ARTHUR RIMBAUD
ΠΑΡΑΜΥΘΙ
Κάποιος πρίγκιπας είχε εκνευρισθεί πάρα πολύ,
επειδή δεν είχε ποτέ του καταπιαστεί με κάτι άλλο παρά μόνο με τη γενναιόδωρη τελειότητα
των χυδαίων αγαθοεργιών. Προέβλεπε εκπληκτικές επαναστάσεις στον έρωτα·
υποψιαζόταν δε ότι οι γυναίκες του μπορούν να καταφέρουν πολύ περισσότερα πράγματα
που να υπερβαίνουν την αυταρέσκειά τους τη διανθισμένη με ουράνια και πολυτελή
κοσμήματα. Ήθελε να δει κατάματα την αλήθεια, την ώρα ακριβώς του πραγματικού πόθου
και της ουσιαστικής ικανοποίησης. Και είτε επρόκειτο για εκτροπή από τον δρόμο
της ευσέβειας είτε όχι, αυτός αυτό ήθελε. Στα χέρια του διέθετε το δίχως άλλο αρκετά
μεγάλη ανθρώπινη εξουσία.
Όσες γυναίκες τον
είχαν γνωρίσει δολοφονήθηκαν – όλες: του κάλλους ο κήπος ρημάχτηκε! Υπό την
σπάθην του τεθείσες τον ευλόγησαν. Καινούργιες
να του φέρουν δεν διέταξε. – Οι γυναίκες εμφανίστηκαν εκ νέου στη ζωή.
Σκότωνε όλους
όσοι τον ακολουθούσαν, έπειτα από κυνήγια ή σπονδές στον Βάκχο. – Τον
ακολούθησαν άπαντες.
Διασκέδασε κόβοντας
λαιμούς κτηνών πολυτελών. Πυρπόλησε ανάκτορα. Χίμηξε στ’ ανθρώπινα πλήθη και τους έκοψε χίλια
εκατό κομμάτια. – Τα πλήθη, οι στέγες οι χρυσές, τα πανέμορφα κτήνη υπήρχαν ωστόσο
ακόμα, άθικτα, απείραχτα.
Ο οποιοσδήποτε μπορεί
να εκστασιάζεται μπροστά στην καταστροφή, αλλά και να ξαναγεννιέται δια της κτηνωδίας!
Μιλιά δεν έβγαλε ο κόσμος. Ούτ’ ένας δεν εβγήκε να πει την άποψή του.
Ένα βράδυ εκάλπαζε
ο πρίγκιπας με ύφος αγέρωχο. Τότε εμφανίστηκε ένα Τζίνι, αφάτου, ίσως δε και ανομολογήτου
κάλλους. Από τη φυσιογνωμία και απ’ τα φερσίματά του ανάβλυζε η υπόσχεση έρωτα
πολλαπλού και πολύπλοκου! υπόσχεση ευτυχίας άφατης, ίσως δε και αφόρητης! Ο
Πρίγκιπας και το Τζίνι κατά πάσα πιθανότητα δεν άντεξαν στην τόση υγεία, στην υγεία
την τόσο ουσιαστική. Πώς θα μπορούσαν, άλλωστε, να μην επέθαιναν εξαιτίας της;
Έτσι, λοιπόν, επέθαναν μαζί.
Πλην όμως αυτός
ο Πρίγκιπας πέθανε, στο παλάτι του, σε μια συνηθισμένη ηλικία που πεθαίνουν οι
άνθρωποι. Ο Πρίγκιπας ήταν το Τζίνι. Και το Τζίνι ο Πρίγκιπας.
Η μουσική η σοφή,
που όλα τα κατέχει, απουσιάζει από τους πόθους μας.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.