Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΑ ΒΟΛΟΝΤΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARÍA VOLONTÉ


EL ÚLTIMO CAFÉ


Llega tu recuerdo en torbellino,
vuelve en el otoño a atardecer
miro la garúa, y mientras miro,
gira la cuchara de café.

Del último café
que tus labios con frío,
pidieron esa vez
con la voz de un suspiro.

Recuerdo tu desdén,
te evoco sin razón,
te escucho sin que estés.
"Lo nuestro terminó",
dijiste en un adiós
de azúcar y de hiel...

¡Lo mismo que el café,
que el amor, que el olvido!
Que el vértigo final
de un rencor sin porqué...

Y allí, con tu impiedad,
me vi morir de pie,
medí tu vanidad
y entonces comprendí mi soledad
sin para qué...

Llovía y te ofrecí, ¡el último café!



Μουσική: Héctor Stamponi.
Στίχοι: Cátulo Castillo.


ΟΙ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ


W.H. AUDEN (1907-1973)


ΟΙ ΤΥΧΟΔΙΩΚΤΕΣ


Γυρνώντας σαν τις σβούρες στο κενό
στης άρνησης το δρόμο δε χορτάσαν.
Σ’ άδειες σπηλιές, σ’ ένα άδειον ουρανό
σαν κουβάδες τις μνήμες τους αδειάσαν,

ώσπου μέσα σε τέλματα πεθάναν
δύσοσμα, τέρατα έχοντας μαζί τους
δύσμορφα, που να εξυμνούν τους κάναν
το γελοίο ώς την ύστατη πνοή τους.

Κι έτσι πηγή θαυμάτων εγινήκαν:
Απ’ το γκροτέσκο τους τον πειρασμό
ζωγράφοι ξακουσμένοι εμπνευστήκαν,

ενώ γυναίκες και παρθένες τροφαντές
πίναν των πηγαδιών τους το νερό
παιδιά για ν’ αποχτήσουν κι εραστές.



Μετάφραση: Γ. Νίκας.
Από το βιβλίο: Γ. Νίκας, «Ξένοι λυρικοί», Ποταμός, Αθήνα 2003, σελ. 131.

ΧΟΥΑΝ ΡΑΜΟΝ ΧΙΜΕΝΕΘ!


Το ποίημα μου το έστειλε από τη Λισσαβώνα για ανάρτηση η φίλη Tania Alegria.


JUAN RAMÓN JIMÉNEZ


EL VIAJE DEFINITIVO


Y yo me iré. Y se quedarán los pájaros
cantando;
y se quedará mi huerto, con su verde árbol,
y con su pozo blanco.

Todas la tardes, el cielo será azul y plácido;
y tocarán, como esta tarde están tocando,
las campanas del campanario.

Se morirán aquellos que me amaron;
y el pueblo se hará nuevo cada año;
y en el rincón aquel de mi huerto florido y encalado,
mi espíritu errará, nostálgico…

Y yo me iré; y estaré solo, sin hogar, sin árbol
verde, sin pozo blanco,
sin cielo azul y plácido…
Y se quedarán los pájaros cantando.

ΕΖΕΝ ΓΚΥΓΕΒΙΚ!




EUGÈNE GUILLEVIC


L’ÉTERNITÉ . . .


L’éternité
ne fut jamais perdue.

Ce qui nous a manqué
Fut plutôt de savoir

La traduire en journées,
En ciels, en paysages,

En paroles pour d’autres,
En gestes vérifiables.

Mais la garder pour nous
N’était pas difficile

Et les moments étaient présents
Où nous paraissait clair
Que nous étions l’éternité.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Silvia Battisti.

ΣΚΟΤΕΙΝΟΓΡΑΦΙΑ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ


ΣΚΟΤΕΙΝΟΓΡΑΦΙΑ


Αφαιρώντας από την
περιγραφή
φωνές αηδονιών
και ιαχές των κρίνων

εξομοιώνω το τοπίο
μ’ εμένα

μένουν μόνο
οι μαύρες λέξεις
βότσαλα σαν
που χτυπούν η μία την άλλη

τί νιώθεις τώρα

πες το με δικά σου λόγια



Από το βιβλίο: Γιάννης Ευσταθιάδης, «Ποιήματα 1975-1998», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 2004, σελ. 137.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΙΓΕΛ ΔΕ ΜΟΛΙΝΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο MIGUEL DE MOLINA: LA HIJA DE JUAN ALBA

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΙΜΠΕΡΙΟ ΑΡΧΕΝΤΙΝΑ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η IMPERIO ARGENTINA


ÉCHALE GUINDAS AL PAVO


Huyendo de los civiles,
Un gitano del Perchel,
Sin cálculo ni combina,
¡Que donde vino a caer!
En un corral de gallinas,
¿Y qué es lo que allí encontró?,
Pues una pavita fina
Que a un pavo le hacía el amor.

Saltó la tapia el gitano,
Con muchísimo talento
Y cuando se vino a dar cuenta,
Con un saco estaba dentro.
A los dos los cogió,
Con los dos se najó,
Y el gitano a su gitana
De esta manera le habló:

Échale guindas al pavo,
Échale guindas al pavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo.

Estaba ya el pavo asao,
La pava en el asador
Y llamaron a la puerta,
Verá usted lo que pasó
Entró un civil con bigote,
¡Ozú, que miedo, chavo!
Se echó el fusil a la cara
Y de esta manera habló:

A ver donde está ese pavo,
a ver donde está esa pava
porque tiene mucha guasa
Que yo no pruebe ni un ala.
Con los dos se sentó,
Con los dos trajeló
Y el gitano a la gitana
De esta manera le habló:

Échale guindas al pavo,
Échale guindas al pavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo,
Que yo le echaré a la pava,
Azúcar, canela y clavo.

ΕΤΟΥΤΗ Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ


PABLO NERUDA


ΕΤΟΥΤΗ Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΚΑΜΠΑΝΑ


Ετούτη η σπασμένη καμπάνα
θέλει, μολονότι σπασμένη, να χτυπάει:
το μέταλλό της είναι πράσινο τώρα,
χρώμα της σέλβας έχει η καμπάνα,
χρώμα του νερού μιάς λιμνούλας στο δάσος,
χρώμα της μέρας που φόρεσε φύλλα.

Μπρούντζος πράσινος σπασμένος
είναι τώρα πια η καμπάνα,
και όπως σε λήθαργο έχει πέσει,
περιπλοκάδες την περιπλέκουν
και το παχύ χρυσαφί του μπρούντζου
πήρε πλέον χρώμα βατραχί:
τα χέρια των νερών
και των γιαλών η υγρασία
δώσανε στο μέταλλό της το άπαν του πράσινου,
στην ίδια την καμπάνα εχάρισαν τη χάρη.

Ετούτη η σπασμένη καμπάνα
που τη λιμάρουν συνέχεια οι απότομοι θάμνοι
του ακατάστατου κήπου μου,
καμπάνα πράσινη, τραυματισμένη,
έχει κρύψει τις πληγές της στα χόρτα:
κανέναν δεν φωνάζει πιά και δεν καλεί κανέναν
νά ’ρθει στο πράσινό της κύπελλο
να πιεί τους ήχους της·
μόνο μιά πεταλούδα πετάει μιά στιγμή
πάνω απ’ τον πεταμένο της μπρούντζο
κι έπειτα φεύγει ανοίγοντας μακριά
τα κίτρινα φτερά τους.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΜΕ ΤΑ ΓΛΥΚΑ ΣΟΥ ΠΟΔΙΑ ΑΝΑΣΤΑΤΩΝΟΝΤΑΣ ΤΑ ΡΥΑΚΙΑ ΤΩΝ ΦΛΕΒΩΝ ΜΟΥ


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ


ΑΠΟ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ...

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
  πονώ από αγάπη,
αγκάθια μες στο ζαλισμένο αίμα μου κυλούν,
μιά φλόγα μού τρυπάει τον ουρανίσκο,
ο άνεμος μού σπρώχνει απάνω το πηγούνι,
ο άνεμος μου αναποδογυρίζει τα μάτια,
είμαι ένα απελπισμένο κύμα μες στη μέση του πελάγους,
που υψώνεται, λάμπει και πέφτει
ως τρέχω μες στη νύχτα και φωνάζω.

Από κραυγή μουδιάσανε τα δόντια μου – Μα εσύ,
αμίλητη περνάς μακριά, στις όχθες τ’ ουρανού,
μέσα σε πέπλα λουλουδιών που πέφτουν απ’ τα δέντρα,
έτσι όπως επέρασες μέσα μου
με τα γλυκά σου πόδια αναστατώνοντας τα ρυάκια
  των φλεβών μου...

Από τις ρίζες των μαλλιών μου ως μες στις ψύχες των νυχιών
  πονώ από αγάπη.
Τί τρέλα, αλήθεια, τώρα πια να σε φωνάζω!...
Μα θα φωνάζω ωσότου να σκιστούν τα σπλάχνα μου
κι ωσότου να ραγίσουνε τα κόκαλά μου,
μα θα φωνάζω ωσότου από κραυγή ν’ ασπρίσει η νύχτα,
να φέξει ο δρόμος –για να σκοντάψεις–
να φέξει ο δρόμος, που σε παίρνει μακριά μου,
ο δρόμος που σε αντλεί από την καρδιά μου.



Από την ποιητική συλλογή «Ορθοστασία» (1957).
Από το βιβλίο: Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία (ποιήματα 1949-1976)», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983, σελ. 94.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΕΡΣΕΔΕΣ ΣΙΜΟΝΕ


Ανάρτησή μο στο γιουτιούμπ:

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MERCEDES SIMONE


NO QUIERO VERTE LLORAR


Antes era yo el que torturaba tu existencia
con mis celos y no te dejaba en paz.
Yo escuchaba tus protestas
sin poderlo remediar.
Antes era yo el que te seguía y no tenia
la alegría de un minuto en mi vivir.
Hoy que logré felicidad al tenerte fe,
dudas de mí.

No, no quiero verte sufrir.
No, no quiero verte llorar.
No quiero que haya dudas,
no quiero que haya sombras
que empañen los encantos
de nuestro dulce hogar.
No, no quiero verte llorar.
No, no quiero verte sufrir.
Amor mío, debes tener confianza,
vos sos toda mi esperanza,
mi alegría de vivir.

Quiero repetirte las palabras que vos antes
me decías cuando me encontraba así.
Por nuestro amor te lo pido.
No debes dudar de mí.
Yo que sé las noches de tortura que es vivir
obsesionado por los celos del amor,
quiero evitarte de una vez tanto pesar,
tanto dolor.


Μουσική: Agustín Magaldi.
Στίχοι: Rodolfo Sciammarella.

ΜΠΟΡΧΕΣ!




JORGE LUÍS BORGES


EL HACEDOR


Somos el río que invocaste, Heráclito.
Somos el tiempo. Su intangible curso
acarrea leones y montañas,
llorado amor, ceniza del deleite,
insidiosa esperanza interminable,
vastos nombres de imperios que son polvo,
hexámetros del griego y del romano,
lóbrego un mar bajo el poder del alba,
el sueño, ese pregusto de la muerte,
las armas y el guerrero, monumentos,
las dos caras de Jano que se ignoran,
los laberintos de marfil que urden
las piezas de ajedrez en el tablero,
la roja mano de Macbeth que puede
ensangrentar los mares, la secreta
labor de los relojes en la sombra,
un incesante espejo que se mira
en otro espejo y nadie para verlos,
láminas en acero, letra gótica,
una barra de azufre en un armario,
pesadas campanadas del insomnio,
auroras, ponientes y crepúsculos,
ecos, resaca, arena, liquen, sueños.
Otra cosa no soy que esas imágenes
que baraja el azar y nombra el tedio.
Con ellas, aunque ciego y quebrantado,
he de labrar el verso incorruptible
y (es mi deber) salvarme.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Elena Barolo.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΣ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΥΒΟΠΟΥΛΟΣ


ΠΑΡΑΠΟΝΙΟΥΝΤΑΙ ΟΙ ΜΑΓΚΕΣ ΜΑΣ


Παραπονιούνται οι μάγκες µας
κι οι αριστοκράτες όλοι
που δεν τους φέρνουνε να πιουν
μαυράκι από την Πόλη.

Έλα βρε μάγκα µου να πιεις
από τον αργιλέ µας
που 'χουµε πολίτικο
μαυράκι στον τεκέ µας.

Ν’ ακούσεις τον Γιοβάν Τσαούς
που παίζει το μπουζούκι
και µε τις όμορφες πενιές
ανάβει το τσιμπούκι.

Και χανουμάκια έμορφα
θα µας τόνε πατάνε
και τσίκα μαύρη έξυπνη
και τσίλιες να φυλάνε.

Γλυκές πενιές θα ακούγανε
να χάσουν το μυαλό τους
πλούσιοι βιομήχανοι
να κάµουν το σταυρό τους

Και αυτοί θα διατάζανε
κάνε και µάς τσιμπούκι
μάγκες να μαστουριάζουμε
να ακούσουμε μπουζούκι.

Και όλα τα ανφάν γκατέ
µες στον τεκέ θα κάτσουν
μπουζούκι για να ακούσουνε
και για να μαστουριάσουν.

Γι αυτό σε λίγο βρε παιδιά
σε τούτη εδώ τη φύση
όλος ο κόσμος κι αν χαθεί
θα βρίσκεται χασίσι.


Στίχοι & Μουσική: Γιοβάν Τσαούς.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΧΕΛ ΒΑΡΓΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ÁNGEL VARGAS


LA PORTEÑITA


La porteñita te llamaban los muchachos,
porque eras todo cuerpo y alma para el tango,
con tu pollera, tu blusita de percal,
eras un poco de arrabal, en los salones milongueando.
Cuando los roncos bandoneones te envolvían,
como una llama la milonga te encendía,
por tu canyengue, tu cadencia y tu compás,
formaban rueda en el salón, para mirarte milonguear.

Al revolear tu florido percal,
mariposita de luz de arrabal,
quién no quedó suspirando,
siguiendo tus vueltas, soñando, soñando.
Si habrás oído palabras de amor,
milonguerita de barrio,
pero tu amor era el tango,
y el tango vivía en tu corazón.

Fuiste famosa de Palermo hasta Corrales,
fuiste la reina de los bailes de arrabales,
rallaba el piso tu taquito compadrón,
marcando un ocho en el salón,
entre el vaivén de tus percales.
Naciste para el tango y el tango fue tu vida,
en mi recuerdo mi nostalgia no te olvida,
esta milonga, compadrita, es para vos,
que te regala mi emoción, como una flor del corazón.



Μουσική: Leo Lipesker.
Στίχοι: Reinaldo Yiso.

ΠΩΣ ΝΑ ΜΙΛΗΣΩ ΤΗ ΣΙΩΠΗ ΣΟΥ ΜΕ ΦΩΝΕΣ;


OCTAVIO PAZ


ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ


Σκιά, τρεμάμενη σκιά των φωνών.
Ο μαύρος ποταμός πνιγμένα μάρμαρα τραβάει.
Για τον σφαγμένο αέρα τί να πω,
για τα ορφανά φωνήεντα
για τ’ όνειρο πώς να μιλήσω;

Σκιά, τρεμάμενη σκιά των φωνών.
Μαύρη σκάλα φλεγόμενα κρίνα.
Πώς να τα πω τα ονόματα, τ’ αστέρια
τ’ άσπρα πουλιά των νυχτερινών πιάνων
και το στιλέτο της σιωπής;

Σκιά, τρεμάμενη σκιά των φωνών.
Αγάλματα στο φεγγάρι λιπόθυμα.
Πώς να πω, καμέλια,
ελάχιστο λουλούδι μέσα στα λουλούδια,
πώς να πω για τη λευκή σου γεωμετρία;

Όνειρο,
πώς να μιλήσω τη σιωπή σου με φωνές;



Από το βιβλίο: Οκτάβιο Παζ, «Η πέτρα του ήλιου και άλλα ποιήματα», μετάφραση: Τάσος Δενέγρης, Ίκαρος, Αθήνα 1993, σελ. 15.


*****************************


NOCTURNO

Sombra, trémula sombra de las voces.
Arrastra el río negro mármoles ahogados.
¿Cómo decir del aire asesinado,
de los vocablos huérfanos,
cómo decir del sueño?

Sombra, trémula sombra de las voces.
Negra escala de lirios llameantes.
¿Cómo decir los nombres, las estrellas,
los albos pájaros de los pianos nocturnos
y el obelisco del silencio?

Sombra, trémula sombra de las voces.
Estatuas derribadas en la luna.
¿Cómo decir, camelia,
la menos flor entre las flores,
cómo decir tus blancas geometrías?

¿Cómo decir, oh Sueño, tu silencio en voces?

Τρίτη 30 Αυγούστου 2011

ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ!


ALFONSINA STORNI


FARO EN LA NOCHE


Esfera negra el cielo
y disco negro el mar.

Abre en la costa, el faro,
su abanico solar.

A quién busca en la noche
que gira sin cesar?

Si en el pecho me busca
el corazón mortal.

Mire la roca negra
donde clavado está.

Un cuervo pica siempre,
pero no sangra ya.

ΧΟΡΕΥΟΥΝ Η ΑΝΤΡΕΑ ΜΙΣΣΕ ΚΑΙ Ο ΧΑΒΙΕ ΡΟΔΡΙΓΕΣ


ΧΟΡΕΥΟΥΝ Η ANDREA MISSE ΚΑΙ Ο JAVIER RODRIGUEZ: EL TANGO ARRABAL

ΑΡΑΙΑ ΚΑΙ ΠΟΥ


ΦΑΙΔΩΝ ο ΠΟΛΙΤΗΣ


ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟ ΠΑΡΑΛΗΡΗΜΑ


Το ότι δεν μ’ αναγνωρίζεις, Κύριε,
δεν σημαίνει και πως δεν υπάρχω.
Είμ’ ο πιστός σου δούλος,
η σκιά σου, Κύριε,
και σαν σκιά σου μόνο ζω,
και σαν σκιά σου μόνο αναπνέω.
Και για τροφή δεν έχω άλλο
από τα λίγα ψίχουλα,
που αραιά και πού,
σε μεγαλόψυχες στιγμές,
απ’ το τραπέζι σου
μου ρίχνεις.



Από το βιβλίο: Φαίδων ο Πολίτης, «Ποιήματα», Εισαγωγή – επιλογή Ντίνου Χριστιανόπουλου, Εκδόσεις Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 16.

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΑΝΔΡΕΑ ΜΠΡΕΤΟΝ



ANDRÉ BRETON


ΤΑ ΓΡΑΠΤΑ ΦΕΥΓΟΥΝ


Το ατλάζι των φύλλων που γυρίζει κανείς στα βιβλία σχηματίζει
  μια γυναίκα τόσο ωραία
Που όταν δεν διαβάζει κανείς την ατενίζει με λύπη
Χωρίς να τολμά να της μιλήσει χωρίς να τολμά να της πει πως είναι
  τόσο ωραία
Που αυτό που πρόκειται να μάθουμε δεν έχει τιμή
Αυτή η γυναίκα περνά ανεπαισθήτως μέσα σε θρόισμα λουλουδιών
Καμιά φορά στρέφεται μέσα στις τυπωμένες εποχές
Και ζητά την ώρα ή καμώνεται πως κοιτάζει τα κοσμήματα κατάματα
Όπως δεν κάνουν τ' αληθινά πλάσματα
Και ο κόσμος πεθαίνει ένα ρήγμα δημιουργείται στα δακτυλίδια
  του αέρος
Ένα σχίσμα στην θέσι της καρδιάς
Οι πρωινές εφημερίδες φέρνουν αοιδούς των οποίων η φωνή έχει το
  χρώμα της άμμου πάνω σε ακτές απαλές και κινδυνώδεις
Και καμιά φορά οι βραδυνές αφήνουν να περάσουν κάτι πολύ νέα
  κοριτσάκια που οδηγούν θηρία αλυσοδεμένα
Μα το πιο ωραίο είναι στα ενδιάμεσα διαστήματα ορισμένων γραμμάτων
Όπου χέρια πιο λευκά από το κέρας των αστεριών το μεσημέρι αφανίζουν
  μια φωλιά λευκών χελιδονιών
Για να βρέχει πάντοτε.

Τόσο χαμηλά τόσο χαμηλά που τα φτερά δεν μπορούνε πια να σμίξουν.
Χέρια απ' όπου ανεβαίνει κανείς σε μπράτσα τόσο ελαφρά που η άχνα
  των λειβαδιών στα χαριτωμένα της κυματιστά περιπλέγματα πάνω
  από τις λίμνες είναι ο ατελής τους καθρέφτης
Μπράτσα που δεν εναρθρώνονται με τίποτε άλλο παρά με τον εξαιρετικό
  κίνδυνο ενός σώματος καμωμένου για τον έρωτα
Του οποίου η κοιλιά καλεί τους στεναγμούς που ξέφυγαν από θάμνους
  γιομάτους πέπλους
Και που δεν έχει τίποτε το εγκόσμιο εκτός από την αχανή παγωμένη
  αλήθεια των ελκύθρων των βλεμμάτων επί της κατάλευκης εκτάσεως
Αυτού που δεν θα ξαναδώ πια
Εξ αιτίας ενός θαυμαστού ματόδεσμου
Που φορώ στο παιχνίδι της τυφλόμυγας των τραυμάτων.


Μετάφραση: Ανδρέας Εμπειρίκος.
Από το βιβλίο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "... δεν άνθησαν ματαίως - Ανθολογία Υπερρεαλισμού", Νεφέλη, Αθήνα 1980, σελ. 277-278.



*********************************


LES ECRITS S’EN VONT

Le satin des pages qu'on tourne dans les livres moule une femme
  si belle
Que lorsqu'on ne lit pas on contemple cette femme avec tristesse
Sans oser lui parler sans oser lui dire qu'elle est si belle
Que ce qu'on va savoir n'a pas de prix
Cette femme passe imperceptiblement dans un bruit de fleurs
Parfois elle se retourne dans les saisons imprimées
Et demande l'heure ou bien encore elle fait mine de regarder des
  bijoux bien en face
Comme les créatures réelles ne font pas
Et le monde se meurt, une rupture se produit dans les anneaux d'air
Un accroc à l'endroit du coeur
Les journaux du matin apportent des chanteuses dont la voix a la
  couleur du sable sur des rivages tendres et dangereux
Et parfois ceux du soir livrent passage à de toutes jeunes filles qui
   mènent des bêtes enchaînées
Mais le plus beau c'est dans l'intervalle de certaines lettres
Où des mains plus blanches que la corne des étoiles à midi
Ravagent un nid d'hirondelles blanches
Pour qu'il pleuve toujours
Si bas si bas que les ailes ne s'en peuvent plus mêler
Des mains d'où l'on remonte à des bras si légers que la vapeur des
   prés dans ses gracieux entrelacs au-dessus des étangs est leur
   imparfait miroir
Des bras qui ne s'articulent à rien d'autre qu'au danger exceptionnel
   d'un corps fait pour l'amour
Dont le ventre appelle les soupirs détachés des buissons pleins de
   voiles
Et qui n'a de terrestre que l'immense vérité glacée des traîneaux de
   regards sur l'étendue toute blanche
De ce que je ne reverrai plus
A cause d'un bandeau merveilleux
Qui est le mien dans le colin-maillard des blessures.

ΡΟΜΠΕΡ ΝΤΕΣΝΟΣ!




ROBERT DESNOS


LA COLOMBE DE L'ARCHE


Maudit
soit le père de l'épouse
du forgeron qui forgea le fer de la cognée
avec laquelle le bûcheron abattit le chêne
dans lequel on sculpta le lit
où fut engendré l'arrière-grand-père
de l'homme qui conduisit la voiture
dans laquelle ta mère
rencontra ton père !



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Bianca Brandolini.

ΣΤ’ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΜΗΤΣΙΑΣ


ΣΤ’ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ


Χτύπα τρεις φορές
κι αν κανείς δε σου μιλήσει,
χτύπα τρεις φορές
κι αν κανένας δε φανεί,
έλα να με βρεις
στου παράδεισου τη βρύση,
έλα για ν' ακούσεις
της καρδιάς μου τη φωνή.

Όλο περπατάω
μα πού πάω, πού να πάω;
Όνειρα κι αγάπες
έχουν όλα προδοθεί.
Τώρα οδοιπόρος
τραβάω για τ' Άγιον Όρος,
αχ τον κόσμο τούτονε
τον έχω βαρεθεί.

Ψάξε να με βρεις
κάπου στη Μακεδονία,
ψάξε να με βρεις
κάπου στη Χαλκιδική
κι αν δεν είμ' εκεί
μη σε πιάνει αγωνία,
ψάξε πάλι αγάπη μου
την άλλη Κυριακή.



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.
Μουσική: Δήμος Μούτσης.

ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ:

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΠΑΝΟΣ ΓΑΒΑΛΑΣ


ΚΑΠΟΙΟ ΠΡΩΙΝΟ ΣΤΟΝ ΠΕΙΡΑΙΑ


Κάποιο πρωινό στον Πειραιά
έφυγες καρδιά μου για την ξενιτιά.
Έφυγες καρδιά μου, για την ξενιτιά
κι ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή
έφυγες και έσβησε το φως απ' τη γη.
Κι ήσουν τ' αστέρι μου
το φωτεινό
σ' έχασα ταίρι μου
και τώρα πονώ.

Κάποιο πρωινό στον Πειραιά
έφυγες καρδιά μου, για την ξενιτιά.

Κάποιο πρωινό ξημέρωσε
έφυγες και ο πόνος με μαχαίρωσε.
Τώρα που σ' έχασα... σ' αναζητώ.
Που νά 'σαι αγάπη μου, τους γλάρους ρωτώ.
Με χίλια κύματα
και με πουλιά
σου στέλνω αγάπη μου
χιλιάδες φιλιά.

Κάποιο πρωινό, ξημέρωσε
έφυγες και ο πόνος με μαχαίρωσε.

Ήσουν ο ήλιος μου κι η χρυσαυγή,
έφυγες και έσβησε το φως απ' τη γη.
Κι ήσουν τ' αστέρι μου
το φωτεινό
σ' έχασα ταίρι μου
και τώρα πονώ.

Κάποιο πρωινό στον Πειραιά
έφυγες καρδιά μου, για την ξενιτιά.



Στίχοι: Χρήστος Κολοκοτρώνης.
Μουσική: Μίκης Θεοδωράκης.

Δευτέρα 29 Αυγούστου 2011

ΑΠ' ΤΩΝ ΣΕΛΙΔΩΝ ΤΟ ΒΥΘΟ


ΚΩΣΤΑΣ ΚΟΥΤΣΟΥΡΕΛΗΣ


ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ


Σ’ αυτό το μαυσωλείο των λέξεων
κάθε σελίδα φρουρεί
μιά μνήμη αβέβαιη,
μιά σκονισμένη αθανασία.

Κάποτε,
σ’ ώρες απρόβλεπτες,
ένας ξένος ξεφυλλίζει αργά το κενό
κι απ’ των σελίδων το βυθό
μιά παγωμένη μουσική
παίρνει να τρίζει.



Από το βιβλίο: Κώστας Κουτσουρέλης, «de arte amandi», Νεφέλη, Αθήνα 2004, σελ. 14.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΜΕΡΛΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALBERTO MERLO: EL LUNAR DE MI TROPILLA

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΣΤΡΑΤΟΣ ΠΑΓΙΟΥΜΤΖΗΣ


ΟΤΑΝ ΣΤΑ ΚΕΝΤΡΑ ΣΕ ΠΗΓΑΙΝΩ


Όταν τα βράδια μες στα κέντρα σε πηγαίνω
και όλοι τριγύρω σε κοιτάζουνε στα μάτια
να μην τολμήσεις, να προσέξεις, μην τυχόν παρεκτραπείς
γιατί να ξέρεις πώς θα παραξηγηθείς.

Δεν θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι
γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι
που μας τα κάνετε όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή
δε θα με γράψεις για κορόιδο δηλαδή.

Μη σου περάσει από το νου πως σε ζηλεύω
και πως μπορείς εσύ να μ' έχεις για ρεζέρβα
απλώς σου κάνω θεωρία μην τυχόν παρεκτραπείς
γιατί να ξέρεις πως θα παραξηγηθείς.


Στίχοι & μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης.

Ο ΠΑΠΑΔΙΤΣΑΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΥΒΑΝ ΓΚΟΛ


YVAN GOLL (1891-1950)


Η ΑΛΜΥΡΗ ΛΙΜΝΗ


Το φεγγάρι γλείφει σα χειμωνιάτικο ζώο το αλάτι των χεριών σου,
Μα τα μενεξεδιά μαλλιά σου αφρίζουν σαν ένας θάμνος κουφοξυλιάς,
Που μέσα του κραυγάζει ο μικρός έμπειρος μπούφος.

Ιδού για μάς χτισμένη η ζηλεμένη ονειροπολιτεία,
Που οι δρόμοι της είναι μαύροι και άσπροι.
Συ περπατάς πάνω στο σπιθοβόλο χιόνι της ελπίδας,
Για μένα στήνονται τα σίδερα της σκοτεινής γνώσης.

Κατάντικρυ στον ουρανό είναι τα σπίτια με κιμωλία ζωγραφισμένα
Κι οι πόρτες τους από χυτό μολύβι·
Ψηλά μονάχα κάτω απ’ την κορφή φυτρώνουν κίτρινα κεριά
Σαν πρόκες σε αναρίθμητες νεκρόκασσες.

Όμως σε λίγο θά ’μαστε στην αλμυρή λίμνη.
Εκεί τα παγοπούλια μάς παραμονεύουν με τα μακριά τους ράμφη,
Που όλη τη νύχτα με γυμνά χέρια τα παλεύω,
Πριν από μας τα ζεστά πούπουλά τους ετοιμάζουν τη φωλιά.


Μετάφραση: Δ.Π. Παπαδίτσας.


Από το βιβλίο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "... δεν άνθησαν ματαίως - Ανθολογία Υπερρεαλισμού", Νεφέλη, Αθήνα 1980, σελ. 263.


*****************************************


LE LAC SALÉ

La lune lèche, animal de l'hiver, le sel de tes mains,
mais ta chevelure écume, violette, comme un seringa,
et la chouette experte y lance des appels.
Voici, bâtie pour nous, la ville quêtée de nos rêves,
où les rues sont toutes noires et blanches,
tu t'avances dans la neige scintillante des promesses,
à moi sont dévolus les rails de l'intellect obscur.
Les maisons ont été dessinées à la craie sur le ciel,
leurs portes sont de plomb fondu ;
seuls, en haut, sous les faîtes, poussent des chandelles jaunes,
comme autant de clous pour des cercueils sans nombre.
Mais bientôt nous la quitterons pour le lac de sel.
Là viendront nous épier les alcyons aux becs longs,
contre lesquels je me battrai, toute la nuit, de mes mains nues,
avant que leur duvet nous serve de chaude couche.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΛΙΛΑ ΝΤΑΟΥΝΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η LILA DOWNS: PERFUME DE GARDEÑAS

ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΠΕΡΕ!





BENJAMIN PÉRET


PARLE-MOI


Le noir de fumée le noir animal le noir noir
se sont donné rendez-vous entre deux monuments aux morts
qui peuvent passer pour mes oreilles
ou l’écho de ta voix de fantôme de mica marin
répète indéfiniment ton nom
qui ressemble tant au contraire d’une éclipse de soleil
que je me crois quand tu me regardes
un pied d’alouette dans une glacière dont tu ouvrirais la porte
avec l’espoir d’en voir s’échapper une hirondelle de pétrole enflammé
mais du pied d’alouette jaillira une source de pétrole flambant
si tu le veux
comme une hirondelle
veut l’heure d’été pour jouer la musique des orages
et la fabrique à la manière d’une mouche
qui rêve d’une toile d’araignée de sucre
dans une verre d’œil
parfois bleu comme une étoile filante réfléchie par un œuf
parfois vert comme une source suintant d’une horloge




Το υλκό της ανάρτησης μάς τό έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Heidi Montag.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΦΡΕΔΟ ΔΕ ΑΝΧΕΛΙΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALFREDO DE ANGELIS


SOÑAR Y NADA MAS


No despiertes si sueñas amores,
niña hermosa, que amar es soñar.
Despertar es quebrar ilusiones
y hallar entre sombras la amarga verdad.
No despiertes si vives soñando
y en tu mente hay torrentes de sol;
y en tus sueños se encienden suspiros
que te cercan y acallan tu voz.

Soñar y nada más
con mundos de ilusión.
Soñar y nada más
con un querer arrobador.
Soñar que tuyo es él
y vive para ti.
Soñar, siempre soñar
que dicen que el amor
es triste despertar.
Soñar y nada más,
con noches de quietud
que misteriosas van
cantando amor y beatitud.
Volar a las estrellas
de divinos resplandores
y en esa eternidad
vivir un ideal.
Soñar y nada más.

Soñar y nada más,
con noches de quietud
que misteriosas van
cantando amor y beatitud.
Volar a las estrellas
de divinos resplandores
y en esa eternidad
vivir un ideal.
Soñar y nada más.



Στίχοι: Ivo Pelay.
Μουσική: Francisco Canaro.

Κυριακή 28 Αυγούστου 2011

ΠΑΙΖΕΙ Ο ΧΑΒΙΕ ΚΑΣΑΓΙΑ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΠΑΙΖΕΙ Ο JAVIER CASALLA: LA CUMPARSITA

ΣΕ ΚΟΜΠΟΥΣ ΕΡΩΤΙΚΟΥΣ


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ


[ΜΑΣ ΚΛΕΙΣΑΝΕ ΤΙΣ ΠΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΟΝΕΙΡΟΥ]


Μας κλείσανε τις πόρτες του ονείρου
γκρεμίσανε τα σπίτια σας, ω θύματα μητέρων
φάγετε φρέσκα ανθρώπινα κορμιά
πιέτε δροσερά υγρά
δάκρυ γονιού ας μολύνει το πρόσωπό σας
δέστε και ξαναδέστε τα κορμιά σας
σε κόμπους ερωτικούς
κι άμα τα παγώσει ο χρόνος
τριάμισυ τριαντάφυλλα ας πέσουν στην φωτιά.



Από το βιβλίο: Νικόλαος Κάλας, «Οδός Νικήτα Ράντου», Ίκαρος, Αθήνα 1977, σελ. 127.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΝΝΑ ΚΑΖΑΛΙΝΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ANNA CASALINO


SEBBEN CHE SIAMO DONNE


Sebben che siamo donne
paura non abbiamo
per amor dei nostri figli
per amor dei nostri figli
sebben che siamo donne
paura non abbiamo
per amor dei nostri figli
in lega ci mettiamo

A oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori, e noialtri lavoratori
a oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori vogliam la libertà

E la libertà non viene
perché non c’è l’unione
crumiri col padrone
crumiri col padrone
e la libertà non viene
perché non c’è l’unione
crumiri col padrone
son tutti da ammazzar

A oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori, e noialtri lavoratori
a oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori vogliam la libertà

Sebben che siamo donne
Paura non abbiamo
abbiam delle belle buone lingue
abbiam delle belle buone lingue
sebben che siamo donne
paura non abbiamo
abbiam delle belle buone lingue
e ben ci difendiamo

A oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori, e noialtri lavoratori
a oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori vogliam la libertà

E voialtri signoroni
che ci avete tanto orgoglio
abbassate la superbia
abbassate la superbia
e voialtri signoroni
che ci avete tanto orgoglio
abbassate la superbia
e aprite il portafoglio

A oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori, e noialtri lavoratori
a oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori
I vuruma vess pagà
A oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori, e noialtri lavoratori
a oilì oilì oilà e la lega crescerà
e noialtri lavoratori vogliam la libertà

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΖΟΒΑΝΝΑ ΝΤΑΦΦΙΝΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η GIOVANNA DAFFINI: AMORE MIO NON PIANGERE

ΜΠΡΕΤΟΝ!




ANDRÉ BRETON


MOINS DE TEMPS


Moins de temps qu’il n’en faut pour le dire, moins de larmes qu’il n’en faut pour mourir, j’ai tout compté, voilà. J’ai fait le recensement des pierres; elles sone au nombre de mes doigts et de quelques autres; j’ai distribué des prospectus aux plantes, mais toutes n’ont pas voulu les accepter. Avec la musique j’ai lié partie pour une seconde seulement et maintenant je ne sais plus que penser du suicide, car si je veux me séparer de moi-même, la sortie est de ce côté et, j’aoute malicieusement: l’entrée, la rentrée de cet autre côte. Tu vois ce qu’il te reste à faire. Les heures, le chagrin, je n’en tiens pas un compte raisonnable; je suis seul je regarde par la fenêtre; il ne passe personne, ou plutôt personne ne passe (je souligne passe). Ce Monsieur, vous ne le connaissez pas? c’est M. Lemême. Je vous présente Madame Madame. Et leurs enfants. Puis je reveins sue mes pas, mes pas reviennent aussi, mais je ne sais pas exactement sue quoi ils reviennent. Je consulte un horaire; les noms de villes ont été remplacés par des noms de personnes qui m’ont touché d’assez près. Irai-je à A, retournerai-je à B, changerai-je à X? Oui, naturellement je changerai à X. Porvu que je ne manque pas la correspondance avec l’ennui! Nous y sommes: l’ennui, les belles parallèles, ah! Que les parallèles sont belles sous la perpendiculaire de Dieu.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εκλεκτή φίλη του ιστολογίου κ. Juliette Binoche.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΝΤΟΜΕΝΙΚΟ ΜΟΝΤΟΥΝΙΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο DOMENICO MODUGNO: MALARAZZA

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΓΑΡΔΕΛ


Η ανάρτηση αφιερώνεται στην φίλη Tania Alegria

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS GARDEL


ARRABAL AMARGO


Arrabal amargo
metido en mi vida,
como la condena
de una maldición.
Tus sombras torturan
mis horas sin sueño,
tu noche se encierra
en mi corazón.
Con ella a mi lado
no vi tus tristezas,
tu barro y miserias,
ella era mi luz.
Y ahora, vencido,
arrastro mi alma,
clavao a tus calles
igual que una cruz.

Rinconcito arrabalero,
con el toldo de estrellas
de tu patio que quiero.
Todo, todo se ilumina,
cuando ella vuelve a verte
y mis viejas madreselvas
están en flor para quererte.
Como una nube que pasa
mis ensueños se van,
se van, no vuelven más.

A nadie digas
que ya no me quieres.
Si a mí me preguntan
diré que vendrás.
Y así cuando vuelvas,
mi almita, te juro,
los ojos extraños
no se asombrarán.
Verás cómo todo
te esperaba ansioso:
mi blanca casita
y el lindo rosal...
Y cómo de nuevo
alivia sus penas
vestido de fiesta
mi viejo arrabal.



Μουσική: Carlos Gardel.
Στίχοι: Alfredo Le Pera.

ΟΠΟΙΟΝ ΕΤΥΧΕ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ


ΝΑΝΟΣ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗΣ


ΤΟ ’ΝΑ ΜΕΣΑ ΣΤ’ ΑΛΛΟ


Τα πάντα αλλάζουνε γίνονται τό ’να τ’ άλλο
Τα ξύλα γίνονται πέτρες τα δέντρα σύννεφα
Οι γυναίκες άντρες τα φύλλα θάλασσες
Τα φτερά πηγάδια τα μάτια αέρας
Τα σερτάρια μέταλλα τα λουλούδια νους
Τα γράμματα και οι γραφές γίνονται
Αναλφάβητα τ’ ωραίο γίνεται κτήνος
Τ’ αρσενικό ουδέτερο το μυστήριο φανερώνεται
Η ελπίδα τυφλώνεται όπως ο πλούτος
Τα πάντα είναι τηλεσκόπια και τίποτα δεν είναι
Σίγουρα ό,τι θα γίνει ή δε θα γίνει
Όλα είναι το ένα μέσα στ’ άλλο πέτρες
Ποτάμια τρέχουνε από τα δάχτυλά του
Οι λέξεις τους είναι τουλίπες
Η αγάπη του είναι στέρνα είναι τραπέζι
Μιά πολυθρόνα κάθεται μες στο δεξί του μάτι
Το περιβόλι του παραθυριού είναι ένα
Κοιμητήριο φύλλων η αγορά είναι παρθένα
Και η δροσιά του δειλινού μιά στραβοτιμονιά
Μιά βελόνα τεντώνει την κλωστή της ώσπου να σπάσει
Ένα πόδι μασάει την αλυσίδα του ένας χαρταετός
Γίνεται σκύλος και δαγκώνει όποιον έτυχε να περάσει
Ένα παιδί ορφανό γίνεται η μητέρα ενός άλλου
Ένας τίτλος γίνεται άπορος και παντρεύεται
Ό,τι υπάρχει ζει τα μέταλλα μέσα στη γη
Οι πέτρες μες στο χώμα απόδειξη πως μαραίνονται
Άμα τα ξεριζώσεις ο κόσμος είναι τρομερός
Δανείζει και δανείζεται αλλάζει χρώμα
Δε λέγεται πιά όπως λέγεται είναι
Τέρας χελώνα ντιβάνι καναπές μπούτι γκαζιέρα
Και μαλλί ξανθό γύρω από ένα γυναικείο φύλλο.



Από το βιβλίο: Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "... δεν άνθησαν ματαίως - Ανθολογία Υπερρεαλισμού", Νεφέλη, Αθήνα 1980, σελ. 62-63.

ΜΟΝΟ Ο ΑΝΕΜΟΣ


CÉSAR MORO (1903-1956)


ΜΑΧΗ ΣΤΟ ΧΕΙΛΟΣ ΕΝΟΣ ΚΑΤΑΡΡΑΧΤΗ


Να κρατάς ώρες μες στα χέρια σου έναν ίσκιο
Το κεφάλι στραμμένο στον ήλιο
Η θύμησή σου με κυνηγάει ή με ποδοσέρνει δεν έχει αντίδοτο
Δεν έχει συνέχεια δεν έχει φρένο καταφύγιο λέξεις αέρα
Ο χρόνος αλλάζει ρημαγμένο γίνεται σπίτι
Σε κάτι ακμές δέντρων σαν μεσημβρινούς εκεί όπου διαλύεται
  καπνός η εικόνα σου
Η γεύση η πιο πικρή που γνώρισε η ανθρώπινη ιστορία
Η λάμψη η επιθανάτια και ο ίσκιος
Το άνοιξε-κλείσε όσων θυρών οδηγούνε στου ονόματός σου
  τη μαγεμένη χώρα
Εκεί όπου τα πάντα μοιάζουνε
Ένας απέραντος χορτόκαμπος ξερός φαλακρός και μόνο
  με κοτρώνια ερμηνεύσιμα
Χέρι πάνω σε κεφάλι κομμένο
Τα πόδια
Το μέτωπό σου
Η κατακλυσμιαία σου ράχη
Η όμβρια κοιλιά σου με αντερείσματα σπινθήρες
Μιά πέτρα που γυρνάει μιάν άλλη που σηκώνεται και κοιμάται
  σε στάση ορθίου
Ένα άλογο γητεμένο ένα πέτρινο δεντρί ένα πέτρινο κλινάρι
Ένα στόμα πέτρινο κι εκείνη η έκλαμψη που πότε-πότε
  με τυλίγει και με σφίγγει
Να μου εξηγήσει με γραφή νεκρή τις μυστηριακές επιμηκύνσεις
  των χεριών σου που γυρνάνε με όψη απειλητική
    μιας καμαρούλας φτωχικιάς με κόκκινη κουρτίνα
      που ανεμίζει μπρος από την κόλαση
Τα σεντόνια ο ουρανός της νύχτας
Ο ήλιος ο αέρας η βροχή ο άνεμος
Μόνο ο άνεμος που φέρει τ’ όνομά σου


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΟΛΓΑ ΟΡΟΣΚΟ!


OLGA OROZCO (1920-1999)


POEMA AL PIE DE LA LETRA


El tribunal es alto, final y sin fronteras.
Sensible a las variaciones del azar como la nube o como el fuego,
registra cada trazo que se inscribe sobre los territorios insomnes
  del destino.
De un margen de la noche a otro confín, del permiso a la culpa,
dibujo con mi propia trayectoria la escritura fatal, el ciego testimonio.
Retrocesos y avances, inmersiones y vuelos, suspensos y caídas
componen ese texto cuya ilación se anuda y desanuda con las
  vacilaciones,
se disimula con la cautela del desvío y del pie sobre el vidrio,
se interrumpe y se pierde con cada sobresalto en sueños del cochero.
¿Y cuál ser? el sentido total, el que se escurre como la bestia de la
  trampa
y se oculta a morir entre oscuras malezas dejándome la piel
o huye sin detenerse por los blancos de las encrucijadas,
  laberinto hacia adentro?
Delación o alegato, no alcanzo a interpretar las intenciones del
  esquivo mensaje.
Difícil la lectura desde aqu? donde violo la ley soy el instrumento,
donde aciertos y errores se propagan como una ondulación,
un vicio del lenguaje o las disciplinadas maniobras de una peste,
y cambian el color de todo mi prontuario en adelante y hacia atrás.
Pero hay alguien a quien no logra despistar la ignorancia,
alguien que lee aun bajo las tachaduras y los desmembramientos
  de mi caligrafía
mientras se filtra el sol o centellea el mar entre dos líneas.
Impresa est? con sangre mi confesión; sellada con ceniza.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΓΚΑΝΣ ΕΝ ΡΟΟΥΖΕΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ GUNS 'N' ROSES: DON'T CRY

Ο ΝΕΟΣ ΠΡΟΦΗΤΗΣ


ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ


ΚΑΦΦΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΚΟΜΗΤΕΣ ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ

οι ταξιδιώτες ήρθαν κι' έφυγαν
κεκηρυγμένοι εχθροί της ίδιας λησμονιάς και του
  ίδιου πάθους
υλοτόμοι πάντα του ίδιου πόθου
και μπροστά τους ν' απλώνωνται όσο παίρνει το μάτι
  κι' η καρδιά
τα ίδια μαύρα κουρελιασμένα σύννεφα
να μπλέχουν στα κατάρτια τους
να σκουριάζουνε τις άγκυρές τους
ναν τους σφυράν κρυφά μέσα στ' αυτί με τη μπουρού
την ίδια οδύνη

λες ένα κίτρινο χρυσό
λαμπερό
να βάψη αυτό το μαύρο αισχρό και θλιβερό τοπίο
που το τρυπούν σκληρά
τα νυσταγμένα φώτα των ηλεκτρικών λαμπτήρων
τα νυσταγμένα φώτα μιας αξιοδάκρυτης ―ιδανικής―
  πορνείας
και της ψωριάρικιας γκαμήλας το νυσταλέο «che vuoi ?»

λες ;

σκέψου πως είν' αδύνατο
πως είναι κι' απολύτως περιττό να ξεφωνίσης και να πης
όλη τούτη τη φλόγα
όπου τρώει τα σωθικά σου
και την κρατάς
ε, συ !
τόσο καλά
τόσο σφιχτά
τόσο βαθειά φυλακισμένη
μέσα σου

οι ταξιδιώτες λες εφύγαν ήρθανε
ελύσανε τα μάγια
λύσανε τις πριμάτσες
που τους κρατούσανε δεμένους στο μουράγιο
; δεν είταν
ένας χορός ευγενικά θλιμμένος
όλες τούτες οι εξάρσεις των νοσταλγών
που σβει το κύμα
ως δαγκάνει λυσσαγμένο
των πεύκων των αναμαλλιάρικων το δίχτυ ;
των πεύκων που εμεταμφιέστηκαν μόνο γι' απόψε
μόνο
για να γενούν κομήτες ;

ένα πουλί θαλασσινό τανύζει
τα φτερά του
λέει:
«εσύ 'σαι
ο νέος προφήτης
μέσα στην τάφρο των δικών σου λιονταριών»



Από την ποιητική συλλογή «Ελευσις» (1948)
Από το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, «Ποιήματα» τ. Β΄, Ίκαρος, Αθήνα, 1977, σελ. 127-129.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΟΥΡΟΛΟ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ
Αφιερώνεται στους φίλους Τάνια και Σπύρο Γερακάρη


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Ο ROBERTO MUROLO


LUNA CAPRESE


Ohéee!...
Cu me cantate 'sta canzone...
vuje ca suffrite 'e ppene de ll'ammore...
Capre,
ve pò 'ncantá cu na parola...

Só' accumparute 'e stelle a primma sera,
tutta Tragára luce 'mmiez'ô mare...
na fascia 'argiento sott''e Faragliune
e nu mistero 'int'a 'sta notte chiara.
Notte 'e silenzio e i', mo, chesta canzone,
cantá vulesse a chi mm'ha affatturato...

Tu, luna luna tu, luna caprese,
ca faje sunná ll'ammore a 'e 'nnammurate...
adduorme a nénna mia ca sta scetata
e falla 'nnammurá cu na buscía.
Tu, luna luna tu, luna busciarda,
famme passá sti ppene 'e gelusia
e fa' ca nénna fosse tutt''a mia...
Tu, luna luna tu... Luna caprese!...

E mo ca pure 'o mare s'è addurmuto
e 'e nnuvole, li stelle, hanno stutato,
dint'a sti bbracce meje, passione amara,
io te vurría tené cu nu respiro...
Ma è inutile, è destino, ca stu core,
canta surtanto pe' chi dice no!

Tu, luna luna tu, luna caprese,
ca faje sunná ll'ammore a 'e 'nnammurate...
adduorme a nénna mia ca sta scetata
e falla 'nnammurá cu na buscía.
Tu, luna luna tu, luna busciarda,
famme passá sti ppene 'e gelusia
e fa' ca nénna fosse tutt''a mia...
Tu, luna luna tu... Luna caprese!...



Στίχοι: Luigi Ricciardi.
Μουσική: Augusto Cesareo.

Σάββατο 27 Αυγούστου 2011

ΥΒΑΝ ΓΚΟΛ!




YVAN GOLL (1891-1950)


ICH LIEBE


Aus beiden Augen strahlt meine goldene Liebe
In beiden Händen zittert die furchtsame Liebe
In meinen Schläfen klopft die gefangene Liebe
Mein Lied ist Liebe
Mein Schweigen ist Liebe
Mein Tanz ist Liebe
Meine Krankheit ist Liebe
Der Frühling ist Liebe
November ist Liebe
Ich lebe aus Liebe
Ich sterbe vor Liebe



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογιου κ. Elizabeth Ηurley.

ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΟΤΕΡΩΝ


ROBERT DESNOS


ΓΙΑ ΤΟ ΧΑΤΗΡΙ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ


Να γλιστρώ μες στον ίσκιο σου για το χατήρι της νύχτας.
Ν’ ακολουθώ τα βήματά σου, τον ίσκιο σου ν’ ακολουθώ
   στο παράθυρο.
Ο ίσκιος τούτος στο παράθυρο είσ’ εσύ, δεν είν’ άλλη,  ε σ ύ  είσαι.
Μην ανοίγεις τούτο το παράθυρο – πίσω απ’ τις κουρτίνες του
   σαλεύεις, κινείσαι.
Κλείσε τα μάτια.
Να σ’ τα σφαλίσω θά ’θελα με τα χείλη μου.
Μα ανοίγει το παράθυρο και ο άνεμος, ο άνεμος που
   τρεμοπαίζει παράξενα τη φλόγα και τη σημαία, μου
    ντύνει τη φυγή με το παλτό σου
Ανοίγει το παράθυρο: δεν είσαι εσύ.
Αυτό εγώ το εγνώριζα καλά εκ των προτέρων.




Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΝΤΗΠ ΠΕΡΠΛ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ DEEP PURPLE: BLACK NIGHT

ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΑΙ...


Τί να σχολιάσεις;...

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΥΣΑΝΑ ΡΙΝΑΛΔΙ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SUSANA RINALDI


SUR


San Juan y Boedo antiguo y todo el cielo,
Pompeya y, más alla, la inundación,
tu melena de novia en el recuerdo,
y tu nombre flotando en el adios...
La esquina del herrero barro y pampa,
tu casa, tu vereda y el zanjon
y un perfume de yuyos y de alfalfa
que me llena de nuevo el corazón.

Sur... paredón y después...
Sur... una luz de almacen...
Ya nunca me veras como me vieras,
recostado en la vidriera
y esperandote,
ya nunca alumbrare con las estrellas
nuestra marcha sin querellas
por las noches de Pompeya.
Las calles y las lunas suburbanas
y mi amor en tu ventana
todo ha muerto, ya lo se.

San Juan y Boedo antiguo, cielo perdido,
Pompeya y, al llegar al terraplen,
tus veinte años temblando de cariño
bajo el beso que entonces te robe.
Nostalgia de las cosas que han pasado,
arena que la vida se llevo,
pesadumbre del barrio que ha cambiado
y amargura del sueño que murio.

Sur... paredón y después...
Sur... una luz de almacen..



Μουσική: Aníbal Troilo.
Στίχοι: Homero Manzi.

ΜΟΥΣΑ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΕΝΑ ΤΑΝΓΚΟΣΟΝΕΤΤΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΝΗ ΚΟΝΣΟΥΕΛΟ ΡΙΝΚΟΝ, ΜΟΥΣΑ ΕΥΦΑΝΤΑΣΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ


Στις χαύνες κόγχες της τσιμπάνε
πουλιά, που αντί φτερά ανεμίζουν
φωλιές, κι οι φύλακες νομίζουν
το βάθος των θαυμάτων θά ’ναι

σε λάκους-θύλακους, και σπάνε
τα αιρετικά ρητά, ως σαλπίζουν
ατέρμονα ό,τι γαλβανίζουν
με αρμόνικες που φτερακάνε.

Κυλινδρικές μες στο καμίνι
μασάει φωτιές η Κονσουέλο
που ’χει αναμμένο, και καλλύνει

με ασετυλίνες το μπορντέλο
προβάροντας στου νου την κλίνη
το τυρκουάζ της Δάφνης βέλο.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΤΣΑΒΕΛΑ ΒΑΡΓΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CHAVELA VARGAS: PALOMA NEGRA

Ο ΝΕΖΒΑΛ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΠΕΡΕ



BENJAMIN PÉRET


PŮJDU CHCEŠ-LI


Byl velký dům
Nad nímž plaval ohnivý potápěč
Byl velký dům
Opásaný kapucemi a zlatými helmami
Byl velký dům
Plný skla a krve
Byl velký dům
Stojící uprostřed močálů
Byl velký dům
Jehož majitel byl slaměný
Jehož majitel byl buk
Jehož majitel byl dopis
Jehož majitel byl chlup
Jehož majitel byl zub
Jehož majitel byl zatáčka
Jehož majitel byl upír
Jehož majitel byl zuřivá kráva
Jehož majitel byl kopanec
Jehož majitel byl tornádo
Jehož majitel byl kymácivá loďka
Jehož majitel byl karmaňola
Jehož majitel byl náhlé úmrtí
Řekněte řekněte mi kde je ten velký dům


Μετάφραση: Vítězslav Nezval.


*********************************


J’IRAI VEUX-TU

Il était une grande maison
sur laquelle nageait un scaphandrier de feu

Il était une grande maison
ceinte de képis et de casques dorés

Il était une grande maison
pleine de verre et de sang

Il était une grande maison
debout au milieu d'un marécage

Il était une grande maison
dont le maître était de paille
dont le maître était un hêtre
dont le maître était une lettre
dont le maître était un poil
dont le maître était une rose
dont le maître était un soupir
dont le maître était un virage
dont le maître était un vampire
dont le maître était une vache enragée
dont le maître était un coup de pied
dont le maître était une voix caverneuse
dont le maître était une tornade
dont le maître était une barque chavirée
dont le maître était une fesse
dont le maître était la Carmagnole
dont le maître était la mort violente

Dites-moi dites-moi où est la grande maison

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΦΑΚΟΥΝΔΟ ΚΑΒΡΑΛ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο FACUNDO CABRAL: NO SOY DE AQUÍ NI DE ALLÁ

Παρασκευή 26 Αυγούστου 2011

ΡΙΤΣΟΣ ΣΑΝ ΣΟΛΩΜΟΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΜΟΝΟΧΟΡΔΟ 198


Βαθύ νερό του πηγαδιού τ' αγάλματα ποτίζει.



Από την ποιητική συλλογή "Μονόχορδα" (1979).

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΓΑΡΔΕΛ




ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο CARLOS GARDEL


VOLVIÓ UNA NOCHE


Volvió una noche, no la esperaba,
había en su rostro tanta ansiedad
que tuve pena de recordarle
lo que he sufrido con su impiedad.
Me dijo humilde: "Si me perdonas,
el tiempo viejo otra vez vendrá.
La primavera es nuestra vida,
verás que todo nos sonreirá"

Mentira, mentira, yo quise decirle,
las horas que pasan ya no vuelven más.
Y así mi cariño al tuyo enlazado
es sólo una mueca del viejo pasado
que ya no se puede resucitar.
Callé mi amargura y tuve piedad.
Sus ojos azules, muy grandes se abrieron,
mi pena inaudita pronto comprendieron
y con una mueca de mujer vencida
me dijo: "Es la vida". Y no la vi más.

Volvió esa noche, nunca la olvido,
con la mirada triste y sin luz.
Y tuve miedo de aquel espectro
que fue locura en mi juventud.
Se fue en silencio, sin un reproche,
busqué un espejo y me quise mirar.
Había en mi frente tantos inviernos
que también ella tuvo piedad.



Μουσική: Carlos Gardel.
Στίχοι: Alfredo Le Pera.
Τάνγκο του 1935.


ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ ΣΟΥ ΞΕΧΩΡΙΖΟΥΝ ΟΠΩΣ ΛΙΓΝΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΦΩΤΟΣ



ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ


ΕΠΙΜΟΝΗ ΜΙΑΣ ΠΟΛΗΣ


Κανείς βασιλιάς Μάρκος ούτε του Άγιου Μάρκου το λιοντάρι
κανένα χώρισμα από νυχτερινές ψαλμωδίες, μαγγανείες
νυχτερίδες, ξανθιές γυναίκες ξένες, σπαθιά σκουριασμένα
τάφρους, φαράγγια μ’ αίμα, μίση βαθιά προαιώνια
γιατί μες στον ωχρό πηχτό σα λέμφο χρόνο
οι πυρκαγιές βρυκολακιάζουν, σηκώνονται ξανά τη νύχτα
γλείφουν τα σπίτια σαν ήμερα σκυλιά και διψασμένα
φασκιώνουν τα μωρά, φωτίζουν κόκκινες σαν πλούσιες
τις γειτονιές με τα λιπόσαρκα παιδιά τις λιμασμένες πόρνες
με τις γριές που αδημονούν πότε θα ξημερώσει
να λιάσουν γι’ άλλη μιά φορά τα φυραμένα μέλη τους
τίποτα, κανένας στόλος δεν πρόκειται να ’ρθεί
ούτε κι οι φήμες για προδοσία επιβεβαιώνονται
μένουν τ’ απομεινάρια από γαλέρες κι αντιτορπιλικά
στο κλειστό μουσείο κι οι ναύτες επιδειχτικά περαστικοί
από το παλιό λιμάνι που όλο το κλείνει η άμμος
δεν μπορείς άλλο να αιτιάσαι γενικές συνθήκες
ηλικίες, δόγματα, ομολογίες πίστεως, στρατεύσεις
άλλωστε το πιο άθραυστο ατσάλι το δένουμε μονάχοι
δίχως μιά τέτοια ιδέα αποκλείεται να επιβιώσω
μου δίνει τη συνοχή που αναζητάω στην τέλεια σφαίρα
αλλιώς διαλύομαι σε διάπυρη στιγμιαία σκόνη
σκορπίζομαι σε πάθη που δεν προφταίνω να υποπτευθώ
σε δηλητηριασμένα δώρα που ονειρεύτηκα να προσφέρω
όμως το πλοίο συνεχίζει το έκτακτο δρομολόγιό του
μες στο σκοτάδι που τώρα καταβροχθίζει τα βουνά
τα δάχτυλά σου ξεχωρίζουν όπως λιγνές γραμμές φωτός
δείχνοντας την ανταύγεια μιάς πόλης που επιμένει
ενώ κάποιοι επιβάτες δίπλα λένε La Canea, La Canea.



Από την ποιητική συλλογή «Παραμορφώσεις» (1959-1963).
Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα», τόμος IΙΙ, Κέδρος, Αθήνα 2003, σελ. 137-138.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΙΜΟΝΕ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SIMONE: PAO E POESIA

ΓΙΡΖΙ ΟΡΤΕΝ!


JIŘÍ ORTEN


ŽIVOT


Už rozsvítili lustry
a muzikanti ladí,
nevědí o písni,
      již nedovedou hrát,
už krásné šaty šustí
a tvoji kamarádi
učí se brát, k tanci a tobě brát.

Sklenice ve výčepu
potají nalévané,
trnitá cesta smutných promenád,
horečka v cizím tepu
a cizí radost, tvá ne,
tvá u těch poloprázdných
          sklenic snad,

vír, strašný vír a dýka
hluboko u tušení,
to je ten bál, jehož ses tolik bál,
roztáčí se a říká,
zatímco stud ti plení:
kam odejdeš, až bude pustý sál?

Πέμπτη 25 Αυγούστου 2011

ΟΠΩΣ ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΤΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΤΟΥ ΨΑΘΑ


ΜΑΤΣΗ ΧΑΤΖΗΛΑΖΑΡΟΥ (1914-1987)


ΧΑΜΟΓΕΛΑ


  Λόγια για σύγχρονη μουσική επονομαζόμενη «Swing»

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
Δέκα πουλιά στους ώμους μου επάνω
Το χαμόγελό σου το κρατάς
Όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.

Μιά ανεμώνη τινάχτηκε
Μέσα στην αγκαλιά μου
Πίσω απ’ τα παραθυρόφυλλα γελάει μιά αχτίδα
Η θάλασσα αναμοχλεύει τ’ άσπρα της χαλικάκια
Όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Δυό κόκκινες χάντρες κύλησαν
Από μιάς κοπέλας το λαιμό
Οι λυγαριές αναστενάζουν μες στη ρεματιά
Χορεύουμε, χορεύουμε, η μουσική μας είναι η σελήνη
Όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Όταν μεθάει το κρασί
Το πίνω μες στα χείλια σου
Ο ήλιος σηκώνεται προτού ξυπνήσει το φιλί.
Η παλάμη σου ανοίγει όταν σκάει το σύκο
Όλες οι πεταλούδες φέρνουν τα χαμόγελά σου.

Από το χαμόγελό σου πετάξανε
Δέκα πουλιά στους ώμους μου επάνω
Το χαμόγελό σου το κρατάς
Όπως ένα παιδί τη ναυτική του ψάθα.



Δημοσιεύθηκε στο «Τετράδιο Πρώτο», Αθήνα, Απρίλης 1945, με το ψευδώνυμο Μάτση Ανδρέου.

ΓΑΒΡΙΕΛ ΘΕΛΑΓΙΑ!




GABRIEL CELAYA


TRANQUILAMENTE HABLANDO


A veces me figuro que estoy enamorado,
y es dulce, y es extraño,
aunque, visto por fuera, es estúpido, absurdo.

Las canciones de moda me parecen bonitas,
y me siento tan solo
que por las noches bebo más que de costumbre.

Me ha enamorado Adela, me ha enamorado Marta,
y, alternativamente, Susanita y Carmen,
y, alternativamente, soy feliz y lloro.

No soy muy inteligente, como se comprende,
pero me complace saberme uno de tantos
y en ser vulgarcillo hayo cierto descanso..


Το υλικό της ανάρτησης μας το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Bar Refaeli.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ATAHUALPA YUPANQUI: CAMINO DEL INDIO

ΜΑΡΙΟ ΝΟΒΑΡΟ!



MARIO NOVARO (1868-1944)


SOSPIRO


Sempre un sospiro nuovo
mi resterà nel cuore,
poi che anzi l'alba io vidi all'oriente la luna
che in mare tendeva
languida trama di un sogno di maggio
e Venere la seguiva
in un incanto di raggio e cielo più terso:
mormorava il mare alla riva:
e in un bruno pallor l'aria odorava
gonfia di primavera:
mentre gli uccelli fra le rame dei pini
ancora muti aspettavano il giorno.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Vaneeza Ahmed.