Παρασκευή 28 Μαρτίου 2025

ΕΡΓΑΤΕΣ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΕΡΓΑΤΕΣ

 

Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φλεβάρη. Εντελώς ακαίρως ήρθε ο Νοτιάς να μας ξυπνήσει τις μνήμες της παράλογης ανέχειας, της μιζέριας των νεανικών μας χρόνων.

H Ένρικα είχε μια καρό βαμβακερή φούστα, άσπρη και καφετιά, που πρέπει σίγουρα να φορέθηκε τον περασμένο αιώνα, έναν μπερέ με κορδέλες και ένα μεταξωτό φουλάρι. Το όλον ήταν πολύ πιο θλιβερό και από πένθος. Φέραμε μια βόλτα γύρω-γύρω στα προάστια. Ο καιρός ήταν βαρύς και χαμηλός και ο νότιος άνεμος ανακάτευε κάθε είδους δυσοσμία στους ρημαγμένους κήπους και στα κατάξερα λιβάδια.

Το πράγμα μάλλον δεν είχε κουράσει τη γυναίκα μου όσο εμένα. Διότι σε μια λούμπα μεινεσμένη απ’ την πλημμύρα του προηγούμενου μήνα, εκεί ψηλά σ’ ένα μονοπάτι, φτόντισε και μου έδειξε κάτι πολύ μικρά χαράκια.

Η πόλη, με την κάπνα της και την τύρβη των συναλλαγών, μας ακολουθούσε στον δρόμο και φτάσαμε πολύ μακριά. Ω, ο κόσμος ο άλλος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και από των φυλλωμάτων τον ίσκιο! Ο Νοτιάς μου θύμιζε ένα σωρό άθλια περιστατικά της παιδικής μου ηλικίας, την απελπισία που μ’ έπιανε κάθε καλοκαίρι, και το ακόμα φρικτότερο:  πόση και πόση δύναμη και γνώση μου στερούσε ανέκαθεν εμένα η μοίρα μου. Όχι!, δεν θα περάσουμε εμείς το καλοκαίρι μας σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα, όπου δεν πρόκειται να γίνουμε ποτέ τίποτα παραπάνω  από ορφανά αρραβωνιασμένα. Εννοείται ότι καθόλου δεν θέλω να ξανασύρει ετούτο δω το σκληρυμένο χέρι τίποτα αγαπητές εικόνες.

 

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τετάρτη 26 Μαρτίου 2025

ΠΑΛΑΙΙΚΗ ΝΥΚΤΩΔΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΠΑΛΑΙΙΚΗ ΝΥΚΤΩΔΙΑ

 

Πνοή ανέμου ανοίγει οπερατικές ρωγμές στις μεσοτοιχίες, — θολώνει τις περί τον άξονα περιστροφές πάνω στις χαλασμένες στέγες, — διασκορπίζει των τζακιών τα όρια, — δημιουργεί εκλείψεις παραθύρων. — Περπατώντας κατά μήκος του αμπελώνα και με το που  πήγα κι ακούμπησα το πόδι μου σε μιαν υδρορρόη, — κατέβηκα μέσα σε τούτη την καρότσα, η εποχή της οποίας υποδηλώνεται αρκούντως ευκρινώς απ’ τους κυρτούς καθρέφτες, τους αμφίκυρτους άβακες και τους όλο περιελισσόμενες καμπύλες σοφάδες. — Νεκροφόρα του ύπνου μου, ξέχωρη και απομονωμένη, βοσκοκάλυβο της κουταμάρας μου, το όχημα στρίβει πάνω στο χορτάρι του σβησμένου δρόμου. Και σε κάτι φαγωμένο ψηλά, στο επάνω μέρος του δεξιού καθρέφτη, στροβιλίζονται οι κάτωχρες σεληνιακές φιγούρες, φύλλα, στήθη· — Σκουρόχρωμο πράσινο και γαλάζιο εισβάλλουν στην εικόνα. Ξεζεύονται γύρω σε κάποιο χαλικομπάλωμα.

— Εδώ, θα σφυρίξουν για την καταιγίδα, και για τα Σόδομα, — και για τα Σόλυμα, — και για τ’ άγρια ​​θεριά και για τα στρατεύματα, — (Ταχυδρόμοι από την άμαξα και κτήνη ονειρώδη θα ξαναπιάσουν κάτω από τα πιο αποπνικτικά δάση να με βυθίσουν ίσαμε τα μάτια μου σε πηγή μεταξένια).

—Και, μαστιγωμένους στα κυματιστά νερά που θα παφλάζουν και στα χυμένα ποτά, θα μας στείλουν να κυλιστούμε μέσα στις υλακές των μολοσσών...

— Πνοή ανέμου διασκορπίζει των τζακιών τα όρια.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 25 Μαρτίου 2025

ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ


 

PABLO NERUDA

 

ΩΔΗ ΣΤΟ ΚΡΑΣΙ

 

Κρασί χρώμα ημερήσιο,

κρασί χρώμα νυχτερινό,

κρασί με πόδια όλο πορφύρα

ή αίμα από ατόφυο τοπάζι,

κρασί,

της γης παιδί

αστερωμένο,

κρασί, λείο

σαν χρυσό σπαθί,

και τρισάπαλο

σαν τσαλακωμένο βελούδο,

κρασί σαν του σαλίγκαρου το τσόφλι

και αιωρούμενο, κρασί

ερωτιάρικο,

θαλασσινό,

ποτέ σου δεν εχώρεσες σε μία μόνο

κούπα,

σ’ ένα μόνο τραγούδι, σ’ έναν μόνο άνθρωπο,

κρασί κοραλλένιο, αγελαίο,

για να μην πω και αμοιβαίο.

Φορές- φορές

τρέφεσαι με αναμνήσεις

θανάσιμες,

στο κύμα σου πάνω

πηγαίνουμε από τάφο σε τάφο,

λιθοξόε εσύ του κατάψυχρου τάφου,

και κλαίμε

χύνοντας δάκρυα διαβατικά,

εσένα όμως

το όμορφο

ανοιξιάτικο ρούχο σου

είναι αλλιώτικο,

η καρδιά ανεβαίνει στα κλαδιά,

ο άνεμος κινεί τη μέρα,

τίποτα δεν ξεμένει

στην ακίνητη ψυχή σου μέσα.

Το κρασί

κινεί την άνοιξη,

σαν φυτό μεγαλώνει η χαρά,

πέφτουν τοίχοι,

βράχια,

κλείνουν οι άβυσσοι,

γεννιέται το τραγούδι.

«Ω εσύ κρασοκάνατό μου στην έρημο

με τη γλυκιά κοπέλα που αγαπάω»,

έχει πει ο παλιός ο ποιητής.

Ας προσθέσει τώρα το κρασοκάνατο

στο φιλί της αγάπης

και το φιλί το δικό του.

 

Αγάπη μου, η λαγόνα σου

έγινε ξαφνικά

η ξέχειλη καμπύλη

της κούπας,

το στήθος σου είναι το τσαμπί,

το φως του αλκοόλ η κόμη σου,

οι ρώγες του οι θηλές σου,

ο αφαλός σου το γνήσιο γραμματόσημο

το σφραγισμένο στην καράφα της κοιλιάς σου,

και ο έρωτάς σου ένας καταρράκτης

άκρατο κρασί,

η διαύγεια που πέφτει πάνω στις αισθήσεις μου,

το χθόνιο της ζωής μεγαλείο.

 

Αλλά δεν είσαι

μόνο έρωτας,

φλεγόμενο φιλί

ή καρδιά καμένη –

είσαι της ζωής κρασί,

μα

και φιλία ανάμεσα στ’ ανθρώπινα πλάσματα,

είσαι διαφάνεια,

χορωδία πειθαρχημένη,

είσαι των ανθέων αφθονία.

Σ’ ένα τραπέζι,

όταν μιλάνε οι άνθρωποι,

εγώ λατρεύω

το φως μιας μποτίλιας

με πανέξυπνο κρασί.

Ας το πιούνε,

κι ας θυμούνται σε κάθε του

στάλα χρυσή, ή

ή σε κρυστάλλινο κύπελλο

ή σε κουτάλια άλικα

αυτόν που δούλεψε απ’ το φθινόπωρο

ίσαμε να γεμίσουν τα σταμνιά με κρασί

και ώσπου να μάθει

ο σκοτεινός ο άνθρωπος,

στις τελετές του μαγαζιού του,

να θυμάται τη γη και τα καθήκοντά της

και να διαδίδει των καρπών το υπέρτατο άσμα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΠΟΛΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΠΟΛΗ

 

Είμαι εφήμερος και όχι και τόσο πολύ δυσαρεστημένος πολίτης μιας μητρόπολης σύγχρονης και συνάμα ωμής, ωμής δε, επειδή το όποιο παραδεδεγμένο γούστο ως προς την επίπλωση των σπιτιών και τις εξωτερικές τους όψεις καθώς και ως προς το πολεοδομικό σχέδιο έχει πια καταστρατηγηθεί και εκτροχιαστεί. Το βέβαιο είναι ότι εδώ δεν θα ανακαλύπτατε τα ίχνη κανενός δεισιδαιμονικού μνημείου. Η ηθική και η γλώσσα έχουν –επιτέλους!– υπομειωθεί στην απλούστερή τους έκφραση. Όλα τούτα τα εκατομμύρια άνθρωποι, που ουδόλως χρειάζεται να γνωρίζονται, κουβαλούν ομοίως την εκπαίδευση, το επάγγελμα και τα γεράματά τους, που η ίδια η βιοτική πορεία γίνεται πολλές φορές μικρότερη σε μάκρος απ’ ό,τι αποτυπώνει η κάθε τρελή στατιστική για τους λαούς της ηπείρου. Όπως ακριβώς βλέπω κι εγώ από το παράθυρό μου νέα φάσματα να κυλάνε μέσ’ απ’ τον πηχτό και αιώνιο καπνό του κάρβουνου –τη σκιά μας στα δάση, τη θερινή μας νύχτα!–, έτσι βλέπω και νέες Ερινύες, μπροστά στο κότατζ μου που είναι και η πατρίδα μου και όλη μου η καρδιά, αφού όλα εδώ του μοιάζουν, – η άνευ δακρύων Θανή, η δραστήρια κόρη και υπηρέτριά μας, Έρωτας απεγνωσμένος και Έγκλημα όμορφο που φωνασκεί όλο τσιρίδα και κακό στις λασπουριές του δρόμου μέσα.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Κυριακή 23 Μαρτίου 2025

ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ

 


ARTHUR RIMBAUD


ΟΙ ΓΕΦΥΡΕΣ


Γκρίζοι ουρανοί κρυστάλλινοι. Σχέδιο με γέφυρες αλλόκοτο: ετούτες εδώ ίσιες, αμφίκυρτες εκείνες κεί πέρα, άλλες να κατεβαίνουνε ή να κυρτώνουνε υπό γωνία επάνω από άλλες, αυτά δε τα σχήματα να επαναλαμβάνονται και ν’ ανανεώνονται στα υπόλοιπα φωτισμένα κυκλώματα του καναλιού, αλλά όλα τους να είναι ανεξαιρέτως τόσο λεπτοφυή και ανάλαφρα, που οι κατάφορτες με τρούλους όχθες και χαμηλώνουν και υπομειώνονται. Κάποιες από τούτες τις γέφυρες κουβαλούν ακόμα και τώρα στη ράχη τους παραγκοκάλυβα. Άλλες στηρίζουν άλμπουρα, ταμπέλες και ετοιμόρροπα στηθαία. Συγχορδίες ελάσσονες διασταυρώνονται και ρέουν, χορδές ανεβαίνουν σαν σκοινιά από των οχθών τα πρανή. Βλέπεις ένα κόκκινο σακάκι, μπορεί μάλιστα κι άλλα κοστούμια και όργανα μουσικά. Νά ’ναι άραγε όλα τούτα τίποτα παλαιικοί σκοποί, ή τάχα κομμάτια από συναυλίες για αρχοντογεννημένους, ή μήπως και απομεινάρια ύμνων λαϊκών; Το νερό είναι γκρίζο και γαλάζιο, πλατύ σαν θαλάσσιος βραχίονας. — Μι’ αχτίδα λευκή, πέφτοντας από τον ουρανό, χαλάει τελείως αυτήν εδώ την κωμωδία.


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Παρασκευή 21 Μαρτίου 2025

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 


















ΒΑΣΙΛΕΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

ΒΑΣΙΛΕΙΑ

Κάποιο ωραίο πρωί εμφανίστηκαν σ’ έναν εξαιρετικά πράο λαό ένας άντρας και μία γυναίκα, υπέροχοι άνθρωποι και οι δυό τους, κι έβγαλαν στη κεντρική πλατεία φωνή μεγάλη: «Φίλοι μου καλοί, η γυναίκα αυτή θέλω να γίνει βασίλισσα!» «Βασίλισσα θέλω, ναι, να γίνω!» Γελούσε και έτρεμε σύγκορμη η γυναίκα. Ο άντρας έκανε λόγο στους φίλους του για αποκάλυψη, για δοκιμασία που είχε ήδη ολοκληρωθεί. Κι αυτοί λιποθυμούσαν ο ένας πάνω στον άλλο.

Όντως, έγιναν και έμειναν βασιλείς για όλο εκείνο το πρωί, οπού τα άλικα παραπετάσματα σηκώνονταν και κάλυπταν εξ ολοκλήρου τα σπίτια, αλλά και για όλο το απόγευμα, όταν οι δύο άνθρωποι επήρανε τα βήματά τους και περπάτησαν προς τη μεριά των κήπων με τα φοινικόδεντρα.

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2025

ΑΓΩΝΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΓΩΝΙΑ

 

Μπορεί να με κάνει άραγε Αυτή να συγχωρήσω τις διαρκώς συντριβόμενες φιλοδοξίες μου; –  μπορεί ένα τέλος ευμάρειας ν’ αποκαταστήσει τις εποχές της πενίας; – μπορεί μια μέρα όλο επιτυχίες να μας αποκοιμίσει πάνω στης μοιραίας μας ανικανότητας το όνειδος;

(Ω παλάμες! διαμάντι! – Έρωτα, δύναμη! – κάτι ανώτερο απ’ όλες τις χαρές και τις δόξες! – με κάθε τρόπο δε, και παντού, οπουδήποτε, – Δαίμονα, θεέ, – Νεότητα τούτου εδώ του όντος· περί εμού ο λόγος!)

Γίνεται δηλαδή τα ατυχήματα της μαγείας των επιστημών και τα κινήματα της κοινωνικής αδελφότητας να λατρεύονται ως προοδευτική επανόρθωση της πρώτης ειλικρίνειας;...

Πλην όμως η Βαμπίρα που μας ευγενίζει διατάζει να διασκεδάζουμε με ό,τι μας αφήνει, αλλιώς γινόμαστε αναποδράστως φαιδρεπίφαιδροι.

Οφείλουμε έτσι να κυλιόμαστε στις πληγές, περνώντας μέσ’ απ’ τον βαριεστημένον αέρα και την αγέλαστη θάλασσα· μέσ’ από τα βάσανα και απ’ τα μαρτύρια όλα, από τη σιωπή των φονικών υδάτων και του αιμοσταγούς αέρα· μέσ’ απ’ τα βασανιστήρια που γελούν την ώρα που σχίζουν την απαισίως κυματοειδή σιωπή τους.

 

Μετάφραση : Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΥΓΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΥΓΗ

Αγκάλιασα και φίλησα τη θερινή αυγή.

Τίποτα δεν εσάλευε ακόμα στου ανακτόρου την πρόσοψη. Νεκρό ήτανε το νερό. Και σκιώδεις οι καταυλισμοί δεν το εκούναγαν ρούπι απ’ τον δρόμο του δάσους. Περπάτησα – περπάτησα αφυπνίζοντας τις ζωηρές και χλιαρές πνοές, τα πετράδια έριξαν μια ματιά, τα δε φτερά υψώθηκαν εντελώς αθορύβως.

Το πρώτο συναπάντημα έγινε στο μονοπάτι το ήδη γεμάτο δροσερές και συνάμα κάτωχρες φολίδες λάμψεων: ένα λουλούδι ήτανε που μού ’πε τ’ όνομά του.

Με τον ξανθό καταρράχτη που ξεμαλλιάστηκε ανάμεσα στα έλατα εγέλασα: στην ασημωμένη κορυφή τους τη θεά αναγνώρισα.

Τότε και ανασήκωσα έναν-έναν τους πέπλους. Στην αλέα, κουνώντας τα χέρια. Σ’ ολόκληρο τον κάμπο, όπου και την ανέφερα στον πετεινό. Στη μεγάλη πόλη μού τό ’σκασε ανάμεσα απ’ τα καμπαναριά και τους τρούλους, κι εγώ μετά, τρέχοντας σαν τον ζητιάνο στις μαρμάρινες αποβάθρες, είχα πιάσει να τήνε κυνηγάω.

Ψηλά πάνω στον δρόμο, πλάι σ’ ένα δαφνόδασο, την ετύλιξα με τα μαζεμένα της πέπλα και ανεπαισθήτως ένιωσα το απέραντο σώμα της. Η αυγή και το παιδί στου δάσους έπεσαν τα χθαμαλά.

 Όταν εξύπνησα είχε πάει πια μεσημέρι.

 

Μετάφραση : Γιώργος Κεντρωτής.


Τρίτη 18 Μαρτίου 2025

ΒΙΒΛΙΑ... ΒΙΒΛΙΑ...

 




















ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΜΥΣΤΙΚΙΣΤΙΚΟ

 

Στην πλαγιά του αναχώματος οι άγγελοι τσαλακώνουν τις μάλλινες εσθήτες τους στις ατσάλινες και σμαραγδένιες χλόες.

Φλόγινοι λειμώνες χοροπηδούν ίσαμε την κορυφή τού σαν μαστάρι γήλοφου. Αριστερά τα κοπροχώματα των παρυφών τσαλαπατιούνται απ’ όλες τις ανθρωποκτονίες και απ’ όλες τις μάχες, της δε καταστροφής όλες οι κλαγγές σέρνουνε τη γραμμή  του δρόμου τους. Πίσω απ’ τη δεξιά παρυφή γράφεται η γραμμή της ανατολής, της προόδου.

Και ενόσω τη μπάντα στο επάνω μέρος του πίνακα τη σχηματίζουν η περιστρεφόμενη και πηδηχτή βουή κοχυλιών βγαλμένων από πλήθος  θάλασσες  και ανθρώπινες νύχτες,

η ανθισμένη γλυκύτητα των αστεριών και του ουρανού και οτιδήποτε άλλου ροβολάει στην πλαγιά απέναντι, σαν καλάθι, φάτσα-φάτσα με το πρόσωπό μας, κάνει την άβυσσο ν’ ανθίζει, αλλά και όλο το εκεί αποκάτω γαλάζιο.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025

ΓΙΟΡΤΗ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΓΙΟΡΤΗ ΧΕΙΜΩΝΙΑΤΙΚΗ

 

Βουίζει ο καταρράκτης πίσω από τα καλυβόσπιτα της οπερέτας. Πολυέλαιοι μακραίνουν συνέχεια μες στα κηποπερίβολα και τις αλέες πλάι στον Μαίανδρο τις πράσινα και τις κόκκινες χρόες του ηλιογέρματος. Του Οράτιου οι Νύμφες με κομμώσεις σε στυλ Πρεμιέ Αμπίρ – Κυκλικοί Χοροί σιβηριανοί, του δε Φραγκίσκου Μπουσέ κινέζικοι.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ

 

Αρκετά είδα. Το όραμα το απάντησα σ’ όποιον αέρα κι αν επήγα.

Αρκετά απόκτησα. Βουή των πόλεων, το βράδυ, μα και με τον ήλιο, πάντοτε.

Και αρκετά έμαθα. Τους σταθμούς του βίου. – Ω Βουή και ω Οράματα!

Ώρα γι’ αναχώρηση τώρα μες στην καινούργια αφοσίωση και στους νέους θορύβους!

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Σάββατο 15 Μαρτίου 2025

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΘΑΛΑΣΣΟΓΡΑΦΙΑ

 

Τ’ ασημένια και τα μπρούντζινα κάρα –

Οι χαλύβδινες και οι ασημένιες πλώρες  

Δέρνουν τους αφρούς, –

Τις ρίζες αροτριώνουν των βάτων.

Του ρεικότοπου τα ρεύματα,

Οι απέραντοι της άμπωτης ολκοί

Τραβούν μαζί όλο κύκλους-κύκλους κατά την Ανατολή,

Προς τους στύλους του δάσους, –

Προς τους κορμούς του μόλου,

Που τις άκρες του στρόβιλοι φωτός τις βαράνε.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


ΑΡΧΑΪΚΟ

 


ARTHUR RIMBAUD

 

ΑΡΧΑΪΚΟ

 

Ω του Πανός γιέ εσύ, τρισχαριτωμένε! Στο μέτωπό σου ολόγυρα, το στεφανωμένο όλο με μούρα και με ανθάκια, τα μάτια σου, δυο σφαίρες πολύτιμες, συνέχεια αναδεύουν και αναδεύονται. Λεκιασμένες από οινολάσπες φαιόχρωμες οι παρειές σου έχουνε σκαφτεί κι έχουν γουβιάνει. Αστράφτουν οι κυνόδοντες σου. Το στήθος σου μοιάζει κίθαρις, ντιντινίσματα κυκλοφορούν στους ξανθούς σου βραχίονες. Η δε καρδιά σου χτυπάει σε αυτή τη μήτρα όπου και κοιμάται το διπλό το φύλο. Μα βγες εσύ τώρα και προχώρα τη νύχτα, σειώντας απαλά, τρισάπαλα αυτή τη γάμπα, αυτόν τον δεύτερο μηρό και τούτη την αριστερή την κνήμη.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.