VICENTE
ALEIXANDRE
ΟΙ ΚΕΚΟΙΜΗΜΕΝΟΙ
Ποιά
φωνή ανάμεσα στα πουλιά τούτης της ονειρικής νύχτας
γλυκά-γλυκά
τερετίζει και ρυθμίζει στον αέρα τα ονόματα;
Ξυπνήστε!
Ένα στρογγυλό φεγγάρι βογκάει ή τραγουδά
ανάμεσα
σε πέπλα, ανίσκιο, δίχως πεπρωμένο, και σας επικαλείται.
Ένας
ουρανός πληγωμένος από φώτα κι από τσεκουριές βρέχει χρυσάφι
χωρίς
αστέρια, μα με αίμα, που γλιστράει επάνω σε κάποιον θώρακα:
αποκαλυπτική
αποστολή πεπρωμένου είναι και φωνάζει καλώντας
πάντα
τους κοιμώμενους κάτω από τους ζωντανούς ουρανούς.
Ξυπνήστε!
Είναι ο κόσμος, είναι η μουσική του. Ακούστε την!
Η
γη πετάει όντας σε εγρήγορση, μεθυσμένη από όψεις και όψεις,
από
πόθους και πόθους, γυμνή, αχίτωνη και ακτινοβολούσα,
βακχεύοντας
στους χώρους εκείνους όπου και αποκαλύπτει ένα όμορφο στήθος,
με
φλέβες γαλαζωπές, με λάμψεις, με πλούσια μάζα.
Κοιτάξτε!
Δεν βλέπετε εκείνον τον εκθαμβωτικό μηρό που προχωράει;
Τη
νικηφόρα δέσμη, το ένδυμα το γεμάτο αστέρια
που
τον τελευταίο καιρό όλο ανεμίζει, τρίζει, μαστιγώνει
τους
γαλάζιους αστρικούς ανέμους, τους τόσο μουσκεμένους;
Δεν
ακούτε και μια βουή μέσα στη νύχτα; Αχ, κοιμόσαστε, κοιμόσαστε
και
κωφεύετε στα άσματα! Γλυκά φλιτζάνια υψώνονται.
Ω
αστέρια μου, ουράνιο κρασί, δώστε μου
όλη
την τρέλα σας, δώστε μου τα λαμπερά σας χαίνοντα χείλη!
Τα
χείλη μου ανέκαθεν ξέρουν τρόπους να σας ρουφάνε, ο λαιμός μου
φλέγεται
από σοφία, τα μάτια μου λάμπουν πασίγλυκα.
Όλη
η νύχτα αναβοσβήνει μέσα μου, φωτίζει
το
όνειρό σας, ω κεκοιμημένοι, ω νεκροί, ω τελευτήσαντες.
Έτσι
δεν είναι; Μες σε νεκρική σιωπή, σαν φεγγάρια
από
πέτρα, από χώμα, κωφάλαλα μένετε, δίχως τάφο.
Μια
νύχτα όλο πέπλα, φτερά και βλέμματα,
πετάει
στο άπειρο διάστημα και άταφους σας κουβαλάει.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου