Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

ΤΟ ΣΑΚΙ




ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ (1924-2008)


ΤΟ ΣΑΚΙ

Ήμουν παιδί ακόμη δεν τους καλοθυμάμαι.
Μπήκανε στο χωριό μου ένα πρωί
μα δε σταθήκανε. Περάσανε
αργά πάνω στο χιόνι. Τα γένια τους
ανάμεσα στα σύννεφα και τις κοτρόνες
καθώς τους χώνευε το βουνό.

Μονάχα ο τελευταίος δε φεύγει απ’ το μυαλό μου.
Κράτα το άλογο, μου είπε
και βάζοντας το σκούφο του στην αμασχάλη
έσκυψε στο νερό να πιει
και τό ’να μάτι του με κοίταζε απ’ το πλάι.

Κοίταζε τα κουρέλια μου
τα πόδια μου μες στις λινάτσες
τις ξόβεργες στα ξυλιασμένα χέρια μου
και πώς του χαμογέλαγα
κρατώντας τ’ άλογο με περηφάνια.

Το ίδιο εκείνο μάτι με κοίταζε τον άλλο χρόνο
αχνό βασιλεμένο
όταν αδειάσαν ματωμένο το σακί
και κύλησαν στη μέση της πλατείας
κομμένα τα κεφάλια τους.

Ήταν ο χρόνος που κατέβηκα στην πόλη
και πούλαγα τσιγάρα σε δρόμους και πλατείες.



Από το βιβλίο: Γιώργης Παυλόπουλος, «Ποιήματα 1943-1997», Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2001, σελ. 63.

ΚΑΡΛΟΣ ΔΕ ΛΑ ΠΟΥΑ!






 CARLOS DE LA PÚA (1898-1950)


EL FEITE

Recuerdo de un amuro ranfañoso,
luce tajo de guapo, marca rea,
un feite refasí, meticuloso,
que un cacho de nariz le escolasea.

Beso maula de daga matadora,
no ha de borrarse nunca, hasta la muerte,
por más que el que lo lleve sea ahora
tayador ventajero con la suerte.

Por eso es que le digo cuando pasa
-engrupido debute, farolero,
de mucho cueyo y de corbata escasa-:

-Ya que aura sos bacán y el vento empacas,
y la rolás con púas, ¡pesebrero!,
no te sacas el feite, no te sacas.

ΜΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ






ΣΩΤΗΡΗΣ ΠΑΣΤΑΚΑΣ


ΜΙΑ ΠΡΟΠΟΣΗ

Αν αγνοεί ο Μπόρχες την ύπαρξη
Της Λάρισας – πόλη που γνωρίζουν
Πολύ καλά Σινόπουλος, Σερένι κι Εγγονόπουλος,
Είναι γιατί έχει κι η λογοτεχνία
Το δικό της γεωγραφικό άτλαντα,
Τις δικές της συντεταγμένες,
Με τα πολύχρωμα κρατίδια των –ισμών
Και τα αδιάβλητα σύνορά τους,
Καθώς η κάθε φωνή εκπέμπει
Από το αυστηρώς καθορισμένο στίγμα  της
Και δεν επιδέχεται παρενοχλήσεις –

Φυλακή και γοητεία της ποίησης
Μέσα από μεσημβρινούς και παραλλήλους.



Από το βιβλίο: Σωτήρης Παστάκας, «Το αθόρυβο γεγονός», Πλανόδιον, Αθήνα 2001, Β΄ έκδοση, σελ. 24.

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

ΚΑΙ ΑΛΛΗ ΠΑΓΚΑΛΗ ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ





Είπε ο Πάγκαλος: "Αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ, προτείνω να αυτοκτονήσουμε όλοι μαζί παρέα".

Ποιοί ΟΛΟΙ;
Ποιοί ΜΑΖΙ;
Ποιοί ΠΑΡΕΑ;

ΕΣΥ, ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΑΚΟΜΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙ; 
ΤΟ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΕΧΟΥΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΗΣΕΙ ΕΚΑΤΟΝΤΑΔΕΣ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΞ ΑΙΤΙΑΣ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΥΠΟΣΤΗΡΙΖΕΙΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΣΕΒΕΣΑΙ ΤΙΠΟΤΑ!

Ο ΣΟΛΩΜΟΣ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΝ ΠΕΤΡΑΡΧΗ (... ΚΑΙ ΤΟΝ ΠΑΛΕΣΤΡΙΝΑ)





ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΗΣ ΩΔΗΣ ΤΟΥ ΠΕΤΡΑΡΧΗ
CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE

Νερά καθαροφλοίσβιστα,
Γλυκύτατα και κρύα,
Που μέσα αναγαλλιάζετο
Η ασύγκριτη ομορφία·
Χλωρόκλαδα, όπου ακούμπησε
Τ’ ωραίο της το πλευρό
(Μ’ ανοίγεται η ενθυμούμενη
Καρδιά με στεναγμό)·

Κ’ εσείς, που από το μόσχο σας,
Δροσόχορτα, δροσάνθη,
Ο κόλπος του φορέματος
Ο αγγελικός ευφράνθη·
Αέρα ιερέ, που μ’ έσφαξαν
Τα μάτια τα λαμπρά
Ακούστε τα παράπονα,
Που κάνω υστερινά.

Αν να κλεισθούν οι μέρες μου
Δακρύζοντας μου μέλλει
Από το πάθος το άπειρο,
Κι’ ο Ουρανός το θέλει,
Μια χάρην η βαριόμοιρη
Ψυχή μου επιθυμεί,
Να λάβη εδώ τον τάφο της
Κι’ ολόγυμνη να βγη.

Πικρός, πικρός ο θάνατος!
Αλλά δεν είναι τόσο,
Αν τέτοια ελπίδα της ψυχής
Εγώ μπορώ να δώσω·
Γιατί πού νά’ βρη η δύστυχη
Περσότερη ησυχιά,
Για να γδυθή τα κόκαλα,
Τα μέλη τ’ αχαμνά;

Ίσως καιροί θε νά ’λθουνε
Που δε θα με μισήση
Η ωραιότης η άσπλαχνη·
Και θα ξαναγυρίση
Στον τόπο που μ' απάντησε
Τη μέρα την ιερά,
Και να με ιδούν τα μάτια της
Θα δείξη επιθυμιά·

Αλλά, στες πέτραις βλέποντας
Το υστερινό μου χώμα,
Θ' ανοίξη αναστενάζοντας
Έτσι γλυκά το στόμα,
Οπού για κάθε αμάρτημα
Θε να συγχωρεθώ —
Στενεύοντας με δάκρυα
Ωραία τον Ουρανό.

Άνθια, θυμούμαι, επέφτανε
Απ’ τα κλωνάρια πλήθος,
Συρμένα από τον Έρωτα
Στο μαλακό το στήθος·
Κι’ έστεκε με ταπείνωση
Σε τόσην δόξα αυτή,
Ολόλαμπρη, ολοστόλιστη,
Απ’ την ανθοβολή.

Και ποιό από τ’ άνθια ησύχαζε
Απάνου στην ποδιά της,
Ποιό στα μαργαριτόπλεχτα
Λαμπρόξανθα μαλλιά της·
Στην όψη ποιό του ρεύματος
Του λιβαδιού, και ποιό
Λες κι’ έλεε αεροπλέοντας:
Ο Έρως είν’ εδώ.

Πόσες φορές το πνεύμα μου
Από τρομάρα επιάσθη,
Και: Τούτη, τούτη, εφώναξα
Στον Ουρανόν επλάσθη!
Γιατί όλα τότε μού ’καναν
Τα φρένα εκστατικά, —
Το σώμα, το γλυκόγελο,
Το πρόσωπο, η λαλιά·

Και τόσο αυτά μου κρύβανε
Στα μάτια την αλήθεια,
Που ’λεα: Και πότε ανέβηκα,
Ποιός μού ’δωκε βοήθεια; —
Θαρρώντας οπώς έλαβα
Οικιά στον Ουρανό·
Κι’ εγώ από τότε ανάπαψη
Δε βρίσκω παρά δω.

Και συ, και συ, τραγούδι μου,
Αν είχε ο νους μου φθάσει
Να σε στολίση ως ήθελα,
Τώρ’ άφηνες τα δάση,
Κι’ επρόβανες τα λόγια σου
Στον κόσμο θαρρετά·
Αλλά μην πας, κι’ απόμεινε
Μ’ εμέ στην ερημιά.



Από το βιβλίο: «Διονυσίου Σολωμού Άπαντα, τόμος πρώτος: ΠΟΙΗΜΑΤΑ», Επιμέλεια-Σημειώσεις Λίνου Πολίτη, Γ΄ έκδοση, Ίκαρος, Αθήνα 1971, σελ. 311-314.




*****************************


FRANCESCO PETRARCA


CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE

Chiare, fresche e dolci acque,
ove le belle membra
pose colei che sola a me par donna;
gentil ramo ove piacque
(con sospir' mi rimembra)
a lei di fare al bel fianco colonna;
erba e fior' che la gonna
leggiadra ricoverse
co l'angelico seno;
aere sacro, sereno,
ove Amor co' begli occhi il cor m'aperse:
date udïenza insieme
a le dolenti mie parole estreme.

S'egli è pur mio destino
e 'l cielo in ciò s'adopra,
ch'Amor quest'occhi lagrimando chiuda,
qualche gratia il meschino
corpo fra voi ricopra,
e torni l'alma al proprio albergo ignuda.
La morte fia men cruda
se questa spene porto
a quel dubbioso passo:
ché lo spirito lasso
non poria mai in piú riposato porto
né in piú tranquilla fossa
fuggir la carne travagliata e l'ossa.

Tempo verrà ancor forse
ch'a l'usato soggiorno
torni la fera bella e mansüeta,
e là 'v'ella mi scorse
nel benedetto giorno,
volga la vista disïosa e lieta,
cercandomi; e, o pietà!,
già terra in fra le pietre
vedendo, Amor l'inspiri
in guisa che sospiri
sí dolcemente che mercé m'impetre,
e faccia forza al cielo,
asciugandosi gli occhi col bel velo.

Da' be' rami scendea
(dolce ne la memoria)
una pioggia di fior' sovra 'l suo grembo;
ed ella si sedea
umile in tanta gloria,
coverta già de l'amoroso nembo.
Qual fior cadea sul lembo,
qual su le treccie bionde,
ch'oro forbito e perle
eran quel dí a vederle;
qual si posava in terra, e qual su l'onde;
qual con un vago errore
girando parea dir: - Qui regna Amore. -

Quante volte diss'io
allor pien di spavento:
Costei per fermo nacque in paradiso.
Cosí carco d'oblio
il divin portamento
e 'l volto e le parole e 'l dolce riso
m'aveano, e sí diviso
da l'imagine vera,
ch'i' dicea sospirando:
Qui come venn'io, o quando?;
credendo d'esser in ciel, non là dov'era.
Da indi in qua mi piace
quest'erba sí, ch'altrove non ò pace.

Se tu avessi ornamenti quant'ài voglia,
poresti arditamente
uscir del bosco, et gir in fra la gente.




*****************************



ΔΙΑΒΑΖΕΙ Ο GIORGIO ALBERTAZZI: CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE



GIOVANNI PIERLUIGI DA PALESTRINA: CHIARE, FRESCHE E DOLCI ACQUE

ΔΕΛΜΙΡΑ ΑΓΟΥΣΤΙΝΙ!




DELMIRA AGUSTINI (1886-1914)


REBELIÓN

La rima es el tirano empurpurado,
Es el estigma del esclavo, el grillo
Que acongoja la marcha de la Idea.
No alegueis que sea de oro! El Pensamiento
No se esclaviza á un vil cascabeleo!
Ha de ser libre de escalar las cumbres
Entero como un dios, la crin revuelta,
La frente al sol, al viento. Acaso importa
Que adorne el ala lo que oprime el vuelo?

Él es por sí, por su divina esencia,
Música, luz, color, fuerza, belleza!
A qué el carmín, los perfumados pomos?
Por qué ceñir sus manos enguantadas
A herir teclados y brindar bombones
Si libres pueden cosechar estrellas,
Desviar montañas, empuñar los rayos?
¡Si la cruz de sus brazos redentores
Abarca el mundo y acaricia el cielo!
Y la Belleza sufre y se subleva
Si es herir á la diosa en pleno pecho
Mermar el torso divinal de Apolo
Para ajustarlo á ínfima librea!

Para morir como su ley impone
El mar no quiere diques, quiere playas!
Así la Idea cuando surca el verso
Quiere al final de la ardua galería,
Más que una puerta de cristal ó de oro,
La pampa abierta que le grita "¡Libre!"

Ο ΠΑΒΑΡΟΤΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΡΟΣΣΙΝΙ




Ο LUCIANO PAVAROTTI ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ GIOACHINO ROSSINI

LA DANZA: TARANTELLA NAPOLETANA


Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ




JUAN GELMAN


ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΜΟΥ ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ

Στην άκρη καθιστός μιας γουβιασμένης καρέκλας,
ζαλισμένος, με τάση προς έμετο, ας πούμε ζωντανός,
γράφω στίχους που έχω από πριν θρηνήσει
για την πόλη που γεννήθηκα.
Να τους αδράξεις – εδώ έχουν επίσης γεννηθεί
παιδιά δικά μου, παιδιά γλυκά,
κι ενώ εσύ πονούσες τόσο, αυτά σε γλυκαίνανε όμορφα.
Πρέπει να μάθουμε ν’ αντιστεκόμαστε.

Ούτε να φεύγουμε ούτε να μένουμε –
να αντιστεκόμαστε,
κι ας είναι βέβαιο
ότι θα υπάρξει κι άλλος πόνος, κι άλλη λήθη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΕΣΥ ΤΟ ΟΡΙΟ ΜΟΥ ΓΙΝΕ






JOSÉ ÁNGEL VALENTE


ΕΣΥ ΤΟ ΟΡΙΟ ΜΟΥ ΓΙΝΕ

Το σώμα σου μπορεί
τη ζωή μου να γεμίσει,
όπως μπορεί το γέλιο σου
το τείχος να γκρεμίσει το μουντό της λύπης.

Μια σου και μόνο λέξη σπάει
την τυφλή τη μοναξιά σε κομμάτια χίλια.

Σαν το αστείρευτο στόμα σου στο δικό μου πλησιάζεις,
πίνω χωρίς σταματημό
τις ρίζες της ύπαρξής μου της ίδιας.

Εσύ όμως αγνοείς
πόσο η εγγύτητα του σώματός σου
ζωή μού δίνει
ή πόσο η απόστασή του
από εμένα τον ίδιο με τραβά
και ίσκιο με κάνει.

Εσύ υπάρχεις,
ανάλαφρη και φωτεινή,
ως δάδα καιόμενη
εν μέσω του κόσμου.

Ποτέ μη φύγεις:
Οι βαθιές κινήσεις της ύπαρξής σου
απαρτίζουν
τη μόνη νομοτέλεια για μένα.
Συγκράτησέ με.
Εσύ το όριό μου γίνε.
Κι εγώ,
η εικόνα του ευτυχισμένου εαυτού μου,
που εσύ μού ’χεις χαρίσει.



Μετάφραση: Έλενα Σταγκουράκη.


********************************


SÉ TÚ MI LÍMITE

Tu cuerpo puede
llenar mi vida,
como puede tu risa
volar el muro opaco de la tristeza.

Una sola palabra tuya quiebra
la ciega soledad en mil pedazos.

Si tu acercas tu boca inagotable
hasta la mía, bebo
sin cesar la raíz de mi propia existencia.

Pero tú ignoras cuánto
la cercanía de tu cuerpo
me hace vivir o cuánto
su distancia me aleja de mí mismo
me reduce a la sombra.

Tú estás, ligera y encendida,
como una antorcha ardiente
en la mitad del mundo.

No te alejes jamás:
Los hondos movimientos
de tu naturaleza son
mi sola ley.
Retenme.
Sé tú mi límite.
Y yo la imagen
de mí feliz, que tú me has dado.



Ακούμε το ποίημα εδώ.


ΑΡΑΓΚΟΝ!


LOUIS ARAGON


LE MALHEUR D'AIMER

Que sais-tu des plus simples choses
Les jours sont des soleils grimés
De quoi la nuit rêvent les roses
Tous les feux s'en vont en fumée
Que sais-tu du malheur d'aimer

Je t'ai cherchée au bout des chambres
Où la lampe était allumée
Nos pas n'y sonnaient pas ensemble
Ni nos bras sur nous refermés
Que sais-tu du malheur d'aimer

Je t'ai cherchée à la fenêtre
Les parcs en vain sont parfumés
Où peux-tu où peux-tu bien être
A quoi bon vivre au mois de mai
Que sais-tu du malheur d'aimer

Que sais-tu de la longue attente
Et ne vivre qu'à te nommer
Dieu toujours même et différente
Et de toi moi seul à blâmer
Que sais-tu du malheur d'aimer

Que je m'oublie et je demeure
Comme le rameur sans ramer
Sais-tu ce qu'il est long qu'on meure
A s'écouter se consumer
Connais-tu le malheur d'aimer





ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JEAN FERRAT: LE MALHEUR D'AIMER

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΡΑΝΣΙΣΚΟ ΦΙΟΡΕΝΤΙΝΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FRANCISCO FIORENTINO: AMIGAZO


Πέμπτη 27 Ιουνίου 2013

ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ






JUAN GELMAN


ΣΒΗΣΙΜΟ

Ο έρωτάς μου είναι δύο πράγματα διαφορετικά:
η μέρα που είναι και η μέρα που είταν.
Μπαίνει ένα πουλί απ’ το παράθυρο
και αιωρούνται τα πάντα, το ν’ αγαπάς,
το να σ’ αγαπούν, γυρίζουνε όλα, τα πάντα,
από το τώρα στο ύστερα, στην κόμη σου
που γαλανίζει τη νύχτα σαν
το χέρι σου όταν
σβήνει τον τρόμο της τύχης.


***************


ΜΠΛΟΥΖ

Η πιανόλα χωρίζει το σκοτάδι
σε δύο άλογα. Το γέρικο μπλουζ
σφυρίζει και ο πόνος που δεν έχω
μοιάζει πόνος.
Γιατί ανακατεύεται στον πόνο μου, ποιός είπε
πως μπορεί να μπει άλλος πόνος
στους σκλάβους των βαμβακοφυτειών που τραγουδάνε;
Πολύ παλιά είναι όλα ετούτα.
Όψεις χαμένες στον χρόνο
για ν’ αποκτήσει ο χρόνος όψη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ 1943

Ποίημα του Γιάννη Σκαρίμπα αφιερωμένο στη γυναίκα του.
Από το χαλκιδέικο περιοδικό "Τα νεφούρια", τχ. 13, Νοέμβριος 2005, σελ. 27.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΣΑΒΕΛΑ ΒΑΡΓΑΣ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CHAVELA VARGAS

SOMOS

Somos un sueño imposible
que busca la noche
para olvidarse en sus sombras
del mundo y de todo.
Somos en nuestra quimera
doliente y querida
dos hojas que el viento
juntó en el otoño ¡Ay!

Somos dos seres en uno
que amando se mueren
para guardar en secreto
lo mucho que quieren.
Pero, ¿qué importa la vida
con esta separación?
Somos dos gotas de llanto
en una canción.

Pero, ¿qué importa la vida
con esta separación?
¡Somos dos gotas de llanto
en una canción!

ΧΟΥΛΙΟ ΕΡΡΕΡΑ Υ ΡΕΪΣΙΓΚ






JULIO HERRERA Y REISSIG (1875-1910)


BROMURO

Burlando con frecuencia el vasallaje
de la tutela familiar en juego,
nos dimos citas, a favor del ciego
azar, en el jardín, tras el follaje...

Frufrutó de aventura tu aéreo traje,
sugestivo de aromas y de espliego...
y evaporada entre mis brazos, luego,
soñaste mundos de arrebol y encaje...

Libres de la zozobra momentánea
-sin recelarnos de emergencia alguna-
en los breves silencios, oportuna

te abandonabas a mi fe espontánea;
y sobre un muro, al trascender, la luna
nos denunciaba en frágil instantánea.

Τετάρτη 26 Ιουνίου 2013

ΙΔΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΝΔΟΞΟ





JIŘÍ ORTEN (1919-1941)


ΙΔΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑ ΕΝΔΟΞΟ

Μ’ ένα σουγιαδάκι
κόπηκε ο κόσμος.
Και αίμα έτρεξε πολύ. Ποιήματα
και νύχτες. Ο άνεμος έκανε το παιχνίδι του, όμως
δεν το τελείωσε – Για τις γυναίκες
είτανε ζήτημα ζωής,
για μας ωστόσο ζήτημα θανάτου, και όχι μόνο
τα χείλη μας διψούσαν
για νάματα πηγών. Αλλά και η φωνή μας!
Φωνή, ξεραμένη πια και με λεκέδες αίματος,
πήγαινε γύρνα στην πατρίδα·
οι γκρεμοί και οι πρασινάδες της
μας θεωρούν χαμένους – αν τυχόν βρεθούμε, τί
ωραία που θά ’ναι!
Θα προχωρήσει τότε ορθόπλωρο
ό,τι τώρα μέσα μας σαπίζει.
 
        23 Ιουνίου 1941



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΝΥΚΤΕΡΙΝΟ






ΑΝΝΑ-ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΠΑΔΙΟΝΥΣΙΟΥ


NOCTURNE

Αργυρό τοπίο απόψε
μεταξύ ουρανού και μνήμης
διαχωριστική η φλέβα της νύχτας
που εντός της συρρέουν τα αναμμένα αίματα
διαχωριστικό όριο ανάμεσα στον παραλογισμό
και την ανυπαρξία
κάτι μεταξύ ζωής δηλαδή
τα σύννεφα τα κλειδωμένα βλέφαρα της βροχής
που δε λένε να στάξουν
τα δέντρα, οι ξεραμένοι πόθοι μας
και πιο κάτω, στο δρόμο
ένα τοπίο που δεν γίνεται να κατευνάσεις
με κανένα νυχτολούλουδο

«δεν ήμασταν έτσι εμείς
δεν μας τρομάζαν οι φόβοι μας
δεν γυρίζαμε το κεφάλι αλλού
κάποτε, μια πλατεία
ήταν σημείο συνάντησης των επιθυμιών μας
τώρα είναι απλώς μια πλατεία
και κάποτε ένα βλέμμα ήταν σημείο εκκίνησης
τώρα είναι απλώς ένα βλέμμα»
            αργυρό τοπίο απόψε
            γυναίκας προσωπίδα που μαρμάρωσε
            μεταξύ ουρανού και μνήμης

ΜΑΡΙΟ ΒΕΝΕΔΕΤΤΙ!





MARIO BENEDETTI


EL SUR TAMBIÉN ESISTE

Con su ritual de acero
sus grandes chimeneas
sus sabios clandestinos
su canto de sirenas
sus cielos de neón
sus ventas navideñas
su culto de dios padre
y de las charreteras
con sus llaves del reino
el norte es el que ordena

pero aquí abajo abajo
el hambre disponible
recurre al fruto amargo
de lo que otros deciden
mientras el tiempo pasa
y pasan los desfiles
y se hacen otras cosas
que el norte no prohibe
con su esperanza dura
el sur también existe

con sus predicadores
sus gases que envenenan
su escuela de chicago
sus dueños de la tierra
con sus trapos de lujo
y su pobre osamenta
sus defensas gastadas
sus gastos de defensa
con sus gesta invasora
el norte es el que ordena

pero aquí abajo abajo
cada uno en su escondite
hay hombres y mujeres
que saben a qué asirse
aprovechando el sol
y también los eclipses
apartando lo inútil
y usando lo que sirve
con su fe veterana
el Sur también existe

con su corno francés
y su academia sueca
su salsa americana
y sus llaves inglesas
con todos su misiles
y sus enciclopedias
su guerra de galaxias
y su saña opulenta
con todos sus laureles
el norte es el que ordena

pero aquí abajo abajo
cerca de las raíces
es donde la memoria
ningún recuerdo omite
y hay quienes se desmueren
y hay quienes se desviven
y así entre todos logran
lo que era un imposible
que todo el mundo sepa
que el Sur también existe



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο JOAN MANUEL SERRAT εδώ.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΝΤΑΛΙΝΤΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΑΙΝ ΝΤΕΛΟΝ




ΤΡΑΓΟΥΔOYN H DALIDA KAI Ο ALAIN DELON: PAROLES, PAROLES

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Ο ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ



Ο ΘΑΝΟΣ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ

Ο ΝΟΤΟΣ





JOSÉ ÁNGEL VALENTE


Ο ΝΟΤΟΣ

Ο Νότος σαν μια μεγάλη
αργή κατεδάφιση.

Το γήινο ναυάγιο των γείσων
κάτω από τον σάπιο ίσκιο του γιασεμιού.

Αδιαλλαξία του φωτός σκοτεινή.

Καταρρέει ο αέρας από τον αέρα
που διαλύει στο τέλος την πέτρα σε σκόνη.

Ίσκιος τίνος, ρωτάς,
στα υγρά σοκάκια του αλατιού.

Δεν υπάρχει τίποτα.

Η νύχτα φρουρεί τυφλά
σβησμένα ερείπια, μούχλες
σεληνιακού φωτός που ανέτειλε.
Η νύχτα.
Ο Νότος.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


 

Ακούστε το πρωτότυπο εδώ.

ΚΕΝΝΕΘ ΡΕΞΡΟΘ!




KENNETH REXROTH (1905-1982)


ROSE COLORED GLASSES

Ten years, and it’s still on the
Radio. La vie en rose
Spills out of a dozen windows
Onto the canal. A woman
And her son in a vegetable
Barge sing it. A man polishing
The prow of his gondola
Sings it while his dog wags its tail.
Children playing hopscotch sing it.
Grimy half washed clothes hang overhead.
Garbage floats in the narrow canal.
More radios join in. Across
The canal, beyond the iron windows
Of the Women’s Prison, a hundred
Pure voices of pickpockets
And prostitutes start to sing it.
It is just like being in church.
The next number is Ciao, ciao, bambina.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΙΑΝΟ ΛΕΓΙΕΣ




Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MARIANO LEYES
BARRIO DE TANGO

Un pedazo de barrio, allá en Pompeya,
durmiéndose al costado del terraplén.
Un farol balanceando en la barrera
y el misterio de adiós que siembra el tren.
Un ladrido de perros a la luna.
El amor escondido en un portón.
Y los sapos redoblando en la laguna
y a lo lejos la voz del bandoneón.

Barrio de tango, luna y misterio,
calles lejanas, ¡cómo estarán!
Viejos amigos que hoy ni recuerdo,
¡qué se habrán hecho, dónde estarán!
Barrio de tango, qué fue de aquella,
Juana, la rubia, que tanto amé.
¡Sabrá que sufro, pensando en ella,
desde la tarde que la dejé!
Barrio de tango, luna y misterio,
¡desde el recuerdo te vuelvo a ver!

Un coro de silbidos allá en la esquina.
El codillo llenando el almacén.
Y el dramón de la pálida vecina
que ya nunca salió a mirar el tren.
Así evoco tus noches, barrio 'e tango,
con las chatas entrando al corralón
y la luna chapaleando sobre el fango
y a lo lejos la voz del bandoneón.



Στίχοι: Homero Manzi.
Μουσική: Aníbal Troilo.
Τάνγκο του 1942

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΑΡΧΗ- ΜΕΣΗ-ΤΕΛΟΣ




ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ


ΑΡΧΗ- ΜΕΣΗ-ΤΕΛΟΣ

Λοχαγέ! Όλες οι κατηγορίες των βασανισμένων ζώων,
υπό μορφήν δαγκωμάτων πάνου απ’ το κρεβάτι, χάσκουν
σαν αιμάτινοι κύκλοι
                Tristan Tzara

Η γιαγιά είναι υδροπλάνο. Εκεί που κολυμπάει, εκεί πετάει.
Η γιαγιά είναι πολύ γριά για να γδυθεί, μένει συνέχεια ντυμένη και ξαπλωμένη. Σου είπε διάφορα παραμύθια σήμερα. Εσύ της λες κάθε μέρα: Για κούκλες σιωπηλές που τις τυφλώνουν οι μπούκλες. Για κούκλες κάθιδρες που ξαφνικά ασπρίζουν και χάνουν τα μαλλιά τους. Η γιαγιά είναι μια χωματερή. Μόνο κάτι γυφτάκια τολμούν να τη σκαλίσουν. Εσύ μπαίνεις για λίγο αμήχανα μέσα, φοράς τα γάντια μιας χρήσης, κοιτάς κυρίως τα ιατρικά απόβλητα... Μετά ξαναβγαίνεις για να ξαναμπείς, μιαν άλλη φορά. Ξαφνικά πετάς το βιβλίο, τότε λες: ''Θα πάω να μείνω μακριά της. Η γιαγιά είναι ένα καναρίνι. Έτσι που κάπου-κάπου τη συμπαθώ, μπορεί και να την πνίξω καμιά μέρα''.
Γιατί εσύ πνίγεις αγκαλιάζοντας –τό ’χεις δει– γιατί αφού δεν είναι άρρωστη τόσο καιρό, πρέπει να βρεθεί ένας λόγος να εξηγεί γιατί να μένει ξαπλωμένη.
Η γιαγιά πλέει στα χαμόγελα της περασμένης μέρας, αδύνατον πια, να πνιγεί.
Που και που έρχεται κάποιος και του μιλάει τόσο λογικά. Είναι χαρούμενη που δεν θα μείνει και σήμερα μόνη.
Είναι ένα γεωτρύπανο του λόγου της.
Ψάχνει να βρει στο βάθος κάποιου κήπου, τον παράδεισό της.

ΘΕΣΑΡ ΒΑΓΙΕΧΟ!




CÉSAR VALLEJO


IDILIO MUERTO

Qué estará haciendo esta hora mi andina y dulce Rita
de junco y capulí;
ahora que me asfixia Bizancio, y que dormita
la sangre, como flojo cognac, dentro de mí.

Dónde estarán sus manos que en actitud contrita
planchaban en las tardes blancuras por venir;
ahora, en esta lluvia que me quita
las ganas de vivir.

Qué será de su falda de franela; de sus
afanes; de su andar;
de su sabor a cañas de mayo del lugar.

Ha de estarse a la puerta mirando algún celaje,
y al fin dirá temblando: "¡Qué frío hay... Jesús!".
Y llorará en las tejas un pájaro salvaje.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΓΚΙΓΙΕΡΜΟ ΠΟΡΤΑΒΑΛΕΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο GUILLERMO PORTABALES: FLOR DE AMOR

Κυριακή 23 Ιουνίου 2013

ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΕ ΝΤ'ΑΝΝΟΥΝΤΣΙΟ




GABRIELE D’ANNUNZIO


DORMONO L’ACQUE

Dormono l'acque ne 'l plenilunio di giugno; 
ritte su da la darsena le antenne stan 
come sottili fantasimi a 'l nivëo chiarore. 
Via co 'l grecale tacito navigan le nubi a fiocchi, 
migrano placidi gli sciami de' sogni 
Non senti, o Lalla, il divino odor de 'l mare? 
Non odi? 
le acque destate un fremito recano lungo; 
su 'l vento palpita un'ala di canto. 
Stanotte le sirene danzano a la luna; 
danzano, Lalla, e il canto 
- O giovini a cui ne 'l vivo cuor, 
ne le arterie tripudiano i giugni odorosi, prono è il mar, 
la notte è bella: amate! - susurra. 
Bianche le nubi perdonsi via pe' silenzî, 
migrano placidi gli sciami de' sogni. 
Non senti, o Lalla, il divino odor de 'l mare?

ΤΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΒΑΡΝΑΛΗ ΣΤΗΝ ΑΙΓΙΝΑ


Διαβάστε το ενδιαφέρον άρθρο του Γεωργίου Ι. Μπόγρη εδώ.

Η ΑΝΑΛΗΨΗ




ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


Η ΑΝΑΛΗΨΗ

   Πέρασαν μήνες. Το δωμάτιο δίπλα έμενε άδειο. Ώσπου ήρθε ένας νέος ενοικιαστής. Δεν είχα δει ποτέ το πρόσωπό του, άκουγα μόνο, μέρα νύχτα, αδιάκοπα τα βήματά του στην κάμαρα. «Αυτός θα πηγαίνει πολύ μακριά», σκεφτόμουν. Τέλος, ένα βράδυ τα βήματα σταμάτησαν. «Επιτέλους, έφτασε», είπα μέσα μου με ανακούφιση..
   Το άλλο πρωί έμαθα ότι έφυγε – γιατί, βέβαια, Θεέ μου, κα΄που θα υπάρχει ένας κόσμος καλύτερος...



Από την ποιητική συλλογή: «Ο τυφλός με τον λύχνο» (1983).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση, τόμος τρίτος», Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 166.