Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024

Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΠΟΛΙΝΑΙΡ


 

GUILLAUME APOLLINAIRE

 

ΒΟΥΚΙΝΑ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ

 

Είν’ η δική μας ιστορία επίσημη και τραγική
Καθώς ενός τυράννου η πανοπλία
Κανένα δράμα τολμηρό καμιά μαγεία
Μια λεπτομέρεια με δίχως σημασία
Δεν κάνει την αγάπη μας παθητική

 

Κι ο Θωμάς ντε Κουίνσυ πίνοντας χασίσι
Αγνά κι ηδονικά ναρκωτικά
Γύρναε στην Άννα τη φτωχή του να ονειροπολήσει
Να φύγουμε να φύγουμε αφού το καθετί περνά
Μα πίσω πάλι θα ξανάρχομαι συχνά

 

Είναι βούκινα οι θύμησες κυνηγετικά
Που η ηχώ τους μες στον άνεμο θα σβήσει

 

Μετάφραση: Μανόλης Αναγνωστάκης.

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Η ΑΛΗΘΕΙΑ

 

Τί χαμογελάει στη δίχως τοιχώματα σκιά που κουφαίνει

την καρδιά μου; Ποιά μοναξιά σηκώνει

τα ασέληνα βασανισμένα χέρια της και ουρλιάζει πληγωμένη

στη νύχτα; Στα κλαδιά ποιός τραγουδάει υπόκωφα;

 

Όχι πουλιά: μνήμη πουλιών. Είσαστε αντίλαλος,

μόνο αντίλαλος, απλό και ποταπό φτερό, θολή σκουριά, νεκρή κωφή ύλη

στα χέρια μου, εδώ. Φιλώντας στάχτες

δεν φιλάς τον έρωτα. Δαγκώνοντας ξερόκλαδα

δεν σημαίνει ότι ακουμπάς τα λαμπερά σου χείλη σε στήθος

που σπέρνει φως η θερμή του ταραχή σε τούτο το απαστράπτον

φίλντισι. Ο ήλιος, ο ήλιος τυφλώνεται!

 

Διάλεξε ένδυμα που σέρνεται και κροταλίζει, απομεινάρι

μιας πόλης άχρηστο. Βάλε γυμνή

την πηγή, το φωτεινό, το ρέον σώμα,

όπου θα νιώθεις της ζωής τον πυρετό ανάμεσα στα τροπικά

κλαδιά, να τα σπρώχνει κάποιος ισημερινός, όπως φλέγονται.

 

Πιείτε, πιείτε το σπασμένο πάθος ενός τυχαίου μεσημεριού

που ανατινάζει στην κορύφωσή του τα φώτα του όλα και σας καίει

ολόκληρους, και σας λειώνει. Όμορφος θάνατος γεμάτος ζωή,

της ημέρας χόβολη! Δάσος παρθένο που σε κατατρώει μες στις φλόγες!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ

 

Είναι όπως ο ίδιος ο φλοιός κάποιου δέντρου.

Τραχιά μες στην υπομονετική του ύλη,

που συσσωρεύτηκε με αυστηρότητα, αλλά και με αμείωτη επιμονή –

υπάρχει μόνο η ύλη, η ύλη η λυσσαλέα, που δεν θα έφτανε ποτέ να γίνει σαν πυρκαγιά,

αλλά σαν ό,τι μένει έπειτα από αγνώστου προελεύσεως ανάφλεξη.

Η καύση κατάγεται

απ’ τις πρωτόγονες πνοές, όταν ανοίγει η γη και αναπνέει

με φωτιές πάνω απ’ τους κρατήρες του κάμπου –

φωτιές μυστηριώδεις που υποκινούνται από τη γεωλογική μεταμόρφωση, σαν γλώσσες βρίθουσες ήχων.

Μάλλον ικετεύουν ή θρηνούν… μάλλον επιπλήττουν ή ακόμα και καταγγέλλουν, και με κόπο όλο λαχανιάσματα σβήνουν.

Όλα του κόσμου τα έλαια, τα ελαιώδη ορυκτά όπως το αίμα, κυκλοφορούν και βλέπεις να εμφανίζονται και εκπνέουν, και αναπνέουν και παραμένουν βουβά και αμίλητα.

Γαλάζιες γλώσσες σιωπηλές, και βεβαίως στοιχημένες αναπαριστούν πάνω από τη μεγάλη έρημο την πιο βαθιά μετουσίωση.

Εκεί όμως η ύλη είναι αέρας, λάμψη, φλεγόμενο πέπλο, απλώς και μόνον άνεμος.

Μα όποτε απλώνεται ο καχύποπτος σιμούν και καλύπτει την επίμονη επικράτειά του, τα πάντα ευθύς σκοτεινιάζουν.

 

Οι κομψές στιγμιαίες γλώσσες παραιτούνται και η μαυρίλα αποκαθίσταται,

έχοντας μόνο προς στιγμήν διακοπεί ή, καλύτερα, στεφθεί

από των αστεριών την καψαλισμένη νύχτα.

 

Το δέντρο όμως δεν είναι γλώσσα, κι ας υψώνεται με κόπο.

Δεν είναι άνθρωπος, αν και είναι σχεδόν ανθρώπειο. Του ανθρώπου

η φαντασία δεν θα μπορούσε να επινοήσει την ύλη του δέντρου.

Την επίμονη ζωή του και την άτρεπτή του ακινησία. Ούτε την κίνησή του την αδιάκοπη.

Η δε προκλητική του δύναμη έχει πια παραδοθεί.

Εδώ, και χωρίς την όποια σύγκριση, το ξύλο

δεν είναι σάρκα, αν και μπορεί να πληγωθεί ή και να σκοτωθεί ακόμα.

Ούτε νερό, μολονότι ο οπός του υποφέρει όπως ρέει στάζοντας, με σταγόνες διάφανες γυάλινες.

Ούτε κι αίμα είναι, αν και μπορεί να τρέξει ώς στη θάλασσα και να τη βάψει

σαν ποτάμι που μπήγει το σπαθί του στον θάνατο,

κάτι που σημαίνει δίνω ζωή.

 

Το δέντρο όμως είναι ιδέα και προηγείται της ιδέας.

Ιδέα ομόκεντρη που, όπως και μια βραδυπορούσα σκέψη, σχηματίζεται γεωμετρικά έως ότου λάβει μορφή πυρηνική.

Ιδέα πάρα πολύ αργή, ιδέα ακριβέστατη σε ό,τι αφορά τη διάσωσή της, ιδέα εκτιθέμενη εκεί.

Λέξη; – όχι, δεν θα το έλεγα: η λέξη είναι ανθρώπεια.

Τη μεταφράζει ωστόσο αυτό το όν. Την εκφράζει και τη διαμορφώνει.

Και αποτελεί ακριβή ορισμό στη σαφή του γλώσσα: «Είναι το Δέντρο».

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΚΕΦΑΛΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΚΕΦΑΛΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ

 

Ήσαν άπαντες εκεί, διάσπαρτοι, μαζεμένοι, σε μια γωνιά της παλιάς πλατείας της πόλης.

Άλλοι γέροι, άλλοι νέοι, άλλοι κατάκοποι, καταπονημένοι όλοι τους

από τις αλλεπάλληλες πετριές που είχαν φάει κατά την πολύωρη αναμονή.

Μερικοί κουβάλαγαν σχοινιά στους ώμους, παλαμάρια τραχιά κουλουριασμένα και άχρηστα,

μερικοί κουβάλαγαν σάκους, ή ήσαν απλώς και μόνον

(εκείνο το προχωρημένο πρωινό)

κάτι χέρια μακριά πεσμένα.

Έχοντας στις κόρες των ματιών το γαλάζιο, το καστανό, το χρυσό που υψωνόταν, το ζωηρότατο πράσινο,

κοιτόταν αόρατο σάμπως σκεπασμένο από λεπτό στρώμα σκόνης.

Άπαντες ανάσαιναν στην ήσυχη πλατεία, καθιστοί ή ξαπλωμένοι στα παγκάκια, με τον ήλιο να καίει την πέτρα.

Στης πέτρας τον ήλιο.

Εκείνο, πάλι, έδειχνε τον σφιχτό του πηλό, ελαφρώς θρυμματισμένο, σκεπασμένο στον ύπνο με όνειρα.

Και ξανθίζουσα την κόμη του  –μαλλιά φτενά, υπόλευκα ή κοιμώμενα

και συνάμα απαλά και σκληρά–  έβλεπες να έχει το κεφάλι.

Κεφάλι όλο θαμπωμένο ασήμι… Μα πού το είχαν ξαναδεί; Ναι, μια μέρα αλά Βελάσκεθ σε καμβά!

«Οι μεθυσμένοι», «Το παιδάκι στις Βαγιέκας», «Ο ηλίθιος της Κορίας», «Η παράδοση της Μπρέντας»... Κεφάλι που κοιμάται,

στην πλατεία της πόλης.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής


Πέμπτη 12 Δεκεμβρίου 2024

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

Η ΕΡΩΤΙΚΗ ΣΥΝΕΥΡΕΣΗ

 

Ι

Σε τούτον τον κορμό κρέμεται

δίκην ενωτίου ο καρπός – καρπός που έχει ζωή.

Η ύλη του δεν είναι άλλη

από κάποια μόνιμη αλήθεια, αλήθεια που διαρκεί.

Στη σκιά του εντός ωριμάζει ο ίδιος,

ναι, επί αιώνες και αιώνες, επ’ άπειρον,

και δεν πέφτει παρά μόνο όταν πέσει

και το δέντρο, και κυλάει στο χώμα.

Είτε καρπός σάρκινος είτε μάζα, ζύμη

από ζωή αντίστοιχη, δεν είναι

με τον ωχρό του φλοιό κάτι άλλο

παρά σκληρό καρύδι στον λαιμό συμπαγές.

Κυλάει το αίμα και περνά

καυτό συνέχεια και ακατάπαυστα,

ενώ ο άνεμος φυσώντας βάζει

φωτιά στη ζωή και καίει μονίμως

το διπλά ρουφηγμένο σκοτάδι.

Του ήλιου άξονας είναι, και κάποιος κεραυνός του

θ’ αδειάσει μονομιάς και δίχως πόνο ό,τι έχει

και θα εκραγεί στη μάχη,

στο σκότος μέσα το ακριβέστατο.

Ω, της φωτιάς συνδυασμός

με την πρόσφορη ύλη της.

Φωτιά του ήλιου είναι, ή καρπός

που με την έκρηξή του σπέρνεται.

 

II

Στα τρυφερά τα πόδια ανάμεσα περνάει ένα ποτάμι,

σαφέστατος υπαινιγμός μιας κοίτης για το ζωντανό νερό –

ανάμεσα στη δροσερή σκιά ή σ’ έναν ήσυχο καπνό

που μένει ακίνητος μες στο ρευστό λυκόφως.

Ανάμεσα δε στους μηρούς μόνο ο αθόρυβος είναι χρόνος,

ο χρόνος εκείνος που δεν περνά, και αιώνια μένει εκεί,

αθάνατος, χωρίς να γεννάει, ζώντας μες τους ίσκιους.

Στα όμορφα τα πόδια ανάμεσα είναι μόνο ένα ποτάμι

και βαθιά μέσα σου νιώθεις ότι είναι το μόνο που κυλάει –

νερό σκοτεινό και άχρονο που δεν γεννάει καθόλου

και που στο χώμα εκβάλλει επάνω.

 

Ω, τί όμορφος συνδυασμός αίματος και ανθέων,

και μυστικός κανθός που χύνει μες το φως αρώματα

για του φωτός τη γέννηση που όλο μεγαλώνει

ανάμεσα στους δυο μηρούς της όμορφης ζαριάς.

Νόμισμα κίβδηλο ή ήλιος που πετυχαίνει την ημέρα

και που γεννιέται απ’ αυτό το πονεμένο σώμα

το πανέτοιμο γι’ αγάπη, όποτε η κορύφωση ωθεί

προς ό,τι αντίθετο και αντίπαλο που προχωράει επιθετικά.

Μυστήριο, εντέλει, ενίοτε του φλογισμένου δειλινού

όποτε σαν γλυκιά θωπεία μπαίνει ο κεραυνός

στο αδηφάγο χάσμα και πέφτει η νύχτα:

των δύο εραστών όταν πέφτει η τέλεια νύχτα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2024

ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 40



ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 40

Στο επιστημονικό συνέδριο που οργανώνει το ΚΚΕ στις 21 και 22 Δεκεμβρίου για τη δεκαετία του 40 θα συμμετάσχω με ομιλία μου και με θέμα "1943: Ελύτης, Εγγονόπουλος, Γκάτσος".


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ

 

1943: ΕΛΥΤΗΣ, ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ, ΓΚΑΤΣΟΣ

 

Το 1943, στα πιο βαθιά σκοτάδια της Κατοχής, γράφτηκαν και δημοσιεύθηκαν τρία κορυφαία ποιητικά έργα: Το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» του Οδυσσέα Ελύτη, ο «Μπολιβάρ: ένα ελληνικό ποίημα» του Νίκου Εγγονόπουλου και η «Αμοργός» του Νίκου Γκάτσου. Την ίδια χρονιά τυπώθηκε η συλλογή «Το φρέαρ με τις φόρμιγγες» του Δ.Π. Παπαδίτσα και γράφτηκαν τα πρώτα ποιήματα της συλλογής του Νάνου Βαλαωρίτη «Η Τιμωρία των Μάγων», που εκδόθηκε ιδιωτικώς το 1947. Κοινό χαρακτηριστικό και των πέντε έργων είναι το ότι γράφτηκαν από θιασώτες του υπερρεαλιστικού κινήματος – ο καθένας με τον τρόπο και το μέτρο του. Εδώ θα εστιάσουμε την προσοχή μας στα τρία πρώτα ακριβώς, επειδή δεν αποτελούν συλλογές ποιημάτων, αλλά τρία ενιαία και μακροσκελή έργα, που θεωρούνται σταθμοί στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και υπογράφονται από τρεις κορυφαίες μορφές του ελληνικού λυρισμού.

 

Όταν εκδόθηκαν τα ποιήματα και οι τρεις ποιητές είχαν πάρει ήδη αποστάσεις από τον ακραιφνή υπερρεαλισμό, όπως είχε εκφραστεί στην ελληνική λογοτεχνία μεταξύ 1931 και 1935. Το 1931 είχε εκδοθεί στο Παρίσι η συλλογή ποιημάτων του Θεοδώρου Ντόρρου «Στου γλυτωμού το χάζι» και είχε δημοσιευθεί στο περιοδικό Λόγος η ομιλία του Δημητρίου Χ. Μεντζέλου με τίτλο «Ο υπερρεαλισμός κι οι τάσεις του». Ο υπερρεαλισμός στη γραφή συνδεόταν προγραμματικά με την αυτόματη γραφή[1] και το λεγόμενο «αντικειμενικό τυχαίο», οι δε ιδεϊκές αναφορές του ανάγονταν στον Μαρξισμό και στη φροϋδική ψυχανάλυση. Η μαρξιστική κατεύθυνση του υπερρεαλιστικού κινήματος βρήκε στην Ελλάδα λίγους ακόλουθους και μάλιστα σε απλό ατομικό επίπεδο. Ως προς τις θεωρίες του Φρόυντ οι υπερρεαλιστές δεν ενδιαφέρθηκαν καθόλου για τις θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχαναλυτικής μεθόδου· τους απασχόλησαν μόνο τα όνειρα, και μάλιστα αποκλειστικώς ως φορείς απελευθέρωσης της ανθρώπινης φαντασίας. Τον Μάρτιο του 1935 ο Ανδρέας Εμπειρίκος δίνει την «Περί σουρρεαλισμού» διάλεξή του στην Αθήνα και δημοσιεύει την ποιητική συλλογή «Υψικάμινος», με την οποία, σημειωτέον, κλείνει και η ποιητική επιλογή της αυτόματης γραφής.

 

Όσοι ποιητές είχαν γοητευθεί από τις διακηρύξεις των μανιφέστων του Μπρετόν κρατούν μετά το 1935 μόνο το όνειρο ως προ=ϋπόθεση του υπερρεαλιστικού ποιήματος και μάλιστα με τη μορφή του «ονειρικού» ή του «ονειρώδους». Στις σχετικές συνειλημμένες σε στίχους εικόνες παρεισάγουν και στοιχεία «τοπικά» ή/και «εθνικά», παραβαίνοντας έτσι το υπερρεαλιστικό θέσμιο ότι η ποίηση (και εν γένει η τέχνη) είναι υπόθεση παγκόσμια και καθόλου εθνική. Διότι για να είναι κάποιος ποιητής υπερρεαλιστής, όφειλε να δηλώνει ότι εντάσσεται στο διεθνές υπερρεαλιστικό κίνημα και ότι δεν αποδέχεται κανένα ιδεολόγημα βασισμένο στην οποιαδήποτε εθνική ιδιαιτερότητα. Διαβάζοντας τους τρεις ποιητές στα εν λόγω ποιήματά τους διαπιστώνουμε ότι δεν εφαρμόζουν τον προγραμματικώς νόμιμο «υπερρεαλισμό στην Ελλάδα», αλλά εισάγουν τον αιρετικό «ελληνικό υπερρεαλισμό» και μάλιστα μπολιασμένον με γλωσσική τολμηρότητα, τόσο κινούμενοι στο πεδίο της λογοτεχνικής δημοτικής όσο και χρησιμοποιώντας τύπους της καθαρεύουσας.

 

Κατ’ αρχήν (αλλά μόνο κατ’ αρχήν, όπως θα δούμε παρακάτω) πρόκειται για τρία ιδιοτύπως υπερρεαλιστικά ελληνικά ποιήματα. Στον «Μπολιβάρ», μάλιστα, υπάρχει και υπότιτλος: «ένα ελληνικό ποίημα». Αλλά και αλλιώς να ήσαν τα πράγματα, πώς θα μπορούσε ο έλληνας ποιητής το έτος 1943 να μην είναι ελληνικός; – ιδίως όταν ζούσε και δημιουργούσε σε συνθήκες πολέμου, εχθρικής κατοχής και ηρωικής αντίστασης στην ίδια του την πατρίδα; Σημειωτέον δε ότι ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος είχαν πολεμήσει στο Αλβανικό Μέτωπο και είχαν γνωρίσει από πρώτο χέρι τις κακουχίες του πολέμου.

 

Ας διαβάσουμε πέντε τυχαίους και ασύνδετους μεταξύ τους στίχους από το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»:

 

Τώρα μες στα θολά νερά μια ταραχή διαβαίνει·

Να ξεγελάσει την αντάρα από τα καταχθόνια·

Παν να δαγκάσουνε ψωμί κι εκείνο στάζει από αίμα·

Τα δέντρα είναι από κάρβουνο που η νύχτα δεν κορώνει· και

Αγιάζι ουράνιας ομορφιάς γυαλίζει στα μαλλιά του

 

Υπερρεαλιστικές απηχήσεις εντοπίζονται και στους πέντε παραδειγματικούς στίχους.[2]  Ό,τι όμως ακούγεται ευκρινέστερα εδώ είναι ο ιαμβικός 15σύλλαβος με τομή στην όγδοη συλλαβή, υποδεικνύοντάς μας την άμεση σύνδεσή τους με τον πολιτικό στίχο του δημοτικού τραγουδιού και με τον Διονύσιο Σολωμό των «Ελεύθερων πολιορκημένων». Τέτοιοι στίχοι είναι πολλοί στο σώμα του ποιήματος· όπως πολλοί είναι και οι στίχοι που ξεκινούν για να αρτιωθούν ως ιαμβικοί δεκαπεντασύλλαβοι, αλλά συνεχίζονται και ξεπερνούν το μέτρο φτάνοντας και στις 20 συλλαβές με μια χασμωδία. Ιδού ένα παράδειγμα.

 

Γιατί ένας τέτοιος ουρανός εκεί που πρώτα εκατοικούσε ο ήλιος!

 

Δημοτικές απηχήσεις απαντώνται και στην επιλογή του λεξιλογίου, καθώς στο ποίημα διαβάζουμε λέξεις και φράσεις όπως: «πλάτανος λεβέντικος», «Ρωμιοί», «μικρό πουλί ακελάηδιστο», «μαρμαρένια αλώνια», «Αντρούτσος», «μπουρλοτιέρης», «καραούλι», «πεντοζάλης» και «οι περιβόλες της παλληκαριάς»· καθώς και λέξεις σύνθετες που παραπέμπουν στην παλαμική παράδοση, όπως «νερατζοκόριτσα», «αλογόβουνο», «συννεφολύκαινα» και «χωριατομουσμουλιά». Ομοίως διαβάζουμε και ένα δίστιχο που μοιάζει να είναι παρμένο από γνήσιο δημοτικό τραγούδι:

 

Κι οι μάνες είναι για να κλαιν, οι άντρες για να παλεύουν

Τα περιβόλια για ν’ ανθούν των κοριτσιών οι κόρφοι

 

Ο ανθυπολοχαγός της Αλβανίας αγωνίζεται κατά του επελαύνοντος φασισμού και πέφτει για την πατρίδα με το όραμα της Ελευθερίας της πατρίδας του. Δύο αναφορές αρκούν:

 

Ας γαλαζοβολήσει αλλού μιαν αδελφούλα Ελλάδα·

 

Και

 

Ελευθερία,

Έλληνες μέσ’ στα σκοτεινά δείχνουν το δρόμο :

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

Για σένα θα δακρύσει από χαρά ο ήλιος.

 

Ήδη ο εγγονοπούλειος «Μπολιβάρ» ονομάζεται στον υπότιτλό του «ένα ελληνικό ποίημα». Και αναφέρεται και αυτό στην ελευθερία, καθώς ο βενεζουελάνος Σίμων Βολίβαρ (ελληνιστί Μπολιβάρ) ήταν ο αρχηγός των Libertadores, παναπεί των Ελευθερωτών της Λατινικής Αμερικής. Στους στίχους του ποιήματος την «ελληνικότητά» του την υποτείνει τόσο μια σειρά γνωστών ελληνικών ονομάτων (Οδυσσέας Ανδρούτσος, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Κύριλλος Λούκαρις, Ρήγας Φεραίος, Αντώνιος Οικονόμου) όσο και η αναφορά σε ελληνικά τοπωνύμια: Ύδρα, Καστοριά, Λάρισα, Λεσκοβίκι, Ανάπλι, Μονεμβασιά, Σίκινος, Αττική, Μοριάς. Στα μεν ονόματα αυτά προστίθενται τα ονόματα όλων των χωρών της Λατινικής Αμερικής και στις ηρωικές μορφές, που γοητεύουν τον Εγγονόπουλο, συναριθμούνται ο Πασβαντζόγλου, ο Μαξιμιλιανός Ροβεσπιέρος και ο μεγάλος Αμερικανός από το Μοντεβίντεο (με άλλα λόγια ο ποιητής Ισίδωρος Ντυκάς, κόμης του Λωτρεαμόν). Έτσι το ποίημα παραμένει ελληνικό, αλλά γίνεται και παγκόσμιο, πράγμα που επιβεβαιώνεται με τον πιο επίσημο τρόπο από τον ποιητή, όταν γράφει τον εμβληματικό και πασίγνωστο στίχο: Μπολιβάρ, είσαι ωραίος σαν Έλληνας.

Η χρήση σε έναν στίχο της αλβανικής λέξης βρας, που σημαίνει φωτιά, υποδηλώνει τη συμμετοχή του ποιητή στον πόλεμο του αλβανικού μετώπου. Η δε διπλή επίκληση στον Μπολιβάρ, που είναι «του Ρήγα Φεραίου παιδί», αλλά και «ο ελευθερωτής της Νότιας Αμερικής», είναι επίκληση στην ελευθερία, την οποία ο ποιητής τη γράφει και στα ελληνικά και στα ισπανικά (Libertad)· στη δε δεύτερη περίπτωση με αραιωμένα χάριν εμφάσεως τα γράμματά της. Τέλος, την ελευθερία προοιωνίζεται τόσο ο στίχος Ήρθ’ η ώρα της νίκης, ήρθε ώρα θριάμβου από τη «στροφή» όσο και η περιγραφή, στην «αντιστροφή», του θυρεού της Λιβερίας (ήτοι της Ελευθερίας), που εισάγεται εκεί με ένα μότο στα αγγλικά: the love o liberty brought us here.

 

Αν θέλαμε να αποσπάσουμε από το σώμα της «Αμοργού» πέντε στίχους σημαντικούς, κρίνω ότι θα έπρεπε να είναι οι ακόλουθοι, και ας μην είναι οι πιο γνωστοί:

 

Ποιας πυρκαγιάς νά ’ναι αντίλαλος αυτός ο κουρνιαχτός στον αγέρα;

Μήνα ο Καλύβας πολεμάει μήνα ο Λεβεντογιάννης;

Μήπως αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες;

Ουδ’ ο Καλύβας πολεμάει κι ουδ’ ο Λεβεντογιάννης.

Ούτε αμάχη επιάσανεν οι Γερμανοί με τους Μανιάτες.

 

Ο Γκάτσος «αντιγράφει» την παράδοση των λεγόμενων άσκοπων ερωτημάτων που βρίσκουν ως απάντηση κάτι που μοιάζει με τον αντίλαλό τους. Εν προκειμένω οικειοποιείται στίχους από ένα πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι,[3] πειράζοντάς το ελαφρώς και παρεισάγοντας τη λέξη Γερμανοί, εκεί όπου το δημοτικό τραγούδι ανέφερε τον Ομέρ Βρυώνη. Άλλες δημοτικές και εν γένει λαϊκές αναφορές ακούγονται στη χρήση λέξεων και εκφράσεων όπως: «παλληκάρια μου», «οι αντρειωμένοι», «σταυραητός», «Γκόλφω», «Κολοκοτρώνης», «μάνα του Κίτσου», «η Αγιά-Σοφιά το μέγα μοναστήρι», «οι κάλικάντζαροι» και «μαντήλια καλαματιανά». Οι εν λόγω αναφορές συνδέονται και με την ιστορία των Ελλήνων, καθώς στους στίχους της «Αμοργού» θα συναντήσουμε τους Αχαιούς, τον Αχιλλέα, τον Άδωνι, τον Ηράκλειτο, τον Ακάθιστο Ύμνο και τον Διονύσιο Σολωμό εκεί που γράφει ο ποιητής για το «μαύρο χορτάρι». Όπως στου Ελύτη, έτσι και στου Γκάτσου το ποίημα θα συναντήσουμε πειραγμένους ιαμβικούς 15σύλλαβους που καταλήγουν να γίνονται 17σύλλαβοι και 19σύλλαβοι.

 

Ο Γκάτσος υπηρετεί μια διπλή υπερρεαλιστική πρακτική: να γράφει στίχους και σε πεζό και δη χρησιμοποιώντας και δημοτική και καθαρεύουσα. Ο Ελύτης και ο Εγγονόπουλος το έχουν κάνει ήδη στους Προσανατολισμούς[4] και στο Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν.[5] Ο Εγγονόπουλος το κάνει και στο τέλο του «Μπολιβάρ». Στο ποίημα του Γκάτσου οι «ναυαγοί», οι αγωνιζόμενοι Έλληνες, έχουν την πατρίδα τους δεμένη στα πανιά και τα κουπιά στον άνεμο κρεμασμένα. Και ο ποιητής τους λέει στους μαύρους καιρούς της σκλαβιάς: Παιδιά ίσως η μνήμη των προγόνων είναι βαθύτερη παρηγοριά και πιο πολύτιμη συντροφιά από μια χούφτα ροδόσταμο. Τέλος, ο ποιητής λέει στον Έλληνα που κρατάει το παιδικό του πουκάμισο: Πάρ’ το σημαία της ζωής να σαβανώσεις το θάνατο. Όπερ εστι μεθερμηνευόμενον Ελευθερία ή Θάνατος,

 

Και τα τρία ποιήματα –το καθένα με τον τρόπο του – εμπεριέχουν μιαν ισπανικότητα και μιαν αναφορά στον Λόρκα. Ως προς το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας» έχει ήδη από πολύ παλιά εντοπισθεί μια σύμπλευση με το ποίημα του Λόρκα «Ύμνος και Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» («Llanto por Ignacio Sánchez Mejías»): ένας άνθρωπος ηρωικός χάνεται σε μάχη και ο κάθε ποιητής τον θρηνεί. Ο Ελύτης, μεταφραστής από παλιά του Λόρκα, βάζει στο ποίημά του λέξεις και στίχους που παραπέμπουν ευθέως και στο ισπανικό ποίημα και στο συνολικό έργο του Λόρκα. Σταχυολολούμε μερικά παραδείγματα: «ο καπνός του ονείρου», «κι ύστερα στρώνει στρώνει χιόνι χιόνι αλύπητα», «όλος ο κόσμος έλαμπε σαν μια νεροσταγόνα», «πικραμένα μάτια», «από λιμό χαράς κοίτουνται τα λουλούδια» και «μακριά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο» – περισσότερο λορκιανός στίχος από αυτόν τον τελευταίο δεν υπάρχει!

 

Για την ισπανικότητα του «Μπολιβάρ» περιττεύει η οποιαδήποτε ιδιαίτερη αναφορά. Αλλά η σχέση του Εγγονόπουλου με τον Λόρκα είναι παγιωμένη αλλού μεν, αλλά σε ανάλογο πλαίσιο: στο ποίημα που ο ποιητή μιλάει «γύρω από τις μυστηριώδικες κι αισχρές συνθήκες / της εκτελέσεως του κακορίζικου του Λόρκα / υπό των φασιστών».[6]

 

Στην Αμοργό διαβάζουμε το ποίημα του Πικραμένου και δη σε ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, κανονικούς ή και πειραγμένους, Ο Πικραμένος είναι ο Amargo του Λόρκα, και ο Λόρκα είναι ένας ποιητής που με μοναδική ευαισθησία μετάφρασε στη γλώσσα μας ο Γκάτσος και τον έντυσε με μουσική ο Μάνος Χατζιδάκις. Διαβάζουμε τους τέσσερεις πρώτους στίχους του Γκάτσου:

 

Στου πικραμένου την αυλή ήλιος δεν ανατέλλει

Μόνο σκουλήκια βγαίνουνε να κοροϊδέψουν τ’ άστρα

Μόνο φυτρώνουν άλογα στις μυρμηγκοφωλιές

Και νυχτερίδες τρων πουλιά και κατουράνε σπέρμα.

 

Αλλά μήπως και ο εξαίσιος ο στίχος Κι ένα κορίτσι αμάραντο σα μυγδαλιάς κλωνάρι δεν παραπέμπει στην καλύτερη λορκιανή παράδοση; Μήπως και η αφιέρωση του βιβλίου Σ’ ένα πράσινο άστρο δεν θυμίζει την Υπνοβατική ρομάντσα (Romance sonámbulo) του Λόρκα;: Verde que te quiero verde.

 

Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η ελευθερία είναι το «θέμα» και των τριών ποιημάτων. Και πώς να μην είναι! Η ηρωική αντίσταση του λαού μας με την πρωτοπορία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ, που αγωνίζονταν κατά των δυνάμεων του σκότους  για να σπάσουν την άτιμη την αλυσίδα, γιατί ήθελαν ελεύθερη την πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά, ενέπνευσαν τους ποιητές. Και στον υπέρ της ελευθερίας αγώνα του λαού μας οι ποιητές είχαν πάρει και μετέδωσαν λυρικά τα μηνύματα που είχαν λάβει από τους μεγάλους απελευθερωτικούς αγώνες των λαών της Λατινικής Αμερικής, των μαχητών της δημοκρατικής Ισπανίας και τη δολοφονία του Λόρκα από τους φασίστες του Φράνκο.

 

Γι’ αυτό και αντί άλλης κατακλείδας επιθυμώ να καταγράψω μία σκέψη που αποτελεί παρότρυνση – και σε εμένα τον ίδιο και σε οποιονδήποτε ενδιαφερόμενο. Να ερευνηθεί η πιθανότητα ότι και τα τρία ποιήματα αποτελούν «επιτελεσμένες μεταφράσεις» όχι κάποιου δεδομένου και συγκεκριμένου πρωτοτύπου, αλλά μιας περί ελευθερίας ιδέας και μάλιστα με χρήση ελληνικών και ισπανογενών ποιητικών σημείων και στοχαστικών υλικών.



[1] Πρότυπό της υπήρξε το πρώτο γνήσια υπερρεαλιστικό έργο: τα Μαγνητικά Πεδία (Les Champs Magnetiques, 1920) των Αντρέ Μπρετόν και Φιλίπ Σουπώ.

[2] Ακραιφνώς υπερρεαλιστικοί ακούγονται, μεταξύ αρκετών άλλων, οι ακόλουθοι στίχοι: «Τα όρνια μοιράζονται ψηλά τις ψίχες του ουρανού» και «Ώσπου κουδούνισαν παντού οι τσιγγάνες ανεμώνες».

[3] Είναι στίχοι από το δημοτικό τραγούδι για τη Μάχη της Αλαμάνας:

 Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
Ούδ' ο Καλύβας έρχεται ούδ' ο Λεβεντογιάννης
.

[4] Στα «Παράθυρα προς την Πέμπτη εποχή», στη «Συναυλία των Γυακίνθων» και αλλού.

[5] Στο ομώνυμο ποίημα, στην «Πολυξένη», στον «Όσιρι» και αλλού.

[6] Στο ποίημα: Νέα περί του θανάτου του ισπανού ποιητού Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα στις 19 Αυγούστου 1936 μέσα στο χαντάκι του Καμίνο ντε λα Φουέντε.

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2024

ΤΟ ΡΟΔΟ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΤΟ ΡΟΔΟ

 

Ξέρω ότι είσαι εδώ, σε κρατώ

στο χέρι μου, σε έχω, ρόδο ψυχρό.

Γυμνή σε φτάνει του ήλιου

η αδύναμη αχτίδα. Μοσχοβολάς,

σκορπάς μόσχους. Μα από πού έρχεσαι,

παγωμένο εσύ ομοίωμα, που σήμερα

μου λες όλο ψέματα; Από βασίλειο

κάλλους μυστικού άραγε,

όπου σκορπάς τ’ αρώματά σου,

για να εισβάλλουν σ’ έναν ουρανό

απόλυτο, εκεί όπου ανασαίνουν

ευτυχείς τις μονήρεις πνοές σου,

τις φωτιές, όλα τα μύρα σου;

Αχ, μόνο που εκεί μεθάς

μόνο ουράνια πλάσματα!

 

Αλλά εδώ, ρόδο ψυχρό,

είσαι μυστικό, ασάλευτο·

ρόδο μικροκαμωμένο και χλομό

και σε τούτο τώρα εδώ το χέρι

την εικόνα σου επί γης προσποιείσαι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.