Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2024

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

 


FEDERICO GARCÍA LORCA

 

ΖΩΝΤΑΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ


Καὶ πῶς νὰ παραπονεθῶ

ἂν δὲν βρῶ ὅ,τι ζητοῦσα;

Δίπλα στὶς πέτρες δίχως χυμό, δίπλα στ᾽ ἄδεια ἔντομα

δὲν θὰ δῶ τὸν ἥλιο νὰ μονομαχεῖ μὲ πλάσματα ποὺ ἔχουν σάρκα ζώσα.

 

Θὰ πάω ὅμως στὸ πρῶτο τοπίο

συγκρούσεων ὑγρῶν καὶ ψιθύρων

ποὺ σοῦ μιλάει σὰν νεογέννητο παιδάκι

καὶ ὅπου οἱ ἐπιφάνειες παραλείπονται ὅλες

γιὰ νὰ νιώσω πὼς ὅ,τι ψάχνω θὰ βλέπει τὴ χαρά,

σὰν θὰ πετάξω ἔχοντας γίνει ἕνα μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τὶς ἄμμους.

 

Ἐκεῖ δὲν φτάνει ἡ πάχνη τῶν σβησμένων ματιῶν

οὔτε τὸ μουγκρητὸ τοῦ δέντρου ποὺ δολοφόνησε ἡ κάμπια.

Ἐκεῖ περιπλεγμένες ὅλες οἱ μορφὲς φυλάσσουν

μιὰν ἔκφραση μοναδικὴ φρενήρη γιὰ τὰ πρόσω.

 

Δὲν προχωρᾶς. Τὰ πλήθη σ᾽ ἐμποδίζουν τῶν ἀνθέων,

καθὼς ὁ ἀέρας διαλύει τὰ ζαχαρένια δόντια σου·

οὔτε χαϊδεύεις τῆς φτέρης τὸ φευγαλέο φύλλο,

ἂν δὲν νιώσεις τοῦ φιλντισιοῦ τὸν τρόμο τὸν ὁριστικό.

 

Ἐκεῖ κάτω ἀπὸ τὶς ρίζες καὶ μέσα στὸ μεδούλι τοῦ ἀέρα, ἐκεῖ

συλλαμβάνεις τὴν ἀλήθεια τῶν ξεγελασμένων πραγμάτων.

Ὁ νικέλινος κολυμβητὴς παραμονεύει τὸ πιὸ λεπτεπίλεπτο κύμα

καὶ μιὰν ἀγέλη ἀγελάδων νυχτερινῶν μὲ τὶς πατοῦσες γυναικεῖες κόκκινες.

 

Καὶ πῶς νὰ παραπονεθῶ,

ἂν δὲν βρῶ ὅ,τι ζητοῦσα;

Θὰ πάω ὡστόσο στὸ πρῶτο τοπίο μὲ ὑγρασίες καὶ παλμοὺς

νὰ νιώσω πὼς ὅ,τι ψάχνω θὰ βλέπει τὴ χαρά,

σὰν θὰ πετάξω ἔχοντας ἕνα γίνει μὲ τὸν ἔρωτα καὶ τὶς ἄμμους.

 

Καινούργιο πέταγμα γιὰ πάντα πάνω ἀπὸ ἄδειες κλίνες,

πάνω ἀπὸ ὁμάδες αὐρῶν καὶ νυσταγμένων πλοίων.

Τρέκλισμα καὶ σκουντούφλημα μὲς στὴ σκληρὴ καὶ ἀκίνητη αἰωνιότητα

καὶ ἔρως ἐντέλει δίχως ξημέρωμα. Ἔρως. Ἔρως. Ἔρως ὁρατός!

 

Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.


ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...































ΒΙΒΛΙΣ... ΒΙΒΛΙΑ...

 








Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024

ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ

 







ΜΝΗΜΗ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΝΗΜΗ

 

Των απουσιών κοιλάδα ξάστερη

και άμεση δροσιά από σύννεφα

δίνουν το «παρών» σε ζωντανό

τοπίο που μόλις φανερώθηκε.

 

Η μοναξιά εκεί μέσα,

κάθυγρη, με κάνει να ηρεμώ,

να μετεωρίζομαι

στην πλησμονή του χρόνου.

 

Η εσπέρα έχει πλέον στρεβλώσει

με φώτα τον καθρέφτη,

όπου τα μάτια μου θα δουν

μες στη σιωπή να παίζεται

η λεπτή και γλυκιά φάρσα

μαζεμένων μαζών: η αντανάκλασή σου.

 

Ν’ αδράχνω έτσι βρίσκομαι

του κορμιού σου το αβέβαιο διάβα

όπως ρέει στη λεία όψη επάνω

του υγρού καθρέφτη.

 

Και να κοιτάζω στο περιθώριο

τα χέρια σου, τις ομιχλώδεις

χειρονομίες της απόδρασης –

σ’ έχουν κλέψει, και διψάω πολύ.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΕΡΩΜΕΝΗ

 



VICENTE ALEIXANDRE

 

ΕΡΩΜΕΝΗ

 

Αυτό που καθόλου δεν θέλω

είναι να σου δίνω λέξεις για να ονειροπολείς,

ούτε ν’ απλώνω με τα χείλη μου εικόνες

στο μέτωπό σου επάνω – ούτε και με τα φιλιά μου.

Την άκρη του δακτύλου σου,

με το ροδαλό του νύχι, την πιάνω

και κάνω χειρονομίες,

και με την αίσθηση που πλάθεται

σ’ την επιστρέφω.

Από το μαξιλάρι σου, η χάρη και το κενό του διαστήματος.

Και των ματιών σου η ζέση, των ξένων.

Και το φως των μυστικών

μαστών σου.

Σαν το φεγγάρι την άνοιξη,

ένα παράθυρο

μας χαρίζει κίτρινες λάμψεις. Κι ένας στενός

παλμός

φαίνεται να ξανακυλάει από εμένα προς το μέρος σου.

Δεν είναι αυτό. Και ούτε ποτέ θα είναι.

Το αληθινό σου το νόημα

μου το έχει ήδη δώσει ό,τι απομένει:

το γλυκό μυστικό,

το χαριτωμένο λακκάκι,

η όμορφη γωνίτσα

και το πρωινό σου

το ανακλάδισμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.