ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΩΔΗΣ
ΤΟΥ ΠΕΤΡΑΡΧΗ
CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE
Νερά καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα και κρύα,
Που μέσα αναγαλλιάζετο
Η ασύγκριτη ομορφία·
Χλωρόκλαδα, όπου ακούμπησε
Τ’ ωραίο της το πλευρό
(Μ’ ανοίγεται η ενθυμούμενη
Καρδιά με στεναγμό)·
Κ’ εσείς, που από το μόσχο σας,
Δροσόχορτα, δροσάνθη,
Ο κόλπος του φορέματος
Ο αγγελικός ευφράνθη·
Αέρα ιερέ, που μ’ έσφαξαν
Τα μάτια τα λαμπρά
Ακούστε τα παράπονα,
Που κάνω υστερινά.
Αν να κλεισθούν οι μέρες μου
Δακρύζοντας μου μέλλει
Από το πάθος το άπειρο,
Κι’ ο Ουρανός το θέλει,
Μια χάρην η βαριόμοιρη
Ψυχή μου επιθυμεί,
Να λάβη εδώ τον τάφο της
Κι’ ολόγυμνη να βγη.
Πικρός, πικρός ο θάνατος!
Αλλά δεν είναι τόσο,
Αν τέτοια ελπίδα της ψυχής
Εγώ μπορώ να δώσω·
Γιατί πού νά’ βρη η δύστυχη
Περσότερη ησυχιά,
Για να γδυθή τα κόκαλα,
Τα μέλη τ’ αχαμνά;
Ίσως καιροί θε νά ’λθουνε
Που δε θα με μισήση
Η ωραιότης η άσπλαχνη·
Και θα ξαναγυρίση
Στον τόπο που μ' απάντησε
Τη μέρα την ιερά,
Και να με ιδούν τα μάτια της
Θα δείξη επιθυμιά·
Αλλά, στες πέτραις βλέποντας
Το υστερινό μου χώμα,
Θ' ανοίξη αναστενάζοντας
Έτσι γλυκά το στόμα,
Οπού για κάθε αμάρτημα
Θε να συγχωρεθώ —
Στενεύοντας με δάκρυα
Ωραία τον Ουρανό.
Άνθια, θυμούμαι, επέφτανε
Απ’ τα κλωνάρια πλήθος,
Συρμένα από τον Έρωτα
Στο μαλακό το στήθος·
Κι’ έστεκε με ταπείνωση
Σε τόσην δόξα αυτή,
Ολόλαμπρη, ολοστόλιστη,
Απ’ την ανθοβολή.
Και ποιό από τ’ άνθια ησύχαζε
Απάνου στην ποδιά της,
Ποιό στα μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιά της·
Στην όψη ποιό του ρεύματος
Του λιβαδιού, και ποιό
Λες κι’ έλεε αεροπλέοντας:
Ο Έρως είν’ εδώ.
Πόσες φορές το πνεύμα μου
Από τρομάρα επιάσθη,
Και: Τούτη, τούτη, εφώναξα
Στον Ουρανόν επλάσθη!
Γιατί όλα τότε μού ’καναν
Τα φρένα εκστατικά, —
Το σώμα, το γλυκόγελο,
Το πρόσωπο, η λαλιά·
Και τόσο αυτά μου κρύβανε
Στα μάτια την αλήθεια,
Που ’λεα: Και πότε ανέβηκα,
Ποιός μού ’δωκε βοήθεια; —
Θαρρώντας οπώς έλαβα
Οικιά στον Ουρανό·
Κι’ εγώ από τότε ανάπαψη
Δε βρίσκω παρά δω.
Και συ, και συ, τραγούδι μου,
Αν είχε ο νους μου φθάσει
Να σε στολίση ως ήθελα,
Τώρ’ άφηνες τα δάση,
Κι’ επρόβανες τα λόγια σου
Στον κόσμο θαρρετά·
Αλλά μην πας, κι’ απόμεινε
Μ’ εμέ στην ερημιά.
Από το βιβλίο:
«Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος πρώτος: ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Επιμέλεια-Σημειώσεις Λίνου
Πολίτη, Γ΄ έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 311-314.
*****************************
FRANCESCO PETRARCA
CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE
Chiare, fresche e
dolci acque,
ove le belle membra
pose colei che sola a me par donna;
gentil ramo ove piacque
(con sospir' mi rimembra)
a lei di fare al bel fianco colonna;
erba e fior' che la gonna
leggiadra ricoverse
co l'angelico seno;
aere sacro, sereno,
ove Amor co' begli occhi il cor m'aperse:
date udïenza insieme
a le dolenti mie parole estreme.
S'egli è pur mio destino
e 'l cielo in ciò s'adopra,
ch'Amor quest'occhi lagrimando chiuda,
qualche gratia il meschino
corpo fra voi ricopra,
e torni l'alma al proprio albergo ignuda.
La morte fia men cruda
se questa spene porto
a quel dubbioso passo:
ché lo spirito lasso
non poria mai in piú riposato porto
né in piú tranquilla fossa
fuggir la carne travagliata e l'ossa.
Tempo verrà ancor forse
ch'a l'usato soggiorno
torni la fera bella e mansüeta,
e là 'v'ella mi scorse
nel benedetto giorno,
volga la vista disïosa e lieta,
cercandomi; e, o pietà!,
già terra in fra le pietre
vedendo, Amor l'inspiri
in guisa che sospiri
sí dolcemente che mercé m'impetre,
e faccia forza al cielo,
asciugandosi gli occhi col bel velo.
Da' be' rami scendea
(dolce ne la memoria)
una pioggia di fior' sovra 'l suo grembo;
ed ella si sedea
umile in tanta gloria,
coverta già de l'amoroso nembo.
Qual fior cadea sul lembo,
qual su le treccie bionde,
ch'oro forbito e perle
eran quel dí a vederle;
qual si posava in terra, e qual su l'onde;
qual con un vago errore
girando parea dir: - Qui regna Amore. -
Quante volte diss'io
allor pien di spavento:
Costei per fermo nacque in paradiso.
Cosí carco d'oblio
il divin portamento
e 'l volto e le parole e 'l dolce riso
m'aveano, e sí diviso
da l'imagine vera,
ch'i' dicea sospirando:
Qui come venn'io, o quando?;
credendo d'esser in ciel, non là dov'era.
Da indi in qua mi piace
quest'erba sí, ch'altrove non ò pace.
Se tu avessi ornamenti quant'ài voglia,
poresti arditamente
uscir del bosco, et gir in fra la gente.
*****************************
ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο GIORGIO ALBERTAZZI: CHIARE,
FRESCHE E DOLCI ACQUE
GIOVANNI
PIERLUIGI DA PALESTRINA: CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE