Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2024

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 


VICENTE ALEIXANDRE

 

ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ

 

Σε αγάπησα, σε αγάπησα, για τα μάτια σου, τα χείλη σου, τον λαιμό, τη φωνή σου,

για τη βίαια πυρπολημένη καρδιά σου.

Σε αγάπησα σαν τη μανία μου, σαν το μανικό μου πεπρωμένο,

σαν την ισχυρογνωμοσύνη μου την αξημέρωτη, σαν το χιλιοτσακισμένο μου φεγγάρι.

 

Ήσουν όμορφη, πανέμορφη. Και είχες μάτια μεγάλα.

Μεγάλα περιστέρια, νύχια γρήγορα, ψηλούς αετούς με δύναμη περίσσια...

Είχες τη δέουσα πληρότητα για έναν ουρανό απαστράπτοντα

όπου ο βρυχηθμός των κόσμων δεν είναι φιλί στο στόμα σου.

 

Σε αγάπησα όμως όπως αγαπάει και η σελήνη το αίμα –

όπως ψάχνει το φεγγάρι να βρει αίμα στις φλέβες,

όπως μπαίνει το φεγγάρι στου αίματος τη θέση και τρέχει έξαλλο

με τις αρτηρίες του πυρπολημένες από κίτρινα πάθη.

 

Δεν ξέρω τί παναπεί θάνατος, όποτε φιλιόμαστε στο στόμα.

Δεν ξέρω πώς είναι να πεθαίνεις. Δεν πεθαίνω εγώ. Απλώς τραγουδάω.

Νεκρός και σάπιος τραγουδάω σαν κόκαλο άσπρο, αστραφτερό,

πιο αστραφτερό κι απ’ το φεγγάρι και σαν το καθαρότερο που υπάρχει κρύσταλλο.

 

Τραγουδάω σαν τη σάρκα, σαν την σκληρή την πέτρα.

Τραγουδάω τ’ άγρια ​​ και άναυδα δόντια σου.

Τραγουδάω τη μοναδική τους σκιά, την πιο θλιμμένη σκιά τους

επάνω στο χώμα το γλυκό όπου τιθασεύονται, και ημερεύουν οι χλόες.

 

Κανένας δεν θρηνεί, κανένας. Μην κοιτάς τούτο το πρόσωπο –

τα δάκρυά του δεν ζουν, δεν ανασαίνουν.

Μην κοιτάς τούτη την πέτρα, τούτη τη σιδερένια φλόγα,

τούτο το κορμί που σαν μεταλλικός αντιβουίζει πύργος.

 

Είχες κόμη τέλεια, υπέροχες μπούκλες, παρειές και βλέμματα.

Είχες μπράτσα – όχι ποτάμια ατελείωτα.

Είχες το σχήμα σου, τα πολύτιμα όρια σου είχες,

με το γλυκό περίγραμμα της σάρκας σου να ασπαίρει.

Ίδια φτερωτή σημαία ήταν η καρδιά σου.

 

Το αίμα σου όμως όχι – ούτε η ζωή σου, όχι,

ούτε η κακότητά σου!

Ποιός είμαι εγώ που ικετεύω τον θάνατό μου απ’ τη σελήνη;

Ποιός είμαι εγώ που αντιστέκομαι στους ανέμους,

που νιώθω τις πληγές από τα φρενήρη μαχαίρια τους,

όποτε ραντίζουν το μαρμάρινο σχήμα τους

σαν άγαλμα σκληρό και από την καταιγίδα ματωμένο;

 

Ποιός είμαι εγώ που δεν ακούω τίποτα στις βροντές ανάμεσα:

ούτε το κοκάλινο μπράτσο μου με της αστραπής το σημάδι

ούτε την αιμάσσουσα βροχή που λερώνει τα χορτάρια που γεννήθηκε

στα πόδια μου ανάμεσα τα δαγκωμένα από ένα ποτάμι όλο δόντια;

 

Ποιός είμαι εγώ, ποιά είσαι εσύ, και ποιός σε ξέρει;

Ποιόν αγαπάω εγώ, ω πανέμορφή μου εσύ θνητή,

ω ερωμένη φαεινή, ω στήθος φεγγερό και πάνστιλπνο·

Ποιάν ή και τί αγαπάω εγώ, ποιά σκιά, ποιά σάρκα,

ποιά σάπια κόκαλα που σαν λουλούδια πάντα με μεθάνε;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου