Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

 


CAMILO JOSÉ CELA

 

ΠΟΙΗΜΑ ΜΕ ΤΗ ΜΟΡΦΗ ΓΥΝΑΙΚΑΣ ΠΟΥ ΦΟΒΙΣΜΕΝΟ, ΕΩΘΙΝΟ, ΑΧΡΗΣΤΟ ΤΟ ΛΕΝΕ

 

Αυτός ο έρωτας που τραγουδάει κάθε πρωί

λαλώντας, φοβισμένος, εωθινός, άχρηστος

(λαλεί ναι λαλεί)

κάτω από τα υγρά κεραμίδια των πιο μοναχικών καρδιών

— Χαίρε Κεχαριτωμένη!

 

και είναι ρόδα, ή ασπίδες, ή πουλάκια ακόμα νεοσσοί,

σε διαβεβαιώνω ότι αγαπώντας φτύνει

(φτύνει ναι φτύνει)

σ’ εκείνο το πηγάδι που το βλέμμα ξαφνιάζεται τρομάζει.

Ξέρεις πού πάω:

 

τόσο φοβισμένος

και τόσο αργά ήδη

(και τόσο μα τόσο άσκοπα).

Και πικρές ή ημίπικρες φωνές που όλοι ακούνε

γεμάτες συναίσθημα,

 

δεν επαρκούν να με κάνουν ευτυχή,

μα γίνομαι σαλιγκάρι που ξέρει να αποποιείται

(με προσοχή με ειλικρίνεια).

Μάτι για σήμα,

χείλος αδέξιο,

 

και εκείνο το ψάρι που πλέει στο αίμα μας.

Τα σημάδια του ονείδους γεννιούνται γλυκά

(ολόφωτα ναι ολόφωτα)

και ευγενικά.

Ήταν

—τρομάζω που το λέω—

πολλά χρόνια που παραπάτησα κι έπεσα στη θάλασσα

(και ήταν σαν τις φλέβες στο λαιμό σου τον βαμμένο με κάποιο χρώμα δειλό).

 

Ήταν

—μα γιατί μου το ρωτάς; —

 

δύο τα υπέροχα πόδια που καταβρόχθισα.

Και θα ήθελα να χτενίζω εύφορα ποτάμια στα γένια μου

(θωπευτικά ναι θωπευτικά)

και απέραντους καταρράκτες δακρύων

ακαταπαύστως,

 

θα ήθελα, γεμάτος λαχτάρα, να ξαπλώσω εκεί που κανείς δεν τολμάει

στρέψει το βλέμμα.

Ο κάθε νεκρός είναι μια συγκεκριμένη

(κι ας γελάει κι ας γελάει) σκέψη που κάνει στον αέρα σημεία και τέρατα.

Η πεταλούδα,

 

εκείνη η σκαιά πεταλούδα που τρεφόταν με τα πιο ιδιωτικά

συναισθήματα,

πετάει φτερουγίζοντας επάνω από τα ψηλά καμπαναριά

(πεπατημένα ποδοπατημένα καμπαναριά)

ακόμα και χωρίς να το ξέρει,

όπως και κανείς δεν το ξέρει,

 

αυτός ο έρωτας που κάθε μέρα ουρλιάζει

και μουγκρίζει, φοβισμένος, εωθινός, άχρηστος

(μουγκρίζει ναι μουγκρίζει)

κάτω απ’ της καρδιάς τα ζεστά κεραμίδια,

είναι έρωτας που του αξίζει κάθε οίκτος.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου