ΑΓΓΕΛΟΣ ΒΛΙΩΡΑΣ
ΑΝΝΑ
Σε τρένο μισοσκότεινο, σ' ένα ψυχρό βαγόνι
ταξίδευα και κοίταγα το χρόνο να τελειώνει:
ο ωροδείκτης έλεγε πως δεν υπάρχει ελπίδα,
ο λεπτοδείκτης έφερε μαζί του ηλιαχτίδα.
Η ώρα όμως πλησίαζε, σε λίγο κατεβαίνω,
θα ήτανε πια μάταιο κι άλλο να περιμένω.
Να περιμένω τη στιγμή που κάποια θα γνωρίσω
να κάνω μία νέα αρχή, τα πάθη μου ν' αφήσω.
Να ταξιδεύουμε μαζί, με πλοία, αεροπλάνα.
Που να την έλεγαν Ζωή, που να τη λέγαν Άννα.
Ίσως να είμαι ξυπνητός, μπορεί και να κοιμάμαι,
μπορεί να ονειρεύομαι, το τέλος να φοβάμαι.
Όμως τη μοναξιά μου σπα μια θέση παγωμένη,
όταν εμπρός μου κάθισε μια «φεγγαροντυμένη».
Είχε μορφή αγγελική, σαν «Όνειρο στο Κύμα»,
σαν να 'χε βγει από καμβά ή από κάποιο ποίημα.
Τα μάτια τα 'χε καστανά και τα μαλλιά της μαύρα,
τα χείλη κατακόκκινα κι η δροσερή της αύρα
το χώρο αιχμαλώτιζε, τον έκανε δικό της.
Αχ να 'μουν κόσμημα χρυσό γύρω απ' το λαιμό της!
Θέλω να της μιλήσω, μα χάνω τα λογικά μου,
δεν δύναμαι να θυμηθώ ούτε το όνομα μου.
Πόσα θα είχα να της πω και πόσα να της δώσω,
μακάρι να 'μουν ικανός το χρόνο να παγώσω.
Όμως αυτός δεν βοηθά, εγώ φέρω ευθύνη.
Την κοίταξα διστακτικά, με κοίταξε κι εκείνη,
της μίλησα για τον καιρό, τη ρώτησα πού πάει.
Μου 'πε πως πήγαινε να βρει εκείνους π' αγαπάει.
Το όνομά της ζήτησα κι απάντηση δεν πήρα.
Ίσως να ήταν Καλυψώ, μπορεί και να 'ταν Ήρα.
Το τρένο τότε σταματά - μαζί και η καρδιά μου
κι εκείνη χάνεται, σκορπά, φεύγει από κοντά μου.
Τρέχω φρενίτης να τη βρω, μα πουθενά εκείνη
κι εγκαταλείπω το σταθμό με πόνο, με οδύνη.
Το ίδιο βράδυ, λίγο αργά, προτού ο ήλιος δύσει,
για μια κοπέλα άκουσα που είχε αυτοκτονήσει.
Που είχε μαύρα τα μαλλιά και άλικα τα χείλη
και στο λαιμό της πέρασε θηλειά ένα μαντήλι...
Εγώ από κείνη τη στιγμή δεν ξαναπήρα τρένο,
όσο για το ρολόι μου, συνέχεια παγωμένο:
ο ωροδείκτης του μυαλού σημαίνει την καμπάνα,
μα ο λεπτοδείκτης της καρδιάς. Και τ' όνομά της;
Άννα.