PABLO NERUDA
ΓΕΝΝΗΣΕΙΣ
Θὰ σᾶς διηγηθῶ τώρα πῶς γεννιοῦνται
τὰ ἡφαίστεια στὰ δικά μου χώματα:
στὸ Παρικουτὶν ἢ στὸ Τσιγιάν
—τὸ ἴδιο μοῦ κάνει— καλοί μου ἄνθρωποι.
Ἀπὸ κύκλους οἱ φυλὲς ἐκεῖ δὲν ξέρουν,
δὲν διαιρεῖται τὸ καλοκαίρι σὲ μῆνες.
Πρὶν ὑψωθεῖ ἡφαίστειο, ὑπάρχει ἕνα κενὸ
σάμπως ἀπὸ φῶς φρεσκολουσμένο,
κι ὕστερα φτάνει τὸ βελοῦδο
νὰ συμμετάσχει στὰ λουλούδια,
ἕως ὅτου μιὰ λεπτὴ κορδέλα
ἀπὸ ἀτμὸ μὲ χρῶμα φεγγαρίσιο
ἀρχίζει ἀπὸ μιὰ πέτρα νὰ φυτρώνει·
τῆς γῆς τὸ στόμα ἔχει ἤδη ἀνοίξει.
Τῆς γῆς τὸ στόμα ἀνοίγει
καὶ φτιάχνεται ἕνα χωνί, ἕνας
μαστὸς γυναικεῖος ἀπὸ ἄργιλλο,
κάτι ποὺ ὅλο μεγαλώνει καὶ κινεῖται
σὰν ἄτι ἢ σὰν τὴν ἀτμομηχανὴ
τὴν ἁψιὰ ἀποπνέοντας ζαλάδα
θκειαφένιας μπίρας
ποὺ ν᾽ ἀνάψει θέλει καὶ νὰ ξεχειλίσει
μέσ᾽ ἀπ᾽ τὴν κούπα της τὴν ὑποχθόνια.
Θαῦμα εἶναι τώρα ἡ σιωπὴ
ὅσο τὸ βουνὸ τῆς φωτιᾶς μεγαλώνει
ἴσαμε νὰ γίνει νὰ ἐκραγοῦνε τὰ σπαθιὰ
καὶ τὸ σιδεράδικο ὅλο:
κρέμονται ψηλὰ οἱ ζεστὲς κηρῆθρες
μαζὶ μὲ τὶς μέλισσες τῆς κόλασης ὅλες,
ἐνῶ οἱ στάχτες τοῦ βουνοῦ
μὲ κροταλίσματα πέφτουνε ἀνεβαίνοντας.
Οἱ κεραυνοὶ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ κάτω
δὲν μοιάζουνε μὲ τ᾽ οὐρανοῦ καθόλου·
εἶναι χάχανα μὲ θκειάφι,
εἶναι χαρὲς στὸ χῶμα θαμμένες,
καὶ τὸ ἡφαίστειο ὀρθώνεται μουγκρίζοντας
λὲς κι ἔχει βγεῖ νὰ παίξει
μὲ τὴν εύτυχία καὶ τῶν φλογῶν ὅλη τὴ γκάμα.
Γεννήθηκε κιόλας, μετράει κιόλας κάτι χιλιοστά,
στὴν ἄκρη του κρατάει τὸ νέφος του
σὰν μαντήλι μπρὸς στὴ μύτη.
Νὰ μεγαλώσει ἔχει πιὰ τὸ δικαίωμα·
γι᾽ αὐτὸ ἂς ἀσχοληθοῦμε ἐμεῖς τώρα μὲ τὰ καλαμπόκια,
γιατὶ τίποτα δὲν ἔχει ἐδῶ συμβεῖ — τίποτα.
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου