FEDERICO GARCÍΑ
LORCA
Η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΤΩΝ
ΡΟΔΩΝ
Χαίρετε,
ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!
Ρόδα,
ρόδα, διαμάντια ολοζώντανα του απείρου·
στόματα,
στήθη και ψυχές αόριστες και αρωματικές·
θρήνοι,
φιλιά!, σπόροι, της σελήνης θεσπέσια γύρη·
γλυκύτατοι
λωτοί των στάσιμων ψυχών, των λιμνασμένων·
χαίρετε,
ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!
Φίλοι
των ποιητών
καί
της καρδιάς μου φίλοι,
χαίρετε,
ρόδα, αστέρια χαίρετε
της
πάμφωτης Σιών!
Τροβαδούροι,
ναι, Τροβαδούροι μου!
Έτσι
αποκάλεσε
ο
τραγικός Ρουβέν Δαρίο
στους
στίχους του
εκείνον
τον νωχελικό Βερλαίν
που
ήταν ρόδο άλικο
και
κίτρινο συνάμα.
Έτσι
κι εγώ σας ονομάζω τώρα εδώ,
Τροβαδούρους,
ναι, Τροβαδούρους,
ουσίες
της Εδέμ υπέρτατες
με
χείλια χορευτριών,
με
στήθη γυναικεία.
Εσείς
δίπλα στο μάρμαρο
γινόσαστε
ευθύς το αίμα του,
αλλά
αν ήσασταν οσμές,
κάποιου
περιβολιού οι ευχωλές,
όπου
και κατοικούν οι φαύνοι,
θα
είχατε οπωσδήποτε στο είναι σας
και
θεία την ουσία:
Μια
Μαρία από τη Ναζαρέτ,
που
στύβει κρυφά στα στήθη σας
λευκή
λευκότητα απ’ το μέλι της·
άνθος
μοναδικό και θείο,
άνθος
του Θεού, μα και του Εωσφόρου άνθος.
Άνθος
αιώνιο. Εξορκισμός του στεναγμού.
Άνθος
μεγαλόπρεπο, άνθος θείο και πειραστικό,
του
φαύνου άνθος και της χριστιανής παρθένας,
της
οργίλης Αφροδίτης και της βροντερής,
άνθος
της ουράνιας και διψαλέας Μαριάννας,
άνθος
που είναι ζωή και γαλανή πηγή
του
νεανικού και αγέρωχου έρωτα
και
που μες στον κάλυκά του
ακαταπαύστως
διαυγάζονται οι αγωνίες.
Τί
θά ’ταν η ζωή χωρίς καθόλου ρόδα;!
Μια
στράτα θά ’τανε χωρίς ρυθμό και αίμα,
μια
άβυσσος χωρίς ημέρα, δίχως νύχτα.
Τα
ρόδα δίνουν τα φτερά τους στην ψυχή·
κι
αν δεν υπήρχαν, η ψυχή θα πέθαινε –
δίχως
άστρα, δίχως πίστη, αλλά και δίχως όσες
αυταπάτες
καθαρές έχει η ψυχή με πόθο ανάγκη.
Σε
τόσες και τόσες καρδιές είναι τα ρόδα καταφύγιο,
είναι
αστέρια που νιώθουνε βαθιά-βαθύτατα τον έρωτα,
είναι
σιωπές που παρατούν σιγά-σιγά
τον
αιώνιο ποιητή, τον νυκτόβιο και τον ονειροπόλο,
και
πλάθονται με αέρα και ουρανό και φως,
και
γι’ αυτό, αμέσως μόλις γεννηθούν,
το
χρώμα και το σχήμα μιμούνται της καρδιάς μας.
Ανάμεσα
σε όλα τ’ άλλα άνθη
τα
ρόδα είναι οι γυναίκες, οι γυναίκες που είναι
τα
θερμά κορμιά και τα άγια των αγίων της
αιώνιας ποίησης,
οι
μεγαλοπρεπείς διανοίξεις των σκέψεων και των στοχασμών,
ως
δισκοπότηρα αρωμάτων που χωνεύουν τον γαλάζιον άνεμο,
ως
ορδές χρωματικές, ως συναισθημάτων μαργαριτάρια,
ως
ποικίλματα της λύρας, ως ποιητές ανεπιτόνιστοι.
Είναι
εραστές εύοσμοι κάτι αηδονιών πασίγλυκων.
Μητέρες
είσαστε, ω ρόδα, της κάθε ομορφιάς, του κάλλους,
όντας
δε αιώνια, μεγαλόπρεπα και λυπημένα, είσαστε
σαν
τα δειλινά τα αμίλητα του Οκτώβρη,
που
σαν πεθάνουν, μελαγχολικά και ακαθόριστα,
μια
νύχτα τα σκεπάζει φθινοπωρινή·
διότι,
αφού είσαστε σαν την ποίηση,
ξεχειλίζετε
φθινόπωρο και ώρες της εσπέρας,
μαράζι
και μελαγχολία,
οδύνες
και έρωτες μοιραίους,
γκριζωπά
λυκόφωτα αγωνίας·
κι
επειδή είσαστε θλιμμένα,
εσείς
είσαστε και η ποίηση,
που
είναι νερό ποτιστικό στους ροδώνες σας μέσα.
Άγια,
θεία και παμποίκιλα ρόδα,
ελπίδες,
λαχτάρες, πάθη,
σ’
εσάς, φιλικές μου μορφές, εγώ παραδίδομαι.
Δώστε
μου έναν άδειο κάλυκα, έστω και νεκρόν,
να
χώσω στο έρημο και μαραμένο βάθος του
τη
μοιραία καρδιά μου.
Χαίρετε,
ρόδα, αστέρια εσείς επίσημα!
Ρόδα
γεμάτα χάρη και γεμάτα έρωτα,
ολόκληρος
ο ουρανός δικός σας,
κι
ολόκληρη η γη δική σας είναι,
κι
ευλογημένοι θά ’ναι οι δάσκαλοι
που
των ανθέων σας τη φωνή θα διδάξουν.
Κι
ευλογημένος θά ’ναι ο ωραίος καρπός
του
όμορφου και επίσημού σας ευαγγέλιου,
κι
ευλογημένο το εις τους αιώνας αειθαλές σας άρωμα,
κι
ευλογημένη η κάτωχρή σας λευκότητα.
Μοναχικά,
θεία και επιβλητικά, ω ρόδα εσείς,
θρηνήστε
με λυγμούς μιας κι είσαστε του έρωτα άνθη,
θρηνήστε
για τα παιδιά που βγαίνουν και σας δρέπουν,
θρηνήστε
που είστε άνθος και που είστε ψυχή,
θρηνήστε
για τους κακούς ποιητές
που
δεν μπορούν να σας τραγουδήσουν με πόνο,
θρηνήστε
για τη σελήνη που σας αγαπάει,
θρηνήστε
και για την καρδιά, για την καρδιά
που
σας ακούει στη σκιά και μένει αμίλητη,
αλλά
θρηνήστε και για τη δική μου αγάπη.
Αχ,
ένσαρκα θυμιατήρια της ψυχής,
ρομάντζες
αρωματικές με λεύκες,
θρηνήστε
για όσα κρυφά μου φιλιά
έχει
το στόμα μου δοσμένα στα δικά σας.
Θρηνήστε
για την καταχνιά την όμοια με τάφο,
εκεί
που πάει η γενναία μου καρδιά το αίμα της και χύνει·
την
ώρα πάντως του σβησμένου άστρου,
όταν
τα μάτια μου σφαλίζονται στο φως του ήλιου,
εσείς
να γίνεστε το κάτασπρο και αυστηρό μου σάβανο
μιας
κι είσαστε ρομάντζες αρωματικές με λεύκες.
Κρύψτε
με σε μιαν ήρεμη κοιλάδα,
κι
όσο θα περιμένετε ν’ αναστηθώ,
στιγμή
μη σταματήσουνε οι ρίζες σας να πίνουν
όλη
την πίκρα της καρδιάς μου.
Ρόδα,
ρόδα θεία και πανέμορφα,
θρηνήστε,
ναι, θρηνήστε,
θρηνήστε,
μιας κι είσαστε του έρωτα άνθη.
7 Μαΐου 1918
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.