Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΠΑΡΑΜΥΘΙ

 

Κάποιος πρίγκιπας είχε εκνευρισθεί πάρα πολύ, επειδή δεν είχε ποτέ του καταπιαστεί με κάτι άλλο παρά μόνο με τη γενναιόδωρη τελειότητα των χυδαίων αγαθοεργιών. Προέβλεπε εκπληκτικές επαναστάσεις στον έρωτα· υποψιαζόταν δε ότι οι γυναίκες του μπορούν να καταφέρουν πολύ περισσότερα πράγματα που να υπερβαίνουν την αυταρέσκειά τους τη διανθισμένη με ουράνια και πολυτελή κοσμήματα. Ήθελε να δει κατάματα την αλήθεια, την ώρα ακριβώς του πραγματικού πόθου και της ουσιαστικής ικανοποίησης. Και είτε επρόκειτο για εκτροπή από τον δρόμο της ευσέβειας είτε όχι, αυτός αυτό ήθελε. Στα χέρια του διέθετε το δίχως άλλο αρκετά μεγάλη ανθρώπινη εξουσία.

Όσες γυναίκες τον είχαν γνωρίσει δολοφονήθηκαν – όλες: του κάλλους ο κήπος ρημάχτηκε! Υπό την σπάθην του τεθείσες  τον ευλόγησαν. Καινούργιες να του φέρουν δεν διέταξε. – Οι γυναίκες εμφανίστηκαν εκ νέου στη ζωή.

Σκότωνε όλους όσοι τον ακολουθούσαν, έπειτα από κυνήγια ή σπονδές στον Βάκχο. – Τον ακολούθησαν άπαντες.

Διασκέδασε κόβοντας λαιμούς κτηνών πολυτελών. Πυρπόλησε ανάκτορα.  Χίμηξε στ’ ανθρώπινα πλήθη και τους έκοψε χίλια εκατό κομμάτια. – Τα πλήθη, οι στέγες οι χρυσές, τα πανέμορφα κτήνη υπήρχαν ωστόσο ακόμα, άθικτα, απείραχτα.

Ο οποιοσδήποτε μπορεί να εκστασιάζεται μπροστά στην καταστροφή, αλλά και να ξαναγεννιέται δια της κτηνωδίας! Μιλιά δεν έβγαλε ο κόσμος. Ούτ’ ένας δεν εβγήκε να πει την άποψή του.

Ένα βράδυ εκάλπαζε ο πρίγκιπας με ύφος αγέρωχο. Τότε εμφανίστηκε ένα Τζίνι, αφάτου, ίσως δε και ανομολογήτου κάλλους. Από τη φυσιογνωμία και απ’ τα φερσίματά του ανάβλυζε η υπόσχεση έρωτα πολλαπλού και πολύπλοκου! υπόσχεση ευτυχίας άφατης, ίσως δε και αφόρητης! Ο Πρίγκιπας και το Τζίνι κατά πάσα πιθανότητα δεν άντεξαν στην τόση υγεία, στην υγεία την τόσο ουσιαστική. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να μην επέθαιναν εξαιτίας της; Έτσι, λοιπόν, επέθαναν μαζί.

Πλην όμως αυτός ο Πρίγκιπας πέθανε, στο παλάτι του, σε μια συνηθισμένη ηλικία που πεθαίνουν οι άνθρωποι. Ο Πρίγκιπας ήταν το Τζίνι. Και το Τζίνι ο Πρίγκιπας.

Η μουσική η σοφή, που όλα τα κατέχει, απουσιάζει από τους πόθους μας.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Σάββατο 29 Μαρτίου 2025

ΚΟΥΡΤΙΝΑ


 

PAUL ELUARD

 

ΚΟΥΡΤΙΝΑ

 

Τροχόσπιτο σκεπασμένο με κεραμίδια

Το νεκρό άλογο και παιδί και αφέντης

Να σκέφτεται συνέχεια του μίσους

Το γαλάζιο μέτωπο

Με δύο μαστούς να πέφτουν επάνω του

Και να το χτυπούν

Σαν δυο γροθιές

 

Το μελόδραμα αυτό μάς ξεσκίζει

Της καρδιάς το δίκιο και τον λόγο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΚΑΤΑΚΛΥΣΜΟ

 

Η ιδέα του Κατακλυσμού είχε μόλις μπαγιατέψει,

Κι ένας λαγός σταμάτησε ανάμεσα στα τριφύλλια και στις σειόμενες καμπανούλες να κάνει την προσευχή του στο ουράνιο τόξο μέσ’ απ’ τον ιστό της αράχνης.

Ω ! οι πολύτιμοι λίθοι που εκρύβονταν, − τα άνθη που ήδη κοιτούσαν.

Στον μεγάλο και βρόμικο δρόμο είχανε στηθεί πάγκοι και κιόσκια, τις δε βάρκες τις είχαν από ώρα τραβήξει πέρα, προς την κατσαρωτή θάλασσα, όπως τη βλέπουμε και στις χαλκογραφίες.

Το αίμα κύλησε, στο μαγαζί του «Κυανοπώγωνα», − στα σφαγεία, − στα τσίρκα, όπου του Θεού η σφραγίδα εθόλωνε τα παράθυρα. Το αίμα κύλησε· και το γάλα κύλησε.

Οι κάστορες έχτισαν. Τα ποτήρια με τους μαζαγκράνες εκάπνισαν στα καπηλειά.

Στο μεγάλο τζαμωτό σπίτι (μουσκεμένο ακόμα, να στάζει από παντού) τα παιδιά που πενθούσαν είχαν μείνει να κοιτάζουν τις υπέροχες εικόνες.

Μια πόρτα χτύπησε με πάταγο, και στην πλατεία του χωριού, μες στην εκθαμβωτική νεροποντή, το παιδί γύρισε κατά κει τα χέρια του, κάτι που πρόσεξαν όλοι οι ανεμοδείκτες και όλα τα κοκόρια στα καμπαναριά των εκκλησιών, παντού.

Η Μαντάμ *** εγκατέστησε ένα κλειδοκύμβαλο στις Άλπεις. Η θεία λειτουργία και οι πρώτες ιερές μεταλήψεις τελέστηκαν στις εκατό χιλιάδες άγιες τράπεζες του καθεδρικού ναού.

Τα καραβάνια έφυγαν. Το Χοτέλ Σπλέντιντ εχτίστηκε στο χάος των πάγων και της πολικής νύχτας.

Τότε πρωτάκουσε η Σελήνη τα τσακάλια να ουρλιάζουν στου θυμαριού τις ερημίες, − καθώς και τα βουκολικά άσματα να φοράνε ξυλοπάπουτσα και να γρυλίζουν στα μποστάνια. Κατόπιν, στη βιολετιά υλοτομία που μόλις είχε αρχίσει να πετάι μπουμπούκια, η Εύχαρις μου είπε ότι ήταν άνοιξη.

− Τινάξου, τέναγος, − Κι εσύ, αφρέ, πιάσε-κύλησε στη γέφυρα και πάνω από το δάσος· − μαύρα σεντόνια και αρμόνια εκκλησιαστικά, − αστραπές και βροντές – σηκωθείτε ψηλά και βροντήστε. − Νερά και θλίψεις, σηκωθείτε ψηλά και σηκώστε και τους Κατακλυσμούς κεί πάνω.

Γιατί αφότου εξαλείφθηκαν, − ω οι πολύτιμες πέτρες που εθάφτηκαν, μα και τ’ άνθη τ’ ανοιγμένα! – τα πάντα είναι πλήξη, σκέτη πλήξη! και η Βασίλισσα, η Μάγισσα, που ανάβει την ανθρακιά της στο πήλινο δοχείο, ποτέ δεν θα θελήσει να μας πει τί ξέρει αυτή κι εμείς δεν το ξέρουμε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025

ΕΡΓΑΤΕΣ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΕΡΓΑΤΕΣ

 

Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φλεβάρη. Εντελώς ακαίρως ήρθε ο Νοτιάς να μας ξυπνήσει τις μνήμες της παράλογης ανέχειας, της μιζέριας των νεανικών μας χρόνων.

H Ένρικα είχε μια καρό βαμβακερή φούστα, άσπρη και καφετιά, που πρέπει σίγουρα να φορέθηκε τον περασμένο αιώνα, έναν μπερέ με κορδέλες και ένα μεταξωτό φουλάρι. Το όλον ήταν πολύ πιο θλιβερό και από πένθος. Φέραμε μια βόλτα γύρω-γύρω στα προάστια. Ο καιρός ήταν βαρύς και χαμηλός και ο νότιος άνεμος ανακάτευε κάθε είδους δυσοσμία στους ρημαγμένους κήπους και στα κατάξερα λιβάδια.

Το πράγμα μάλλον δεν είχε κουράσει τη γυναίκα μου όσο εμένα. Διότι σε μια λούμπα μεινεσμένη απ’ την πλημμύρα του προηγούμενου μήνα, εκεί ψηλά σ’ ένα μονοπάτι, φτόντισε και μου έδειξε κάτι πολύ μικρά χαράκια.

Η πόλη, με την κάπνα της και την τύρβη των συναλλαγών, μας ακολουθούσε στον δρόμο και φτάσαμε πολύ μακριά. Ω, ο κόσμος ο άλλος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και από των φυλλωμάτων τον ίσκιο! Ο Νοτιάς μου θύμιζε ένα σωρό άθλια περιστατικά της παιδικής μου ηλικίας, την απελπισία που μ’ έπιανε κάθε καλοκαίρι, και το ακόμα φρικτότερο:  πόση και πόση δύναμη και γνώση μου στερούσε ανέκαθεν εμένα η μοίρα μου. Όχι!, δεν θα περάσουμε εμείς το καλοκαίρι μας σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα, όπου δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ τίποτα παραπάνω  από ορφανά αρραβωνιασμένα. Εννοείται ότι καθόλου δεν θέλω να ξανασύρει ετούτο δω το σκληρυμένο χέρι τίποτα αγαπητές εικόνες.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΠΑΛΑΙΙΚΗ ΝΥΚΤΩΔΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΠΑΛΑΙΙΚΗ ΝΥΚΤΩΔΙΑ

 

Πνοή ανέμου ανοίγει οπερατικές ρωγμές στις μεσοτοιχίες, — θολώνει τις περί τον άξονα περιστροφές πάνω στις χαλασμένες στέγες, — διασκορπίζει των τζακιών τα όρια, — δημιουργεί εκλείψεις παραθύρων. — Περπατώντας κατά μήκος του αμπελώνα και με το που  πήγα κι ακούμπησα το πόδι μου σε μιαν υδρορρόη, — κατέβηκα μέσα σε τούτη την καρότσα, η εποχή της οποίας υποδηλώνεται αρκούντως ευκρινώς απ’ τους κυρτούς καθρέφτες, τους αμφίκυρτους άβακες και τους όλο περιελισσόμενες καμπύλες σοφάδες. — Νεκροφόρα του ύπνου μου, ξέχωρη και απομονωμένη, βοσκοκάλυβο της κουταμάρας μου, το όχημα στρίβει πάνω στο χορτάρι του σβησμένου δρόμου. Και σε κάτι φαγωμένο ψηλά, στο επάνω μέρος του δεξιού καθρέφτη, στροβιλίζονται οι κάτωχρες σεληνιακές φιγούρες, φύλλα, στήθη· — Σκουρόχρωμο πράσινο και γαλάζιο εισβάλλουν στην εικόνα. Ξεζεύονται γύρω σε κάποιο χαλικομπάλωμα.

— Εδώ, θα σφυρίξουν για την καταιγίδα, και για τα Σόδομα, — και για τα Σόλυμα, — και για τ’ άγρια ​​θεριά και για τα στρατεύματα, — (Ταχυδρόμοι από την άμαξα και κτήνη ονειρώδη θα ξαναπιάσουν κάτω από τα πιο αποπνικτικά δάση να με βυθίσουν ίσαμε τα μάτια μου σε πηγή μεταξένια).

—Και, μαστιγωμένους στα κυματιστά νερά που θα παφλάζουν και στα χυμένα ποτά, θα μας στείλουν να κυλιστούμε μέσα στις υλακές των μολοσσών...

— Πνοή ανέμου διασκορπίζει των τζακιών τα όρια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ


 

PABLO NERUDA

 

ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ

 

Κρασί χρώμα ημερήσιο,

κρασί χρώμα νυχτερινό,

κρασί με πόδια όλο πορφύρα

ή αίμα από ατόφυο τοπάζι,

κρασί,

της γης παιδί

αστερωμένο,

κρασί, λείο

σαν χρυσό σπαθί,

και τρισάπαλο

σαν τσαλακωμένο βελούδο,

κρασί σαν του σαλίγκαρου το τσόφλι

και αιωρούμενο, κρασί

ερωτιάρικο,

θαλασσινό,

ποτέ σου δεν εχώρεσες σε μία μόνο

κούπα,

σ’ ένα μόνο τραγούδι, σ’ έναν μόνο άνθρωπο,

κρασί κοραλλένιο, αγελαίο,

για να μην πω και αμοιβαίο.

Φορές- φορές

τρέφεσαι με αναμνήσεις

θανάσιμες,

στο κύμα σου πάνω

πηγαίνουμε από τάφο σε τάφο,

λιθοξόε εσύ του κατάψυχρου τάφου,

και κλαίμε

χύνοντας δάκρυα διαβατικά,

εσένα όμως

το όμορφο

ανοιξιάτικο ρούχο σου

είναι αλλιώτικο,

η καρδιά ανεβαίνει στα κλαδιά,

ο άνεμος κινεί τη μέρα,

τίποτα δεν ξεμένει

στην ακίνητη ψυχή σου μέσα.

Το κρασί

κινεί την άνοιξη,

σαν φυτό μεγαλώνει η χαρά,

πέφτουν τοίχοι,

βράχια,

κλείνουν οι άβυσσοι,

γεννιέται το τραγούδι.

«Ω εσύ κρασοκάνατό μου στην έρημο

με τη γλυκιά κοπέλα που αγαπάω»,

έχει πει ο παλιός ο ποιητής.

Ας προσθέσει τώρα το κρασοκάνατο

στο φιλί της αγάπης

και το φιλί το δικό του.

 

Αγάπη μου, η λαγόνα σου

έγινε ξαφνικά

η ξέχειλη καμπύλη

της κούπας,

το στήθος σου είναι το τσαμπί,

το φως του αλκοόλ η κόμη σου,

οι ρώγες του οι θηλές σου,

ο αφαλός σου το γνήσιο γραμματόσημο

το σφραγισμένο στην καράφα της κοιλιάς σου,

και ο έρωτάς σου ένας καταρράκτης

άκρατο κρασί,

η διαύγεια που πέφτει πάνω στις αισθήσεις μου,

το χθόνιο της ζωής μεγαλείο.

 

Αλλά δεν είσαι

μόνο έρωτας,

φλεγόμενο φιλί

ή καρδιά καμένη –

είσαι της ζωής κρασί,

μα

και φιλία ανάμεσα στ’ ανθρώπινα πλάσματα,

είσαι διαφάνεια,

χορωδία πειθαρχημένη,

είσαι των ανθέων αφθονία.

Σ’ ένα τραπέζι,

όταν μιλάνε οι άνθρωποι,

εγώ λατρεύω

το φως μιας μποτίλιας

με πανέξυπνο κρασί.

Ας το πιούνε,

κι ας θυμούνται σε κάθε του

στάλα χρυσή, ή

ή σε κρυστάλλινο κύπελλο

ή σε κουτάλια άλικα

αυτόν που δούλεψε απ’ το φθινόπωρο

ίσαμε να γεμίσουν τα σταμνιά με κρασί

και ώσπου να μάθει

ο σκοτεινός ο άνθρωπος,

στις τελετές του μαγαζιού του,

να θυμάται τη γη και τα καθήκοντά της

και να διαδίδει των καρπών το υπέρτατο άσμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΠΟΛΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΠΟΛΗ

 

Είμαι εφήμερος και όχι και τόσο πολύ δυσαρεστημένος πολίτης μιας μητρόπολης σύγχρονης και συνάμα ωμής, ωμής δε, επειδή το όποιο παραδεδεγμένο γούστο ως προς την επίπλωση των σπιτιών και τις εξωτερικές τους όψεις καθώς και ως προς το πολεοδομικό σχέδιο έχει πια καταστρατηγηθεί και εκτροχιαστεί. Το βέβαιο είναι ότι εδώ δεν θα ανακαλύπτατε τα ίχνη κανενός δεισιδαιμονικού μνημείου. Η ηθική και η γλώσσα έχουν –επιτέλους!– υπομειωθεί στην απλούστερή τους έκφραση. Όλα τούτα τα εκατομμύρια άνθρωποι, που ουδόλως χρειάζεται να γνωρίζονται, κουβαλούν ομοίως την εκπαίδευση, το επάγγελμα και τα γεράματά τους, που η ίδια η βιοτική πορεία γίνεται πολλές φορές μικρότερη σε μάκρος απ’ ό,τι αποτυπώνει η κάθε τρελή στατιστική για τους λαούς της ηπείρου. Όπως ακριβώς βλέπω κι εγώ από το παράθυρό μου νέα φάσματα να κυλάνε μέσ’ απ’ τον πηχτό και αιώνιο καπνό του κάρβουνου –τη σκιά μας στα δάση, τη θερινή μας νύχτα!–, έτσι βλέπω και νέες Ερινύες, μπροστά στο κότατζ μου που είναι και η πατρίδα μου και όλη μου η καρδιά, αφού όλα εδώ του μοιάζουν, – η άνευ δακρύων Θανή, η δραστήρια κόρη και υπηρέτριά μας, Έρωτας απεγνωσμένος και Έγκλημα όμορφο που φωνασκεί όλο τσιρίδα και κακό στις λασπουριές του δρόμου μέσα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ

 


ARTHUR RIMBAUD


ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ


Γκρίζοι ουρανοί κρυστάλλινοι. Σχέδιο με γέφυρες αλλόκοτο: ετούτες εδώ ίσιες, αμφίκυρτες εκείνες κεί πέρα, άλλες να κατεβαίνουνε ή να κυρτώνουνε υπό γωνία επάνω από άλλες, αυτά δε τα σχήματα να επαναλαμβάνονται και ν’ ανανεώνονται στα υπόλοιπα φωτισμένα κυκλώματα του καναλιού, αλλά όλα τους να είναι ανεξαιρέτως τόσο λεπτοφυή και ανάλαφρα, που οι κατάφορτες με τρούλους όχθες και χαμηλώνουν και υπομειώνονται. Κάποιες από τούτες τις γέφυρες κουβαλούν ακόμα και τώρα στη ράχη τους παραγκοκάλυβα. Άλλες στηρίζουν άλμπουρα, ταμπέλες και ετοιμόρροπα στηθαία. Συγχορδίες ελάσσονες διασταυρώνονται και ρέουν, χορδές ανεβαίνουν σαν σκοινιά από των οχθών τα πρανή. Βλέπεις ένα κόκκινο σακάκι, μπορεί μάλιστα κι άλλα κοστούμια και όργανα μουσικά. Νά ’ναι άραγε όλα τούτα τίποτα παλαιικοί σκοποί, ή τάχα κομμάτια από συναυλίες για αρχοντογεννημένους, ή μήπως και απομεινάρια ύμνων λαϊκών; Το νερό είναι γκρίζο και γαλάζιο, πλατύ σαν θαλάσσιος βραχίονας. — Μι’ αχτίδα λευκή, πέφτοντας από τον ουρανό, χαλάει τελείως αυτήν εδώ την κωμωδία.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 


















ΒΑΣΙΛΕΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Κάποιο ωραίο πρωί εμφανίστηκαν σ’ έναν εξαιρετικά πράο λαό ένας άντρας και μία γυναίκα, υπέροχοι άνθρωποι και οι δυό τους, κι έβγαλαν στη κεντρική πλατεία φωνή μεγάλη: «Φίλοι μου καλοί, η γυναίκα αυτή θέλω να γίνει βασίλισσα!» «Βασίλισσα θέλω, ναι, να γίνω!» Γελούσε και έτρεμε σύγκορμη η γυναίκα. Ο άντρας έκανε λόγο στους φίλους του για αποκάλυψη, για δοκιμασία που είχε ήδη ολοκληρωθεί. Κι αυτοί λιποθυμούσαν ο ένας πάνω στον άλλο.

Όντως, έγιναν και έμειναν βασιλείς για όλο εκείνο το πρωί, οπού τα άλικα παραπετάσματα σηκώνονταν και κάλυπταν εξ ολοκλήρου τα σπίτια, αλλά και για όλο το απόγευμα, όταν οι δύο άνθρωποι επήρανε τα βήματά τους και περπάτησαν προς τη μεριά των κήπων με τα φοινικόδεντρα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

ΑΓΩΝΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΓΩΝΙΑ

 

Μπορεί να με κάνει άραγε Αυτή να συγχωρήσω τις διαρκώς συντριβόμενες φιλοδοξίες μου; –  μπορεί ένα τέλος ευμάρειας ν’ αποκαταστήσει τις εποχές της πενίας; – μπορεί μια μέρα όλο επιτυχίες να μας αποκοιμίσει πάνω στης μοιραίας μας ανικανότητας το όνειδος;

(Ω παλάμες! διαμάντι! – Έρωτα, δύναμη! – κάτι ανώτερο απ’ όλες τις χαρές και τις δόξες! – με κάθε τρόπο δε, και παντού, οπουδήποτε, – Δαίμονα, θεέ, – Νεότητα τούτου εδώ του όντος· περί εμού ο λόγος!)

Γίνεται δηλαδή τα ατυχήματα της μαγείας των επιστημών και τα κινήματα της κοινωνικής αδελφότητας να λατρεύονται ως προοδευτική επανόρθωση της πρώτης ειλικρίνειας;...

Πλην όμως η Βαμπίρα που μας ευγενίζει διατάζει να διασκεδάζουμε με ό,τι μας αφήνει, αλλιώς γινόμαστε αναποδράστως φαιδρεπίφαιδροι.

Οφείλουμε έτσι να κυλιόμαστε στις πληγές, περνώντας μέσ’ απ’ τον βαριεστημένον αέρα και την αγέλαστη θάλασσα· μέσ’ από τα βάσανα και απ’ τα μαρτύρια όλα, από τη σιωπή των φονικών υδάτων και του αιμοσταγούς αέρα· μέσ’ απ’ τα βασανιστήρια που γελούν την ώρα που σχίζουν την απαισίως κυματοειδή σιωπή τους.

 

Μετάφραση : Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΥΓΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΥΓΗ

Αγκάλιασα και φίλησα τη θερινή αυγή.

Τίποτα δεν εσάλευε ακόμα στου ανακτόρου την πρόσοψη. Νεκρό ήτανε το νερό. Και σκιώδεις οι καταυλισμοί δεν το εκούναγαν ρούπι απ’ τον δρόμο του δάσους. Περπάτησα – περπάτησα αφυπνίζοντας τις ζωηρές και χλιαρές πνοές, τα πετράδια έριξαν μια ματιά, τα δε φτερά υψώθηκαν εντελώς αθορύβως.

Το πρώτο συναπάντημα έγινε στο μονοπάτι το ήδη γεμάτο δροσερές και συνάμα κάτωχρες φολίδες λάμψεων: ένα λουλούδι ήτανε που μού ’πε τ’ όνομά του.

Με τον ξανθό καταρράχτη που ξεμαλλιάστηκε ανάμεσα στα έλατα εγέλασα: στην ασημωμένη κορυφή τους τη θεά αναγνώρισα.

Τότε και ανασήκωσα έναν-έναν τους πέπλους. Στην αλέα, κουνώντας τα χέρια. Σ’ ολόκληρο τον κάμπο, όπου και την ανέφερα στον πετεινό. Στη μεγάλη πόλη μού τό ’σκασε ανάμεσα απ’ τα καμπαναριά και τους τρούλους, κι εγώ μετά, τρέχοντας σαν τον ζητιάνο στις μαρμάρινες αποβάθρες, είχα πιάσει να τήνε κυνηγάω.

Ψηλά πάνω στον δρόμο, πλάι σ’ ένα δαφνόδασο, την ετύλιξα με τα μαζεμένα της πέπλα και ανεπαισθήτως ένιωσα το απέραντο σώμα της. Η αυγή και το παιδί στου δάσους έπεσαν τα χθαμαλά.

 Όταν εξύπνησα είχε πάει πια μεσημέρι.

 

Μετάφραση : Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 




















ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ

 

Στην πλαγιά του αναχώματος οι άγγελοι τσαλακώνουν τις μάλλινες εσθήτες τους στις ατσάλινες και σμαραγδένιες χλόες.

Φλόγινοι λειμώνες χοροπηδούν ίσαμε την κορυφή τού σαν μαστάρι γήλοφου. Αριστερά τα κοπροχώματα των παρυφών τσαλαπατιούνται απ’ όλες τις ανθρωποκτονίες και απ’ όλες τις μάχες, της δε καταστροφής όλες οι κλαγγές σέρνουνε τη γραμμή  του δρόμου τους. Πίσω απ’ τη δεξιά παρυφή γράφεται η γραμμή της ανατολής, της προόδου.

Και ενόσω τη μπάντα στο επάνω μέρος του πίνακα τη σχηματίζουν η περιστρεφόμενη και πηδηχτή βουή κοχυλιών βγαλμένων από πλήθος  θάλασσες  και ανθρώπινες νύχτες,

η ανθισμένη γλυκύτητα των αστεριών και του ουρανού και οτιδήποτε άλλου ροβολάει στην πλαγιά απέναντι, σαν καλάθι, φάτσα-φάτσα με το πρόσωπό μας, κάνει την άβυσσο ν’ ανθίζει, αλλά και όλο το εκεί αποκάτω γαλάζιο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ΓΙΟΡΤΗ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΓΙΟΡΤΗ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ

 

Βουίζει ο καταρράκτης πίσω από τα καλυβόσπιτα της οπερέτας. Πολυέλαιοι μακραίνουν συνέχεια μες στα κηποπερίβολα και τις αλέες πλάι στον Μαίανδρο τις πράσινα και τις κόκκινες χρόες του ηλιογέρματος. Του Οράτιου οι Νύμφες με κομμώσεις σε στυλ Πρεμιέ Αμπίρ – Κυκλικοί Χοροί σιβηριανοί, του δε Φραγκίσκου Μπουσέ κινέζικοι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.