ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Σάββατο 23 Νοεμβρίου 2024
ΤΙ ΕΦΕΡΕ Ο ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ
ΜΝΗΜΗ
VICENTE ALEIXANDRE
ΜΝΗΜΗ
Των
απουσιών κοιλάδα ξάστερη
και
άμεση δροσιά από σύννεφα
δίνουν
το «παρών» σε ζωντανό
τοπίο
που μόλις φανερώθηκε.
Η
μοναξιά εκεί μέσα,
κάθυγρη,
με κάνει να ηρεμώ,
να
μετεωρίζομαι
στην
πλησμονή του χρόνου.
Η
εσπέρα έχει πλέον στρεβλώσει
με
φώτα τον καθρέφτη,
όπου
τα μάτια μου θα δουν
μες
στη σιωπή να παίζεται
η
λεπτή και γλυκιά φάρσα
μαζεμένων
μαζών: η αντανάκλασή σου.
Ν’
αδράχνω έτσι βρίσκομαι
του
κορμιού σου το αβέβαιο διάβα
όπως
ρέει στη λεία όψη επάνω
του
υγρού καθρέφτη.
Και
να κοιτάζω στο περιθώριο
τα
χέρια σου, τις ομιχλώδεις
χειρονομίες
της απόδρασης –
σ’
έχουν κλέψει, και διψάω πολύ.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ΕΡΩΜΕΝΗ
VICENTE
ALEIXANDRE
ΕΡΩΜΕΝΗ
Αυτό
που καθόλου δεν θέλω
είναι
να σου δίνω λέξεις για να ονειροπολείς,
ούτε
ν’ απλώνω με τα χείλη μου εικόνες
στο
μέτωπό σου επάνω – ούτε και με τα φιλιά μου.
Την
άκρη του δακτύλου σου,
με
το ροδαλό του νύχι, την πιάνω
και
κάνω χειρονομίες,
και
με την αίσθηση που πλάθεται
σ’
την επιστρέφω.
Από
το μαξιλάρι σου, η χάρη και το κενό του διαστήματος.
Και
των ματιών σου η ζέση, των ξένων.
Και
το φως των μυστικών
μαστών
σου.
Σαν
το φεγγάρι την άνοιξη,
ένα
παράθυρο
μας
χαρίζει κίτρινες λάμψεις. Κι ένας στενός
παλμός
φαίνεται
να ξανακυλάει από εμένα προς το μέρος σου.
Δεν
είναι αυτό. Και ούτε ποτέ θα είναι.
Το
αληθινό σου το νόημα
μου
το έχει ήδη δώσει ό,τι απομένει:
το
γλυκό μυστικό,
το
χαριτωμένο λακκάκι,
η
όμορφη γωνίτσα
και
το πρωινό σου
το
ανακλάδισμα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...
ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...
Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2024
ΣΤΑΛΜΕΝΟ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λ. ΜΑΒΙΛΗ
ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ
ΣΤΑΛΜΕΝΟ
ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ Λ. ΜΑΒΙΛΗ
Στη
σιγαλιά η ψυχή σου είναι φευγάτη,
μόνη·
μισείς το στόμα που γαβγίζει,
αλλ’
ω του αρχοντικού σονέτου εργάτη,
της
πατρίδας η αγάπη σε φλογίζει.
Σ’
αλαβαστρένια γάστρα ολογιομάτη
απ’
αγνή ντόπια γη μοσκομυρίζει
και
τρέμει ένα λουλούδι ονείρου, κάτι
που
δύσκολα ο καθείς το ξεχωρίζει.
Γάστρα
είν’ ο στίχος, και λουλούδι ο νους σου.
Μα
τη γάστρα τη σύντριψ’ ένα χέρι,
κι
η γαλανή ομορφιά του λουλουδιού σου
τον
καπνό της μπαρούτης ήβρε ταίρι
στην Κρήτη,
στην κορόνα του πελάγου,
μάνα
της ρίμας και του τουρκοφάγου.
1896
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΟΛΥΛΑΣ
ΚΩΣΤΗΣ
ΠΑΛΑΜΑΣ
ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΟΛΥΛΑΣ
Ρυθμών
και Στοχασμών άυλα φτερά και χέρια
τη
λυτρωμένη την ψυχή σου απ’ το κορμί της
την
πήραν και την παν ολόισα προς τ’ αστέρια·
στέκετ’
εκεί η πομπή και κόβει την ορμή της.
Στων
παραδείσων τα υπερκόσμια καλοκαίρια,
στης
Λύρας τ’ άστρο, εκεί που ο ψάλτης και ο τεχνίτης
λάμπουν
αθάνατ’ από πνεύμα περιστέρια,
του Σολωμού σε
σέρνει ο ίσκιος ο μαγνήτης.
Πατρικά
σ’ οδηγεί σε δυο Θαβώρ αγνάντια,
σ’
αφήνει εκεί και λέει: «Νά η δόξα σου! Εδώ στάσου,
κι
ένα ταίρι γιγάντιο σαν από διαμάντια
κατάβαθα
αβασίλευτο βλέπε μπροστά σου,
και
σαν αέρι από λατρεία πνέε τριγύρω
στον Όμηρο,
μακάριε, και στο Σαιξπήρο!»
1896
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗ
ΑΠΟ ΤΗ ΦΙΛΗ ΜΟΥ NORMA ETCHEVERRY
Τρίτη 19 Νοεμβρίου 2024
ΔΥΟ-ΤΡΙΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
ΔΥΟ-ΤΡΙΑ
ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΙΩΡΓΟ ΜΠΛΑΝΑ
Με
τον Γιώργο γνωριζόμασταν από πολύ-πολύ παλιά, από τότε που εργαζόταν ως
υπάλληλος στο βιβλιοπωλείο «Πρωτοπορία». Ήταν κάτω, στο υπόγειο, στον τομέα της
Λογοτεχνίας. Σοβαρός, μαζεμένος, συνεσταλμένος. Θα έλεγα «μελαγχολικός». Αυτή
την εικόνα του έχω κρατήσει στον νου μου. Τον θυμάμαι να είναι μεν πωλητής
βιβλίων, αλλά και να έχει πάντα στα χέρια του κάποιο βιβλίο ανοιγμένο – απόδειξη
ότι διάβαζε. «Μπορείς να συγκεντρωθείς στο διάβασμα εδώ;» – κάτι τέτοιο τον
είχα ρωτήσει την πρώτη φορά που τον είδα, απλώς για να του πιάσω κουβέντα,
έχοντας πιο πολύ απορήσει για το τί διάβαζε παρά για το ότι κατάφερνε και
διάβαζε μες στην κίνηση του μεγάλου βιβλιοπωλείου και τη σχετική φασαρία. Είχε
το βιβλίο τσακισμένο στα δύο, στη ράχη του, και δεν φαινόταν το εξώφυλλό του.
Μου είχε απαντήσει κάτι σαν «Δεν πρέπει να χάνουμε χρόνο». Και επειδή μου άρεσε
η απροσδόκητη απάντησή του, που μου την έδωσε με κάποια καθυστέρηση και συστολή,
αν όχι δειλία, βρήκα την αφορμή να τον ρωτήσω τί ακριβώς διάβαζε. «Ποίηση.
Χόλντεριν», μου απάντησε. Εξυπνάκιας εγώ έσπευσα να τον διορθώσω: «Χέλντερλιν».
Η απόκριση που έλαβα δεν ήταν τώρα μόνο απροσδόκητη, αλλά ήταν και κυριολεκτικώς
αποστομωτική: «Το ίδιο είναι». Γι’ αυτό και δεν επέμεινα στην ορθοέπεια ως προς
το όνομα του μεγάλου Γερμανού. Εικάζοντας από το μέγεθος και το πάχος του
διπλωμένου βιβλίου ότι πρόκειται για τη μετάφραση των Ποιημάτων του από τον Παπατσώνη,
εκδόσεις Ίκαρος, του το «μάντεψα». Μου το επιβεβαίωσε: «Ναι, του Παπατσώνη
είναι».
Σε
λίγο καιρό και επί αρκετό καιρό βρεθήκαμε να διαβάζουμε (με τις αναγκαίες
διακοπές) στο υπόγειο της Πρωτοπορίας Χέλντερλιν. Μου το είχε ζητήσει, αφού
έμαθε ότι ήξερα γερμανικά, και του εξηγούσα λέξη-λέξη και κατά λέξη το
γερμανικό πρωτότυπο. Μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση η αφομοιωτική ικανότητά
του.
Για
κάμποσους μήνες μιλούσαμε συχνά και γενικώς για λογοτεχνία. Ούτε θυμάμαι τί
ακριβώς λέγαμε. Πάντως τον απασχολούσαν πράγματα που εμένα με άφηναν –τότε–
αδιάφορο. Το
1985 έφυγα για διδακτορικές σπουδές στη Γερμανία. Επέστρεφα στην Αθήνα κάθε
Ιούλιο και ξανάφευγα για τη Γερμανία στα τέλη Σεπτεμβρίου. Συναντιόμασταν
περιστασιακά στην «Πρωτοπορία», διότι εντωμεταξύ είχα αλλάξει και βιβλιοπωλική
στέγη: είχα γίνει πελάτης του «Βιβλιοπωλείου της Εστίας» στην οδό Σόλωνος, και
έμεινα μέχρι που έκλεισε. Ο Μπλάνας είχε διαβάσει πάρα πολύ – για την ακρίβεια
είχε γίνει μελετητής… συστηματικός μελετητής. Δεν χρειαζόταν πολύ για να το
καταλάβεις. Και χαιρόμουν – και γι’ αυτό και για τις κάποιες αραιές συζητήσεις
μας.
Το
1994 μετακόμισα στην Κέρκυρα, όπου μένω μέχρι και σήμερα. Χαθήκαμε για πολύ
καιρό με τον Γιώργο, για πάνω-κάτω τρεισήμισι χρόνια. Τον πέτυχα στα τέλη του
1997 στο υπόγειο του «Διάττοντα», Ιπποκράτους 75, στο τυπογραφείο του φίλου μου
του Νίκου Βοζίκη, όπου θα εξέδιδε μια ποιητική συλλογή σε πλακέτα. Πρόκειται
για το βιβλίο «Η αναπόφευκτη ανθηρότητά σου», που κυκλοφόρησε τον Γενάρη του
1998. Δεν ήξερα ότι έγραφε ποιήματα. Δεν είχε τύχει να μου το πει. Μιλήσαμε για
κανά δεκάλεπτο, κανόνισα εγώ τις δουλειές μου με τους μάστορες τυπογράφους του «Διάττοντα»,
χαιρετηθήκαμε και έφυγα. Ούτε τηλέφωνα ανταλλάξαμε ούτε είπαμε να ιδωθούμε. Μετά
από έναν μήνα, που ξαναπέρασα από τον «Διάττοντα», βρήκα να μου έχει αφήσει με
αφιέρωση την προηγούμενη (που ήταν και η πρώτη του) ποιητική συλλογή του: «Η ζωή κολυμπά σαν φάλαινα ανύποπτη πριν τη σφαγή» (Υάκινθος,
1987).
Πολλά
χρόνια πέρασαν και δεν τον ξανάδα. Θέλω να πω: τον ξανάδα μία μόνο φορά το 2015
ή το 2016 στην Πλατεία Ελευθερίας στο Νέο Ψυχικό. Μιλήσαμε με μεγάλη εγκαρδιότητα,
αλλά μόνο για δέκα λεπτά – ήμασταν, άλλωστε, με τις παρέες μας. Είπαμε να
βρεθούμε να τα πούμε. Δεν βρεθήκαμε. Από τότε τα λέγαμε όμως καμιά φορά στο Facebook – λίγο, δια βραχυτάτων.
Δημοσίευσε
και άλλες ποιητικές συλλογές, τις προμηθεύτηκα όλες και τις διάβασα ακανόνιστα,
δηλαδή ανάκατα. Τις διάβασα όλες μονομιάς μέσα σε έναν μήνα μετά τα χρόνια των
μνημονίων. Μού έκανε εντύπωση η δύναμη της γραφής του. Δεν είμαστε της ίδιας
σχολής, αλλά αυτό ακριβώς είναι ό,τι πάντα μού συμβαίνει χωρίς καθόλου να
εκπλήττομαι: το ότι εντυπωσιάζομαι από τα «άλλα», από τα «διαφορετικά», από ό,τι
δεν μου είναι «στενά οικείο». Κι όσο διάβαζα τα έργα του θυμόμουν πάντα (με
λίγη πίκρα ομολογώ) τον… Χόλντεριν! Τα διάβασα, όπως είπα, όλα, και πρωτίστως
χάρηκα για την «πρόοδό» του, θεωρώντας ότι κι εγώ (ως το πάλαι ποτέ συνομιλητής
του) είχα συμβάλει μια σταλιά σε αυτή την πρόοδό του.
Ο
Γιώργος ρίχτηκε στη μετάφραση κλασικών κειμένων. Τέρας εργατικότητας. Έβγαλε
πολλά βιβλία. Αυτό ήταν και το «λάθος» του. Μπήκε στο μάτι πολλών αταλάντων με
«άκρες» και υπεράγαν φιλοδόξων. Οι λοιδορίες στο πρόσωπό του ήταν το λιγότερο.
Οι κακίες και οι ύβρεις έδιναν και έπαιρναν. Καλά, δεν είναι στα μέρη μας και
πρωτόγνωρο το φαινόμενο… Δεν ξέρω πώς το
είχε αντιμετωπίσει, πώς το είχε διαχειριστεί. Δεν έχει σημασία τώρα πιά, αλλά
μάλλον θα είχε στενοχωρηθεί. Το εικάζω.
Με
τον Μπλάνα δεν υπήρξαμε φίλοι. Είχαμε γνωριστεί, όπως έγραψα ότι είχαμε
γνωριστεί, αλλά καλά-καλά δεν ήμασταν ούτε «γνωστοί». Απλώς γνωριζόμασταν και
τρέφαμε συμπάθεια ο ένας για τον άλλον. Κι όμως, όταν από τον κοινό μας φίλο
Μιχάλη Παπαντωνόπουλο πληροφορήθηκα τον θάνατό του (και πρέπει να ήμουν εκείνος
που πρώτος ανακοίνωσε την απέλευσή του από τα εγκόσμια στο Facebook), ένιωσα βαθύτατη λύπη, σαν να έχασα πολύ
δικό μου άνθρωπο… σαν να έχασα καλό μου φίλο.
Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024
ΚΡΙΤΙΚΗ
ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...
Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2024
ΣΥΝΑΠΑΝΤΗΜΑ
ΔΙΑΛΕΞΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΙΟΝΙΟ ΑΚΑΔΗΜΙΑ
Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2024
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΕΡΗΜΕΝΟ ΑΠΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΡΩΤΑ
VICENTE ALEIXANDRE
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΣΤΕΡΗΜΕΝΟ
ΑΠΟ ΠΕΠΡΩΜΕΝΟ ΕΡΩΤΑ
Νιώθω
τη σιωπή σαν την άσπρη πέτρα που γλιστράει πάνω στις καρδιές των μανάδων, και
δεν έχω δύναμη άλλη πέρα απ’ το να σας συγχωρήσω όλους για το κακό που μού’χετε
κάνει, χωρίς να το αγνοείτε, με τη μορφή της σκιάς σας όταν περάσατε.
Είσαστε
όλοι τόσο καθαροί, διάφανοι σαν τον κισσό, κι έτσι έναν-έναν σας μπορώ εγώ να σας
παραμερίσω από τα συναισθήματά μου, που δεν με γαργαλάνε πια με τούτο το
οδυνηρό σαν γυναικείο αιδοίο κουκουνάρι που έχω εξορίσει από τα μάτια μου. Μιλάω
για τη γλυκιά σφήκα, για την απαράμιλλη γλυκύτητα που έσβησε το φως κάτω από τη
σάρκα, όταν έδινε την αίσθηση του πόνου που διανέμει τον θάνατο, γι’ αυτή τη
λεπτή διέλευση που συνίσταται στην υπογραφή με νερό πάνω σε λευκό φύλλο
χαρτιού, εκμεταλλευόμενη ακριβώς τη
στιγμή που αρχίζει η καρδιά να υποχωρεί .
Είναι
αργά να το σκεφτείς. Αυτό το αίσθημα καθυστέρησης πάντοτε οδηγούσε στο να φυτρώνουν
τριαντάφυλλα στον ώμο, στο να πετάει κάποιο χειλάκι χωρίς ν’ ακούγεται, στο ν’
αχνοσβήνει η ζωντανή σου πραγματικότητα σαν αέρας που ανεβαίνει.
Το
αδρανές σχήμα του χαρτιού, στο οποίο ακουμπά τρυφερά το μάγουλό του, δεν
ξεγελάει, αναστενάζει και δεν αποκρίνεται, κρύβει τον σκελετό των οστών του, τη
στιγμιαία νικέλινη πεταλούδα που πάλλεται κάτω από την κερωμένη του επιφάνεια.
Μη με ρωτάς περισσότερα. Ηρέμησε. Ανακάλεσε στον νου σου τη σωτηρία των χεριών,
εκείνη την ενδελεχή πτήση με την οποία προβλέπεται η άφιξη σε κάτι βελούδινα όρη,
όπου τα μάτια θα μπορέσουν τελικά να δουν ένα καυτό τοπίο, μιαν απαλή μετάβαση
που συνίσταται στο να ψελλίζεις ένα όνομα στ’ αφτί, ενώ την ίδια στιγμή θα ξεχνάς
ότι ο ουρανός είναι πάντα ο ίδιος.
Κοιμήσου
κορίτσι μου. Ακόνισε των νυχιών σου την ποιότητα, όση ώρα θολώνεται η
ευαισθησία του αφηρημένου στήθους σου και καταλήγει να γίνει ένας στενεμένος γιαλός,
αναπνοή με όρια που δεν πρέπει καθόλου να ξαφνιάζεται από τη νέα σελήνη.
Παρατημένο
έχεις πρόσωπο. Τούτη η χαλαρότητα δεν είναι η χαλαρότητα των άκρων σου. Τούτη η
ησυχία που διακηρύσσει με το ζώδιό της την ισχύ και την εγκυρότητα της ημέρας
είναι ψέμα καθαρό που υπεκφεύγει, που δεν μπορεί να φύγει και που καταλήγει να
γίνει λαχανικό. Μην επιμένεις, αλλά μεγάλωσε αμέσως τώρα. Μη μου λες ψέματα ότι
ένα δάκρυ υδραργύρου τρυπάει τη γη και λιμνάζει, ότι δεν βρίσκει τη ρίζα και
αρκείται απλώς στα χείλη, με εκείνο το οδυνηρό σάλιο που γλιστράει και που μου
καίει τα χέρια με την ιστορία του, με τη λάμψη της όψης που επανεπινοήθηκε για
να πεθάνει στου ρυακιού το ρέμα που ούτε καν ξέρω που βρίσκεται μες στη
βουβωνική μου χώρα.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.