ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ
ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ
Η ΠΡΩΤΗ-ΠΡΩΤΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Μιλώντας για ζητήματα ηθικής ξοδεύει
ο ρήτορας τα σχήματα σαν σε σπατάλη·
το θέμα στρέφεται στο τί θα πρέπει όλοι οι άλλοι
να κάνουν πάντοτε, για να τους περισσεύει η
χαρά που δίνει η αρετή, όταν τους βραβεύει
για το ήθος τους. Κακία συνιστά η κραιπάλη·
διώχνει τον φύλακα-άγγελο απ’ το προσκεφάλι
του ανήθικου· δεν έχει να τον προστατεύει
κανέναν – λέει, ξαναλέει και χτυπιέται.
Καλά όλα αυτά, σωστά. Τα πιάνεις με την πρώτη.
Τα πάθη ηττώνται, ναι· μα κάτι δεν νικιέται:
η πείνα δεν νικιέται, και μας έχει λεία
ειρήνης και πολέμου τους ανθρώπους, διότι
erst kommt das Fressen, dann kommt die Moral. Τελεία.
Μπερτ Μπρεχτ: πρώτα ο άρτος, έπειτα η ηθική. Στομάχι
άδειο είναι λιποτάκτης (και σωστά) στη μάχη.
RAFAEL ALBERTI
ΟΙ ΒΟΥΒΟΙ ΑΓΓΕΛΟΙ
Ασάλευτες, καρφωμένες, βουβές γυναίκες απ’ τις αυλόπορτες
και άντρες άφωνοι, βραδύποροι, απ’ τα κρασοπουλειά,
θέλουν, θά ’θελαν, θά ’χαν θελήσει να με ρωτήσουνε:
– Πώς γίνεται νά ’σαι και εδώ και αλλού;
Άντρες, γυναίκες, βουβοί, θά ’χαν θελήσει να μ’ ακουμπήσουν,
να μάθουνε αν ο ίσκιος μου, το σώμα μου πάνε χωρίς ψυχή
από δρόμους άλλους.
Να μου πούνε θα ήθελαν:
– Αν είσαι εσύ, σταμάτα.
Άντρες, γυναίκες, βουβοί, θά ’χαν θελήσει να δουν καθαρά,
να σκύψουν πάνω στην ψυχή μου,
ν’ ανάψουν ένα σπίρτο να φέξει,
να δουν αν είναι η ίδια.
Θέλουν, θά ’θελαν…
– Μίλα, λέγε.
Και θα πεθάνουν, βουβοί,
χωρίς να μάθουνε τίποτα.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΝΙΚΟΣ ΚΑΣΣΙΟΣ
ΞΕΦΥΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ «ΒΙΡΓΙΛΙΟΥ ΘΑΝΑΤΟΣ» ΤΟΥ HERMANΝ BROCH
ΣΕ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΤΟΥ Γ. ΚΕΝΤΡΩΤΗ
Εἶναι, νομίζω, κάτι λέξεις ποὺ τὶς βιώνεις ὡς...
τριγμοὺς κάποιας –ποὺ πάει στὸ φῶς ν’ ἀνοίξει– θύρας.
Μὰ ἴσως καὶ νὰ τὰ λέει αὐτὰ ἕνας λεξιθήρας,
ποὺ κάποιος γλυκασμὸς τὸν πλήττει, ἀπροσδιόνυσος.
Λίγο μὲ νοιάζει. Μοῦ ’χει μάθει ἡ Μεγαλόνησος
κάμποσες τέτοιες, καὶ μιὰ βγῆκε ἀπ’ τὸ ἀνὰ χεῖρας
βιβλίο καὶ μοῦ ’κλεισε τὸ μάτι: ὁ ἀναδευτήρας
(ποὺ μοιάζει κάπως μὲ κουπί) τοῦ χόντρου, ὁ «ἀηδόνισος».
Δὲν μοῦ ἦταν ἄγνωστο, βεβαίως, τὸ «ἀηδονίζω»,
μὰ ὡς ἕνα ἀπὸ τοῦ «τερετίζω» τὰ συνώνυμα.
Κάποιο περβάζι τώρα φωτερὸ πλαισιώνει
τὴν πόρτα τοῦ κελιοῦ μου, καθὼς ψιθυρίζω
ὅ,τι ἕνα μεταφραστικὸ τοῦ Γιώργου πόνημα
μοῦ ’φερε ξάφνου στὸ μυαλό: μιὰ λέξη - ἀ η δ ό ν ι.