ARTHUR RIMBAUD
ΕΡΓΑΤΕΣ
Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φλεβάρη. Εντελώς
ακαίρως ήρθε ο Νοτιάς να μας ξυπνήσει τις μνήμες της παράλογης ανέχειας, της μιζέριας
των νεανικών μας χρόνων.
H Ένρικα είχε μια
καρό βαμβακερή φούστα, άσπρη και καφετιά, που πρέπει σίγουρα να φορέθηκε τον
περασμένο αιώνα, έναν μπερέ με κορδέλες και ένα μεταξωτό φουλάρι. Το όλον ήταν
πολύ πιο θλιβερό και από πένθος. Φέραμε μια βόλτα γύρω-γύρω στα προάστια. Ο
καιρός ήταν βαρύς και χαμηλός και ο νότιος άνεμος ανακάτευε κάθε είδους δυσοσμία
στους ρημαγμένους κήπους και στα κατάξερα λιβάδια.
Το πράγμα μάλλον
δεν είχε κουράσει τη γυναίκα μου όσο εμένα. Διότι σε μια λούμπα μεινεσμένη απ’
την πλημμύρα του προηγούμενου μήνα, εκεί ψηλά σ’ ένα μονοπάτι, φτόντισε και μου
έδειξε κάτι πολύ μικρά χαράκια.
Η πόλη, με την
κάπνα της και την τύρβη των συναλλαγών, μας ακολουθούσε στον δρόμο και φτάσαμε
πολύ μακριά. Ω, ο κόσμος ο άλλος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και από
των φυλλωμάτων τον ίσκιο! Ο Νοτιάς μου θύμιζε ένα σωρό άθλια περιστατικά της παιδικής
μου ηλικίας, την απελπισία που μ’ έπιανε κάθε καλοκαίρι, και το ακόμα
φρικτότερο: πόση και πόση δύναμη και γνώση
μου στερούσε ανέκαθεν εμένα η μοίρα μου. Όχι!, δεν θα περάσουμε εμείς το
καλοκαίρι μας σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα, όπου δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ
τίποτα παραπάνω από ορφανά αρραβωνιασμένα.
Εννοείται ότι καθόλου δεν θέλω να ξανασύρει ετούτο δω το σκληρυμένο χέρι τίποτα αγαπητές εικόνες.
Μετάφραση: Γιώργος
Κεντρωτής.