη!
Ποιός που να μην ξεύρει, ποιός που να μην τ’ αποφεύγει,
το γέλιο αυτό το ατέρμονο και το κενό κρανίο!
Βαθείς πατέρες, μυστικοί, ακατοίκητα κεφάλια,
που κάτω από το υπέρμετρο τόσων φτυαριών το βάρος,
είστε η γη και συγχίζετε διαρκώς τα βήματά μας,
ο σκώληξ ο αναπάρνητος, ο αληθινός ο σκώρος
διόλου για σας που υπνώττετε στην πλάκαν αποκάτω
δεν είναι, αυτός ζει από ζωή, ποτέ του δε μ’ αφήνει!
Αγάπη, νά ’ναι πιθανόν, ή του ευατού μου μίσος;
Τόσο σιμώνει προς εμέ το μυστικό του δόντι
που όλα μαζί τα ονόματα ημπορούν να του πηγαίνουν!
Τί όφελος! Βλέπει, βούλεται, ονειροπολεί και ψαύει!
Η σάρκα μου το ευχαριστεί κι ώς τη στρωμνή μου επάνω,
σ’ αυτό τον ζωντανόν εγώ κοιτάζω πως ανήκω!
Ω Ζήνων! Ζήνων μου σκληρέ! Ω Ζήνων μου Ελεάτη!
Μ’ έχεις μ’ αυτό το φτερωτό το βέλος διαπεράσει
που ξαπολιέται, πάλλεται και δεν πετά καθόλου!
Ο ήχος με ξαναγεννά και σφάζει-με το βέλος!
Αχ! Ο ήλιος… Για την ψυχή ποιά σκιά χελώνας είναι,
ο Αχιλλέας ακίνητος με βήματα μεγάλα!
Όχι, όχι!... Ορθός στον άλυτον αιώνα μέγα στάσου!
Κορμί μου, σύντριψε πια αυτό το σκεπτικό το σχήμα!
Στήθος μου, ρούφηξε βαθιά τη γέννηση του ανέμου!
Μιά δροσεράδα πραϋντική που η θάλασσα εξατμίζει,
μου ξαναδίνει την ψυχήν… Ω δύναμη από άλμη!
Για ν’ αναβλύσω ζωντανός, εμπρός! γοργά στο κύμα!
Ναι! Με παράνοιες, θάλασσα μεγάλη, προικισμένη,
ω δέρμα πάνθηρος στιλπνό και διάτρητη χλαμύδα
από πολλά, αναρίθμητα απεικάσματα του ήλιου,
ύδρα απόλυτη, απ’ την κυανή σάρκα σου μεθυσμένη,
που η σπινθηροβολούσα ουρά γυρίζει, σε δαγκώνει
μέσα σε κάποιο θόρυβο με τη σιωπή παρόμοιο,
σηκώνεται ο άνεμος!... Τη ζωή πρέπει να δοκιμάσεις!
Μου ανοιγοκλείνει ο απέραντος αέρας το βιβλίο,
το κύμα ως σκόνη αποτολμά απ’ τους βράχους ν’ αναβλύσει!
Πετάξατε, εκθαμβωτικές ολότελα σελίδες!
Κύματα, με χαρμόσυνα, φαιδρά νερά συντρίψτε
Τη στέγη αυτή την ήρεμη όπου βοσκούσαν φλόκοι!
Μετάφραση: Αναστάσιος Γιανναράς.
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Ο Κύκλος», φ. 1, Νοέμβριος 1945, σελ. 2333.
Από το βιβλίο: PAUL VALÉRY «Το παραθαλάσσιο νεκροταφείο. Η νεαρή μοίρα», Μετάφραση – εισαγωγή Αναστάσιος Γιανναράς, Πλέθρον, Αθήνα 1979, σελ. 22-35.
Sète (Hérault) - Tombe de Paul Valéry au Cimetière Marin.
*******************************
PAUL VALÉRY
LE CIMETIÈRE MARIN
Μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον
σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν.
Pindare, Pythiques, III.
Ce toit tranquille, où marchent des colombes,
Entre les pins palpite, entre les tombes ;
Midi le juste y compose de feux
La mer, la mer, toujours recommencée
Ô récompense après une pensée
Qu’un long regard sur le calme des dieux !
Quel pur travail de fins éclairs consume
Maint diamant d’imperceptible écume,
Et quelle paix semble se concevoir !
Quand sur l’abîme un soleil se repose,
Ouvrages purs d’une éternelle cause,
Le Temps scintille et le Songe est savoir.
Stable trésor, temple simple à Minerve,
Masse de calme, et visible réserve,
Eau sourcilleuse, Œil qui gardes en toi
Tant de sommeil sous un voile de flamme,
Ô mon silence !… Édifice dans l’âme,
Mais comble d’or aux mille tuiles, Toit !
Temple du Temps, qu’un seul soupir résume,
À ce point pur je monte et m’accoutume,
Tout entouré de mon regard marin ;
Et comme aux dieux mon offrande suprême,
La scintillation sereine sème
Sur l’altitude un dédain souverain.
Comme le fruit se fond en jouissance,
Comme en délice il change son absence
Dans une bouche où sa forme se meurt,
Je hume ici ma future fumée,
Et le ciel chante à l’âme consumée
Le changement des rives en rumeur.
Beau ciel, vrai ciel, regarde-moi qui change !
Après tant d’orgueil, après tant d’étrange
Oisiveté, mais pleine de pouvoir,
Je m’abandonne à ce brillant espace,
Sur les maisons des morts mon ombre passe
Qui m’apprivoise à son frêle mouvoir.
L’âme exposée aux torches du solstice,
Je te soutiens, admirable justice
De la lumière aux armes sans pitié !
Je te tends pure à ta place première,
Regarde-toi !… Mais rendre la lumière
Suppose d’ombre une morne moitié.
Ô pour moi seul, à moi seul, en moi-même,
Auprès d’un cœur, aux sources du poème,
Entre le vide et l’événement pur,
J’attends l’écho de ma grandeur interne,
Amère, sombre, et sonore citerne,
Sonnant dans l’âme un creux toujours futur !
Sais-tu, fausse captive des feuillages,
Golfe mangeur de ces maigres grillages,
Sur mes yeux clos, secrets éblouissants,
Quel corps me traîne à sa fin paresseuse,
Quel front l’attire à cette terre osseuse ?
Une étincelle y pense à mes absents.
Fermé, sacré, plein d’un feu sans matière,
Fragment terrestre offert à la lumière,
Ce lieu me plaît, dominé de flambeaux,
Composé d’or, de pierre et d’arbres sombres,
Où tant de marbre est tremblant sur tant d’ombres ;
La mer fidèle y dort sur mes tombeaux !
Chienne splendide, écarte l’idolâtre !
Quand solitaire au sourire de pâtre,
Je pais longtemps, moutons mystérieux,
Le blanc troupeau de mes tranquilles tombes,
Éloignes-en les prudentes colombes,
Les songes vains, les anges curieux !
Ici venu, l’avenir est paresse.
L’insecte net gratte la sécheresse ;
Tout est brûlé, défait, reçu dans l’air
À je ne sais quelle sévère essence…
La vie est vaste, étant ivre d’absence,
Et l’amertume est douce, et l’esprit clair.
Les morts cachés sont bien dans cette terre
Qui les réchauffe et sèche leur mystère.
Midi là-haut, Midi sans mouvement
En soi se pense et convient à soi-même…
Tête complète et parfait diadème,
Je suis en toi le secret changement.
Tu n’as que moi pour contenir tes craintes !
Mes repentirs, mes doutes, mes contraintes
Sont le défaut de ton grand diamant…
Mais dans leur nuit toute lourde de marbres,
Un peuple vague aux racines des arbres
A pris déjà ton parti lentement.
Ils ont fondu dans une absence épaisse,
L’argile rouge a bu la blanche espèce,
Le don de vivre a passé dans les fleurs !
Où sont des morts les phrases familières,
L’art personnel, les âmes singulières ?
La larve file où se formaient les pleurs.
Les cris aigus des filles chatouillées,
Les yeux, les dents, les paupières mouillées,
Le sein charmant qui joue avec le feu,
Le sang qui brille aux lèvres qui se rendent,
Les derniers dons, les doigts qui les défendent,
Tout va sous terre et rentre dans le jeu !
Et vous, grande âme, espérez-vous un songe
Qui n’aura plus ces couleurs de mensonge
Qu’aux yeux de chair l’onde et l’or font ici ?
Chanterez-vous quand serez vaporeuse ?
Allez ! Tout fuit ! Ma présence est poreuse,
La sainte impatience meurt aussi !
Maigre immortalité noire et dorée,
Consolatrice affreusement laurée,
Qui de la mort fais un sein maternel,
Le beau mensonge et la pieuse ruse !
Qui ne connaît, et qui ne les refuse,
Ce crâne vide et ce rire éternel !
Pères profonds, têtes inhabitées,
Qui sous le poids de tant de pelletées,
Êtes la terre et confondez nos pas,
Le vrai rongeur, le ver irréfutable
N’est point pour vous qui dormez sous la table,
Il vit de vie, il ne me quitte pas !
Amour, peut-être, ou de moi-même haine ?
Sa dent secrète est de moi si prochaine
Que tous les noms lui peuvent convenir !
Qu’importe ! Il voit, il veut, il songe, il touche !
Ma chair lui plaît, et jusque sur ma couche,
À ce vivant je vis d’appartenir !
Zénon ! Cruel Zénon ! Zénon d’Êlée !
M’as-tu percé de cette flèche ailée
Qui vibre, vole, et qui ne vole pas !
Le son m’enfante et la flèche me tue !
Ah ! le soleil… Quelle ombre de tortue
Pour l’âme, Achille immobile à grands pas !
Non, non !… Debout ! Dans l’ère successive !
Brisez, mon corps, cette forme pensive !
Buvez, mon sein, la naissance du vent !
Une fraîcheur, de la mer exhalée,
Me rend mon âme… Ô puissance salée !
Courons à l’onde en rejaillir vivant.
Oui ! Grande mer de délires douée,
Peau de panthère et chlamyde trouée,
De mille et mille idoles du soleil,
Hydre absolue, ivre de ta chair bleue,
Qui te remords l’étincelante queue
Dans un tumulte au silence pareil,
Le vent se lève !… Il faut tenter de vivre !
L’air immense ouvre et referme mon livre,
La vague en poudre ose jaillir des rocs !
Envolez-vous, pages tout éblouies !
Rompez, vagues ! Rompez d’eaux réjouies
Ce toit tranquille où picoraient des focs !
1920
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ (ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ),
VALÉRY (PAUL)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου