ΒΥΡΩΝ ΠΟΛΥΔΩΡΑΣ, αυθεντικός.
Όταν μαθαίναμε γράμματα (αυτά που μετά μανίας απηγόρευσαν
και κατήργησαν, κατ’ εφαρμογήν του σχεδίου τους περί αφελληνισμού, οι
εξακολουθητικοί «μεταρρυθμιστές» της δύσμοιρης παιδείας μας) διδαχθήκαμε στη Γ΄
Γυμνασίου τον περίφημο «Υπέρ Αδυνάτου» λόγο του Αθηναίου ρήτορα και
λογογράφου Λυσία. Θυμάμαι πώς άρχιζε: «Ου πολλού δέω χάριν έχειν, ω βουλή,
τω κατηγόρω, ότι μοι παρεσκεύασε τον αγώνα τουτονί…» («Δεν απέχω πολύ
από του να χρωστώ χάρη στον κατήγορό μου γιατί μου προπαρεσκεύασε αυτόν εδώ τον
(πολιτικό-δικαστικό) αγώνα…»).
Έτσι κι εγώ σήμερα, μπορώ να επαναλάβω τα λόγια του Λυσία,
εκφράζοντας την «ευγνωμοσύνη» μου προς τους θρασύδειλους υποκριτές και
άνανδρους διώκτες μου, που με χτυπούν γιατί δήθεν «διόρισα», ως μετακλητή,
δηλαδή ως προσωρινή και όχι μόνιμη, τη θυγατέρα μου Μαργαρίτα στη Βουλή! Θυμίζω
πως την είχα προσλάβει ως μετακλητή συνεργάτιδά μου και όταν ήμουν Υπουργός
Δημοσίας Τάξεως και Αντιπρόεδρος της Βουλής. Γιατί τόσος πόλεμος τώρα; Έκανα
κάτι κρυφά; Ή παράνομα; Μήπως γιατί κάποιοι δεν χώνεψαν ακόμη το γεγονός ότι
εξελέγην Πρόεδρος της Βουλής με 179 ψήφους, όταν το κόμμα μου είχε μόνον 108
ψήφους στη Βουλή; Γι΄αυτό και μας πληροφορούν ότι υπήρξα Πρόεδρος μιας ημέρας ή
ολίγων ωρών; Η ιστορία όμως έγραψε πως Πρόεδρος της ΙΔ΄ Περιόδου της Βουλής των
Ελλήνων υπήρξε ο Βύρων Γ. Πολύδωρας. Είτε το θέλουν είτε όχι. Εδώ ένας
βουλευτής του κόμματός μου, που αρέσκεται να φωτογραφίζεται σε ρωμαϊκές πόζες
με πετσέτες στο λουτρό του, απείχε τότε επιδεικτικά της ψηφοφορίας. Προφανώς
και ευτυχώς (που δεν έχω τέτοιους φίλους) με απεδοκίμασε. Αλλά εμείς δεν
είμαστε ανιχνευτές φθόνου. Γνωρίζουμε τις δυσκολίες της πολιτικής. Μέσα από
αυτές πορευθήκαμε κοντά σαράντα χρόνια τώρα. Και νικήσαμε. Χωρίς να ζηλέψουμε
καμμία εύνοια και χωρίς να προσχωρήσουμε ούτε στιγμή στις μεθόδους των
«συντροφικών μαχαιρωμάτων». Ποτέ.
Τα «μορμολύκεια» της δημοσιογραφίας σε γενική επιστράτευση,
μαζί με τα διατεταγμένα αποσπάσματα των bloggers, οργάνωσαν και
επραγματοποίησαν τη μεγαλύτερη και γεμάτη χολή και κακεντρέχεια συκοφαντική
εκστρατεία εναντίον μου. Τους «ευχαριστώ» γιατί μου δίνουν έτσι την ευκαιρία να
μιλήσω για το πώς κατάντησε η πολιτική και πώς αυτή διεξάγεται σήμερα, στα
«χρόνια της χολέρας». Να μιλήσω για το ρόλο των εγκάθετων και κεκρακτών
δημοσιογράφων αφ’ ενός, καθώς και για τους «υποβολείς», εμφύλιους κατά τεκμήριο
αντιπάλους μου, οι οποίοι τους αναθέτουν την «εκτέλεση συμβολαίων», αφ’ ετέρου.
Οι τελευταίοι μένουν στο σκοτάδι. Καυχώνται μάλιστα και καμαρώνονται μεταξύ
τους ότι είναι οι πιο σκοτεινοί τύποι που πέρασαν ποτέ από την πολιτική. Και
έτσι πορεύονται. Συκοφαντώντας, ραδιουργώντας, ρουφιανεύοντας. Πάντοτε στο
σκοτάδι.
Μου δίνεται η ευκαιρία ακόμη να μιλήσω και για τον εαυτό
μου. Και να πω ανοιχτά πως αυτοί που με χτύπησαν – χτυπούν έκοψαν αυτή τη φορά
τις γέφυρες. Δεν άφησαν περιθώρια «συμφιλίωσης». Σκότωσαν την μεγαθυμία μου
απέναντί τους. Γιατί χτύπησαν τον πυρήνα της οντότητάς μου. Εμένα, ως πατέρα,
και το παιδί μου. Δηλαδή, ό,τι πιο ιερό. Έλαβα το σήμα.
Δεν υπήρξα ποτέ στη ζωή μου συνωμότης. Ούτε προδότης. Ούτε
ρίψασπις και λιποτάκτης. Άλλοι υπήρξαν τέτοιοι. Όπως εκείνοι που με χτυπούν
σήμερα. Με την άθλια στόχευση να με ταπεινώσουν. Ματαιοπονούν. Δεν είπα ότι δεν
υποφέρω. Υποφέρω αλλά αντέχω. Αντλώ δύναμη από το δίκιο μου. Και από την
προσευχή μου στον Θεό. Έχει συμβεί πολλές φορές στο παρελθόν. Με εγοήτευε πάντα
η ανοιχτή αγορά του δημόσιου βίου. Εκεί μιλούσα. Εκεί δρούσα. Εκεί ανέτρεφα τα
παιδιά μου. Εκεί έθαβα τους νεκρούς μου. Δεν κρύφτηκα ποτέ πίσω από κάποιο
προπέτασμα καπνού ή πίσω από κάποιους άλλους, οι οποίοι τάχα θα έφταιγαν και
εγώ θα εσωζόμουν κρυπτόμενος. Αυτό το «χούι» άλλοι το έχουν και το τηρούν. Εγώ
πάλεψα ανοιχτά. Αντιμάχησα ανοιχτά. Και απεκόμισα την αναγνώριση και τον
σεβασμό από όλους, φίλους και αντιπάλους. Βέβαια ο σεβασμός δεν είναι έννοια
απαιτητή και αγώγιμη. Αφορά περισσότερο εκείνον που τον αποτίει παρά εκείνον
που τον εισπράττει. Στην περίπτωση των διωκτών μου, απλά, δεν έχουν εκείνη την
εσωτερική ηθική ουσία που παράγει σεβασμό και εκτίμηση. Είναι θέμα ψυχικής
υγείας. Τα άτομα είναι άρρωστα.
Ματαιοπονούν οι διώκτες μου γιατί υπερτίμησαν τις
συνωμοτικές και συμμοριακές ικανότητές τους. Νόμισαν πως το «κράξιμό» τους
είναι υπερόπλο. Ενώ απλά είναι το «ήθος» τους και η ταυτότητά τους. Δεν τους
είχα και για κάτι καλύτερο. Και υποτίμησαν τα στοιχεία του δικού μου χαρακτήρα
και της δικής μου ιστορίας. Με πρώτο ότι δεν τους φοβάμαι. Είναι άλλωστε
ανίκανοι και στο να μου προκαλέσουν φόβο. Μόνον αηδία και σιχασιά μου
προκαλούν. Δεν τους λογάριασα ποτέ. Είχα πάντα το δικό μου εικονοστάσι. Εκεί
άναβα κερί. Στην πατρίδα μου πάνω απ’ όλα, στην ιστορία της Ελλάδας, στη γλώσσα
μου την Ελληνική, στην οικογένεια και στην πολιτισμική μας παράδοση, στην
Ελληνορθοδοξία μ’ ένα λόγο προσκυνούσα. Και ειλικρινά χαίρομαι όταν βλέπω πως
οι δικές μου επιλογές, τους προκαλούν τέτοιες αντιδράσεις σαν αυτές που
νοιώθουν και εκδηλώνουν οι δαιμονισμένοι στη θέα του Σταυρού. Και αν μου πουν,
όπως μου είπαν, πως η Μαργαρίτα μου είναι … υπαίτια της ανεργίας στην Ελλάδα ή
στον Ευρωπαϊκό Νότο και πως αυτή προκάλεσε … την εθνική και παγκόσμια
νομισματοπιστωτική κρίση(!) μάλιστα κάποιοι μου θυμίζουν και το λατινικό, πως «η
γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια αλλά και να φαίνεται τίμια» ή
πως προκαλεί(!) με την πρόσληψή της ως μετακλητής υπαλλήλου γιατί «όλα
είναι διαχείριση συμβόλων» και άλλες παρόμοιες μπαρούφες, τους απαντώ.
Αυτά μου θυμίζουν τον Αισώπειο μύθο του λύκου με το αρνάκι, κατά τον οποίο ο
λύκος που ήθελε να φάει το αρνάκι, αλλά έψαχνε για κάποιο πρόσχημα, του έλεγε να
φύγει από την θέση του γιατί του θόλωνε το νερό, παρά το γεγονός ότι το ευγενές
θηλαστικό που πίνει ως γνωστόν με τη μέγιστη διακριτικότητα, μόλις που άγγιζε
με τα χείλη του το ρέον ύδωρ και, ακόμη χειρότερα, ήταν σε κατώτερο σημείο στη
ροή του μικρού ρυακιού, σε σχέση με τη θέση του λύκου. Αυτά διδάσκει ο Αίσωπος
για να μας δείξει το παράδοξο στο καταδικαστέο δόγμα της υποκρισίας: προφάσεις
εν αμαρτίαις. Έτσι και στην περίπτωσή μου. Ψάχνουν για προφάσεις.
Επερίσσευσε ο λαϊκισμός και η υποκρισία. Και εγώ ερωτώ, αν ήταν μια άλλη
μετακλητή και όχι η θυγατέρα μου τότε θα ήταν εντάξει η εθνική και παγκόσμια
πολιτική και ηθική τάξη; Η επιλεκτική επίκληση τέτοιων επιχειρημάτων μόνον
φασιστική νοοτροπία δείχνει. Γιατί όταν βιάζουν τη λογική με τα τρελλά και αυταρχικά
επιχειρήματα των «αρχόντων» και τηλε-εισαγγελέων, τότε το επόμενο βήμα είναι να
υποχρεώσουν όσους αποδέχονται την τρελλή λογική να περπατούν στα γόνατα. Δεν
προτίθεμαι να γονατίσω. Γιατί όπως λέει ο αγέρωχος Φωτεινός (του Βαλαωρίτη) στο
φεουδάρχη Τζώρτζη Γρατζιάνο, «… θάταν μέγα κρίμα τιμή να θάψω κι΄όνομα μέσα
σ΄αυτό το μνήμα!». Και μια και τόφερε η κουβέντα, πώς και δεν χάλασε η
εθνική και παγκόσμια τάξη και ηθική όταν το 2009 υπουργοί και μάλιστα ένας
«ευαίσθητος» υπουργός σε ευαίσθητο και λεπτό υπουργείο διόριζε μονίμους μάλιστα
υπαλλήλους με απόλυτη «αξιοκρατία», οι οποίοι είχαν μεταξύ τους ένα κοινό
«αξιοκρατικό» χαρακτηριστικό, ότι κατήγοντο από τον τόπο εκλογής του
«αδιάφθορου» υπουργού; Δεν ήταν τότε κρίση; Ή το 2012, όταν διόρισε δεκαπέντε ή
και περισσότερους μετακλητούς στη Βουλή με τα αυτά προσόντα καταγωγής, ο ίδιος
«αντιφαύλος» πολιτικός, υπό άλλην ιδιότητα τώρα; Δεν είναι γι’ αυτούς τους
διορισμούς κρίση και ανεργία στη χώρα; Μόνον για εμένα και τη θυγατέρα μου;
Δεν παριστάνω τον Αγαμέμνονα, ούτε διανοούμαι να θυσιάσω τη
Μαργαρίτα μου. Δεν έκανα τίποτα παράνομο και τίποτα ανήθικο. Δεν θυσιάζω την
άξια συνεργάτιδά μου. Δεν γίνομαι «θυσιαστής» της θυγατέρας μου για
οποιουσδήποτε λόγους. Μάλιστα για έναν απόπλου αμφίβολο ούτως ή άλλως. Για να
δείξω έμπρακτη μετάνοια για το κακό που δεν έκανα; Ή για να ενοχοποιήσω αδίκως
την Μαργαρίτα μου που ποτέ και κανέναν δεν προκάλεσε παρά μόνο τους ασπάλακες
των καταγωγίων και τούτο γιατί είναι κόρη μου; Αλλά και προπαντός δεν τη
θυσιάζω, γιατί «έφτυσα αίμα» για να αναθρέψω τα παιδιά μου. Και δεν έχω στον
κώδικά μου εγώ την οικογένεια και τα παιδιά μου σαν κάτι το θεωρητικό και
κοσμικό. Την έχω σαν θρησκεία. Σαν κάτι ιερό. Και ακόμη, γιατί δεν επιτρέπω
στον εαυτό μου να υποκύψει στις επιταγές-προσταγές των φαύλων υποκριτών και
κηνσόρων. Δεν θα ήταν μόνον ήττα. Θα ήταν παραίτηση και παράδοση στους άτιμους
για να σώσω… την τιμή μου. Κάτι σαν εκούσιος βιασμός. Όχι! Υπάρχει και ένας
στίχος που με εμπνέει και με καθοδηγεί:
«Όσο είν’ ο κλέφτης ζωντανός Τούρκο δεν προσκυνάει.
Κι αν πέσει το κεφάλι του δεν μπαίνει σε ταγάρι.
Το παίρνουν οι σταυραετοί να θρέψουν τα παιδιά τους,
να κάνουν πήχες τα φτερά και σπιθαμές το νύχι». –