Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΜΑΣ


LOUIS ARAGON


ΤΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΩΣ ΜΑΣ


Το τέταρτο καλοκαίρι της αποκαλύψεώς μας
Μιά παράξενη λευκότης ενεφανίσθη στον ορίζοντα.
Σημαίνει τάχα πως θα φθάσουμε στο τέλος της εκλείψεως;
Η ελπίδα αχνοσαλεύει μέσα στ’ άχερα των φυλακισμένων.
Ακούς τη νύχτα να τρέμει σα μια πόρνη;
Αυτά είναι τα χαράματα που κάνουνε τον δήμιο και χλωμιάζει.
Ανήσυχοι πρίγκιπες γυρίζουν με ισχυρή συνοδεία
Γυρίζουν στις γυναίκες τους να πλύνουν τους ματωμένους επενδύτες.
Στην αυτοκρατορία του τρόμου, αποικία δική τους ώς τα τώρα,
Οι χείμαρροι των λέξεων ξεφεύγουν απ’ την κοίτη τους.
Για πρώτη φορά ανθρώπινες φράσεις εκφεύγουν
Απ’ το έρκος των οδόντων του Τυράννου και δε σκοτώνουν.
Μιλώντας για ένα άσυλο, λένε: «Είναι τρέλα!»
Σήμερα που κάπου πεθαίνει ένα παιδί.
Από δω και πέρα, με δυό τραγούδια ερωτικά,
Μπορούνε ν’ αποδείξουν σ’ όλη την οικουμένη πόσο ράγισε
  η μεγάλη καρδιά τους,
Μα το πρόσωπο πάντα ξεπροβάλλει κάτω απ’ τη βρωμιά.
Οι δολοφόνοι έχουν μετρηθεί, οι λογαριασμοί έχουνε κλείσει
Για κείνους που δικαιώνουν το έγκλημα με το έγκλημα
Και τό ’χουν ευχαρίστηση ν’ ακούνε τα κοντσέρτα των λυγμών.
Κάποτε ήμασταν φορβή για τ’ άλογά τους·
Και, ορθοί μες στις καρότσες τους και τα κατορθώματα του σκότους
Τότε που η δύναμη ήταν ο κανόνας
Σίγουρα θα γέλασαν με τον τρελό που θ’ αρνιόταν το νόμο της Βίας.
Για να τ’ αλλάξεις όλα στη μεταφυσική τους
Έφταναν δυό προβολείς·
Έφτανε να γίνει η μουσική λίγο πιο φορτίσιμο
Για ν’ αλλάξουνε τα πάντα στη φιλοσοφία τους.
Αλλοπρόσαλλη εποχή σ’ έναν αλλοπρόσαλλο καιρό
Όταν ο λύκος έχει την αξίωση να κατηχήσει το δάσος!
Πένθιμα μαξιλάρια που σκορπάν τα πούπουλά τους
Ανοίγοντας στον πρώτο τυχόντα τις κοιλιές αποκαλύπτοντας
  τα μυστικά,
Βλέπουμε ρήτορες στα σταυροδρόμια της Ευρώπης
Που ιδροκοπάνε απελπισμένα για μιά χαμένη υπόθεση
Σκιάχτρα ντυμένα με σμόκιν φιλανθρώπων
Που μέσα στο φως της αυγής χειρονομούν σαν απαγχονισμένοι.
Η καταστροφή που δε θέλουν να πιστέψουν επικρέμαται επί
  των κεφαλών τους.
Μες στον αέρα κραδαίνουν το υπόλειμμα ενός ξίφους.
Όμως το πλήθος γύρω τους είναι ένας καθρέφτης ζωντανός
Όπου το είδωλό τους είναι ήδη ακέφαλο.
Μάτια ψεύδονται με τις τεράστιες λέξεις τους
Και υποκρίνονται ότι έπεσε το ποσοστόν του πανικού.
Μάταια φορούν τα γάντια της πραότητος
Και ισχυρίζονται ότι η έλευσίς τους ήταν αποτέλεσμα
  Θείας Προνοίας.
Μάταια μετονομάζουν τις σκιές και τις λένε φως,
Προβιβάζουν την άγνοια στο βαθμό της αρετής,
Σπρώχνουν το βήμα του πένθιμου εμβατηρίου τους καταπάνω μας,
Αντικαθιστούν τ’ αγάλματά μας με ξένους Θεούς,
Μας διδάσκουν νά ’μαστε άνανδροι και κηρύττουν τη δουλεία,
Κατακτούν τον αέρα με την οσμή του λιμού,
Καταδικάζουν τους άντρες σε χρόνια μπορντέλο, κάνουν
  χήρες τις γυναίκες,
Βρωμίζουν, κηλιδώνουν και ατιμάζουν τα πάντα.
Μάταια έχουν ακόμη υπό τας διαταγάς των τους χωροφύλακες,
Δεν μπορούν να κρύψουνε το χρώμα των δακρύων τους:
Στο τέλος τέλος, τη νύχτα πρέπει να τη διαδεχτεί το πρωινό,
Η αυγή πρέπει να κατακάψει μέσα στα χάλκινα χέρια της
Αυτούς τους Βασιλιάδες της σκιάς και τους σάπιους επιγόνους τους,
Και η φλεγόμενη σφαίρα μας πρέπει να απαλλαγεί
Απ’ τους ψευτοσταυροφόρους και τους κατασκευαστές των φαντασμάτων.
Φοβούνται, τους τρομάζει καθετί που ανασαίνει.
Ένα νανούρισμα δίπλα στην κούνια. Ένα πουλί το καλοκαίρι.
Μόλις ακούσουν χτύπο καρδιάς διπλώνουνε στα δυό και πέφτουν κάτω:
Γι’ αυτούς όλα, τα πάντα, είναι στοιχειά, αλυσίδες και
  βρικολακιασμένα σπίτια.
Βήματα στον ύπνο τους σα να ξεσηκώνεται η φρουρά...
Τί ονειρεύονται και στριφογυρίζουν έτσι;
Η μνήμη τους έχει πιάσει φωτιά, οι ψυχές τους γιομάτες αγκάθια.
Με τη σειρά τους κι αυτοί – βασανίζονται!
Ο καθένας μπορεί να δει τα φίδια που ξεπροβάλλουν
Μέσ’ απ’ αυτά τα κολασμένα στόματα που μιλάνε γι’ άσπρα πουλιά.
Ο καθένας μπορεί να δει τους μάρτυρες από πίσω τους
Να κάνουν ματωμένα σήματα δείχνοντας με το δάχτυλο το χώμα.
Ο καθένας μπορεί να δει τη μαύρη αφύπνιση των προδοτών
Όταν επιτέλους η λιακάδα χαστουκίζει την αμηχανία τους,
Ο καθένας μπορεί να δει τον ιερέα δίπλα τους
Να κρατάει τραγικά το σταυρό για να τον φιλήσουν.
Ο καθένας μπορεί να δει το μέλλον που τους δαγκώνει.
Ο καθένας μπορεί να δει τον τροχό που περνάει από πάνω τους.
Ο καθένας μπορεί να τους δει καταδικασμένους να πεθάνουν
Και το αίμα να τρέχει απ’ το μέρος που μπήκε η σφαίρα.
Φέρνουν στη σάρκα τους το τρομερό στίγμα
Εκείνου που είναι να γίνει και μάταια το κρύβουν.
Κι αυτή την κέρινη μέρα, με πρόσωπα αυτομάτων
Συγκεντρώνονται ήδη για να μπούνε στο Μουσείο Γκρεβέν.




Μετάφραση: Άρης Αλεξάνδρου.

Τίτλος πρωτοτύπου: Au quatrième été de notre apocalypse.
Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία γαλλικής ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 204-207.

1 σχόλιο: