ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο RODOLFO BIAGGI: FLOR DE MONSERRAT
Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2016
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΔΟΛΦΟ ΒΙΑΧΙ
Ετικέτες
ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ,
BIAGGI (RODOLFO)
O ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
HANS MAGNUS ENZENSBERGER
O ΥΠΑΛΛΗΛΟΣ
Δεν
πείραξε άνθρωπο ποτέ του. Όχι,
σπάει
μπουκάλια κατά λάθος.
Θα ήθελε
να, ιδρώνει, χάνει
το
αγαπημένο του κλειδί. Κρυολογεί αδιαλείπτως.
Γνωρίζει
πως πρέπει.
Υποθέτει
πως θα μπορούσε να είναι γενναίος, χασμουριέται,
πασαλείβει
τη θλίψη του πάνω στον γύψο.
Σκέφτεται,
καλύτερα όχι. Στριμωγμένος μέσα
σ’ ένα
ζευγάρι παπούτσια, κάτωχρος ισχυρίζεται
το
αντίθετο. Ναι, καταγράφει τον εαυτό του διαρκώς.
Λέει το ανάποδο
απ’ αυτό που ήθελε να πει. Όντως, λέει,
όντως όχι.
Το κοστούμι του πέφτει πολύ στενό,
πολύ
φαρδύ. Το σώμα του πονάει. Όχι,
εδώ και
καιρό δεν μπορεί ν’ αναγνωρίσει
τον
γραφικό χαρακτήρα του. Χώρισε, εις μάτην.
Κανένας
δεν του τηλεφωνεί. Αισθάνεται μια φαγούρα απ’ την κορφή
ως τα
νύχια. Η πένα του αδειάζει,
με την
καλύτερη των προθέσεων. Είναι συχνά
παρών,
σε κάθε
δωμάτιο, πάντοτε μόνος.
Κόβεται
στο ξύρισμα. Ναι, διότι πάντοτε φροντίζει τον εαυτό του
ειδάλλως
δεν κλείνει βλέφαρο. Κοιμάται.
Όλοι
κακαρίζουν, όλοι όσοι έχουν το δίκιο με το μέρος τους,
τον
περιγελούν. Δεν μπορεί να διαπιστώσει
τι πάει στραβά.
Όλα τα βλέπει εντάξει. Ο πονοκέφαλός του
είναι
απολιτικός. Προσπαθεί σκληρά,
πάλι
τραυλίζει, αρχίζει να πνίγεται.
Αυτό που
ήθελε να πει, μόλις πριν λίγο,
λίγο
αργότερα το έχει ξεχάσει. Λησμόνησε να ξεμπερδέψει
με την πάρτη
του. Με την καλύτερη των προθέσεων.
Ζει εν
κρυπτώ. Όχι, δεν πρέπει,
ωστόσο έτσι
θα ήταν σωστό. Δεν έχει καρκίνο
αλλά ούτε
αυτό το γνωρίζει. Το καπέλο του ιδρώνει.
Ποτέ δεν
τα έφερνε βόλτα τόσο καλά
όσο
τώρα. Πραγματικά, δεν θα το ήθελε,
αλλά πρέπει.
Κλαίει με λυγμούς στο κομμωτήριο. Ναι,
είναι αρκετά
αποδοτικός, απολογείται.
Όντως, γράφει,
όντως, ξύνεται.
Όντως,
θα έπρεπε, ωστόσο καλύτερα όχι.
Όχι,
κανείς δεν πρόσεξε τη δυστυχία του.
Από το βιβλίο: «Die
Furie des Verschwindens»,
Suhrkamp, 1980.
Προδημοσίευση από το βιβλίο «Η Υπεράσπιση των Λύκων και άλλα ποιήματα
(1957-1980)», μετάφραση: Γιώργος Πρεβεδουράκης, Εκδόσεις Πανοπτικόν.ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
[ΟΙ ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΙ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΙΑΣ]
Οι φωτογράφοι της παραλίας
κατάρτια πλοιάρια φως
ένας γλάρος κι άλλος
ένας κουρεμένος νεοσύλλεκτος -
στις φωτογραφίες μας
τίποτα δε φαινόταν
μόνο τα χέρια μας μόνα
τίποτα δεν κρατούσαν
ωστόσο ο ήχος του νερού
ακουγόταν ευδιάκριτος
ελληνικός
Από την ποιητική συλλογή "Χειροποίητα" (1977).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, "Ποιήματα, τ. ΙΓ΄", Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 205.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΡΙΤΣΟΣ
Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2016
Η ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΒΑΚΗ
PIETRO METASTASIO
Η ΑΡΙΑ ΤΟΥ ΑΡΒΑΚΗ
Σε σκληρότατη θάλασσα τρέχω,
Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω,
Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά.
Και πανάκι και ξάρτι δεν έχω,
Και το πέλαο μουγκρίζει φριχτά.
Η γλαυκότη του αιθέρος μαυρίζει,
Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
Λείπει η τέχνη και δεν με βοηθά.
Η φωνή των ανέμων σφουρίζει,
Λείπει η τέχνη και δεν με βοηθά.
Μέ τον άθλιον η τύχη με παίρνει,
Κι όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
Καθώς φεύγει, και δε με κοιτά.
Κι όθε θέλει η προδότρα με σέρνει,
Καθώς φεύγει, και δε με κοιτά.
Η αθωότη μ’ απόμεινε μόνη,
Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια,
Αλλ’ αντί να μου φέρει βοήθεια,
Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά.
Την αισθάνομαι μέσα στα στήθια,
Αλλ’ αντί να μου φέρει βοήθεια,
Με συντρίβει, με πνίγει σκληρά.
Μετάφραση:
Διονύσιος Σολωμός.
************************
ARIA DI ARBACE
Vo solcando
un mar crudele
Senza vele e senza sarte;
Freme l'onda, il ciel s'imbruna,
Cresce il vento e manca l'arte
E il voler della fortuna
Son costretto a seguitar.
Senza vele e senza sarte;
Freme l'onda, il ciel s'imbruna,
Cresce il vento e manca l'arte
E il voler della fortuna
Son costretto a seguitar.
Infelice in
questo stato
Son da tutti abbandonato;
Meco sola è l'innocenza
Che mi porta a naufragar.
Son da tutti abbandonato;
Meco sola è l'innocenza
Che mi porta a naufragar.
Από την όπερα του Leonardo Vinci «Artaserse»
Arbace:
Franco Fagioli
Orchestra: Concerto Köln
Conductor: Diego Fasolis
Orchestra: Concerto Köln
Conductor: Diego Fasolis
Ετικέτες
ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΟΛΩΜΟΣ,
METASTASIO,
VINCI (LEONARDO)
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2016
ΤΖΟΒΑΝΝΙ ΠΕΤΤΑ!
GIOVANNI PETTA
CASA VUOTA
Perdersi tra le carte,
numeri, conteggi
poi al telefono: dire e immaginare
complicità di viaggi e piccoli segreti
lasciare frasi nel suono della voce
poi al telefono: dire e immaginare
complicità di viaggi e piccoli segreti
lasciare frasi nel suono della voce
morbido, che cade per non
dire
– esplicitare non è necessario,
spesso rende banali cose profonde –
ma lascia un segno, al limite, un salute
– esplicitare non è necessario,
spesso rende banali cose profonde –
ma lascia un segno, al limite, un salute
A mezzanotte guardare alla
finestra
il tempo passa, è immobile il silenzio
la notte è luce, fuori, pane quotidiano
di movimenti e attese del domain
il tempo passa, è immobile il silenzio
la notte è luce, fuori, pane quotidiano
di movimenti e attese del domain
Dentro la casa è vuoto da
dosare
forza che arriva, nuova e sorprendente
respiro lento di solitudine serena
piccole densità di vita piena.
forza che arriva, nuova e sorprendente
respiro lento di solitudine serena
piccole densità di vita piena.
Ετικέτες
ΙΤΑΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
PETTA (GIOVANNI)
Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016
ΧΩΡΙΣ ΤΟΝ ΦΙΝΤΕΛ
JUAN GELMAN
FIDEL
dirán
exactamente de fidel
gran conductor el que incendió la historia etcétera
pero el pueblo lo llama el caballo y es cierto
fidel montó sobre fidel un día
se lanzó de cabeza contra el dolor contra la muerte
pero más todavía contra el polvo del alma
la Historia parlará de sus hechos gloriosos
prefiero recordarlo en el rincón del día
en que miró su tierra y dijo soy la tierra
en que miró su pueblo y dijo soy el pueblo
y abolió sus dolores sus sombras sus olvidos
y solo contra el mundo levantó en una estaca
su propio corazón el único que tuvo
lo desplegó en el aire como una gran bandera
como un fuego encendido contra la noche oscura
como un golpe de amor en la cara del miedo
como un hombre que entra temblando en el amor
alzó su corazón lo agitaba en el aire
lo daba de comer de beber de encender
fidel es un país
yo lo vi con oleajes de rostros en su rostro
la Historia arreglará sus cuentas allá ella
pero lo vi cuando subía gente por sus hubiéramos
buenas noches Historia agranda tus portones
entramos con fidel con el caballo
gran conductor el que incendió la historia etcétera
pero el pueblo lo llama el caballo y es cierto
fidel montó sobre fidel un día
se lanzó de cabeza contra el dolor contra la muerte
pero más todavía contra el polvo del alma
la Historia parlará de sus hechos gloriosos
prefiero recordarlo en el rincón del día
en que miró su tierra y dijo soy la tierra
en que miró su pueblo y dijo soy el pueblo
y abolió sus dolores sus sombras sus olvidos
y solo contra el mundo levantó en una estaca
su propio corazón el único que tuvo
lo desplegó en el aire como una gran bandera
como un fuego encendido contra la noche oscura
como un golpe de amor en la cara del miedo
como un hombre que entra temblando en el amor
alzó su corazón lo agitaba en el aire
lo daba de comer de beber de encender
fidel es un país
yo lo vi con oleajes de rostros en su rostro
la Historia arreglará sus cuentas allá ella
pero lo vi cuando subía gente por sus hubiéramos
buenas noches Historia agranda tus portones
entramos con fidel con el caballo
Ετικέτες
ισπανοφωνη ποιηση,
GELMAN (JUAN)
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΤΗ ΝΕΑ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
ΝΑΣΟΣ
ΒΑΓΕΝΑΣ
ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΕΝΟΣ ΑΔΟΞΟΥ ΠΟΙΗΤΗ ΓΙΑΤΗ ΝΕΑ ΧΙΛΙΕΤΙΑ
(Πάνω σ’
ένα ποίημα του Γκάβιν Γιούαρτ)
Δεν
είναι πολύ μεγάλη η πίτα.
Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά·
πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα,
που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά.
Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή
γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή.
Μερικοί δεν θα πάρουμε μπουκιά·
πράγμα που μας βαραίνει σαν ήττα,
που κάνει τον καθένα μας κακό ή κακιά.
Μας τρώει μια μοχθηρία κρυφή
γι’ αυτούς που βρίσκονται στην κορυφή.
Τον
θαυμασμό επιθυμούμε
για κάθε στίχο που εκστομίζουμε,
κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε
θυμώνουμε κι αφρίζουμε.
Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς
κακόπιστους ή χολερικούς.
για κάθε στίχο που εκστομίζουμε,
κι όταν τον έπαινο δεν ακούμε
θυμώνουμε κι αφρίζουμε.
Χαρακτηρίζουμε τους κριτικούς
κακόπιστους ή χολερικούς.
Νιώθουμε
μια περίεργη θλίψη
που τα βιβλία μας μένουν απούλητα
Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει
η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα
το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα
αγοράζει μυθιστορήματα
που τα βιβλία μας μένουν απούλητα
Μελαγχολούμε που μας έχει λείψει
η αγάπη του κόσμου, και μισούμε αβούλητα
το ευρύ κοινό που αντί για ποιήματα
αγοράζει μυθιστορήματα
Πιστεύουμε
πως κάτι δεν πάει
καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί
καταφρονώντας τα εντελβάις
των κορυφών μας για τα ευτελή
κι άοσμα άνθη της γλάστρας
που τ’ ανεβάζουν ώς τ’ άστρα
καλά με τους ποιητές που τους διαβάζουν οι πολλοί
καταφρονώντας τα εντελβάις
των κορυφών μας για τα ευτελή
κι άοσμα άνθη της γλάστρας
που τ’ ανεβάζουν ώς τ’ άστρα
Το
θεωρούμε απίστευτο ότι
οι αερολογίες του ενός
κι οι άξεστοι κι ανοικονόμητοι τρόποι
του άλλου κι ο δυσκοίλιος ή φτηνός
λόγος εκστασιάζουν· ότι η κριτική
βρίσκει στους κρότους τού τάδε μουσική
οι αερολογίες του ενός
κι οι άξεστοι κι ανοικονόμητοι τρόποι
του άλλου κι ο δυσκοίλιος ή φτηνός
λόγος εκστασιάζουν· ότι η κριτική
βρίσκει στους κρότους τού τάδε μουσική
Είμαστε
βέβαιοι ( ή σχεδόν βέβαιοι ) ότι το
μέλλον θα μας δικαιώσει
και το αχειροκρότητο
έργο μας θ’ αποθεώσει
Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη.
Λέμε : «ο χρόνος θα δείξει».
μέλλον θα μας δικαιώσει
και το αχειροκρότητο
έργο μας θ’ αποθεώσει
Ότι οι στίχοι μας δεν έχουν λήξη.
Λέμε : «ο χρόνος θα δείξει».
Από
το βιβλίο: Νάσος Βαγενάς, «Βιογραφία – Ποιήματα 1974-2014», Εκδόσεις Κέδρος,
Αθήνα 2015, σελ. 310-311.
Ετικέτες
ΒΑΓΕΝΑΣ (ΝΑΣΟΣ),
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2016
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
ΤΖΩΡΤΖΗΣ ΠΑΝΟΣ
ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ
Ω Σίβυλλα τρισκατάρατη,
τυφλοί είν’ οι νεκροί σου,
μέλι φθονερό η ψυχή σου,
καθώς η απολλώνια φωτιά καίει την καρδιά
με ουράνια μελωδία
ανάγλυφης λύρας φτερωτής.
Τ’ άστρα δείξαν το δρόμο
οι σειρήνες των δασών
μάθαν να ξεγελούν τους περαστικούς διαβάτες
μειλίχιο το ψιθύρισμα,
δηλητήριο στη σκέψη.
Ένα παιχνίδι έσυρε χορό ψυχοπομπό,
η αυλαία του δράματος δυο ερώτων
πέφτει με τρόπο τραγικό,
τα φίδια πνίξαν την αλήθεια
και η απληστία έζωσε
με γλώσσες πύρινες
τον έρωτα και τα κορμιά.
Τα φωτεινά άρματα, φτερωτά
σε ολύμπια αναγέννηση προστάζουν∙
κι οι δαφνοστεφανωμένοι νέοι, γυμνοί
παρθένες νύμφες κυνηγούν
σ’ αιώνια παλάτια.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΠΑΝΟΣ (ΤΖΩΡΤΖΗΣ)
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΤΕΟΦΙΛΟ ΙΒΑΝΙΕΣ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο TEOFILO
IBÁÑEZ: VIEJO PORTÓN
Ετικέτες
ΙΣΠΑΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ,
IBÁÑEZ (TEOFILO)
Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2016
ΠΡΩΙ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΠΑΝΟΣ
ΠΡΩΙ
Χειροπέδες μέρες και ποντάρεις
σε μια άπλα στο μέλλον
στην κακοστημένη εωθινή πράξη
που σφύζει
κινεί τα επίγεια
κοιτάς έλλειμμα ανατολής αλλού
Απέναντι
(όσο κρατάει το πρωί ή να ορκίσει
την εξουσία των πάντων)
ένα χαμόγελο στο γραφείο
να προχωράει η ζωή να επισυνάπτεται
ποιος κυνηγάει λαγούς κι ελάφια;
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΠΑΝΟΣ (ΓΙΩΡΓΟΣ)
Η ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
RAFAEL
FELIPE OTERIÑO
Η ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ
Μπαίνω στην ξένη γλώσσα σάμπως να μπαίνω σε βασίλειο.
Ανάγλυφο λέξεων
που είναι κοιλάδες, βάλτοι, όρη.
Μερικές φορές συμπλέκονται και ακούω μια φωνή.
και ευλαβικές αφοσιώσεις που παραμένουν μυστικές
πλησιάζουν στο τραπέζι μου σαν φρουροί πανύψηλοι.
Συζητούν γενναίες, αλλάζουν βλέμματα,
τις ακούω ν’ ανασαίνουν σαν καθεδρικοί ναοί
και περπατώ στα ευρύχωρα κλίτη τους.
Τότε ανοίγει μια πόρτα και τη διαβαίνω.
Και πίσω υπάρχει ένα παλάτι με τον τεράστιο κήπο του
και μια καθάρια λίμνη όπου βουτώ και κολυμπάω.
Ετικέτες
ισπανοφωνη ποιηση,
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ,
OTERIÑO (RAFAEL FELIPE)
ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ
PAUL VALÉRY
ΣΤΟ ΜΑΓΕΜΕΝΟ ΔΑΣΟΣ
Στο θρό και στον τρεχάμενον ίσκιον κοιμάται μέσα,
κι όταν πουλιά χαμένα της μασούν τα δαχτυλίδια,
λόγον κοράλι, σκοτεινόν, τότε ανασαίνει αιφνίδια,
μες στο παλάτι, ένα παλάτι ρόδο, η πριγκιπέσσα.
κι όταν πουλιά χαμένα της μασούν τα δαχτυλίδια,
λόγον κοράλι, σκοτεινόν, τότε ανασαίνει αιφνίδια,
μες στο παλάτι, ένα παλάτι ρόδο, η πριγκιπέσσα.
Μηδέ που ακούει τις στάλες, μες στο πέσιμό τους, πέρα
το ηχερό πλούτος του άφαντου καιρού όλο να κενώνουν·
μηδέ που ακούει, απ’ το άστατο δάσος, οι αυλοί να λιώνουν
τ’ αγέρι, που τρυπά ο σερτός αγερμός απ’ το κέρας.
το ηχερό πλούτος του άφαντου καιρού όλο να κενώνουν·
μηδέ που ακούει, απ’ το άστατο δάσος, οι αυλοί να λιώνουν
τ’ αγέρι, που τρυπά ο σερτός αγερμός απ’ το κέρας.
Μες στους ηχούς του το εωθινόν ο ύπνος ξανά να παίρνει
άφες, ω η όλο πιότερο, και συ, όμοια η κληματίδα
που τα θαμμένα μάτια σου τα κρούει, κι ανεμοσέρνει!
άφες, ω η όλο πιότερο, και συ, όμοια η κληματίδα
που τα θαμμένα μάτια σου τα κρούει, κι ανεμοσέρνει!
Τόσο στο μάγουλό σου πλάι το ρόδο έχει απαυδήσει!
Το χάρμα τούτο της πτυχής ποιος μελετά να λύσει
μυστικά ενόσω γεύεται την πεσούμενη αχτίδα!
Το χάρμα τούτο της πτυχής ποιος μελετά να λύσει
μυστικά ενόσω γεύεται την πεσούμενη αχτίδα!
Μετάφραση: Τέλλος Άγρας.
Ετικέτες
ΑΓΡΑΣ (ΤΕΛΛΟΣ),
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΣΟΝΕΤΤΟ,
VALÉRY (PAUL)
ΑΣΚΗΣΗ
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ
ΑΣΚΗΣΗ
Κουβέντες λέμε
σοβαρές κάποτε
στον εαυτό μας
οι γραφιάδες, όπως:
«να βρω τα
λόγια μου…» Χαμένος κόπος
η ώρα τα φέρνει
όλα Πιερότε
αλλά δεν
γίνεται κι αλλιώς. Τα «λόγια»
ζυγώνεις, το
«μου» και γίνονται δόλοι,
στρίβουν, σου παίρνουν
και το πορτοφόλι
κι αφήνουν το
«βρω» μονάχο στα υπόγεια.
Μάλλον
αξιοθρήνητο, με άδεια
τα χέρια κάτω
απ’ τη μικρή λάμπα
και να χαζεύει
στο χαρτί σημάδια.
Ή πάλι, σε μια
ερημιά να βόσκει
το σούρουπο,
και λες κι είν’ όλα τζάμπα,
σφυράει
καμώνοντας το Μαγιακόφσκι.
Τυχαίνει μια
φορά και βρίσκει κάτι,
εκείν’ οι
παλιοί έρμαιο το λέγαν
δοξάζοντας τον
κλέφτη θεό τον μέγαν
(έχω και ρίμες,
δεν είν’ όλ’ απάτη.)
Το πιάνει, τ’
αφήνει, το ξαναπαίρνει
και το βάζει
στην τσέπη. Παρηγοριά
μικρή, ότι δεν
έλειψ’ η μαστοριά
«τέτοια η ζωή,»
απόφαση το παίρνει
και πάει το
«βρω» στην ερημιά. Η μέρα
δεν χάθηκε
αυτή. Όμως σε λίγο
το βγάζει πάλι
και το πετάει πέρα,
στη θάλασσα,
δυο τσέπες έχει μόνο
τρύπια η μια
(υπονοώ πριν φύγω)
και πιάνει να σφυρίζει
σ’ άλλον τόνο.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΖΑΧΑΡΑΚΗΣ (ΔΗΜΗΤΡΗΣ)
Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2016
ΑΛΜΠΕΡ ΣΑΜΑΙΝ!
ALBERT
SAMAIN
EXTASE
Mon coeur
dans le silence a soudain tressailli,
Comme une onde que trouble une brise inquiète ;
Puis la paix des beaux soirs doucement s'est refaite,
Et c'est un calme ciel qu'à présent je reflète
En tendant vers tes yeux mon désir recueilli.
Comme ceux-là qu'on voit dans les anciens tableaux,
Mains jointes et nu-tête, à genoux sur la pierre,
Je voudrais t'adorer sans lever la paupière,
Et t'offrir mon amour ainsi qu'une prière
Qui monte vers le ciel entre les grands flambeaux.
Ta respiration n'est qu'un faible soupir.
Dans la solennité de ta pose immobile,
Seul, le rythme des mers gonfle ton sein tranquille,
Et sur ton lit d'amour, d'où la pudeur s'exile,
La beauté de ton corps fait songer à mourir...
Comme une onde que trouble une brise inquiète ;
Puis la paix des beaux soirs doucement s'est refaite,
Et c'est un calme ciel qu'à présent je reflète
En tendant vers tes yeux mon désir recueilli.
Comme ceux-là qu'on voit dans les anciens tableaux,
Mains jointes et nu-tête, à genoux sur la pierre,
Je voudrais t'adorer sans lever la paupière,
Et t'offrir mon amour ainsi qu'une prière
Qui monte vers le ciel entre les grands flambeaux.
Ta respiration n'est qu'un faible soupir.
Dans la solennité de ta pose immobile,
Seul, le rythme des mers gonfle ton sein tranquille,
Et sur ton lit d'amour, d'où la pudeur s'exile,
La beauté de ton corps fait songer à mourir...
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
SAMAIN (ALBERT)
Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016
ΠΑΝΤΑ Σ' ΕΝΕΔΡΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
[ΠΑΝΤΑ Σ' ΕΝΕΔΡΑ]
Πάντα σ' ενέδρα
για το ράγισμα του νερού
για το ψάρι που πήδησε
για τα φώτα που άναψαν
νωρίς το απόγευμα
στον έρημο αγρό
στην πιο βαθιά διαφάνεια
ω δισύλλαβο χόρτο
ω άναρθρη ζωή
Από την ποιητική συλλογή "Χειροποίητα" (1977).
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, "Ποιήματα, τ. ΙΓ΄", Κέδρος, Αθήνα 1999, σ. 193.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΡΙΤΣΟΣ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)