Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

ΜΑΡΥΤΣΚΑ ΜΑΓΚΝΤΟΝΟΒΑ






PETR BEZRUČ (1867-1958)


MARYČKA MAGDÓNOVA


Šel starý Magdon z Ostravy domů,
v bartovské harendě večer se stavil,
s rozbitou lebkou do příkopy pad.
Plakala Maryčka Magdonova.

Vůz plný uhlí se v koleji zvrátil.
Pod vozem zhasla Magdonova vdova.
Na Starých Hamrech pět vzlykalo sirot,
nejstarší Maryčka Magdonova.

Kdo se jich ujme a kdo jim dá chleba?
Budeš jim otcem a budeš jim matkou?
Myslíš, kdo doly má, má srdce taky
tak jak ty, Maryčko Magdonova?

Bez konce jsou lesy markýze Gera.
Otcové když v jeho robili dolech,
smí si vzít sirotek do klínu drva,
co pravíš, Maryčko Magdonova?

Maryčko, mrzne a není co jísti…
Na horách, na horách plno je dřeva…
Burmistr Hochfelder viděl tě sbírat,
má mlčet, Maryčko Magdonova?

Cos to za ženicha vybrala sobě?
Bodák má k rameni, na čapce peří,
drsné má čelo, ty jdeš s ním do Frydku,
půjdeš s ním, Maryčko Magdonova?

Cos to za nevěstu? Schýlená hlava,
fěrtoch máš na očích, do něho tekou
hořké a ohnivé krůpěje s lící,
co je ti, Maryčko Magdonova?

Frydečtí grosbyrgři, dámy ze Frydku
jízlivou budou se smáti ti řečí,
se synky uzří tě Hochfelder žid.
Jak je ti, Maryčko Magdonova?

V mrazivé chýši, tam ptáčata zbyla,
kdo se jich ujme a kdo jim dá chleba?
Nedbá pán bídných. Co znělo ti v srdci
po cestě, Maryčko Magdonova?

Maryčko, po straně ostré jsou skály,
podle nich kypí a utíká k Frydku
šumivá, divoká Ostravice.
Slyšíš ji, rozumíš, děvucho z hor?

Jeden skok nalevo, po všem je, po všem.
Černé tvé vlasy se na skále chytly,
bílé tvé ruce se zbarvily krví,
sbohem buď, Maryčko Magdonova!

Na Starých Hamrech na hřbitově při zdi
bez křížů, bez kvítí krčí se hroby.
Tam leží bez víry samovrazi.
Tam leží Maryčka Magdonova.



Σιλεσιανά τραγούδια, 1909.


******************************


ΜΑΡΥΤΣΚΑ ΜΑΓΚΝΤΟΝΟΒΑ



Ο μπαρμπα-Μάγκντον γυρνούσε απ’ την Όστραβα σπίτι του.
Στο καπηλειό του Μπαρτά το βραδάκι σταμάτησε.
Με τσακισμένο κεφάλι από κει τον πετάξανε.
Θρηνολογούσε η Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Ένα βαγόνι μπατάρησε, ολόγιομο κάρβουνο,
Κάτω του η χήρα του Μάγκντον εβρέθηκε.
Στα Στάρε Γάμρυ κλαψούριζαν πέντε πεντάρφανα,
Το πιο μεγάλο η Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Ποιός θα γνοιαστεί τα ορφανά, και ψωμί ποιός θα δώσει τους;
Εσύ θα γένεις πατέρας και μάνα τους;
Εκείνος πόχει ορυχεία, μην καρδιά έχει θάρρεψες
Όπως ελόου σου, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Δάσα ο μαρκήσιος ο Γκέρο έχει απέραντα.
Σαν οι γονιοί σκοτωθούν στα ορυχεία του,
Τί λές, μπορεί τ’ ορφανό να μαζέψει δυό κούτσουρα;
Τί λες, ελόου σου, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Μαρύτσκα, κρύο, παγωνιά· και μπουκιά στο καλύβι σου.
Και στα βουνά, στα βουνά, πόσα ξύλα, τί κούτσουρα!
Σ’ είδεν ο δήμαρχος γοψφέλντερ κει που τα μάζευες.
Πρέπει να μη μαρτυρήσει, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα;


Τί σόι γαμπρό για τα σένανε πήγες και διάλεξες;
Λόγχη στον ‘ωμο του, να, και φτερά στο κεφάλι του,
Το κούτελό του τραχύ – και στο Φρύντεκ πορεύεσαι
Κ’ εσύ μαζί του, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Για δέστε νύφη! Κεφάλι σκυφτό! Τη μπροστέλα σου
Όλο στα μάτια ανεβάζεις, κ’ εντός της σταλάζουνε
Δάκρυα πικρά και καυτά απ’ τα κερένια σου μάγουλα,
Έλα, τί τρέχει, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα;

Του Φρύντεκ οι κυρές, του Φρύντεκ οι άρχοντες
Οι φαρμακόγλωσσοι θα περιγελάνε σε.
Απ’ τον οντά του θα σέιδει ο Εβραίος ο Γοχφέλντερ.
Τί νιώθεις τάχα, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα;

Μες στο κονάκι το κρύο, τα ορφανά μείναν έρημα.
Ποιός θα γνοιαστεί τα; Ψωμί ποιός θα δώσει τους;
Ο αφέντης; Μάλιστα. Τί βόγγει μέσα σου
Καθώς παγαίνεις, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα;

Μαρύτσκα, βράχοι κοφτοί χάσκουν δίπλα σου,
Πλάι χοχλακάει, για το Φρύντεκ παγαίνοντας,
Όλη απ’ αφρό κι αγριάδα η Οστράβιτσε.
Αχ, του βουνού θυγατέρα, αφουγκράζεσαι;

Μόνο ένα σάλτο ζερβά, κι όλαπάνε, όλα πήγανε.
Τα κορακίσια μαλλιά σου στο βράχο πιαστήκανε.
Και τα χιονένια σου χέρια μες στο αίμα βαφτήκανε.
Άει, στο καλό σου, Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.

Στα Στάρε Γάμρυ, κειδά, στο μαντρότοιχο,
Δίχως σταυρούς, μήδε ανθούς, κάτι τάφοι ζαρώνουνε.
Κείτονται οι άπιστοι εκεί που σκοτωθήκαν μόνοι τους.
Κείτεται εκεί και η Μαρύτσκα Μαγκντόνοβα.




Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ανθολογία τσέχων και σλοβάκων ποιητών», Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1966, σελ. 18-20.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου