VICENTE ALEIXANDRE
ΖΩΗ
Εκείνη
η σκιά ή εκείνη η μασημένη θλίψη που περνάει πονώντας δεν κρύβει τις λέξεις, ακόμα
κι αν δεν φαίνονται τα μάτια να έχουν βλαφτεί. Πονέστε με. Δεν μπορώ να σε
συγχωρήσω, όχι, όσο κι αν ένα αργό βαλς σηκώνει αυτά τα κύματα λεπτής σκόνης, αυτά
τα χρυσά σημεία που είναι όντως πρόσκληση στο όνειρο της κόμης, σε εκείνη τη
μακρά εγκατάλειψη που τινάζει ύστερα αδύναμες φλόγες μπροστά στην πνοή των καταπονημένων
γλωσσών.
Η
θάλασσα όμως είναι μακριά.
Θυμάμαι
ότι κάποια μέρα μια πράσινη γοργόνα στο χρώμα της Σελήνης αποκάλυψε το
πληγωμένο στήθος της, χωρισμένο στα δύο σαν το στόμα της, και ήθελε να με
φιλήσει επάνω στον πεθαμένον ίσκιο, στα ήρεμα νερά που με άκρα την ακολουθούσαν
αφοσίωση. Το άλλο στήθος τής έλειπε. Δεν πετούσαν άβυσσοι. Όχι. Ένα ρόδο με
αισθήματα, ένα σάρκινο πέταλο κρεμότανε απ’ τον λαιμό της και βούλιαζε μες στο μενεξεδί
νερό, ενώ το μέτωπό της από πάνω, σκιασμένο από φτερά που επάλλονταν, φορτωνόταν
αδιακόπως ύπνο, νεαρό θάνατο, ελπίδα άνευ χλόης, έτσι όπως βρισκόταν κάτω από
τον χωρίς αέρα αέρα. Τα μάτια δεν πέθαναν. Θα μπορούσα να τα έχω κρατήσει εγώ σε
τούτο το χέρι, ίσως για να τα ασπάζομαι, ίσως για να τα ρουφάω, ενώ ήδη γελούσα
ακριβώς από τον ώμο, έχοντας κατά νουν μια γωνιά για μονομαχίες ή και κάποιο
βάναυσο ψάρι που ετίναζε για να ξεφορτωθεί τον γκρεμό απ’ τη ράχη του.
Εκείνα
τα κρύα μάτια δεν μου μουλιάζουν την αναμονή της φλόγας σου, των ωχρών και όλο λαχτάρα
φολίδων. Περίμενε με. Είσαι το παρθένο κύμα του εαυτού σου, η άσκοπη ύλη που
αναπνέει μέσα σε ό,τι μαύρο, ψάχνοντας το μυρμήγκιασμα που καθόλου δεν ουρλιάζει,
όταν του έχουν κλέψει το μυστικό ή τα ματωμένα σωθικά του που πετάνε πιτσιλιές
όλόγυρα. (Αχ, η φωνή: «Θα μείνεις τυφλός».) Αυτή η σάρκα η μοιρασμένη σε φέτες
μαστιγώνει τη γενναία αγνότητα και τεμαχίζει το μέτωπο, καθώς ξεγυμνώνει την
ιδέα και επιτρέπει σε τρία πουλιά την εμφάνιση ή τη μορφή τους, την απογοήτευσή
τους μπροστά στον ανιδιοτελή ουρανό.
Κάτι
άλλο;
Δεν
είμαι εγώ εκείνος ο χλιαρός αποκεφαλισμένος που ρωτάει πάνω στη σημαδιακή
στιγμή ανάμεσα σε δύο κύματα τί ώρα είναι. Δεν είμαι η απαλότατη πλαγιά όπου
κυλάει ο κλειστός αέρας, περιμένοντας να καταλήξει στο πηγάδι του, όπου μπορεί
να πεθάνει ιππεύοντας ένα εκεί θαμμένο ρόδο. Δεν είμαι το κόκκινο χρώμα, ούτε
το ροζ, ούτε το κίτρινο που γεννιέται αργά-αρά, μέχρι που να ουρλιάξω ξαφνικά, γιατί
θα έχω δει την έλλειψη ειμαρμένης, των συγκεχυμένων κραυγών το τέλος.
Μάλλον
είμαι η απέθαντη αιώρα που σκοτώσατε προχθές.
Είμαι
αυτό που είμαι. Το κρυμμένο μου όνομα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου