ΑΛΩΝΑΚΙ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2024
ΣΟΝΑΤΑ 1
MIGUEL
LABORDETA
ΣΟΝΑΤΑ
1
Όμορφος
ουρανός του Αρθούρου
όμορφη
θέρμη σκιώδης και βαθιά συλλογισμένη
όμορφοι
έναστροι τοίχοι σάμπως μουσική φανταστική
στιγμή
ορίζοντας και φως μαζί τούτοι όλοι οι ανθισμένοι τάφοι
εκεί
όπου επιποθούν τα νοστιμότατα κορίτσια να παν να σβήσουνε
την
καλοκάγαθή τους δίψα σαν άλλη επιστροφή προσκυνητών
από
τη λήθη και σχεδόν σε ώρα που δεν είναι πια αργά
και
σίγουρα πάλλεται γι’ αυτούς ο ήλιος το υπέροχο πλοίο
γι’
αυτό πάλλεται και το διαταραγμένο και γρήγορο στερέωμα
καθώς
γύρω από τούτη τη γερασμένη και τρυφερή καρδιά
της
σκέψης περιστρέφεται ο χρόνος με άγρια τρυφερότητα
μέχρι
το έσχατο όριό του μέχρι την έσχατή του απαράμιλλη πνοή.
Ω
όμορφη ηλικία βαριά και αποκλίνουσα
ίσως
υπάρχει ακόμα καιρός να εξολοθρεύσουμε τα πάντα
ω
ζοφερή έφηβη κόρη ανάμεσα στα εσπερινά πουλιά
ω
αδυσώπητη άνοιξη για να πεθαίνεις με ποτέ
και
για να ζεις με πάντα ανάμεσα στους άπειρους νεκρούς
ω
αυτή η πανέμορφη και φευγαλέα κόλαση που είναι
σαν
πόθος σκληρός, σαν πόθος ανεξάντλητος πάγγλυκος.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2024
ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΩΝ "ΑΛΑΝΙΩΝ" ΤΟΥ ΠΑΖΟΛΙΝΙ
Κυριακή 22 Δεκεμβρίου 2024
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ ΜΟΥ
Ευχαριστίες από καρδιάς, μαέστρο!
Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2024
ΟΜΙΛΗΤΗΣ ΣΕ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
ΟΜΙΛΗΤΗΣ ΣΤΟ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ
Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2024
Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΠΟΛΙΝΑΙΡ
GUILLAUME
APOLLINAIRE
ΒΟΥΚΙΝΑ
ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ
Είν’
η δική μας ιστορία επίσημη και τραγική
Καθώς ενός τυράννου η πανοπλία
Κανένα δράμα τολμηρό καμιά μαγεία
Μια λεπτομέρεια με δίχως σημασία
Δεν κάνει την αγάπη μας παθητική
Κι
ο Θωμάς ντε Κουίνσυ πίνοντας χασίσι
Αγνά κι ηδονικά ναρκωτικά
Γύρναε στην Άννα τη φτωχή του να ονειροπολήσει
Να φύγουμε να φύγουμε αφού το καθετί περνά
Μα πίσω πάλι θα ξανάρχομαι συχνά
Είναι
βούκινα οι θύμησες κυνηγετικά
Που η ηχώ τους μες στον άνεμο θα σβήσει
Μετάφραση:
Μανόλης Αναγνωστάκης.
Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2024
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
VICENTE
ALEIXANDRE
Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Τί
χαμογελάει στη δίχως τοιχώματα σκιά που κουφαίνει
την
καρδιά μου; Ποιά μοναξιά σηκώνει
τα
ασέληνα βασανισμένα χέρια της και ουρλιάζει πληγωμένη
στη
νύχτα; Στα κλαδιά ποιός τραγουδάει υπόκωφα;
Όχι
πουλιά: μνήμη πουλιών. Είσαστε αντίλαλος,
μόνο
αντίλαλος, απλό και ποταπό φτερό, θολή σκουριά, νεκρή κωφή ύλη
στα
χέρια μου, εδώ. Φιλώντας στάχτες
δεν
φιλάς τον έρωτα. Δαγκώνοντας ξερόκλαδα
δεν
σημαίνει ότι ακουμπάς τα λαμπερά σου χείλη σε στήθος
που
σπέρνει φως η θερμή του ταραχή σε τούτο το απαστράπτον
φίλντισι.
Ο ήλιος, ο ήλιος τυφλώνεται!
Διάλεξε
ένδυμα που σέρνεται και κροταλίζει, απομεινάρι
μιας
πόλης άχρηστο. Βάλε γυμνή
την
πηγή, το φωτεινό, το ρέον σώμα,
όπου
θα νιώθεις της ζωής τον πυρετό ανάμεσα στα τροπικά
κλαδιά,
να τα σπρώχνει κάποιος ισημερινός, όπως φλέγονται.
Πιείτε,
πιείτε το σπασμένο πάθος ενός τυχαίου μεσημεριού
που
ανατινάζει στην κορύφωσή του τα φώτα του όλα και σας καίει
ολόκληρους,
και σας λειώνει. Όμορφος θάνατος γεμάτος ζωή,
της
ημέρας χόβολη! Δάσος παρθένο που σε κατατρώει μες στις φλόγες!
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024
ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
VICENTE ALEIXANDRE
ΙΔΕΑ ΤΟΥ ΔΕΝΤΡΟΥ
Είναι
όπως ο ίδιος ο φλοιός κάποιου δέντρου.
Τραχιά
μες στην υπομονετική του ύλη,
που
συσσωρεύτηκε με αυστηρότητα, αλλά και με αμείωτη επιμονή –
υπάρχει
μόνο η ύλη, η ύλη η λυσσαλέα, που δεν θα έφτανε ποτέ να γίνει σαν πυρκαγιά,
αλλά
σαν ό,τι μένει έπειτα από αγνώστου προελεύσεως ανάφλεξη.
Η
καύση κατάγεται
απ’
τις πρωτόγονες πνοές, όταν ανοίγει η γη και αναπνέει
με
φωτιές πάνω απ’ τους κρατήρες του κάμπου –
φωτιές
μυστηριώδεις που υποκινούνται από τη γεωλογική μεταμόρφωση, σαν γλώσσες
βρίθουσες ήχων.
Μάλλον
ικετεύουν ή θρηνούν… μάλλον επιπλήττουν ή ακόμα και καταγγέλλουν, και με κόπο όλο
λαχανιάσματα σβήνουν.
Όλα
του κόσμου τα έλαια, τα ελαιώδη ορυκτά όπως το αίμα, κυκλοφορούν και βλέπεις να
εμφανίζονται και εκπνέουν, και αναπνέουν και παραμένουν βουβά και αμίλητα.
Γαλάζιες
γλώσσες σιωπηλές, και βεβαίως στοιχημένες αναπαριστούν πάνω από τη μεγάλη έρημο
την πιο βαθιά μετουσίωση.
Εκεί
όμως η ύλη είναι αέρας, λάμψη, φλεγόμενο πέπλο, απλώς και μόνον άνεμος.
Μα
όποτε απλώνεται ο καχύποπτος σιμούν και καλύπτει την επίμονη επικράτειά του, τα
πάντα ευθύς σκοτεινιάζουν.
Οι
κομψές στιγμιαίες γλώσσες παραιτούνται και η μαυρίλα αποκαθίσταται,
έχοντας
μόνο προς στιγμήν διακοπεί ή, καλύτερα, στεφθεί
από
των αστεριών την καψαλισμένη νύχτα.
Το
δέντρο όμως δεν είναι γλώσσα, κι ας υψώνεται με κόπο.
Δεν
είναι άνθρωπος, αν και είναι σχεδόν ανθρώπειο. Του ανθρώπου
η
φαντασία δεν θα μπορούσε να επινοήσει την ύλη του δέντρου.
Την
επίμονη ζωή του και την άτρεπτή του ακινησία. Ούτε την κίνησή του την αδιάκοπη.
Η
δε προκλητική του δύναμη έχει πια παραδοθεί.
Εδώ,
και χωρίς την όποια σύγκριση, το ξύλο
δεν
είναι σάρκα, αν και μπορεί να πληγωθεί ή και να σκοτωθεί ακόμα.
Ούτε
νερό, μολονότι ο οπός του υποφέρει όπως ρέει στάζοντας, με σταγόνες διάφανες γυάλινες.
Ούτε
κι αίμα είναι, αν και μπορεί να τρέξει ώς στη θάλασσα και να τη βάψει
σαν
ποτάμι που μπήγει το σπαθί του στον θάνατο,
κάτι
που σημαίνει δίνω ζωή.
Το
δέντρο όμως είναι ιδέα και προηγείται της ιδέας.
Ιδέα
ομόκεντρη που, όπως και μια βραδυπορούσα σκέψη, σχηματίζεται γεωμετρικά έως ότου
λάβει μορφή πυρηνική.
Ιδέα
πάρα πολύ αργή, ιδέα ακριβέστατη σε ό,τι αφορά τη διάσωσή της, ιδέα εκτιθέμενη
εκεί.
Λέξη;
– όχι, δεν θα το έλεγα: η λέξη είναι ανθρώπεια.
Τη
μεταφράζει ωστόσο αυτό το όν. Την εκφράζει και τη διαμορφώνει.
Και
αποτελεί ακριβή ορισμό στη σαφή του γλώσσα: «Είναι το Δέντρο».
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΚΕΦΑΛΙ ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
VICENTE ALEIXANDRE
ΚΕΦΑΛΙ
ΠΟΥ ΚΟΙΜΑΤΑΙ
Ήσαν
άπαντες εκεί, διάσπαρτοι, μαζεμένοι, σε μια γωνιά της παλιάς πλατείας της
πόλης.
Άλλοι
γέροι, άλλοι νέοι, άλλοι κατάκοποι, καταπονημένοι όλοι τους
από
τις αλλεπάλληλες πετριές που είχαν φάει κατά την πολύωρη αναμονή.
Μερικοί
κουβάλαγαν σχοινιά στους ώμους, παλαμάρια τραχιά κουλουριασμένα και άχρηστα,
μερικοί
κουβάλαγαν σάκους, ή ήσαν απλώς και μόνον
(εκείνο
το προχωρημένο πρωινό)
κάτι
χέρια μακριά πεσμένα.
Έχοντας
στις κόρες των ματιών το γαλάζιο, το καστανό, το χρυσό που υψωνόταν, το
ζωηρότατο πράσινο,
κοιτόταν
αόρατο σάμπως σκεπασμένο από λεπτό στρώμα σκόνης.
Άπαντες
ανάσαιναν στην ήσυχη πλατεία, καθιστοί ή ξαπλωμένοι στα παγκάκια, με τον ήλιο να
καίει την πέτρα.
Στης
πέτρας τον ήλιο.
Εκείνο,
πάλι, έδειχνε τον σφιχτό του πηλό, ελαφρώς θρυμματισμένο, σκεπασμένο στον ύπνο
με όνειρα.
Και
ξανθίζουσα την κόμη του –μαλλιά φτενά, υπόλευκα
ή κοιμώμενα
και
συνάμα απαλά και σκληρά– έβλεπες να έχει
το κεφάλι.
Κεφάλι
όλο θαμπωμένο ασήμι… Μα πού το είχαν ξαναδεί; Ναι, μια μέρα αλά Βελάσκεθ σε καμβά!
«Οι
μεθυσμένοι», «Το παιδάκι στις Βαγιέκας», «Ο ηλίθιος της Κορίας», «Η παράδοση της
Μπρέντας»... Κεφάλι που κοιμάται,
στην
πλατεία της πόλης.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής