VICENTE ALEIXANDRE
ΚΕΦΑΛΙ
ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Ήσαν
άπαντες εκεί, διάσπαρτοι, μαζεμένοι, σε μια γωνιά της παλιάς πλατείας της
πόλης.
Άλλοι
γέροι, άλλοι νέοι, άλλοι κατάκοποι, καταπονημένοι όλοι τους
από
τις αλλεπάλληλες πετριές που είχαν φάει κατά την πολύωρη αναμονή.
Μερικοί
κουβάλαγαν σχοινιά στους ώμους, παλαμάρια τραχιά κουλουριασμένα και άχρηστα,
μερικοί
κουβάλαγαν σάκους, ή ήσαν απλώς και μόνον
(εκείνο
το προχωρημένο πρωινό)
κάτι
χέρια μακριά πεσμένα.
Έχοντας
στις κόρες των ματιών το γαλάζιο, το καστανό, το χρυσό που υψωνόταν, το
ζωηρότατο πράσινο,
κοιτόταν
αόρατο σάμπως σκεπασμένο από λεπτό στρώμα σκόνης.
Άπαντες
ανάσαιναν στην ήσυχη πλατεία, καθιστοί ή ξαπλωμένοι στα παγκάκια, με τον ήλιο να
καίει την πέτρα.
Στης
πέτρας τον ήλιο.
Εκείνο,
πάλι, έδειχνε τον σφιχτό του πηλό, ελαφρώς θρυμματισμένο, σκεπασμένο στον ύπνο
με όνειρα.
Και
ξανθίζουσα την κόμη του –μαλλιά φτενά, υπόλευκα
ή κοιμώμενα
και
συνάμα απαλά και σκληρά– έβλεπες να έχει
το κεφάλι.
Κεφάλι
όλο θαμπωμένο ασήμι… Μα πού το είχαν ξαναδεί; Ναι, μια μέρα αλά Βελάσκεθ σε καμβά!
«Οι
μεθυσμένοι», «Το παιδάκι στις Βαγιέκας», «Ο ηλίθιος της Κορίας», «Η παράδοση της
Μπρέντας»... Κεφάλι που κοιμάται,
στην
πλατεία της πόλης.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου