Traiga cuentos la guitarra
de cuando el fierro brillaba,
cuentos de truco y de taba,
de cuadreras y de copas,
cuentos de la Costa Brava
y el Camino de las Tropas.
Venga una historia de ayer
que apreciarán los más lerdos;
el destino no hace acuerdos
y nadie se lo reproche—
ya estoy viendo que esta noche
vienen del Sur los recuerdos.
Velay, señores, la historia
de los hermanos Iberra,
hombres de amor y de guerra
y en el peligro primeros,
la flor de los cuchilleros
y ahora los tapa la tierra.
Suelen al hombre perder
la soberbia o la codicia:
también el coraje envicia
a quien le da noche y día—
el que era menor debía
más muertes a la justicia.
Cuando Juan Iberra vio
que el menor lo aventajaba,
la paciencia se le acaba
y le armó no sé qué lazo
le dio muerte de un balazo,
allá por la Costa Brava.
Sin demora y sin apuro
lo fue tendiendo en la vía
para que el tren lo pisara.
El tren lo dejó sin cara,
que es lo que el mayor quería.
Así de manera fiel
conté la historia hasta el fin;
es la historia de Caín
que sigue matando a Abel.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Caroline d'Amore.
Η κούνια μου ακουμπούσε στη βιβλιοθήκη, Βαβήλ σκοτεινόν, όπου μυθιστόρημα, επιστήμη, μυθολογία, τα πάντα, η λατινική τέφρα και η ελληνική σκόνη, ανακατευόσαντε. Δεν ήμουν μεγαλύτερος από ένα βιβλίο. Δυό φωνές μού μιλούσαν. Η πρώτη, ύπουλη και σταθερή, έλεγε: «Η Γη είναι ένα γλύκισμα ωραίο· μπορώ (και η ευχαρίστησή σου θά ’ναι τότε χωρίς τέλος!) να σου δώσω μιάν όρεξη παρόμοια μεγάλη». Και η δεύτερη: «Έλα! ω, έλα στο ταξίδι των ονείρων, πέρα από το δυνατό, πέρα από το γνωρισμένο!» και η φωνή αυτή ετραγουδούσε όπως ο άνεμος στις ακρογιαλιές, φάντασμα που κλαυθμυρίζει και κανείς δεν ξέρει πούθε ήρθε, που χαϊδεύει το αυτί κι όμως το τρομάζει. Σου απάντησα: «Ναι! Γλυκιά φωνή!» Από τότε κρατάει αυτό που μπορεί, αλίμονο! Να ειπωθεί πληγή μου και πεπρωμένο μου. Πίσω από τις σκηνοθεσίες της απεράντου υπάρξεως, στο μελανότερο της αβύσσου, βλέπω καθαρά κόσμους παράξενους, και, θύμα εκστατικό της οξυδέρκειάς μου, σέρνω φίδια που μου δαγκάνουν τα πόδια. Κι από εκείνο τον καιρό αγαπώ τόσο τρυφερά, καθώς οι προφήτες, την έρημο και τη θάλασσα, γελώ στα πένθη και κλαίω στις γιορτές, βρίσκω μια γεύση γλυκιά στο πιο πικρό κρασί, νομίζω πολλές φορές για ψέματα τις αλήθειες, και, με τα μάτια στον ουρανό, πέφτω σε γκρεμούς. Αλλά η Φωνή με παρηγορεί και λέει: «Κράτησε τα όνειρά σου· οι συνετοί δεν έχουν έτσι ωραία σαν τους τρελούς!»
Μετάφραση: Κώστας Γ. Καρυωτάκης.
************************
LA VOIX
Mon berceau s'adossait à la bibliothèque, Babel sombre, où roman, science, fabliau, Tout, la cendre latine et la poussière grecque, Se mêlaient. J'était haut comme un in-folio. Deux voix me parlaient. L'une, insidieuse et ferme, Disait: «La Terre est un gâteau plein de douceur; Je puis (et ton plaisir serait alors sans terme!) Te faire un appétit d'une égale grosseur.» Et l'autre: «Viens! oh! viens voyager dans les rêves, Au delà du possible, au delà du connu!» Et celle-là chantait comme le vent des grèves, Fantôme vagissant, on ne sait d'où venu, Qui caresse l'oreille et cependant l'effraie. Je te répondis: «Oui! douce voix!» C'est d'alors Que date ce qu'on peut, hélas! nommer ma plaie Et ma fatalité. Derrière les décors De l'existence immense, au plus noir de l'abîme, Je vois distinctement des mondes singuliers, Et, de ma clairvoyance extatique victime, Je traîne des serpents qui mordent mes souliers. Et c'est depuis ce temps que, pareil aux prophètes, J'aime si tendrement le désert et la mer; Que je ris dans les deuils et pleure dans les fêtes, Et trouve un goût suave au vin le plus amer; Que je prends très souvent les faits pour des mensonges, Et que, les yeux au ciel, je tombe dans des trous. Mais la voix me console et dit: «Garde tes songes: Les sages n'en ont pas d'aussi beaux que les fous!»
************************
CHARLES BAUDELAIRE: LA VOIX
Patrice Legende - voix récitée et chantées Pernelle Gelsi - voix chantées Shirley Pearl - congas
Er cazzo se pò ddì rradica, uscello Ciscio, nerbo, tortore, pennarolo, Pezzo de carne, manico, scetrolo, Asperge, cucuzzola e stennarello.
Cavicchio, canaletto e cchiavistello, Er gionco, er guercio, er mio, nerchia, pirolo, Attaccapanni, moccolo, bbruggnolo, inguilla, torciorecchio, e mmanganello
Zeppa e bbatocco, cavola e tturaccio, E mmaritozzo, e cannella, e ppipino, E ssalame, e sarsiccia, e ssanguinaccio.
Poi scafa, canocchiale, arma, bbambino: Poi torzo, cesscimmano, catenaccio, Mànnola, e mmi'-fratello piccinino.
E tte lascio perzino Ch'er mi dottore lo chiama cotale, Fallo, asta, verga, e mmembro naturale.
Cuer vecchio de spezziale Disce Priapo; e la su' mojje pene, Seggno per dio che nun je torna bbene.
Μέρες που θά ’ρθουνε και θα φύγουνε δίχως ηχώ, μέρες μιάς ανεπούλωτης σιωπής που δεν θα καταχωρηθούν πουθενά γιατί δεν ήσουν μαζί μου.
Ένας μονόφθαλμος μάς πέταξε πέτρες. Μια μάγισσα διάβασε στο θειάφι τη μοίρα μας. Κάποιες γυναίκες προσπάθησαν να μας αποπλανήσουν με τα γυμνόστηθα τραγούδια τους. Λίγο μετά, μείναμε στις σκηνές ενός βραχονησιού κι απ’ έξω περνούσανε τα τάγματα με τους αρχαιολόγους: αυτή είναι η ιστορία μου, αν με ρωτήσεις.
Κι αν από την υπηρεσία μου με πουν «μυθομανή», μην τους κακίσεις, τόσα χρόνια Ούτις υπέγραφα. Του κανενός.
Καυκάσιος και καφκικός και πάντα κεκαυμένος.
Από το βιβλίο: Δημήτρης Αγγελής, «Επέτειος», Οι Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2008, σελ. 11.
Για όλους τους μοναχικούς που πλάι μου περνάνε για όλους τους αναρχικούς που ζούνε όπως-όπως θα σπείρω κήπους μαγικούς πουλιά να κελαηδάνε γιατί στην πόλη τούτη εδώ δεν μας αντέχει ο τόπος
Για όλους τους αδύνατους που δεν τολμούν να ζήσουν και κρύβουνε την πείνα τους για γέλιο και κορμί θα σπείρω κήπους μαγικούς να παν’ να κατοικήσουν για την ζωή που χάσανε να βρουν μιαν αφορμή
Για όλους τους απόκοσμους που καίνε τα όνειρά τους και φτιάχνουνε μικρόκοσμους να ζούνε σα σκιές θα σπείρω κήπους μαγικούς τα βράδια να τα λένε να βρούνε και να ζήσουνε του κόσμου τις χαρές
ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΝΙΑ ΤΣΑΝΑΚΛΙΔΟΥ
ΤΟ ΣΤΡΕΙΔΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙ
Ο νιος αφέντης απ' το Τούνεζι, μαύρος σαν του βυθού το στρείδι αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα είχε ένα μάτι μάτι μάτι είχε ένα μάτι σαν αχάτη αυτός που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτα, που πιάστηκε στα δίχτυα του έρωτά της.
Λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή η Λεωνόρα, ινφάντη απ' την Καστίλη το δέρμα της λουλούδι της μανόλιας τ' αυτάκι της σαν το κοχύλι στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτα στα δίχτυα πιάστηκε κι αυτή του έρωτά του του νιου από το Τούνεζι μαύρου σαν του βυθού το στρείδι που γίνεται χλωμός μόλις τη δει.
Το στρείδι ανοίγει, ανοίγει τρυφερά και έπειτα μέσα του την κλείνει λευκή, λευκότερη κι απ' την αυγή με χείλη που έτρεμαν πολύ εκείνη τον γλυκοφιλεί.
Μα παραμόνευαν απ' το Καστέλι οι τρεις δικοί της αδελφοί αστράψαν ξαφνικά τα βέλη κι ο νιος από το Τούνεζι πάει τον κατάπιε η θάλασσα.
Μαύρος σα στρείδι αυτός μαζί της στην άβυσσο κατρακυλά με την καλή του αγκαλιά, τη σεντεφένια κοπελιά. Στης θάλασσας τα βάθη ο μαύρος σα στρείδι έμεινε κλειστό κι εκείνη έγινε μαργαριτάρι χλωμότερο απ' το θάνατο.
Από το δίσκο: Παραστάσεις (1975) Μουσική: Χρήστος Λεοντής. Στίχοι: Ντάριο Φo. Mετάφραση Κωστής Σκαλιώρας.
Ύστερα κάθησες σ’ ένα παγκάκι σε μια απόμερη γωνιά του Σεπτεμβρίου με το γκαρσόνι νά ’χει αποσυρθεί πίσω απ’ τα δέντρα σαν τ’ αστέρι πίσω από τα σύννεφα και δίπλα το ζευγάρι αισθάνθηκε το ρίγος του χειμώνα και τυλίχτηκε μέσα στο ρούχο της αγάπης τους καθώς ο μαγαζάτορας βγήκε πελώριος και χαμήλωσε του φεγγαριού τη λάμπα κι εσένα πήρε το φιλί τους μες στα σωθικά μου και σηκώθηκες αθόρυβα και τράβηξες θλιμμένος σ’ άλλη συνοικία να πλαγιάσεις πήγαινες με τη μισοφέγγαρη ζωή σου μισός εγκόσμιος και μισός απόκοσμος στη φθινοπωρινή νυχτερινή γαλήνη και πίσω η μοναξιά σκυλί που γαύγιζε γαύγιζε ροκανίζοντας το κόκκαλο της μισοτελειωμένης μέρας
In una busta fatta di passione ho messo qusta lettera per te, il foglio è solamente una canzone i baci son le note, che vibrano per te.
I versi me li ha scritti un gran poeta, che scrive poesie solo per me, e se lo vuoi saper si chiama cuore e questa intonazione l'ho dedicata a te.
Vogliamoci tanto bene, amore mio! il cuore ti dice: " Non lasciarmi più! " Abbracciati forte a me, non dirmi addio, perchè io non vivo se mi manchi tu.
Se tu vuoi scordare i baci che ti ho dato, ricordati quelli che tu hai dato a me, quel giorno che a Lungo Tevere giurasti l'eterno amor… Vogliamoci tanto bene, ma tanto ancor.
Τυχαία σκιά πάνω σε πρόσωπο βυζαντινό μιας εκκλησίας ερειπωμένης που αποδημεί μισοϋπάρχοντας στο ύστατο του ήλιου φως πυκνώνει σαν το λιόδεντρο τη θλίψη της ψυχής.
Αέρας από χείλη στοχασμού το ύψωμα πολιορκεί που τα ερείπια της εκκλησία παραθέτουν δείπνο σε όνειρα οξειδωμένα αστεριών και σε νεκρούς που από συνήθεια καταφτάνουν.
Τυχαίο βλέμμα πάνω σε πρόσωπο βυζαντινό περαστικών πτηνών που χάσαν τη φωλιά τους διενεργεί μια πράξη αφανή στους κυνηγούς,
στο σκύλο που οσμίζεται δίχως να ξέρει μες στην ερειπωμένη εκκλησία μιάν ανάγλυφη στιγμή απ’ το κορμί του χρόνου που τα χάη απογράφει.
Tengo, una angustia muy honda, tengo, y no tengo tu amor, otra vez, en mi vida, sangrando están, tu recuerdo, tu piel y tu voz, en un juego infernal, tengo tu adiós, apretado en la piel, más aún, tengo el beso encendido anterior, aunque al fin no estés tú...
Tengo, tu perfume inicial, tu rencor, algo tengo, ya ves, pero a tí, no te tengo mi amor, otra vez... en mi vida sangrando están, tu recuerdo, tu piel y tu voz...
Tengo tu adiós, apretado en mi piel, más aún, tengo el beso encendido anterior, aunque al fin no estés tú. Tengo, tu perfume inicial, tu rencor, algo tengo, ya ves, pero a tí, no te tengo mi amor...
Εγώ δεν τα βλέπω τα αντικείμενα όπως είναι· τα οραματίζομαι. Βλέπω κρεμασμένη μια κόκκινη πετσέτα. Εγώ δεν πρόκειται να πω αυτή την πρόταση. Εγώ θα πω κάτι αστάθμητο· ίσως το αίμα του Θεάνθρωπου από σταυρό να χύνεται. Πηγάζω από ηλιθιότητα· δυσφορώντας να είμαι έξυπνος. Τετέλεσται· ο μέγας παρακείμενος του κόσμου. Μιλώ από ένα υπόγειο· μιλώ απ’ το υπερώο της Ελλάδας.
Από την ποιητική συλλογή «Ερυθρογράφος» (1988). Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β΄ (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σελ. 496.
Η ανάρτηση αφιερώνεται στην Πολυξένη για τη γιορτή της
GUILLAUME APOLLINAIRE
LES FENÊTRES
Du rouge au vert tout le jaune se meurt
Quand chantent les aras dans les forêt natales
Abatis de pihis
Il y a un poème à faire sur l’oiseau qui n’a qu’une aile
Nous l’enverrons en message téléphonique
Traumatisme géant
Il fait couler les yeux
Voilà une jolie jeune fille parmi les jeunes Turinaises
Le pauvre jeune homme se mouchait dans sa cravate blanche
Tu soulèveras le rideau
Et maintenant voilà que s’ouvre la fenêtre
Araignées quand les mains tissaient la lumière
Beauté pâleur insondables violets
Nous tenterons en vain de prendre du repos
On commencera à minuit
Quand on a le temps on a la liberté
Bigorneaux Lottes multiples Soleils et l’Oursin du couchant
Une vieille paire de chaussures jaunes devant la fenêtre
Tours
Les tours ce sont les rues
Puits
Puits ce sont les places
Puits
Arbres creux qui abritent les Câpresses vagabondes
Les Chabins chantent des airs à mourir
Aux Chabines marronnes
Et l’oie oua-oua trompette au nord
Où les chasseurs de ratons
Raclent les pelleteries
Étincelant diamant
Vancouver
Où le train blanc de neige et de feux nocturnes fuit l’hiver
O Paris
Du rouge au vert tout le jaune se meurt
Paris Vancouver Hyères Maintenon New-York et les Antilles
La fenêtre s’ouvre comme une orange
Le beau fruit de la lumière
KAREL JANEČEK: LENIN Συμφωνικό τρίπτυχο βασισμένο το ομότιτλο ποίημα του František Halas, op. 29. Παίζει η Συμφωνική Ορχήστρα της Τσεχοσλοβακικής Ραδιοφωνίας. Διευθύνει o Josef Hrnčíř.
Llené mi pecho con el aire del potrero. Le di a la mala con la leña del tablón. Y fue mi canto un estribillo futbolero. El primer canto que grité de corazón.
No tuve nunca quien me diera mejor fiesta que los domingos esperados como el sol. Y este delirio de seguir mi camiseta y la alegría reventando cada gol.
Si mi mejor juguete fue redondo. Y mano a mano, nadie pudo más, porque al final de cuentas sólo tuve esa posible forma de ganar. Mi infancia caminó por aquel cielo, por tanto barro que debió esquivar. Y todos los domingos vuelvo y vuelvo, por el desquite que la vida no me da.
Yo vi los goles que se cuentan a los nietos y las pifiadas que dan ganas de olvidar. Rompí el carnet cuarenta veces, eso es cierto, pero por eso no me han visto desertar.
Porque tuve berretines goleadores y de este lado del alambre los colgué. En cada grito voy soltando los mejores pedazos de alma, que rodando amasijé.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Alessandra Ambrosio.
Μαλαματένια λόγια στο μαντήλι τα βρήκα στο σεργιάνι μου προχτές τ αλφαβητάρι πάνω στο τριφύλλι σου μάθαινε το αύριο και το χτες μα εγώ περνούσα τη στερνή την πύλη με του καιρού δεμένος τις κλωστές
Τ αηδόνια σε χτικιάσανε στην Τροία που στράγγιξες χαμένα μια γενιά καλύτερα να σ έλεγαν Μαρία και να σουν ράφτρα μες στην Κοκκινιά κι όχι να ζεις μ αυτή την κομπανία και να μην ξέρεις τ άστρο του φονιά
Γυρίσανε πολλοί σημαδεμένοι απ του καιρού την άγρια πληρωμή στο μεσοστράτι τέσσερις ανέμοι τους πήραν για σεργιάνι μια στιγμή και βρήκανε τη φλόγα που δεν τρέμει και το μαράζι δίχως αφορμή
Και σαν τους άλλους χάθηκαν κι εκείνοι τους βρήκαν να γαβγίζουν στα μισά κι απ το παλιό μαρτύριο να χει μείνει ένα σκυλί τη νύχτα που διψά γυναίκες στη γωνιά μ ασετιλίνη παραμιλούν στην ακροθαλασσιά
Και στ ανοιχτά του κόσμου τα καμιόνια θα ξεφορτώνουν στην Καισαριανή πώς έγινε με τούτο τον αιώνα και γύρισε καπάκι η ζωή πώς το φεραν η μοίρα και τα χρόνια να μην ακούσεις έναν ποιητή
Του κόσμου ποιος το λύνει το κουβάρι ποιος είναι καπετάνιος στα βουνά ποιος δίνει την αγάπη και τη χάρη και στις μυρτιές του Άδη σεργιανά μαλαματένια λόγια στο χορτάρι ποιος βρίσκει για την άλλη τη γενιά
Με δέσαν στα στενά και στους κανόνες και ξημερώνοντας μέρα κακή τοξότες φάλαγγες και λεγεώνες με πήραν και με βάλαν σε κλουβί και στα υπόγεια ζάρια τους αιώνες παιχνίδι παίζουν οι αργυραμοιβοί
Ζητούσα τα μεγάλα τα κυνήγια κι όπως δεν ήμουν μάγκας και νταής περνούσα τα δικά σου δικαστήρια αφού στον Άδη μέσα θα με βρεις να με δικάσεις πάλι με μαρτύρια και σαν κακούργο να με τιμωρείς
He vivido intensamente y estoy en la pendiente donde los sueños se van. He aprendido que la suerte no es del fuerte y que cualquier esperanza el tiempo siempre la amansa, o si no la echa a rodar. Hoy conozco todo eso... todo eso y mucho más.
Voy llevando en cada herida una ilusión ya vencida que martilla sin piedad. Se fueron las alegrías y las tristezas, tan mías, no importan a nadie más. Voy queriendo y voy sufriendo y en carne propia sintiendo lo triste que es ir viviendo, viviendo a suerte y verdad.
Yo que vi amainar a muchos hombres grandes, hombres duchos, hombres que eran de verdad; hoy conozco la condena de una pena y el temple que se precisa para ahogar con una risa lo que dirán los demás. Hoy conozco todo eso, todo eso y mucho más.
Μουσική: Carlos Parodi. Στίχοι: Carlos Waiss. Τάνγκο του 1944.
¡Esta noche es tan honda y es tan larga! El silencio se torna penetrante lo mismo que el aroma de las rosas que entre tus brazos nacen del abril de tu cuerpo. En la quietud del aire respiro entre las sombras tu aliento y tu mirada. Nadie sabe que estás aquí y suspiras con la brisa y las hojas, tibia carne dormida entre jazmines; que te lleva esa nube que pasa; que tu talle se asoma tiernamente a las ventanas que las estrellas abren, dormidas, en el cielo. Nadie te ve ni siente; nadie sabe que estás aquí en mis labios; que entre mis manos late el olor de tu pelo; que tus ojos, profunda sombra dulce, se entreabren dentro del pecho mío. No, amor, nadie lo sabe; nadie, ni tu, mi amor, sabe que estoy esperando contigo y a solas que pase esta noche tan larga; esperando que acabe esta noche y despierte el alba, el día, el aire ¡el alba, el aire, el día entre tus brazos! ¡amor, amor, amor, nadie lo sabe!
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elle Mcpherson.
EL ARROYO QUE MURMURA Y QUE LA LUNA RETRATA, CUANDO SUS RAYOS DE PLATA ATRAVIESAN LA ESPESURA.
EL SINSONTE DE VOZ PURA QUE ALEGRA EL MONTE Y EL LLANO LA PALMA DEL VERDE GUANO QUE AL SON DEL VIENTO SE MECE, Y QUE MURMURAR PARECE: ESE ES EL PUNTO CUBANO.
ESCARBA LA CODORNIZ AL PIE DE LOS ALTOS GÜINES, Y CANTAN LOS TOMEGUINES EN LAS GABIAS DEL MAÍZ.
SE AGAZAPA LA PERDIZ BAJO EL FONDOSO MACIO EL VIGILANTE JUDÍO POR TODO EL POTRERO VUELA, Y CANTA LA GALLINUELA EN LAS MÁRGENES DEL RIO.
Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ROBERTO MUROLO
SERENATELLA A 'NA CUMPAGNA 'E SCOLA
Serenatella a 'na cumpagna 'e scola ca se chiammava... 'o nomme no, nun mm' 'o ricordo. Tropp'anne só' passate, 'o tiempo vola e mo só' tante ca mme stanco d' 'e ccuntà. Ma, comme fosse ajere, a me mme pare d' 'a vedé a 'o stesso banco, proprio a fianco a me.
Serenatella a na cumpagna 'e scola ca si 'a guardavo, già tremmavo comm' a che.
Vita, vita sbagliata, ch'aggiu perduto, ch'aggiu lassato. Ma che ce penzo a fà? Va' trova, mo, addó' sta chella felicità ca mme puteva accumpagnà.
Cchiù tiempo passa e cchiù mme vène a mente e, cchiù 'e na vota, sento 'a voce ca mme dice: "Comm'è che allora nun capiste niente? Io te vulevo tantu bene, cride a me". "E i' pure" lle risponno "te vulevo bene a te, pecché nun ce capèttemo, pecché?"
Cchiù tiempo passa e cchiù mme vène a mente, ma 'o nomme... niente, nun mm' 'o pòzzo arricurdà.
Vita, vita sbagliata, .........................
Serenatella a na cumpagna 'e scola ca, mme ricordo, se chiammava: "Giuventù".
Θά ’ρθει καιρός που μ’ έξαρση θα καλωσορίζεις τον εαυτό σου σαν να φτάνεις στη δική σου πόρτα, στον δικό σου καθρέφτη, κι ο ένας χαμογελώντας θα καλωσορίζει τον άλλο
και κάτσ’ εδώ θα λέει. Τρώγε. Θ’ αγαπήσεις ξανά τον ξένο που ήταν ο εαυτός σου. Δώσε κρασί. Δώσε ψωμί. Δώσε πίσω την καρδιά σου στον εαυτό της, στον άγνωστο που σ’ αγάπησε
όλη σου τη ζωή, που εσύ αγνόησες για κάποιον άλλο, που σ’ έχει αποστηθίσει. Κατέβασε τα ερωτικά γράμματα απ’ το ράφι
τις φωτογραφίες, τα απελπισμένα σημειώματα, ξεφλούδισε από τον καθρέφτη την εικόνα σου. Κάθισε. Απόλαυσε τη ζωή σου.
Μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ & Στέφανος Παπαδόπουλος Από το βιβλίο: Ντέρεκ Ουόλκοτ, «Ποιήματα», μετάφραση: Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ & Στέφανος Παπαδόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2006, σελ. 65.
Fumar es un placer, genial, sensual... Fumando espero al hombre que yo quiero, tras los cristales de alegres ventanales Y mientras fumo mi vida no consumo porque flotando el humo me suelo adormecer.
Tendida en mi sofá, fumar y amar, ver a mi amado feliz y enamorado, sentir sus labios besar con besos sabios. Y el devaneo sentir con más deseo, cuando sus ojos siento sedientos de pasión.
Por eso estando mi bien es mi fumar un eden. Dame el humo de tu boca Dame que en mi, pasión provoca. Corre que quiero enloquecer de placer, sintiendo ese calor del humo embriagador que acaba por prender la llama ardiente del amor.
La hora de inquietud con él no es cruel sus espirales son sueños celestiales, y forman nubes que hacia la gloria suben y envuelta en ella, su chispa es una estrella, que luce clara y bella con límpido fulgor.
En la cancha de mi vida
quise yo tantear mi suerte
y me puse los colores
de esperanza que soñé;
intenté una gambeta,
pero con tu gran defensa
me parastes (sic) propiamente
cuando nada había nada que hacer.
No me intimidé por eso
y al junarte bien un claro
en la valla de tus ojos
levanté el tiro final
y otra vez que estaba solo
el referee de tu viejo
justamente cerca e tu arco
sonó el silbato de orsay .
Si profesional te has hecho
de tu amor de prepotencia,
no me caches si es que chingo,
que soy un pobre amateur.
Pero dejá que me asiente
a la redonda de tu alma,
que voy a firmar contrato
en el libro del querer.
Cuando mi línea ligera
te trabaje de entusiasmo,
a fuerza de mucho tino
te consiga dominar;
y yo al sentir que me alientan
los hinchas del sentimiento
le costará a tu defensa
mi avance desbaratar.
Y ya verás cuando entre un fuego
al latir del wing izquierdo
que, con un centro a mi labia,
te acorrále en un rincón;
ni el foul de tus intenciones
podrá evitar la caída
cuando en la red de tus labios
te acomode el primer gol.
Yo sé que me estás cachando
al campanear mi jugada
y al ver que me pongo loco
shotiando sin dirección
yo sé que sin darte cuenta
te vas a encontrar mariada,
cuando te esté peloteando
al arco del corazón.
Στίχοι: Alejandro Fattorini. Μουσική: Horacio Pettorossi / Miguel Bonano. Τάνγκο του 1933.
Α, όταν χτυπούσα στις πέτρες τα καινούργια μου παπούτσια για να φαίνονται παλιά... Δεν ήθελα να διαφέρω απ’ τα πολύ φτωχαδάκια συμμαθητούδια. Και με πάθος τσαλάκωνα τα καινούργια μου ρούχα. Έκτοτε στην παιδική μου όραση έλαμπε υπεράνω η κομμουνιστική μου συνείδηση. Μα όμως ο κόσμος δεν τά ’χει καλά με την ύλη και λαιμαργεί σε βάρος της (ακρυλική μυστηριώδης αστραπή και μανιφέστα).
Από την ποιητική συλλογή «Ερυθρογράφος» (1988). Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β΄ (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σελ. 507.
Tu portais dans ta voix comme un chant de Nerval Quand tu parlais du sang jeune homme singulier Scandant la cruauté de tes vers réguliers Le rire des bouchers t'escortait dans les Halles
Parmi les diables chargés de chair tu noyais Je ne sais quels chagrins Ou bien quels blue devils Tu traînais au bal derrière l'Hôtel-de-Ville Dans les ombres koscher d'un Quatorze-Juillet
Tu avais en ces jours ces accents de gageure Que j'entends retentir à travers les années Poète de vingt ans d'avance assassiné Et que vengeaient déjà le blasphème et l'injure
Tu parcourais la vie avec des yeux royaux Quand je t'ai rencontré revenant du Maroc C'était un temps maudit peuplé de gens baroques Qui jouaient dans la brumes à des jeux déloyaux
Debout sous un porche avec un cornet de frites Te voilà par mauvais temps près de Saint-Merry Dévisageant le monde avec effronterie De ton regard pareil à celui d'Amphitrite
Enorme et palpitant d'une pâle buée Et le sol à ton pied comme au sein nu l'écume Se couvre de mégots de crachats de légumes Dans les pas de la pluie et des prostituées
Et c'est encore toi sans fin qui te promènes Berger des longs désirs et des songes brisés Sous les arbres obscurs dans les Champs-Elysées Jusqu'à l'épuisement de la nuit ton domaine
Oh la Gare de l'Est et le premier croissant Le café noir qu'on prend près du percolateur Les journaux frais les boulevards pleins de senteur Les bouches du métro qui captent les passants
La ville un peu partout garde de ton passage Une ombre de couleur à ses frontons salis Et quand le jour se lève au Sacré-Coeur pâli Quand sur le Panthéon comme un équarissage
Le crépuscule met ses lambeaux écorchés Quand le vent hurle aux loups dessous le Pont-au-Change Quand le soleil au Bois roule avec les oranges Quand la lune s'assied de clocher en clocher
Je pense à toi Desnos qui partis de Compiègne Comme un soir en dormant tu nous en fis récit Accomplir jusqu'au bout ta propre prophétie Là-bas où le destin de notre siècle saigne
Je pense à toi Desnos et je revois tes yeux Qu'explique seulement l'avenir qu'ils reflètent Sans cela d'où pourrait leur venir ô poète Ce bleu qu'ils ont en eux et qui dément les cieux
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Almudena Fernandez.
Στιγμές-στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες που πέσανε στη ματωμένη γη δεν κείτονται θαρρώ κάτω απ' το χώμα αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί
Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους απ' τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς κι ίσως γι' αυτό πολλές φορές σιωπώντας κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή
Θα 'ρθεί μια μέρα που μ' αυτό το σμάρι στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ σαν γερανός καλώντας απ' τα ουράνια όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ
Μετάφραση: Γιάννης Ρίτσος.
******************************
Журавли
Мне кажется порою, что солдаты С кровавых не пришедшие полей, Не в землю нашу полегли когда-то, А превратились в белых журавлей.
Они до сей поры с времен тех дальних Летят и подают нам голоса. Не потому ль так часто и печально Мы замолкаем глядя в небеса?
Летит, летит по небу клин усталый, Летит в тумане на исходе дня. И в том строю есть промежуток малый - Быть может это место для меня.
Настанет день и журавлиной стаей Я поплыву в такой же сизой мгле. Из-под небес по-птичьи окликая Всех вас, кого оставил на земле.
Мне кажется порою, что солдаты С кровавых не пришедшие полей, Не в землю нашу полегли когда-то, А превратились в белых журавлей.
Далеко-далеко журавли полетели, Оставляя поля, где бушуют метели. Далеко-далеко журавлям полететь нет уж мочи, И спустились они на поляну в лесу среди ночи.
А наутро снялись и на юг полетели далекий, Лишь остался один на поляне бродить одинокий. Он кричал им вослед: "Помогите, пожалуйста, братцы, Больше сил моих нет, нет уж мочи на воздух подняться!".
Опустились они, помогая усталому братцу, Хоть и знали о том, что до цели труднее добраться. И опять поднялась журавлей быстрокрылая стая... Они братца того прихватили с собой, улетая.
Вот и в жизни порой, отставая от стаи крылатой, Хоть и знаем о том, что законы о дружбе все святы. Но, бывает, судьба начинает шутить, насмехаться, И друзья обойдут, и никто не поможет подняться.
Далеко-далеко журавли полетели, Оставляя поля, где бушуют метели. Далеко-далеко журавлям полететь нет уж мочи, И спустились они на поляну в лесу среди ночи!
Τα τετράγωνα του αέρος σπάζουν με τη σειρά τους Από καιρό πια δεν υπάρχουν καθρέφτες Και οι γυναίκες καμώνονται μέρα και νύχτα πως δεν είναι τόσο ωραίες Όταν πλησιάζουν τα πουλιά που πρόκειται να καθίσουν στον ώμο τους Γέρνουν πίσω το κεφάλι απαλά χωρίς να κλείσουν τα μάτια Το παρκέτο και τα έπιπλα στάζουν αίμα Μιά αράχνη στέκει στο κυανό της δίχτυ επάνω σ' ένα άδειο πτώμα Παιδιά κρατώντας ένα φανάρι προχωρούν μέσα στα άλση Ζητούν απο τα φύλλα τον ίσκιο των λιμνών Μα οι σιωπηλές λίμνες ασκούν μεγάλη έλξη Τώρα πια δεν φαίνεται στην επιφάνεια παρά ένα μικρό φανάρι που χαμηλώνει Στις τρεις πόρτες του σπιτιού είναι καρφωμένες τρείς άσπρες κουκουβάγιες Την ανάμνηση των ερώτων της ώρας Η άκρη των φτερών είναι χρυσωμένη σαν τις χάρτινες κορώνες που πέφτουν στροβιλιζόμενες από τα νεκρά δένδρα Η φωνή αυτών των μελετών βάζει γαϊδουράγκαθα στα χείλη Κάτω από το χιόνι το αλεξικέραυνο γοητεύει τα γεράκια
Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος
Από το βιβλίο: Χριστόφορος Λιοντάκης, «Ανθολογία γαλλικής ποίησης. Από τον Μπωντλαίρ ώς τις μέρες μας», Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2000, σελ. 196.
************************************
C'EST MOI OUVREZ
Les carreux d' air se brisent à leur tour Il n' y a plus de miroirs depuis longtemps Et les femmes se défendent jour et nuit d' être si belles A l' approche des oiseaux qui vont se poser sur leur épaule Elles renversent doucement la tête sans fermer les yeux Le parquet et les meubles saignent Une araignée lance sa toile bleue sur un cadre vide Des enfants une lampe à la main s' avancent dans les bois Ils demandent l' ombre des lacs aux feuilles Mais les lacs silencieux sont trop attirants On ne voit bientôt plus à la surface qu' une petite lampe qui baisse Sur les trois portes de la maison sont cloués trois hiboux blancs En souvenir des amours de l' heure L' extrémité des leurs ailes est dorée comme les couronnes de papier qui tombent en tournoyant des arbres morts La voix de ces études met des charbons aux lèvres Sous la neige le paratonnere charme les étoiles épervières
Era la festa di San Gennaro, quanta folla per la via... Con Zazá, compagna mia, me ne andai a passeggiá.
C'era la banda di Pignataro che suonava il "Parsifallo" e il maestro, sul piedistallo, ci faceva deliziá...
Nel momento culminante del finale travolgente, 'mmiez'a tutta chella gente, se fumarono a Zazá!...
Dove sta Zazá?! Uh, Madonna mia... Come fa Zazá, senza Isaia?... Pare, pare, Zazá, che t'ho perduta, ahimé! Chi ha truvato a Zazá ca mm''a purtasse a me... Jámmola a truvá... sù, facciamo presto.. Jámmola a incontrá con la banda in testa... Uh, Zazá! Uh, Zazá! Uh, Zazá! tuttuquante aîmm''a strillá: Zazá, Zazá, Isaia sta ccá! Isaia sta ccá! Isaia sta ccá!... Zazá, Zazá, za-za-za-za, comm'aggi 'a fá pe' te truvá?! I', senza te, nun pozzo stá... Zazá, Zazá, za-za-za-za....
Za-za-za-za-za-za-zá...
Era la festa di San Gennaro, ll'anno appresso cante e suone... bancarelle e prucessione... chi se pò dimenticá!?
C'era la banda di Pignataro, centinaia di bancarelle di torrone e di nocelle che facevano 'ncantá.
Come allora quel viavai, ritornò per quella via... Ritornò pure Isaia, sempre in cerca di Zazá...
Dove sta Zazá? Uh! Madonna mia... Come fa Zazá, senza Isaia? Pare pare, Zazá che t'ho perduta, ahimé! Chi ha truvato a Zazá, ca mm''a purtasse a me... Se non troverò lei, ch'è tanto bella, mm'accontenterò 'e trová 'a sorella... T'amerò, t'amerò, t'amerò, pure a lei glielo dirò che t'amerò: T'amerò, Zazá! T'amerò, Zazá! T'amerò, Zazá! Zazá, Zazá, za-za-za-za... che t'amerò ll'aggi''a cuntá... Con tua sorella aggi''a sfugá... Zazá, Zazá, za-za-za-za...
Zazá, Zazá, za-za-za-za... comm'aggi''a fá pe' te truvá?! I', senza te, nun pòzzo stá! Zazá, Zazá, za-za-za-za-za...
Za-za-za-za-za-za-zá...
Στίχοι: Raffaele Cutolo. Μουσική: Giuseppe Cioffi. Τραγούδι του 1944.
Retire ta main, je ne t'aime pas, Car tu l'as voulu, tu n'es qu'une amie, Pour d'autres sont faits, le creux de tes bras, Et ton cher baiser, ta tête endormie.
Ne me parle pas, lorsque c'est le soir, Trop intimement, à voix basse même, Ne me donne pas surtout ton mouchoir, I l referme trop le parfum que j'aime.
Dis-moi tes amours, je ne t'aime pas, Quelle heure te fut la plus ennivrante, Je ne t'aime pas, Et s'il t'aimait bien, ou s'il fut ingrat, En me le disant, ne sois pas charmante, Je ne t'aime pas.
Je n'ai pas pleuré, je n'ai pas souffert, Ce n'était qu'un rêve et qu'une folie, Il me suffira que tes yeux soient clairs, Sans regret du soir, ni mélancolie.
Il me suffira de voir ton bonheur, Il me suffira de voir ton sourire, Conte-moi comment il a pris ton coeur, Et même dis-moi ce qu'on ne peut dire.
Non, tais-toi plutôt, je suis à genoux, Le feu s'est éteint, la porte est fermée, Je ne t'aime pas, Ne demande rien, je pleure, c'est tout, Je ne t'aime pas, Je ne t'aime pas, oh ma bien aimée!
Retire ta main, je ne t'aime pas, Je ne t'aime pas...oh ma bien aimée!
Στου κυρ-Αντώνη του μανάβη τις ντομάτες Που είναι σαν κόρες φθισικές πολύ βαμμένες Έχω με τέχνη περισσή εγώ βαλμένες Πράσινες κάμπιες κι άγριες σαν τους αντάρτες
Στα νιάτα του έμπλεξε ο Αντώνης με μια τσούλα Οι συγγενείς του όλοι εμπήκανε στη μέση Να τη θυμάται πότε-πότε πια τ’ αρέσει Ζώντας μιαν ήσυχη και άχαρη ζωούλα
Τά ’χω μισήσει τα ολόχρυσα κλουβιά σας Μ’ ακολουθούνε σ’ όποιο μέρος και να πάω Νά ’χετε υπ’ όψιν σας μια μέρα θα σας φάω Όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας Νά ’χετε υπ’ όψιν σας μια μέρα θα σας φάω Όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας
Χώρα σαν τούτη μες στον κόσμο δεν είν’ άλλη Με πολιτείες ολοπλούμιστες με φώτα Μα το νερό είν’ αρμυρό σαν τον ιδρώτα Κι ο τόπος μοιάζει σαν μιαν άλλη γη μεγάλη
Ρίχνω το βλέμμα στου προσώπου σου τα μήλα Δεν βρήκες μού ’πες το θεό μα δε σε νοιάζει Εγώ όμως βρήκα αυτό το κάτι που του μοιάζει Το λεν’ αγάπη κι είναι στης καρδιάς τα φύλλα
Τά ’χω μισήσει τα ολόχρυσα κλουβιά σας Μ’ ακολουθούνε σ’ όποιο μέρος και να πάω Νά ’χετε υπ’ όψιν σας μια μέρα θα σας φάω Όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας Νά ’χετε υπ’ όψιν σας μια μέρα θα σας φάω Όλους εσάς όπου κοιτάτε τη δουλειά σας
Κόπιασε κόρη μες στου ονείρου μου τ’ αλώνι Δεν θα γεράσουμε ποτέ σ’ το υπογράφω Και τις ντομάτες στα παπούτσια μου τις γράφω Μαζί με το μανάβικο του κυρ-Αντώνη Και τις ντομάτες στα παπούτσια μου τις γράφω Μαζί με το μανάβικο του κυρ-Αντώνη
Όσο κι αν πλησιάζουμε τη λίμνη, οι άνθρωποι δεν γίνονται γι’ αυτό βατράχια ή λαβράκια. Χτίζουν τις βίλες τους τριγύρω της, μπαίνουν συνέχεια στο νερό, γίνονται γυμνιστές... Αδιάφορο. Προδοτικό και άπνευστο για τους ανθρώπους το νερό, πιστό και θρεπτικό για τα ψάρια, συνεχίζει ν’ αντιμετωπίζει τους ανθρώπους ως ανθρώπους και τα ψάρια ως ψάρια. Και μέχρι τώρα, κανείς φυσιολάτρης δεν μπορεί να καυχηθεί ότι αντιμετωπίστηκε αλλιώς.
Μετάφραση: Αργύρης Χιόνης. Από το βιβλίο: Henri Michaux, «Με το αγκίστρι στην καρδιά», Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2003, σελ. 47.
Cuando mi madre llevaba un sorbete de fresa por sombrero y el humo de los barcos aun era humo de habanero. Mulata vuelta bajera. Cádiz se adormecía entre fandangos y habaneras y un lorito al piano quería hacer de tenor. Dime dónde está la flor que el hombre tanto venera. Mi tío Antonio volvía con su aire de insurrecto. La Cabaña y el Príncipe sonaban por los patios del Puerto. (Ya no brilla la Perla azul del mar de las Antillas. Ya se apagó, se nos ha muerto). Me encontré con la bella Trinidad. Cuba se había perdido y ahora era verdad. Era verdad, no era mentira. Un cañonero huido llegó cantándolo en guajiras. La Habana ya se perdió. Tuvo la culpa el dinero... Calló, cayó el cañonero. Pero después, pero ¡ah! después... fue cuando al SÍ lo hicieron YES.
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Cristina de Pin.
¡Ay tus manos cargadas de rosas! Son más puras tus manos que las rosas. Y entre las hojas blancas surgen lo mismo que pedazos de luceros, que alas de mariposas albas, que sedas cándidas.
¿Se te cayeron de la luna? ¿Juguetearon en una primavera celeste? ¿Son de alma? …Tienen esplendor vago de lirios de otro mundo; deslumbran lo que sueñan, refrescan lo que cantan.
Mi frente se serena, como un cielo de tarde, cuando tú, como tus manos, entre sus nubes andas; si las beso, la púrpura de brasa de mi boca empalidece de sus blancor de piedra de agua.
¡Tus manos entre sueños! Atraviesan, palomas de fuego blanco, por mis pesadillas malas, y, a la aurora, me abren, como son luz de ti, la claridad suave de oriente de plata.
The sea is calm to-night. The tide is full, the moon lies fair Upon the straits;--on the French coast the light Gleams and is gone; the cliffs of England stand, Glimmering and vast, out in the tranquil bay. Come to the window, sweet is the night-air! Only, from the long line of spray Where the sea meets the moon-blanch'd land, Listen! you hear the grating roar Of pebbles which the waves draw back, and fling, At their return, up the high strand, Begin, and cease, and then again begin, With tremulous cadence slow, and bring The eternal note of sadness in.
Sophocles long ago Heard it on the Aegean, and it brought Into his mind the turbid ebb and flow Of human misery; we Find also in the sound a thought, Hearing it by this distant northern sea.
The Sea of Faith Was once, too, at the full, and round earth's shore Lay like the folds of a bright girdle furl'd. But now I only hear Its melancholy, long, withdrawing roar, Retreating, to the breath Of the night-wind, down the vast edges drear And naked shingles of the world.
Ah, love, let us be true To one another! for the world, which seems To lie before us like a land of dreams, So various, so beautiful, so new, Hath really neither joy, nor love, nor light, Nor certitude, nor peace, nor help for pain; And we are here as on a darkling plain Swept with confused alarms of struggle and flight, Where ignorant armies clash by night.
Μάτια που μόλις κοίταξα σε δάκρυα Του χωρισμού Στ’ ονειρικό βασίλειο του θανάτου Η χρυσή οπτασία ξαναπροβάλλει Βλέπω τα μάτια μα όχι τα δάκρυα Του οδυρμού.
Αυτός είν’ ο δικός μου οδυρμός Μάτια που δεν θα δω και πάλι Μάτια της κρίσης Μάτια που δεν θα δω παρά Στη θύρα του θανάτου, άλλο βασίλειο Που όμως αυτό Τα μάτια συνεχίζουν λίγο, ενώ Λίγο ακόμη, δάκρυα συνεχίζουν Και μας χωρίζουν
Μετάφραση: Αριστοτέλης Νικολαΐδης. Από το βιβλίο: Τ.Σ. Έλιοτ, «Άπαντα τα ποιήματα», ελληνική μεταγλώτισση, εισαγωγή Αριστοτέλης Νικολαΐδης, Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 173.
Tu n'en reviendras pas toi qui courais les filles Jeune homme dont j'ai vu battre le cœur à nu Quand j'ai déchiré ta chemise et toi non plus Tu n'en reviendras pas vieux joueur de manille
Qu'un obus a coupé par le travers en deux Pour une fois qu'il avait un jeu du tonnerre Et toi le tatoué l'ancien légionnaire Tu survivras longtemps sans visage sans yeux
On part Dieu sait pour où Ça tient du mauvais rêve On glissera le long de la ligne de feu Quelque part ça commence à n'être plus du jeu Les bonshommes là-bas attendent la relève
Roule au loin roule train des dernières lueurs Les soldats assoupis que la danse secoue Laissent pencher leur front et fléchissent le cou Cela sent le tabac la laine et la sueur
Comment vous regarder sans voir vos destinées Fiancés de la terre et promis des douleurs La veilleuse vous fait de la couleur des pleurs Vous bougez vaguement vos jambes condamnées
Déjà la pierre pense où votre nom s'inscrit Déjà vous n'êtes plus qu'un mot d'or sur nos places Déjà le souvenir de vos amours s'efface Déjà vous n'êtes plus que pour avoir péri
Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Miriam Leone.
La tarde agonizaba, la noche se aproxima, de un templo las campanas llamaban para orar. Cuando una joven triste, de rostro demacrado, con gesto resignado se inclina ante el altar.
Hay un profundo dolor en su palidez mortal. Sus ojos dicen claro que lloran sin cesar.
¡Ruego... por el hombre que yo quiero! Dice... con amargo sinsabor. ¡Ruego... por su vida que es mi vida! ¡Ruego... esta plegaria de amor! ¡Ruego... por el hombre que me ha dado! ¡Ruego... por quien no podré olvidar! ¡Lloro! Porque ahora me lo quitas, para toda una eternidad.
La noche silenciosa tendió su negro manto, el templo, solitario parece ya quedar, cuando una triste queja se escucha en el espacio que dice sollozando: Piedad, Señor, piedad!
Μουσική: Carlos Percuoco. Στίχοι: Luis De Biase. Τραγούδι του 1928.