Πέμπτη 30 Απριλίου 2009

Η ΠΡΑΓΑ ΕΙΝΑΙ Η ΛΕΠΤΗ ΥΓΡΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΠΟΒΡΑΔΟΥ...




ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


Η ΠΡΑΓΑ


Η Πράγα ανασαίνει με βαθιές εισπνοές σε ρυθμό τριών
    τετάρτων,
μισή της βροχής, μισή της λιακάδας, με τους ίσκιους
    των σύννεφων
στα πάρκα, στις πλατείες και σε μερικούς απ’ τους τρούλους της.

Η Πράγα σκέφτεται σε θαμπό κίτρινο, σε θαμπό πράσινο
    και σε τεφρό μαβί,
σκέφτεται με διαδρόμους μισοφωτισμένους απ’ όνειρα
    λησμονημένα
που οδηγούν σε ξύλινες σκάλες με γύψινα αγάλματα.

Τα ρόπτρα στις πόρτες της είναι μικρά, φειδωλά χέρια
περιβλημένα από αρχαίον άνεμο κι απ’ την αφή του αγνώστου.
Αν χτυπήσεις, ποιός θ’ απαντήσει; Τώρα
τα παλιά ρόπτρα τ’ αντικαταστήσανε με ηλεκτρικά κουδούνια.
    Πώς άραγε
ν’ ακούγεται αυτό το κουδούνισμα κατά το λιόγερμα
μέσα στα ωχρά δωμάτια με τις σεβάσμιες ξυλόγλυπτες καρέκλες
με τις αποσιωπητικές κουρτίνες; Πώς ν’ ακούγεται
το χτύπημα του τηλεφώνου στο βαθύσκιωτο σαλόνι, απόβραδο
    στις 9 παρά 5΄;
Η Πράγα σκέφτεται με μακριά σκουριασμένα κιγκλιδώματα,
με μεγάλα κλειδιά πολυσκάλιστα μυστικών υπογείων,
με βιτρίνες δερμάτινων χαρτοφυλάκων και κρυστάλλινων
    δοχείων,
με μικρά μενεξεδένια κουρεία και βαθιές καστανές μπιραρίες.

Σκέφτεται, σκέφτεται η Πράγα – κι η σκέψη της είναι το
    χρώμα της·
κι αυτό το λεπτό δίχτυ από φλεβίτσες στον δεξή κρόταφό της
είναι ο σπασμός των γραμμάτων: «Μην αδικείς με θλίψη
     τον εαυτό σου».

Τα διπλά τζάμια των στενόμακρων παράθυρων δεν κοιτούν
    προς το δρόμο,
κοιτούν προς το σπίτι. Πίσω απ’ τα τζάμια
κοιτούν αφηρημένες οι γυναίκες,
σημερινές αθλήτριες ή πιανίστριες του παρελθόντος.
    Δε φαίνονται. Ίσως
κοιτούν την έρημη πλατεία της παλιάς Πράγας
όπου ο Κάφκα μονάχος σεργιανάει
κάτω απ’ το κίτρινο ρολόι των Δώδεκα Αποστόλων.

Τα εστιατόρια, τα καπνοπωλεία, τα στιλβωτήρια, τα θέατρα
    της Πράγας
είναι επιχρυσωμένα μ’ ένα χρώμα σκούρο βιολετί
γιατί η ανάσα της Πράγας μεταβάλλει σε χρυσάφι
τις γύψινες γιρλάντες της, τα ανθέμια, τον Βλτάβα
    και τον χρόνο.

Η Πράγα περνάει απ’ τα γεφύρια της αφήνοντας πίσω της
έναν ήχο σημαίας που ξεχάστηκε μετά τη γιορτή σ’ ένα
    μπαλκόνι ή τον ήχο
από ’να κομμάτι σουβά που ξεκολλάει στο φοιτητικό δωμάτιο
    λαϊκής πολυκατοικίας
σ’ αυτό το δωμάτιο το θλιμμένο όπου γυρίζει ακόμα η γάτα
    του Μπίμπλ.

Η Πράγα είναι η λεπτή υγρασία του απόβραδου σ’ ένα πλατύ
    λησμονημένο πάρκο
την ώρα που η κυκλοφορία των κόκκινων τραμ σταματάει,
την ώρα που οι ξυλουργοί βάζουν το μέτρο τους στην
    πίσω τους τσέπη
και πάνω στον ανεμοδείχτη του απέναντι σπιτιού κάθεται
    το φεγγάρι σαν κουκουβάγια.

Η Πράγα είναι η σιωπή του απόβροχου μέσα σ’ ένα πλατύ
    εργαστήριο ραπτικής,
αργά τη νύχτα, που κλείνουν οι πόρτες και τα παράθυρα
     (φεύγει κι ο θυρωρός)
και μένουν πάνω στα μεγάλα τραπέζια τα ημιτελή
    γυναικεία φορέματα
και τ’ άλλα, τελειωμένα κιόλας, κρεμασμένα στους τοίχους,
μυρίζοντας κόλλα, κενό κι αναμονή ανθρωπίνου σώματος.

Εδώ η φιλοδοξία είναι βουβή, ορθογώνια, συγκρατημένη
σαν το τραπέζι του μπιλιάρδου στο κλειστό σφαιριστήριο,
    μετά τα μεσάνυχτα,
ή σαν το φεγγερό μπουκάλι το καθρεφτισμένο
    στα μυωπικά γυαλιά
νεαρού, φυματικού σπουδαστή του Ωδείου
που μελετάει σ’ ένα τεράστιο μαύρο βιολοντσέλο μια σονάτα
ένα ανοιξιάτικο δείλι, ενώ έξω απ’ τα παράθυρά του
γελούν εφτά κορίτσια με στενά γαλάζια παντελόνια.

Ο θάνατος εδώ είναι ένα προσωπείο, σχεδόν ελληνικό,
    από λεπτό χρυσάφι,
κρεμασμένο σ’’ ένα μεγάλο καρφί στη σκοτεινή στοά
    των κρεοπωλείων
όπου περνάνε βιαστικά γυναίκες κι άντρες με αδιάβροχα
    κι ομπρέλες
ή σαν ένας ασάλευτος γλάρος κάτω απ’ τη γέφυρα Καρόλου
    σε ώρα ανεμοστρόβιλου
ή σαν δώδεκα άδεια ποτήρια με θαμπωμένα χείλη
    άντικρυ στο χάραμα
ενώ ακόμη ανάβει απέναντι ο πράσινος γλόμπος
    του διανυκτερεύοντος φαρμακείου.

Η Πράγα αναπτύσσεται, σαν ένα ποίημα, απ’ τα μέσα
    προς τα έξω,
απ’ τη συγκίνηση στο λόγο, απ’ την άχνα στο μάρμαρο,
απ’ την καρτερική σιωπή στα μεγάλα βαθύφωνα ρολόγια,
απ’ το ανεξήγητο ώς τα κουμπιά και τις ζώνες
    των ερωτευμένων,
απ’ την ομίχλη ώς τη στερεότητα των αθώων πραγμάτων
κι ώς τις απέραντες καμπανοκρουσίες των ναών της.


               Πράγα, 16.VII.62



Από την ποιητική συλλογή «Μοναχικά σχέδια».
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Τα ποιήματα», τ. Θ΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 109-111.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου