ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η VICTORIA DE LOS ÁNGELES
La tarántula é un bicho mú malo
No se mata con piera ni palo
Que juye y se mete por tós los rincones
Y son mú malinas sus picazones.
'Zapateado' από τη μονόπρακτη όπερα 'La tempranica' του Gerónimo Jiménez. Την Orquesta de RTVE διευθύνει ο Odón Alonso Ordás. (Μαδρίτη, 1972).
Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΒΙΚΤΩΡΙΑ ΔΕ ΛΟΣ ΑΝΧΕΛΕΣ
Η ΤΣΑΒΕΛΑ ΒΑΡΓΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗ "ΜΑΚΟΡΙΝΑ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η CHAVELA VARGAS
LA MACORINA
Ponme la mano aquí Macorina
ponme la mano aquí
Tus pies dejaban la estera
y se escapaba tu saya
buscando la guardarraya
que al ver tu talle tan fino
las cañas azucareras
se echaban por el camino
para que tú las molieras
como si fueses molino
Ponme...
Tus senos carne de anón
tu boca una bendición
de guanabana madura
y era tu bella cintura
la misma de aquel danzón
Caliente de aquel danzón
Ponme...
Después el amanecer
que de mis brazos te lleva
y yo sin saber qué hacer
de aquel olor a mujer
a mango y a caña nueva
con que me llevaste al son
caliente de aquel danzón
Στίχοι: Alfonso Camín.
Μουσική: Chavela Vargas.
ΡΙΜΕΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΕΣ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Ο ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΣ
Τον αιώνιον ήλιον είδα, και προσηλωμένα
απάνω του είχανε τα μάτια τους χορείες
αγγέλων που έγραφαν φωτόβρυτες πορείες
στους ουρανούς ν’ απαλοφιληθούνε. Κι ένα
χαμόγελο έσκαγε οχ το φως στ’ αγαπημένα
τους χείλη κι όλες τους αβγάταινε τες θείες
εφέσεις, κι ένθερμοι έψελναν μες στες δροσίες
του παραδείσιου κήπου την αγάπη. Φρένα
δεν ήξερε ο χορός κι ο ζήλος πλέα των Χερουβείμ
που μοιάζαν μ’ εραστών λευκές ψυχές, και με άσματα
ανάκουστα αποκρίθηκε ο εσμός των Σεραφείμ.
Με ολάνοιχτα του λογισμού τα μάτια εγώ, έξω
εθώρουν ’κεί τ’ αγγελικά γλυκαγκαλιάσματα
ποθώντας ρίμες εναρμόνιες να συλλέξω.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Ο ΦΟΒΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΕΝΑ ΜΑΧΑΙΡΙ
Απάνω μου έχω πάντοτε στη ζώνη μου σφιγμένο
ένα μικρό αφρικάνικο ατσάλινο μαχαίρι
-όπως αυτά που συνηθούν και παίζουν οι Αραπάδες-
που από ένα γέρον έμπορο τ' αγόρασα στ' Αλγέρι.
Θυμάμαι, ως τώρα νά 'τανε, το γέρο παλαιοπώλη,
όπου έμοιαζε με μιά παλιάν ελαιογραφία του Γκόγια,
ορθόν πλάι σε μακριά σπαθιά και σε στολές σχισμένες,
να λέει με μιά βραχνή φωνή τα παρακάτου λόγια:
«Ετούτο το μαχαίρι εδώ που θέλεις ν' αγοράσεις
με ιστορίες αλλόκοτες ο θρύλος τό 'χει ζώσει,
κι όλοι το ξέρουν πως αυτοί που κάποια φορά τό 'χαν,
καθένας κάποιον άνθρωπο δικό του έχει σκοτώσει.
Ο δον Μπαζίλιο σκότωσε μ' αυτό την Δόνα Τζούλια,
την όμορφη γυναίκα του, γιατί τον απατούσε.
Ο Κόντε Αντόνιο, μιά βραδιά, το δύστυχο αδερφό του
με το μαχαίρι τούτο εδώ κρυφά δολοφονούσε.
Ένας Αράπης τη μικρή ερωμένη του από ζήλεια
και κάποιος ναύτης Ιταλός ένα Γραικό λοστρόμο.
Χέρι σε χέρι ξέπεσε και στα δικά μου χέρια.
Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μ' αυτό μου φέρνει τρόμο.
Σκύψε και δες το, μι' άγκυρα κι ένα οικόσημο έχει,
είν' αλαφρύ, για πιάσε το, δεν πάει ούτε ένα κουάρτο,
μα εγώ θα σε συμβούλευα κάτι άλλο ν' αγοράσεις.»
«Πόσο έχει;» «Μόνο φράγκα εφτά. Αφού το θέλεις, πάρ' το.»
Ένα στιλέττο έχω μικρό στη ζώνη μου σφιγμένο,
που ιδιοτροπία μ' έκανε και τό 'καμα δικό μου·
κι αφού κανένα δε μισώ στο κόσμο να σκοτώσω,
φοβάμαι μην καμιά φορά το στρέψω στον εαυτό μου...
Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΖΥΛΙΕΤ ΓΚΡΕΚΟ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η JULIETTE GRECO
SOUS LE CIEL DE PARIS
Sous le ciel de Paris
S'envole une chanson
Hum Hum
Elle est née d'aujourd'hui
Dans le cœur d'un garçon
Sous le ciel de Paris
Marchent des amoureux
Hum Hum
Leur bonheur se construit
Sur un air fait pour eux
Sous le pont de Bercy
Un philosophe assis
Deux musiciens quelques badauds
Puis les gens par milliers
Sous le ciel de Paris
Jusqu'au soir vont chanter
Hum Hum
L'hymne d'un peuple épris
De sa vieille cité
Près de Notre Dame
Parfois couve un drame
Oui mais à Paname
Tout peut s'arranger
Quelques rayons
Du ciel d'été
L'accordéon
D'un marinier
L'espoir fleurit
Au ciel de Paris
Sous le ciel de Paris
Coule un fleuve joyeux
Hum Hum
Il endort dans la nuit
Les clochards et les gueux
Sous le ciel de Paris
Les oiseaux du Bon Dieu
Hum Hum
Viennent du monde entier
Pour bavarder entre eux
Et le ciel de Paris
A son secret pour lui
Depuis vingt siècles il est épris
De notre Ile Saint Louis
Quand elle lui sourit
Il met son habit bleu
Hum Hum
Quand il pleut sur Paris
C'est qu'il est malheureux
Quand il est trop jaloux
De ses millions d'amants
Hum Hum
Il fait gronder sur nous
Son tonnerr' éclatant
Mais le ciel de Paris
N'est pas longtemps cruel
Hum Hum
Pour se fair' pardonner
Il offre un arc en ciel
Στίχοι: Jean Dréjac.
Μουσική: Hubert Giraud .
Γράφτηκε το 1951.
Σκηνές από την ταινία "La Seine coule à Paris".
Η μπάρα του μενού έχει πολύ "πράμα"!
ΕΝΑ ΚΕΝΟ ΣΤΗ ΦΑΛΑΓΓΑ ΤΩΝ ΓΕΡΑΝΩΝ
ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
ΟΙ ΓΕΡΑΝΟΙ
Στιγμές στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες
που πέσανε στη ματωμένη γη
δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ’ το χώμα
αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί.
Πετούν και μας καλούν
με τις κραυγές τους
απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς
κι ίσως γι’ αυτό πολλές φορές σιωπώντας
κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς.
Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι
στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή
και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του
και είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.
Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι
στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ
σαν γερανός καλώντας απ’ τα ουράνια
όλους εσάς που έχω αφήσει εδώ.
Κατ' ουσίαν πρόκειται για μετάφραση ενός ρωσσικού τραγουδιού. Στα ελληνικά το είχε τραγουδήσει η Μαργαρίτα Ζορμπαλά.
ΟΙ ΑΦΡΑΣΤΟΙ ΠΟΝΟΙ
ΚΩΣΤΑΣ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ
ΔΡΟΜΟΣ
Τώρα μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια.
Τώρα θανάσιμη
νύχτα με ζώνει.
Μέσα μου ογκώνονται
οι άφραστοι πόνοι.
Μ' είδαν, προσπέρασαν
όσοι αγαπάω.
Μόνος απόμεινα
κι έρημος πάω.
Πόσο τ' ανέβασμα
του άχαρου δρόμου!
Στρέφω κοιτάζοντας
προς τ' όνειρό μου:
Μόλις και φαίνονται
οι άσπρες εικόνες.
Τ' άνθη, χαμόγελα
μες στους χειμώνες.
Αεροσαλεύουνε
κρίνοι και χέρια.
Ήλιοι τα πρόσωπα,
μάτια τ' αστέρια
Είναι και ανάμεσα
σ' όλα η Αγάπη:
Στο πρωτοφίλημα
κόρη που εντράπη.
Κι όλο μακραίνουνε
πύργοι, παλάτια.
Κλαίνε μου οι θύμησες,
κλαίνε τα μάτια...
Από τη συλλογή "Νηπενθή".
Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2007
O ΖΩΡΖ ΜΠΡΑΣΣΕΝΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΛΟΥΙ ΑΡΑΓΚΟΝ
LOUIS ARAGON
IL N’Y A PAS D’AMOUR HEUREUX
Rien n'est jamais acquis à l'homme Ni sa force
Ni sa faiblesse ni son coeur Et quand il croit
Ouvrir ses bras son ombre est celle d'une croix
Et quand il croit serrer son bonheur il le broie
Sa vie est un étrange et douloureux divorce
Il n'y a pas d'amour heureux
Sa vie Elle ressemble à ces soldats sans armes
Qu'on avait habillés pour un autre destin
A quoi peut leur servir de se lever matin
Eux qu'on retrouve au soir désoeuvrés incertains
Dites ces mots Ma vie Et retenez vos larmes
Il n'y a pas d'amour heureux
Mon bel amour mon cher amour ma déchirure
Je te porte dans moi comme un oiseau blessé
Et ceux-là sans savoir nous regardent passer
Répétant après moi les mots que j'ai tressés
Et qui pour tes grands yeux tout aussitôt moururent
Il n'y a pas d'amour heureux
Le temps d'apprendre à vivre il est déjà trop tard
Que pleurent dans la nuit nos coeurs à l'unisson
Ce qu'il faut de malheur pour la moindre chanson
Ce qu'il faut de regrets pour payer un frisson
Ce qu'il faut de sanglots pour un air de guitare
Il n'y a pas d'amour heureux
Il n'y a pas d'amour qui ne soit à douleur
Il n'y a pas d'amour dont on ne soit meurtri
Il n'y a pas d'amour dont on ne soit flétri
Et pas plus que de toi l'amour de la patrie
Il n'y a pas d'amour qui ne vive de pleurs
Il n'y a pas d'amour heureux
Mais c'est notre amour à tous les deux
Από το βιβλίο "La Diane Francaise", Seghers 1946.
Ο ΛΟΥΤΣΙΟ ΝΤΑΛΛΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΗΝ "ΜΕΓΑΛΗ ΠΛΑΤΕΙΑ"
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LUCIO DALLA
PIAZZA GRANDE
Santi che pagano il mio pranzo non ce n'è
sulle panchine in Piazza Grande,
ma quando ho fame di mercanti come me qui non ce n'è.
Dormo sull'erba e ho molti amici intorno a me,
gli innamorati in Piazza Grande,
dei loro guai dei loro amori tutto so, sbagliati e no.
A modo mio avrei bisogno di carezze anch'io.
A modo mio avrei bisogno di sognare anch'io.
Una famiglia vera e propria non ce l'ho
e la mia casa è Piazza Grande,
a chi mi crede prendo amore e amore do, quanto ne ho.
Con me di donne generose non ce n'è,
rubo l'amore in Piazza Grande,
e meno male che briganti come me qui non ce n'è.
A modo mio avrei bisogno di carezze anch'io.
Avrei bisogno di pregare Dio.
Ma la mia vita non la cambierò mai mai,
a modo mio quel che sono l'ho voluto io.
Lenzuola bianche per coprirci non ne ho
sotto le stelle in Piazza Grande,
e se la vita non ha sogni io li ho e te li do.
E se non ci sarà più gente come me
voglio morire in Piazza Grande,
tra i gatti che non han padrone come me attorno a me.
ΜΟΝΟΤΟΝΑ, ΑΠΑΡΑΛΛΑΚΤΑ...
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ
ΜΟΝΟΤΟΝΙΑ
Την μια μονότονην ημέραν άλλη
μονότονη, απαράλλακτη ακολουθεί. Θα γίνουν
τα ίδια πράγματα, θα ξαναγίνουν πάλι -
η όμοιες στιγμές μας βρίσκουνε και μας αφίνουν.
Μήνας περνά και φέρνει άλλο μήνα.
Αυτά που έρχονται κανείς εύκολα τα εικάζει
είναι τα χθεσινά τα βαρετά εκείνα.
Και καταντά το αύριο πια σαν αύριο να μη μοιάζει.
Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΛΥΣΙΕΝ ΝΤΕΛΥΛ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η LUCIENNE DELYLE
MON AMANT DE SAINT JEAN
Je ne sais pourquoi j'allais danser
A Saint-Jean au musette,
Mais quand un gars m'a pris un baiser,
J'ai frissonné, j'étais chipée
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d'amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Je le trouvais le plus beau de Saint-Jean,
Je restais grisée
Sans volonté
Sous ses baisers.
Sans plus réfléchir, je lui donnais
Le meilleur de mon être
Beau parleur chaque fois qu'il mentait,
Je le savais, mais je l'aimais.
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d'amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Je le trouvais le plus beau de Saint-Jean,
Je restais grisée
Sans volonté
Sous ses baisers.
Mais hélas, à Saint-Jean comme ailleurs
Un serment n'est qu'un leurre
J'étais folle de croire au bonheur,
Et de vouloir garder son cœur.
Comment ne pas perdre la tête,
Serrée par des bras audacieux
Car l'on croit toujours
Aux doux mots d'amour
Quand ils sont dits avec les yeux
Moi qui l'aimais tant,
Mon bel amour, mon amant de Saint-Jean,
Il ne m'aime plus
C'est du passé
N'en parlons plus.
Στίχοι: Léon Agel.
Μουσική: Emile Carrara.
Γράφτηκε το 1942.
ΜΕ ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΤΥΛ
ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ (1899-1944)
ΗΡΘΕΣ...
Ήρθες, γλυκό παιδί, κι αγέρισες το σπίτι.
Κ' είσαι τα γειτονίστικα, τ' απλά ντυμένη,
μοσκοβολάει απάνω σου το φρέσκο τσίτι,
που αρχίζει στις γραμμές σου ανάρια και βαθαίνει.
Της νειότης νειότη, το γυμνό, γλυκοπροβάλλει
το χέρι, αναβρυτό απ' τον ώμο σου και κάτω.
Δυο ισόμετρες κολόνες που έχουν το κεφάλι -
πλασμένες με κερί, μέλι γλυκό γεμάτο.
Μέλι, γλυκό παιδί, που ήρθες κι ολόρθη στέκεις,
κεφάλι, κόρφοι, γόνατα, στέρεες πατούσες,
μαλλιά κυματερά, που πίσω τ' αναπλέκεις,
και μάτια, που απ' το στόμα κάλλιο θα λαλούσες,
είσαι να σ' αγαπούν με της νειότης την τρέλλα,
με τον τρεχούμενο τον ήλιο απά’ στα στάχυα,
με το γαρύφαλλο ψιλή-ψιλή νταντέλλα,
με του Μαγιού το σύννεφο στα βράχια.
Μα εγώ; Πού ’ναι η χαρά μου, η δύναμη κ' η νίκη;
Τα μάτια, τα μαλλιά, το τραγούδι, το πάθος;
Αχ, τι ντροπή, τι πόλεμος, τι καταδίκη,
αχ, άφταιγο παιδί, δικό μου είναι το λάθος!
Την αλήθεια, την ξέρω - όμως δεν κάνω βήμα.
Θα τη μάθης κ' εσύ : μα ακούς; με δίχως βιάση.
Απονήρευτη εσύ, στο λαιμό μου το κρίμα
- να σ' αγαπώ μ' εκείνα που έχω χάσει.
Αυτή που "ήρθε κι αγέρισε το σπίτι" είναι η κ. Debora Salvalaggio.
Ω ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ ΥΠΟΚΡΙΤΗ...
CHARLES BAUDELAIRE
ΣΤΟΝ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Η ανοησία, τ’ αμάρτημα, η απληστία κι η πλάνη
κυριεύουνε τη σκέψη μας και φθείρουν το κορμί μας·
κι ευχάριστα τις τύψεις μας θρέφουνε στην ψυχή μας,
καθώς που θρέφουν πάνω τους τις ψείρες οι ζητιάνοι.
Στα μετανιώματα άναντροι κι αμαρτωλοί ως την άκρια,
ζητάμε πληρωμή ακριβή γιά κάθε μυστικό μας
και ξαναμπαίνουμε εύκολα στον βούρκο τον παλιό μας,
θαρρώντας πως ξεπλένεται με τα δειλά μας δάκρυα.
Πάνω απ’ το προσκεφάλι μας ο Σατανάς γερμένος
πάντα στα μάγια του Κακού το νου μας νανουρίζει
την πιό ατσαλένια θέληση με μιάς την εξατμίζει,
αυτός ο μέγας χημικός ο Τετραπερασμένος.
Ο Διάολος, το νήμα αυτός κρατάει που μας κουνάει!
Τα πράγματα τα βρωμερά πιότερο τ’ αγαπάμε·
κι όλο και προς την Κόλαση κάθε στιγμή τραβάμε,
με δίχως φρίκη, ανάμεσα στο σκότος που βρωμάει.
Σαν τον φτωχό ξεφαντωτή που πιπιλάει με ζάλη
μιάς παλιάς πόρνης αγκαλιά, χιλιοβασανισμένη,
κλεφτάτα αρπάζουμε κι εμείς καμιά ηδονή θλιμμένη,
που τήνε ξεζουμίζουμε σαν σάπιο πορτοκάλι.
Σαν ένα εκατομμύριο σκουλήκια μυρμηγκώντας,
μες στο μυαλό μας κραιπαλούν του Δαίμονα τα πλήθη,
κι όταν ανάσα παίρνουμε, ο Θάνατος στα στήθη
σαν άυλος ποταμός κυλάει, σιωπηλά θρηνώντας.
Αν το φαρμάκι κι η φωτιά κι η βία και το μαχαίρι
δεν έχουνε τα φανταχτά κεντίδια ακόμα κάνει
στο πρόστυχο της μοίρας μας και άθλιο καμβοπάνι,
είναι που λείπει απ’την ψυχή το θάρρος –κι απ’το χέρι.
Μα μες στις σκύλες, τους σκορπιούς, τα φίδια,τα τσακάλια,
τους πάνθηρες, τους πίθηκους, τους γύπες, τα θηρία,
που γρούζουν, σέρνονται, αλυχτούν κι ουρλιάζουν με μανία
μες στων παθών μας τ’άτιμο κλουβί, προβαίνει αγάλια,
θεριό πιο βρώμικο, κακό, την ασκημιά να δείξει!
Κι αν δε σαλεύει κι ούτε ακούει κανένας το ουρλιαχτό του,
όλη τη γης θα ρήμαζε, και στο χασμουρητό του
θάθελε να κατάπινε τον κόσμο· αυτό ‘ναι η Πλήξη,
που, μ’ένα δάκρυ αθέλητο στα μάτια της, κοιτάζεις,
καθώς καπνίζει τον ουκά κρεμάλες να στηλώνει.
Και ξέρεις, αναγνώστη, αυτό το τέρας πως δαγκώνει!
-Ω αναγνώστη υποκριτή, αδέρφι, που μου μοιάζεις!
Μετάφραση: Γιώργης Σημηριώτης.
OI BANDA SCALA ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΤΟ ΘΡΥΛΙΚΟ "ΕΙΔΑ ΕΝΑΝ ΒΑΣΙΛΙΑ"
DARIO FO / PAOLO CIARCHI / ENZO JANNACCI
HO VISTO UN RE
Dai, dai cúnta sú,
ah beh, sì beh, dai cúnta sú, ah beh, sì beh...
Ho vist’ un rè.
Se l’ha vist cus’è?
Ho visto un rè!
Ah beh, sì beh, ah beh, sì beh...
Un re che piangeva seduto sulla sella,
piangeva tante lacrime...
ma tante che
bagnava anche il cavallo
Povero re!
...e povero anche il cavallo!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
È l’imperatore che gli ha portato via un bel castello,
Porca malò!
di trentadue che lui ce n’ha.
Povero re!
...e povero anche il cavallo!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Ho vist’ un vè...
Se l’ha vist cus’è?...
Ho visto un vescovo!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Anche lui, lui piangeva, faceva un gran baccano,
mordeva anche una mano...
la mano di chi?
la mano del sacrestano.
Povero vè...scovo!
...e povero anche il sacrista!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
È il cardinale che gli ha portato via un’abbazia
oh pover Crist!
di trentadue che lui ce n’ha!
Povero vè...scovo!
...e povero anche il sacrista!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Ho vist’ un ric.
Se l’ha vist cus’è?
Ho visto un ricco! Un sciur...
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Il tapino lacrimava su un calice di vino
ed ogni go... ed ogni goccia andava
derent’al vin
...’sì che tutto l’annacquava.
Pover tapin!
...e povero anche il vin!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Il vescovo, il re, l’imperatore l’han’ mezzo rovinato,
gli han’ portato via tre case e un caseggiato
di trentadue che lui ce n’ha.
Pover tapin!
...e povero anche il vin!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Vist’ un vilan.
Se l’ha vist cus’è?
Un contadino!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Il vescovo, il re, il ricco, l’imperatore, perfino il cardinale
l’han’ mezzo rovinato, gli han’ portato via:
la casa, il cascinale, la mucca, il violino, la scatola di cachi,
la radio a transistor, i dischi di Little Tony, la moglie.
e pö cus’è?
...un figlio militare!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
...gli hanno ammazzato anche il maiale!
Pover purscel!
...nel senso del maiale!
Sì beh, ah beh, sì beh, ah beh...
Ma lui no, lui non piangeva, anzi, ridacchiava.
Ma sa l’è? Matt?
No! Il fatto è, che noi vilan...
noi vilan...
ehh sempre allegri bisogna stare,
ché il nostro piangere fa male al re,
fa male al ricco e al cardinale,
diventan tristi se noi piangiam.
Ah beh!
Στίχοι: Dario Fo.
Μουσική: Paolo Ciarchi.
Ερμηνεία: Enzo Jannacci (1968).
Στις φωτογραφίες εμφανίζονται οι συντελεστές της πρώτης εκτέλεσης, που άφησε εποχή.
Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2007
O ΦΑΜΠΡΙΤΣΙΟ ΝΤΕ ΑΝΤΡΕ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ "ΡΟΔΙΝΟ ΣΤΟΜΑ"
FABRIZIO DE ANDRÈ
BOCCA DI ROSA
La chiamavano Bocca di rosa
metteva l'amore, metteva l'amore
la chiamavano Bocca di rosa
metteva l'amore sopra ogni cosa.
Appena scesa alla stazione
del paesino di Sant'Ilario
tutti s'accorsero con uno sguardo
che non si trattava di un missionario.
C'è chi l'amore lo fa per noia
chi se lo sceglie per professione
Bocca di rosa nè l'uno nè l'altro
lei lo faceva per passione.
Ma la passione spesso conduce
a soddisfare le proprie voglie
senza indagare se il concupito
ha il cuore libero oppure ha moglie.
E fu cosi che da un giorno all'altro
Bocca di rosa si tirò addosso
l'ira funesta delle cagnette
a cui aveva sottratto l'osso.
Ma le comari di un paesino
non brillano certo in iniziativa
le contromisure fino a quel punto
si limitavano all'invettiva.
Si sa che la gente dà buoni consigli
sentendosi come Gesù nel tempio
si sa che la gente dà buoni consigli
se non può più dare cattivo esempio.
Cosi una vecchia mai stata moglie
senza mai figli, senza più voglie
si prese la briga e di certo il gusto
di dare a tutte il consiglio giusto.
E rivolgendosi alle cornute
le apostrofò con parole argute:
"il furto d'amore sarà punito",
disse, "dall'ordine costituito".
E quelle andarono dal commissario
e dissero, senza parafrasare:
"quella schifosa ha già troppi clienti
più di un consorzio alimentare".
Ed arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi, con i pennacchi
ed arrivarono quattro gendarmi
con i pennacchi e con le armi.
Spesso gli sbirri e i Carabinieri
al proprio dovere vengono meno
ma non quando sono in alta uniforme
e l'accompagnarono al primo treno.
Alla stazione c'erano tutti
dal commissario al sagrestano
alla stazione c'erano tutti
con gli occhi rossi e il cappello in mano.
A salutare chi per un poco
senza pretese, senza pretese
a salutare chi per un poco
portò l'amore nel paese.
C'era un cartello giallo
con una scritta nera
diceva: "Addio Bocca di rosa
con te se ne parte la primavera".
Ma una notizia un po' originale
non ha bisogno di alcun giornale
come una freccia dall'alto scocca
vola veloce di bocca in bocca.
E alla stazione successiva
molta più gente di quando partiva
chi gli manda un bacio, chi getta un fiore
chi si prenota per due ore.
Persino il parroco che non disprezza
tra un Miserere e un'estrema unzione
il bene effimero della bellezza
la vuole accanto in processione.
E con la Vergine in prima fila
e Bocca di rosa poco lontano
si porta a spasso per il paese
l'amore sacro e l'amor profano.
ΤΑ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙΑ
ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ
ΑΝΘΕΣΤΗΡΙΑ
Μ' ένα προμήνυμα σεισμού στην όψη και στα δάχτυλα
πόσο άξαφνα χαθήκαμε μες στις γιορτές των λουλουδιών...
Δεν μπορώ να υποφέρω τις γιορτές, πού πνίγουν την ανάσα
δε θέλω αυτή τη βλάστηση, πού τα βλαστάρια της πνίγουνε το ένα τ' άλλο,
δε θέλω αυτή τη βλάστηση,
τόσο πυκνή - και δεν μπορώ να βρω τα μάτια σου,
τόσο πυκνή - και δεν μπορώ να βρω τα χέρια σου.
Όλη ή ζωή μας ρουφηγμένη απ' τις δειλές ύπουλες ρίζες
για να παχαίνουν οι ατσαλένιες φυλλωσιές,
για να θροούν τα κύμβαλα στην άδεια οικουμένη.
Δεν τις αντέχω τις γιορτές πού πνίγουν τις ανάσες,
γιορτές, και γύρω γύρω φυλακές,
χαμόγελα, πού οι φυλακές βαθαίνουν πίσω τους,
απλώνοντας βαθιές και κούφιες ρίζες μες στους βράχους
- οι φυλακές είναι κακά φυτά,
έχουν πλατιά και σκονισμένα φύλλα όλο τρύπες
είναι φυτά, πού μεγαλώνουν μόνο προς τα κάτω,
απλώνοντας βαθιές και κούφιες ρίζες μες στους βράχους,
όχι, δεν είναι τα γρι-γρι, πού μπαίνουνε με χορωδίες παιδιών στον όρμο,
καλόγεροι με τις κουκούλες και τα φαναράκια τους σιμώνουν
το «μιζερέρε» ψέλνοντας.
Ό ουρανός πονάει από τις γρατσουνιές των πυροτεχνημάτων,
- στις πέτρινες οροφές των κελλιών
χαράζουν ριγηλές νυχιές οι ανυπόταχτες αγρύπνιες...
Ποιο θάρρος είν' αυτό, λοιπόν, πού δεν πάει πιο πέρα απ' τη φωνή του,
ποια ευτυχία, που δεν τολμάει να λύσει τα δεμένα χέρια,
ποιο γέλιο είν' αυτό, που χορεύει γύρω απ' τα κλουβιά
και τυραννάει τα σκλαβωμένα αηδόνια;
Μ' ένα προμήνυμα σεισμού στην όψη και στα δάχτυλα, ελάτε,
πάμε να σμίξουμε με τις αποστασίες των εξοχών,
πάμε να λύσουμε πολιορκίες ομίχλης!
Θα ελευθερώσουμε ανάσες λουλουδιών,
θα παραβγούμε τα όνειρα,
θα ζαλίσουμε ιλίγγους!
Γιατί δεν είναι άνοιξη η άνοιξη, που εξορίζει τα λουλούδια της,
δεν είναι μάνα η μάνα, που προγράφει τα παιδιά της,
δεν είναι θάλασσα η θάλασσα, που αρνιέται και δολοφονεί
τις ανταρσίες των κυμάτων της,
γιατί δεν είναι ζωή η ζωή, που μας χωρίζει και μας λέει
άλλους παιδιά κι άλλους προγόνια της.
ΤΟ ΧΕΡΙ
BERTHOLT BRECHT (1898-1956)
Ο ΚΟΥΛΟΧΕΡΗΣ ΣΤΟ ΔΑΣΟΣ
Ιδρωκομμένος σκύβει να μαζέψει
Τα ξερά κλαδιά. Τις αλογόμυγες
Διώχνει κουνώντας το κεφάλι.
Ανάμεσα στα γόνατα δένει
Τα ξύλα με δυσκολία. Αγκομαχώντας
Ορθώνει το κορμί και σηκώνει ψηλά
Το χέρι να δει αν βρέχει.
Το χέρι ψηλά ο τρομερός Ες-Ες.
Μετάφραση Πέτρος Μάρκαρης.
Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007
ΜΙΑ ΜΙΛΟΝΓΚΑ ΤΩΝ ΜΠΟΡΧΕΣ ΚΑΙ ΠΙΑΤΣΟΛΑ ΑΠΟ ΤΟΝ ΡΙΒΕΡΟ
O EDMUNDO RIVERO ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ASTOR PIAZZOLLA & JORGE LUIS BORGES
JACINTO CHICLANA
Me acuerdo, fue en Balvanera,
en una noche lejana,
que alguien dejó caer el nombre
de un tal Jacinto Chiclana.
Algo se dijo también
de una esquina y un cuchillo.
Los años no dejan ver
el entrevero y el brillo.
¡ Quién sabe por qué razón
me anda buscando ese nombre!
Me gustaría saber
cómo habrá sido aquel hombre.
Alto lo veo y cabal,
con el alma comedida;
capaz de no alzar la voz
y de jugarse la vida.
Nadie con paso más firme
habrá pisado la tierra.
Nadie habrá habido como él
en el amor y en la guerra.
Sobre la huerta y el patio,
las torres de Balvanera
y aquella muerte casual,
en una esquina cualquiera.
Sólo Dios puede saber
la laya fiel de aquel hombre.
Señores, yo estoy cantando
lo que se cifra en el nombre.
Siempre el coraje es mejor.
La esperanza nunca es vana.
Vaya, pues, esta milonga
para Jacinto Chiclana...
Μουσική: Astor Piazzola.
Στίχοι: Jorge Luis Borges.
Κυκλοφόρησε το 1962.
ΣΤΑ ΚΑΡΑΒΙΑ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ
ΟΙ 7 ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA
Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.
javascript:void(0)
Δημοσίευση ανάρτησης
Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.
Απ' το ποδόσταμο πηδάνε ώς τη γαλέτα.
- Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι.
Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.
Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;
Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.
Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ΄έναν αυλό με νανουρίζει.
Η ΧΙΛΝΤΕΓΚΑΡΝΤ ΚΝΕΦ ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ ΜΠΕΡΤΟΛΤ ΜΠΡΕΧΤ
BERTHOLT BRECHT / HILDEGARD KNEF
DIE SEERÄUBER JENNY
Meine Herren, heute sehen Sie mich Gläser abwaschen
Und ich mache das Bett für jeden.
Und Sie geben mir einen Penny und ich bedanke mich schnell
Und Sie sehen meine Lumpen und dies lumpige Hotel
Und Sie wissen nicht, mit wem Sie reden.
Aber eines Abends wird ein Geschrei sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Geschrei?
Und man wird mich lächeln sehn bei meinen Gläsern
Und man sagt: Was lächelt die dabei?
Und ein Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird liegen am Kai.
2
Man sagt: Geh, wisch deine Gläser, mein Kind
Und man reicht mir den Penny hin.
Und der Penny wird genommen, und das Bett wird gemacht!
(Es wird keiner mehr drin schlafen in dieser Nacht.)
Und sie wissen immer noch nicht, wer ich bin.
Aber eines Abends wird ein Getös sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Getös?
Und man wird mich stehen sehen hinterm Fenster
Und man sagt: Was lächelt die so bös?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beschiessen die Stadt.
3
Meine Herren, da wird ihr Lachen aufhören
Denn die Mauern werden fallen hin
Und die Stadt wird gemacht dem Erdboden gleich.
Nur ein lumpiges Hotel wird verschont von dem Streich
Und man fragt: Wer wohnt Besonderer darin?
Und in dieser Nacht wird ein Geschrei um das Hotel sein
Und man fragt: Warum wird das Hotel verschont?
Und man wird mich sehen treten aus der Tür am Morgen
Und man sagt: Die hat darin gewohnt?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beflaggen den Mast.
4
Und es werden kommen hundert gen Mittag an Land
Und werden in den Schatten treten
Und fangen einen jeglichen aus jeglicher Tür
Und legen ihn in Ketten und bringen vor mir
Und fragen: Welchen sollen wir töten?
Und an diesem Mittag wird es still sein am Hafen
Wenn man fragt, wer wohl sterben muss.
Und dann werden Sie mich sagen hören: Alle!
Und wenn dann der Kopf fällt, sag ich: Hoppla!
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird entschwinden mit mir.
Από την Dreigroschenoper / Όπερα της πεντάρας.
Στη μπάρα με τα λοιπά κλιπ υπάρχει και το περίφημο "ΜΟRΙΤΑΤ με τον Ερνστ Μπους.
Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2007
ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ
ΔΗΜΗΤΡΑ Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
ΗΓΕΜΟΝΙΑ
Η συντριβή είν' η αρχή του ονείρου
η μέρα που γεννάται το βουνό
και πάνω στην ψηλή κορυφή του
κάθεται μιά κατοπινή μητέρα
με τη φτερούγα της στο ανεμοβρόχι.
Εσύ, αγάπη μου, να με θυμαάσαι
Να με κοιτάζεις απ' τα σκοτεινά
Κι όταν βουίζει ο αέρας, κι όταν πέφτει.
Κι όταν χωρίς αιτία
χτυπάνε τα παράθυρά σου.
Να με καλείς με τ' όνομά μου
εδώ ψηλά που μεγαλώνω
σαν το δέντρο.
Από το βιβλίο: Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, "Χώμα", Κέδρος, Αθήνα 1984, σελ. 64.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΒΟΛΦ ΜΠΗΡΜΑΝ
WOLF BIERMANN
DIE HAB ICH SATT
Die kalten Frauen, die mich streicheln
die falschen Freunde, die mir schmeicheln
Die scharf sind auf die scharfen Sachen
Und selber in die Hosen machen
In dieser durchgerissnen Stadt
- die hab ich satt!
Und sagt mir mal: Wozu ist gut
Die ganze Bürokratenbrut?
Sie wälzt mit Eifer und Geschick
Dem Volke über das Genick
Der Weltgeschichte großes Rad
- die hab ich satt!
Was haben wir denn an denen verlorn:
An diesen deutschen Professorn
Die wirklich manches besser wüßten
Wenn sie nicht täglich fressen müßten
Beamte! Feige! Fett und platt!
- die hab ich satt!
Die Lehrer, die Rekrutenschinder
Sie brechen schon das Kreuz der Kinder
Sie pressen unter allen Fahnen
Die idealen Untertanen:
Gehorsam - fleißig - geistig matt
- die hab ich satt!
Der Dichter mit der feuchten Hand
Dichten zugrunde das Vaterland
Das Ungereimte reimen sie
Die Wahrheitssucher leimen sie
Dies Pack ist käuflich und aalglatt
- die hab ich satt!
Der legendäre Kleine Mann
Der immer litt und nie gewann
Der sich gewöhnt an jeden Dreck
Kriegt er nur seinen Schweinespeck
Und träumt im Bett vom Attentat
- die hab ich satt!
Und überhaupt ist ja zum Schrein
Der ganze deutsche Skatverein
Dies dreigeteilte deutsche Land
Und was ich da an Glück auch fand
Das steht auf einem andern Blatt
- ich hab es satt!
Από το άλμπουμ "Chausseestrasse 131", 1975.
ΜΕΡΕΣ ΠΟΥ 'ΝΑΙ...
ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΛΥΚΙΑΡΔΟΠΟΥΛΟΣ
ΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ ΕΝΟΣ ΕΠΟΥΣ
Τα πιο μεγάλα αδέρφια μας
κοιμούνται κάτω από δυο μέτρα λησμονιά.
Όλη τη νύχτα χιόνιζε στ’ άσπιλα μέτωπά τους
όλη τη νύχτα έπεφτε αργά η συκοφαντία
στη μνήμη τους που βούλιαζε σιγά-σιγά στη λάσπη
στη μνήμη τους δεν έπαψε πικρό νερό να πέφτει.
(Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 44, Αύγουστος 1958, σελ. 103.
Παρμένο από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου.)
Τετάρτη 24 Οκτωβρίου 2007
ΟΙ ΡΟΛΟΙ ΚΑΙ ΟΙ ΟΡΕΞΕΙΣ
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΣ (1907-1988)
[ΣΜΙΞΑΝ ΤΑ ΚΟΡΜΙΑ, ΠΕΦΤΕΙ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΕΙΟ]
Σμίξαν τα κορμιά, πέφτει το προσωπείο
για να φανερωθούμε δίχως Εγώ
χάριν ασκήσεως αποβιβάσαμε το πάθος
νέες διαστάσεις ίσως να βρεθούν
Επιβολή κι υποβολή. Ακτινοβολεί
η διγλωσσία. Μα τον κύνα!
Τι σημασία έχει το πόθεν ξεκινήσαμε;
Κάποιος θα ξαναρχίσει το "πρώτη φορά"
με δισταγμούς και δυσκολίες άλλες.
Οι ρόλοι μεταβάλλουν τις ορέξεις.
Από τη συλλογή "Οδός Νικήτα Ράντου", Ίκαρος, Αθήνα 1977.
ΤΟΝ ΗΛΙΟ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ
ΝΙΚΟΣ ΓΚΑΤΣΟΣ
Η ΝΥΧΤΑ
Έσβησε τ' άστρο και το φεγγάρι
κι έγινε η νύχτα πικρή λαβωματιά
πού νά 'ναι τώρα το παλικάρι
σε ποιο λιμάνι
ποια θάλασσα πλατιά
Έκλεισαν όλες του κόσμου οι στράτες
χάθηκε η μέρα βασίλεψε το φως
ρωτώ τη νύχτα και τους διαβάτες
πού νά 'ναι ο φίλος
πού νά 'ναι ο αδερφός
Στον κεραυνό και στη βροχή
κάνω κρυφά μια προσευχή
να 'χεις τον ήλιο συντροφιά
στη συννεφιά
(Και δεν θέλω αηδίες και συνειρμούς χαζούς. Το λέω προκαταβολικά, αι...)
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΣΑΡΑ ΜΟΝΤΙΕΛ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η SARA MONTIEL
LOS PICONEROS
Ya se ocultó la luna, luna lunera
ya abierto su ventana la piconera, madre,
y el piconero, va a la sierra cantando
con el lucero, con el lucero.
Ya viene el día, ya viene madre,
ya viene el día, ya viene madre,
alumbrando su clara los olivares
alumbrando su clara los olivares.
¡Ay! Que me diga que si,
¡Ay! Que me diga que no.
Como no lo a querío ninguna
le quiero yo,
mi piconero como el picón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Fajares se la lleva mi piconero
y un mar se ha desbordao de terciopelo
de terciopelo, madre y en el sombrero
una cinta que dice por ti me muero,
por ti me muero.
Ya viene el día, ya viene madre,
ya viene el día, ya viene madre,
alumbrando su clara los olivares
alumbrando su clara los olivares.
¡Ay! que me diga que si,
¡Ay! que me diga que no.
Como no lo a querío ninguna
le quiero yo,
mi piconero como el picón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Por su culpa culpita yo tengo,
negro negrito mi corazón.
Στίχοι: Ramón Perelló.
Mουσική: Juan Mostazo.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΦΡΑΝΣΟΥΑΖ ΑΡΝΤΥ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η FRANÇOISE HARDY
TOUS LES GARÇONS ET LES FILLES
Tous les garçons et les filles de mon âge
se promènent dans la rue deux par deux
tous les garçons et les filles de mon âge
savent bien ce que c'est d'être heureux
et les yeux dans les yeux et la main dans la main
ils s'en vont amoureux sans peur du lendemain
oui mais moi, je vais seule par les rues, l'âme en peine
oui mais moi, je vais seule, car personne ne m'aime
Mes jours comme mes nuits sont en tous points pareils
sans joies et pleins d'ennuis personne ne murmure "je t'aime"
à mon oreille
Tous les garçons et les filles de mon âge
font ensemble des projets d'avenir
tous les garçons et les filles de mon âge
savent très bien ce qu'aimer veut dire
et les yeux dans les yeux et la main dans la main
ils s'en vont amoureux sans peur du lendemain
oui mais moi, je vais seule par les rues, l'âme en peine
oui mais moi, je vais seule, car personne ne m'aime
Mes jours comme mes nuits sont en tous points pareils
sans joies et pleins d'ennuis oh! quand donc pour moi brillera le soleil?
Comme les garçons et les filles de mon âge connaîtrais-je
bientôt ce qu'est l'amour?
comme les garçons et les filles de mon âge je me
demande quand viendra le jour
où les yeux dans ses yeux et la main dans sa main
j'aurai le cœur heureux sans peur du lendemain
le jour où je n'aurai plus du tout l'âme en peine
le jour où moi aussi j'aurai quelqu'un qui m'aime
Στίχοι: Françoise Hardy.
Μουσική: Françoise Hardy & Roger Samyn.
Κυκλοφόρησε το 1962.
Τρίτη 23 Οκτωβρίου 2007
ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ "ΜΕΝΑΝΔΡΟΥ"
"ΜΕΝΑΝΔΡΟΣ"
[Ω ΠΥΡΓΟΔΕΣΠΟΙΝΑ ΤΩΝ ΠΙΟ ΓΛΥΚΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ]
Ω πυργοδέσποινα των πιο γλυκών ονείρων,
στον πύργο σου απόψε υποδέξου με.
Στα τρίσβαθα των σκοτεινών κρατήρων
τους εφιάλτες της ζωής μας πώς ν' αντέξουμε;
Οι πολυέλαιοι φωτίζουνε τη σάλα
κι αρχίζουνε τα όνειρα ένα τρελό βαλσάκι.
Άνοιξ' της μπαλκονόπορτας τα φύλλα τα μεγάλα
να ξεχυθούν χορεύοντας ώς έξω στο αλσάκι.
Ω πυργοδέσποινα των πιο τρελών ονείρων,
στον πύργο σου απόψε θα χορέψουμε.
Κι αν έρθει ο χρόνος, έτσι σνόμπ και είρων,
με όνειρα εμείς θα τον πλανέψουμε.
Ο επιμελητής της ηλεκτρονικής έκδοσης είπε να φιλοξενήσει δίκης πυργοδεσποίνης την κ. Λαιτίσια Καστά. Δεν πιστεύω νά έχει κανείς / καμμία αντίρρηση...
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΖΩΡΖ ΜΠΡΑΣΣΕΝΣ
GEORGES BRASSENS
LA MAUVAISE REPUTATION
Au village, sans prétention,
J'ai mauvaise réputation.
Qu'je m'démène ou qu'je reste coi
Je pass' pour un je-ne-sais-quoi!
Je ne fait pourtant de tort à personne
En suivant mon chemin de petit bonhomme.
Mais les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Non les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Tout le monde médit de moi,
Sauf les muets, ça va de soi.
Le jour du Quatorze Juillet
Je reste dans mon lit douillet.
La musique qui marche au pas,
Cela ne me regarde pas.
Je ne fais pourtant de tort à personne,
En n'écoutant pas le clairon qui sonne.
Mais les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Non les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Tout le monde me montre du doigt
Sauf les manchots, ça va de soi.
Quand j'croise un voleur malchanceux,
Poursuivi par un cul-terreux;
J'lance la patte et pourquoi le taire,
Le cul-terreux s'retrouv' par terre
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En laissant courir les voleurs de pommes.
Mais les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Non les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Tout le monde se rue sur moi,
Sauf les culs-de-jatte, ça va de soi.
Pas besoin d'être Jérémie,
Pour d'viner l'sort qui m'est promis,
S'ils trouv'nt une corde à leur goût,
Ils me la passeront au cou,
Je ne fait pourtant de tort à personne,
En suivant les ch'mins qui n'mènent pas à Rome,
Mais les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Non les brav's gens n'aiment pas que
L'on suive une autre route qu'eux,
Tout l'mond' viendra me voir pendu,
Sauf les aveugles, bien entendu.
ΤΟ ΑΚΑΤΟΡΘΩΤΟ
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ
ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Άνθρωποι που δε γνώρισα ποτέ μού δώσαν το αίμα μου και τ’ όνομά μου
στην ηλικία μου χιονίζει, χιονίζει αδιάκοπα
μια κίνηση πάντα σα νά’ θελα να προφυλαχτώ από’ να χτύπημα
δίψασα για όλη τη ζωή, κι όμως την άφησα
για ν’ αρπαχτώ απ’ τα πελώρια αγκάθια της αιωνιότητας,
η σάρκα μου ένας επίδεσμος γύρω απ’ το αυριανό μου τίποτα
κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει στον πόνο μου
εκτός απ’ τον ίδιο μου τον πόνο –είμαι εδώ, ανάμεσά σας, κι ολομόναχος,
κ’ η ποίηση σα μια μεγάλη αλήθεια που την ανακαλύπτεις ύστερ’ από χρόνια,
όταν δεν μπορεί να σου χρησιμέψει πια σε τίποτα.
Επάγγελμά μου: το ακατόρθωτο.
Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 141, Σεπτέμβρης 1966, σελ. 137.
Παρμένο από τις σελίδες του Νίκου Σαραντάκου.
Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2007
Η ΓΚΙΖΕΛΑ ΜΑΫ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΡΕΧΤ ΚΑΙ ΑΪΣΛΕΡ
H GISELA MAY ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ "ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΜΟΛΔΑΒΑ"
DAS LIED VON DER MOLDAU
Am Grunde der Moldau wandern die Steine,
es liegen drei Kaiser begraben in Prag.
Das Grosse bleibt groß nicht und klein nicht das Kleine,
die Nacht hat zwölf Stunden, dann kommt schon der Tag.
Es wechseln die Zeiten, die riesigen Pläne
der Mächtigen kommen am Ende zum Halt.
Und gehn sie einher auch wie blutige Hähne,
es wechseln die Zeiten da hilft kein Gewalt.
Στίχοι: Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Μουσική: Χάνς Άισλερ.
ΣΑΝ ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΤΣΙΓΚΑΝΟΣ
FEDERICO GARCÍA LORCA
Η ΑΠΙΣΤΗ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΗ
Την πάω κι εγώ προς το ποτάμι
πιστεύοντάς την για κορίτσι
μα εκείνη είχε άντρα.
Ήταν τη νύχτα του Σαντιάγο
και σχεδόν σα νά 'χα τάμα.
Σβήσανε τα φαναράκια
και ανάψανε οι γρύλοι.
Προς τις τελευταίες γωνίες
πιάνω τα στήθη της στον ύπνο
κι άξαφνα και μου ανοίξαν
σαν δυο ματσάκια υακίνθων.
Η κόλλα του μεσοφοριού της
έφτανε ώς την ακοή μου
σαν κομμάτι από μετάξι
που έσκισαν δέκα μαχαίρια.
Δίχως ασημένιο φως στα φύλλα
τα δέντρα όλα είχαν φουντώσει,
κι ένας ορίζοντας με σκύλους
γαβγίζει πέρα απ’ το ποτάμι.
Τις βατομουριές περνώντας
κι ύστερα αγκαθιές και βούρλα,
κάτω απ’ το θάμνο των μαλλιών της
κάνω μια τρύπα μες στον άμμο.
Εγώ βγάζω τη γραβάτα.
Εκείνη βγάζει το φουστάνι.
Τη ζώνη εγώ με το ρεβόλβερ.
Τους τέσσερις αυτή κορσέδες.
Οι νάρδοι μα και τα κοχύλια
αφή δεν έχουνε πιο φίνα,
και κρύσταλλα με τη σελήνη
δε λάμπουνε με τέτοια λάμψη.
Ψηλά τα πόδια μου ξεφεύγαν
σαν τα τρομαγμένα ψάρια
ώς τα μισά γεμάτα φλόγα
ώς τα μισά γεμάτα κρύο.
Έτρεξα 'κείνο το βράδυ
τον καλύτερο απ' τους δρόμους
σε φοράδα από σεντέφι
και με δίχως χαλινάρια.
Σαν σωστός άντρας δε θέλω
να σας πω όσα μου είπε.
Το φως που έχω της συμπάθειας
διακριτικό με κάνει.
Φιλιά κι άμμο λερωμένη
τη φέρνω πάλι απ’ το ποτάμι.
Με τον άνεμο χτυπούσαν
όλα τα σπαθιά των κρίνων.
Φέρθηκα όπως που μου ταιριάζει.
Σαν αληθινός τσιγγάνος.
Της χαρίζω πανεράκι
για τη ραπτική αχυρένιο,
κι όχι είπα στον έρωτά της
γιατί αν και είχε άντρα
μου είπε πως ήτανε κορίτσι
σαν την τραβούσα στο ποτάμι.
Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.
Κυριακή 21 Οκτωβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΖΑΝ ΜΟΡΩ
ΑΚΟΥΜΕ ΤΗΝ JEANNE MOREAU
LE TOURBILLON
Elle avait des bagues à chaque doigt,
Des tas de bracelets autour des poignets,
Et puis elle chantait avec une voix
Qui, sitôt, m'enjôla
Elle avait des yeux, des yeux d'opale,
Qui m'fascinaient, qui m'fascinaient
Y avait l'ovale de son visage pâle
De femme fatale qui m'fut fatal
On s'est connus, on s'est reconnus,
On s'est perdus de vue, on s'est r'perdus d'vue
On s'est retrouvés, on s'est réchauffés,
Puis on s'est séparés
Chacun pour soi est reparti.
Dans l'tourbillon de la vie
Je l'ai revue un soir, aïe, aïe, aïe !
Ça fait déjà un fameux bail
Au son des banjos je l'ai reconnu
Ce curieux sourire qui m'avait tant plu
Sa voix si fatale, son beau visage pâle
M'émurent plus que jamais
Je me suis soûlé en l'écoutant
L'alcool fait oublier le temps
Je me suis réveillé en sentant
Des baisers sur mon front brûlant
On s'est connus, on s'est reconnus,
On s'est perdus de vue, on s'est r'perdus de vue,
On s'est retrouvés, on s'est séparés,
Puis on s'est réchauffés
Chacun pour soi est reparti.
Dans l'tourbillon de la vie.
Je l'ai revue un soir ah là là
Elle est retombée dans mes bras
Quand on s'est connus,
Quand on s'est reconnus,
Pourquoi s'perdre de vue,
Se reperdre de vue ?
Quand on s'est retrouvés,
Quand on s'est réchauffés,
Pourquoi se séparer ?
Alors tous deux, on est repartis
Dans l'tourbillon de la vie
On a continué à tourner
Tous les deux enlaces
Τραγούδι του 1962 από την ταινία του Φρανσουτά Τρυφώ "Jules et Jim". Οι στίχοι είναι του G. Bassiak και η μουσική του Georges Delerue.
Η ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΦΥΣΙΣ ΤΟΥ ΕΡΩΤΟΣ
FRANCISCO DE QUEVEDO
ΕΡΩΤΙΚΗ ΜΕΘΕΞΗ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΝ ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ
Τα βλέφαρά σου, Λίσση, αν είσαν –σκέψου– χείλη,
φιλιά καυτά θε νά-εισαν στων ματιών την κόρη
οι αχτίδες· έχουν, όπως βλέπεις, μάθει επί ώρες
τον ήλιο να κοιτούν, διό και θα εφίλαγαν τη φίλη
μορφή σου πιότερο απ’ ό,τι θα βλέπαν. Ύλη
του κάλλους σου θα ρούφαγαν απ’ τις οπώρες
του βλέμματός σου, και θά ’φερναν ’δώ πυρφόρες
τροφές αθανασίας να ταΐζουν το καντήλι
της ζωής μου εις τον αιώνα. Δώρα τέτοια τέλεια
θα γεύονταν οι αισθήσεις μου όλες με αφοσίωση
νεοφύτου, που μισεί των ηδονών το εμπόριο
και, σιωπηλός, την έκσταση και την εντέλεια
του ιμέρου φλέγεται να δείξει δημοσίως. Η
μυστήρια φύσις του Έρωτος απαξιώνει τα όρια.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
Η κυρία που αγλαΐζει το μετάφρασμα είναι η Τζοβάννα Μετζοτζόρνο.
Ο ΟΤΕΛΛΟ ΠΡΟΦΑΤΖΙΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟΝ "ΥΜΝΟ" ΤΗΣ ΣΙΚΕΛΙΑΣ
ΑΚΟΥΜΕ ΤΟΝ OTELLO PROFAZIO
VITTI NA CROZZA
Vitti na crozza supra nu cannuni
fui curiuso e ci vossi spiare
idda m'arrispunniu cu gran duluri
murivi senza un tocco di campani
Si nni eru si nni eru li me anni
si nni eru si nni eru un sacciu unni
ora ca sugnu vecchio di ottant'anni
chiamu la morti i idda m arrispunni
Cunzatimi cunzatimi lu me letto
ca di li vermi su manciatu tuttu
si nun lu scuntu cca lume peccatu
lu scuntu allautra vita a chiantu ruttu
C’è nu giardinu ammezu di lu mari
tuttu ntessutu di aranci e ciuri
tutti l'acceddi cci vannu a cantari
puru i sireni cci fannu all'amuri
Το θρυλικό αυτό τραγούδι έχει ερμηνευθεί σε εκατοντάδες παραλλαγές (και στο στίχο και στη μουσική). Κλασική θεωρείται η εκτέλεση που ποστάρω εδώ με το Οτέλλο Προφάτζιο, τον "Τραγουδιστή του Νότου". Πολύ όμορφα το έχει πει και η ρομάνα Γκαμπριέλλα Φέρρι.
ΟΝΕΙΡΟ ΓΛΥΚΟ ΚΑΙ ΞΕΝΟ
ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ (1900-1943)
ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΒΟΥΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ
Μέσα στη βουή του δρόμου
ήταν νά 'βρω τ' όνειρό μου,
να το βρώ και να το χάσω
κι ούτε πια που θα το φτάσω.
Μια στιγμή πέρασε μπρος μου
κι ήταν η χαρά του κόσμου,
η χαρά που μας ματώνει
σαν οι πιο μεγάλοι πόνοι.
Πέρασε όπως περνούνε
όσα δε θα ξαναρθούνε -
πουλιά που 'χουν φτερουγίσει
σύννεφα μέσα στη δύση.
Κι άφησε στο πέρασμά του
-πέρασμα ζωής, θάνάτου-
στην καρδιά μου σα σφραγίδα
ω... την πεθαμένη ελπίδα.
Μιαν ελπίδα πεθαμένη
που μας ζει και μας πεθαίνει
κι όλο μας τραβάει εδώ κάτου
ώς την πόρτα του θανάτου.
Όνειρο γλυκό και ξένο
και παντοτινά χαμένο,
σε κρατώ στο νου μου ακόμα
σαν τριαντάφυλλο στο στόμα.
Όταν πέρασες με πήρες
κι όλες μου άνοιξες τις θύρες
με το μαγικό κλειδί σου
του χαμένου παραδείσου.
Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2007
ΔΥΟ ΓΙΓΑΝΤΕΣ: ΑΤΑΟΥΑΛΠΑ ΓΙΟΥΠΑΝΚΙ ΚΑΙ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Ο ATAHUALPA YUPANQUI ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
Pablo nuestro que estás en tu Chile,
Viento en el viento.
Cósmica voz de caracol antiguo.
Nosotros te decimos,
Gracias por la ternura que nos diste.
Por las golondrinas que vuelan con tus versos.
De barca a barca. De rama a rama.
De silencio a silencio.
El amor de los hombres repite tus poemas.
En cada calabozo de América
un muchacho recuerda tus poemas.
Pablo nuestro que estás en tu Chile.
Todo el paisaje custodia tu sueño de gigante.
La humedad de la planta y la roca
allá en el sur.
La arena desmenuzada, Vicuña adentro,
en el desierto.
Y allá arriba, el salitre, las gaviotas y el mar.
Pablo nuestro que estás en tu Chile.
Gracias, par la ternura que nos diste.
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΜΑΡΙΑ ΔΟΛΟΡΕΣ ΠΡΑΔΕΡΑ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η MARIA DOLORES PRADERA
MARIA LA PORTUGUESA
En las noches de luna y clavel,
de Ayamonte hasta Villarreal,
sin rumbo por el río,
entre suspiros,
una canción viene y va,
que la canta María
al querer de un andaluz.
María es la alegría
y es la agonía
que tiene el Sur,
que conoció a ese hombre
en una noche
de vino verde y calor
y entre palmas y fandangos
la fue enredando,
le trastornó el corazón.
Y en las playas de isla
se perdieron los dos.
Donde rompen las olas
besó su boca
y se entregó.
¡Ay, María la Portuguesa!
Desde Ayamonte hasta Faro
se oye este fado
por las tabernas,
donde bebe 'vinho' amargo.
¿Por qué canta con tristeza?
¿Por qué esos ojos cerrados?
Por un amor desgraciado.
Por eso canta, por eso pena.
Fado
porque me faltan sus ojos.
Fado
porque me falta su boca.
Fado
porque se fue por el río.
Fado
porque se fue con la sombra.
Dicen que fue el "te quiero"
de un marinero
razón de su padecer,
que una noche en los barcos
de contrabando
pa'l langostino se fue.
Y en las sombras del río
un disparo sonó
y de aquel sufrimiento
nació el lamento
de esta canción.
¡Ay, María la Portuguesa!
Desde Ayamonte hasta Faro
se oye este fado
por las tabernas,
donde bebe 'vinho' amargo.
¿Por qué canta con tristeza?
¿Por qué esos ojos cerrados?
Por un amor desgracïado.
Por eso canta, por eso pena.
Fado
porque me faltan sus ojos.
Fado
porque me falta su boca.
Fado
porque se fue por el río.
Fado
porque se fue con la sombra.
Fado
porque se fue por el río.
Fado
porque se fue con la sombra.
Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΡΩΜΗΣ: ΓΚΑΜΠΡΙΕΛΛΑ ΦΕΡΡΙ
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η GABRIELLA FERRI
CHITARRA ROMANA
Roma bella mi appare
solitario il mio cuor
disilluso d'amor
va nell'ombra a cantar
una muta fontana una stella lassù
o chitarra romana
accompagnami tu.
Suona suona mia chitarra
accompagnami in sordina
la mia bella fornarina
al balcone non c'e' piu'...
Se la voce e' un po' velata
lascia piangere il mio cuore
senza casa e senza amore
mi rimani solo tu.
Lungotevere dorme
mentre il fiume cammina
io lo seguo perché mi trascina con sè
e travolge il mio cuor
vedo un ombra lontana un balcone lassù
o chitarra romana accompagnami tu.
Se la voce è un po' velata
lascia piangere il mio cuore
senza casa e senza amore
mi rimani solo tu
o chitarra romana accompagnami tu...
Το τραγούδι γράφτηκε το 1934. Η μουσική είναι του Eldo Di Lazzaro και οι στίχοι του Daniele Bruno.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΒΡΟΤΕΡΑ ΤΩΝ ΡΟΔΩΝ ΟΤΑΝ ΑΡΡΩΣΤΗΣΕ
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
ΣΤΗΝ ΑΛΙΚΗ ΟΥΑΡΔΟΥ
Α!... η αβροτέρα!... αυτά τα ρόδα, ω!... ιδέ τα
με προσήνεια... στα πόδια σου αφημένα
που είναι!... Σ' τά 'χει πλάσει από μια παλέττα
(στιμάροντάς σε) η πάτρια γη μου, με ένα
μυρωδάτο φιλί του Απρίλη, πετα-
μένο εκεί στο κατώφλι σου... για σένα...
Κ α λ ά ενεργεί... (κ α λ ό θα δεις... θα γειάνεις...)
Άκουσέ με! λέω:... τες προσδοκίες μη χάνεις!...
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
ΟΠΩΣ ΟΤΑΝ ΗΤΑΝ ΝΕΑ
ΦΩΤΟΣ ΓΙΟΦΥΛΛΗΣ (1887-1981)
ΑΡΙΘΜΟΙ
Βρήκα μες σε χαρτιά κιτρινισμένα
το σονέτο για κείνη την κυρία
που ήταν τότες κορίτσι, όλο ευτυχία
- τα 18 δεν τά ’χε δα κλεισμένα.
Κι είναι από τότες χρόνια 23
(λιγότερο μητ’ ένα) περασμένα.
Θά ’χει πατήσει πια το 41.
Τάχα όμως νά ’χει νοιώσει δυστυχία;
Τώρα, δε θά ’ναι πια μήτε δροσάτη
μήτε και πεταχτούλα, μήτε νια
θάναι δυσκολοκίνητη, γιομάτη
μ’ ακόμα θα κρατεί κι όμορφο κάτι :
"Κλείνω", θα λέει με νάζι, "τα 29".
Μα οι αριθμοί δεν έχουνε σπλαχνιά.
Η εικονιζόμενη κυρία είναι η Giorgia Surina.
Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ ΑΗΔΟΝΙ ΤΗΣ ΝΑΠΟΛΗΣ: Ο ΡΟΜΠΕΡΤΟ ΜΟΥΡΟΛΟ
REGINELLA
Te si' fatta na vesta scullata,
nu cappiello cu 'e nastre e cu 'e rrose...
stive 'mmiez'a tre o quatto sciantose
e parlave francese...è accussí?
Fuje ll'autriere ca t'aggio 'ncuntrata
fuje ll'autriere a Tuleto, 'gnorsí...
T'aggio vuluto bene a te!
Tu mm'hê vuluto bene a me!
Mo nun ce amammo cchiù,
ma ê vvote tu,
distrattamente,
pienze a me!...
Reginè', quanno stive cu mico,
nun magnave ca pane e cerase...
Nuje campávamo 'e vase, e che vase!
Tu cantave e chiagnive pe' me!
E 'o cardillo cantava cu tico:
"Reginella 'o vò' bene a stu rre!"
T'aggio vuluto bene a te!
.........................
Oje cardillo, a chi aspiette stasera?
nun 'o vvide? aggio aperta 'a cajóla!
Reginella è vulata? e tu vola!
vola e canta...nun chiagnere ccá:
T'hê 'a truvá na padrona sincera
ch'è cchiù degna 'e sentirte 'e cantá...
T'aggio vuluto bene a te!
Τραγούδι του 1917. Μουσική του Λίμπερο Μπόβιο, στίχοι του Γκαετάνο Λάμα. Τραγουδάει ο Ρομπέρτο Μούρολο. Ό,τι πιό κλασικό!
ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΝΤΡΙΑΝΑ ΒΑΡΕΛΑ
Τα λόγια του θρυλικού τραγουδιού Mano a mano.
Rechiflao en mi tristeza hoy te evoco y veo que has sido
en mi pobre vida paria solo una buena mujer;
tu presencia de bacana puso calor en mi nido,
fuiste buena, consecuente, y yo se que me has querido
como no quisiste a nadie, como no podras querer.
Se dio el juego de remanye, cuando vos, pobre percanta,
gambeteabas la pobreza en la casa de pension;
hoy sos toda una bacana, la vida te rie y canta,
los morlacos del otario los tiras a la marchanta
como juega el gato maula con el misero raton.
Hoy tenes el mate lleno de infelices ilusiones,
te engrupieron los otarios, las amigas, el gavion;
la milonga entre magnates con sus locas tentaciones
donde triunfan y claudican milongueras pretensiones
se te ha entrado muy adentro en el pobre corazon.
Nada debo agradecerte, mano a mano hemos quedado,
no me importa lo que has hecho, lo que haces, ni lo que haras
los favores recibido creo habertelos pagado
y si alguna deuda chica sin querer se me ha olvidado,
en la cuenta del otario si queres se la cargas.
Mientras tanto que tus triunfos, pobres triunfos pasajeros,
sean una larga fila de riquezas y placer;
que el bacan que te acamala tenga pesos duraderos,
y te abras en las paradas con cafishios milonqueros,
y que digan los muchachos: "Es una buena mujer."
Y mañana cuando seas descolado mueble viejo
Y no tengas esperanzas en tu pobre corazon;
si precisas una ayuda, si te hace falta un consejo,
acordate de este amigo que ha de jugarse el pellejo
p'ayudarte en lo que pueda, cuando sea la ocasion.
Για πρώτη φορά ποστάρω youtube - μόλις τώρα έμαθα ο ανεπίδεκτος μαθήσεως πώς γίνεται!... Ελπίζω να το ξανακαταφέρω. Η επιλογή του θρυλικού τάνγκο, του οποίου πόσταρα επίσης τα λόγια, ερμηνευμένο από την Αντριάνα Βαρέλα θεωρώ ότι αποτελεί καλό σημάδι για εγκαίνια.
ΤΙ ΩΡΑΙΩΘΗΣ ΚΑΙ ΤΙ ΗΔΥΝΘΗΣ!...
ΒΑΣΙΛΗΣ ΛΑΛΙΩΤΗΣ
ΔΥΟ ΠΟΙΗΜΑΤΑ
Από παιδί στο ποίημα με τιμώρησαν
να φέρνω του πραγματικού φαρμάκι ώς τη γλώσσα
με μια σκιά από το λεξιλόγιο του κάτω κόσμου
Και τέντωνα του άγγελου λαιμό τα μεσημέρια
ξιπόλητος μες στις αυλές
να προεκτείνω κάτι ελάχιστο του αίματος
μ' ένα τετράδιο άγραφο στα γόνατα
και τις μακρινές γιορτές των παιδιών
Μαζί μου τ' όμορφο κορίτσι από απέναντι
δυο καλοκαίρια κιόλας πεθαμένο.
-------------------------------------------
Χρόνια με πρόσωπα για μένα βολικά
αφήσανε στο τέλος άλλες τυραννίες
Εσύ ωραιώθηκες γιατί 'σαι μακρινή
πατρίδα βόρεια, κορμί θητείας, μήνες τρελοί
Και είναι κυρίως γιατί μου χτυπάς αρμονικές
μιας άλλης θλίψης που κατάγεται απ' τη γεύση
του χρόνου που λιμνάζει στο ανεκπλήρωτο
Είσαι ακριβώς αυτό που μ' αφοπλίζει.
Από το βιβλίο "Το ένδοξο πένθος", εκδόσεις Πλάνόδιον, Αθήνα 1997.
ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΑΤΣΑΡΟΣ
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Αρετσού τοκ ή όχι
Το κεφάλι βυθισμένο στο νερό
Λουτρά Καραμπουρνάκι.
Εκεί στους φούρνους τους στρατιωτικούς
ο σαλπιγκτής ο οπλουργός κι εγώ.
Νύχτα καυτή ερώτων και μετά η κατοχή.
Σφαγμένη γυναίκα γκρεμισμένη πόλη
κι η Εγνατία διπλή 500.000 νεκροί
κι ο Χάρης απών κι ο ποιητής του.
Το νέο, όχι, δεν είναι απ' την Καμπότζη
Έλλην παλαιός ιδρυτής της Αλφαβήτου.
Αρετσού τοκ ή όχι.
Από το περιοδικό "Το Τραμ", δεύτερη διαδρομή, τχ. 5, σ. 355, Μάης 1977, Θεσσαλονίκη.
Ο ΑΘΩΟΣ ΕΡΩΣ
LORD BYRON
SHE WALKS IN BEAUTY
She walks in beauty, like the night
Of cloudless climes and starry skies;
And all that's best of dark and bright
Meet in her aspect and her eyes:
Thus mellowed to that tender light
Which heaven to gaudy day denies.
One shade the more, one ray the less,
Had half impaired the nameless grace
Which waves in every raven tress,
Or softly lightens o'er her face;
Where thoughts serenely sweet express
How pure, how dear their dwelling place.
And on that cheek, and o'er that brow,
So soft, so calm, yet eloquent,
The smiles that win, the tints that glow,
But tell of days in goodness spent,
A mind at peace with all below,
A heart whose love is innocent!
Η κ. Αλμουδένα Φερνάντεθ περπατάει πανέμορφη...
ΕΤΣΙ ΕΙΝΑΙ - Τ' ΟΝΤΙΣ...
ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ
ΜΥΡΙΑΣΤΕΡΟΥΣΑ
Αγγελική ως θα ύψωνε το χέρι της να ευλόγα
διάβηκε με τα χείλη της άνθος γυμνό - στο δρόμο
κι είχε στου φραμπαλά άνθια ζωγραφιστά και φλόγα
καρφιτσωμένη - άλικο τριαντάφυλλο στον ώμο.
Μύρια στις γόβες της αστριά χρυσά ’χε κεντημένα
και -σαν που κυνηγιόντουσαν- δυό έρωτες στο μπάτη
κάτω απ' του ποδόγυρού της το κύμα, έπειτα το ένα
μετά το άλλο της -πουλιά- τα πόδια και τα επάτει.
Τι είναι η ζωή μας; Όνειρο! Κι εμείς ψυχές στο χρόνο
κι οσ' αστεράκια έχει ο ουρανός κι η γης οσ' άνθια -τ' όντις-
τόσα οι καημοί μου εγίνηκαν άνθια, και τα μαζώνω
και τόσοι πόνοι μου, τ' άστρια εκειά των γοβακιών της.
"Μυριαστερούσα" είναι η κ. Giovanna Mezzogiorno, ελληνιστί Ιωάννα Μεσημέρη.
Πέμπτη 18 Οκτωβρίου 2007
ΜΕ ΤΟΝ ΓΙΑΤΡΟ
ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
ΟΜΟΙΟΠΑΘΗΤΙΚΗ
Υπήρξε κάποτε καιρός
που στη ζωή μου
φοβόμουν δυστυχώς να δω
την αντοχή μου
Λέγαν "Τι πλάσμα φοβικό!"
στον εραστή μου
Είπα "Θα βρω το δίκαιο
στον ψυχαναλυτή μου
Ο,τι φθονούσα έναν καιρό
Πώς το φοβάμαι τώρα!
Λες να 'ναι σοβαρό γιατρέ
που σας ποθώ εδώ και τώρα;"
Κι ως το μαντέψατε σωστά
μου διέκοψε την ψυχανάλυση
και μ' έκαν' ερωμένη του
Πώς να το πω... Καλή κατάληξη
Υπήρξε κάποτε καιρός
που στη ζωή μου
φοβόμουν και να φοβηθώ
την αφορμή μου
Λέγαν "τι πλάσμα ανασφαλές!
Τι πλάσμα αγχώδες!"
Ωσπου στον μέγα πανικό
στον έσχατό μου φόβο
αντίκρισα τη στάχτη σας
στο κάτοπτρό μου
Ο,τι αγαπούσα έναν καιρό
δεν το γνωρίζω τώρα
Δεν είναι σοβαρό γιατρέ
που σας μισώ εδώ και τώρα
Πήρα τη φωτογραφία της ποιήτριας (και καλής μου φίλης)από το e-poema: ηλεκτρονικό περιοδικό για την ποίηση. Το εικαστικό, που προηγείται, είναι του Dan Flavin.
ΔΕΝ ΞΕΧΩΡΙΣΕ ΤΗ ΣΥΜΦΟΡΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ
ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ
Ωραίος απ’ τη θύελλα της βιομηχανίας
αεροπόρος των ηλιόλουστων ημερών
μεγάλο δάκρυ
που κατεβαίνει ώς τα χείλη
για να καίει τις αθάνατες Μαρίες
ο Βλαντιμίρ.
Ίσως έπρεπε πριν απ’ την ένδοξη ταφή
να φωτίζεται με προβολείς ο νεκρός του.
Ίσως αξίζει να τον βλέπουμε σαν καταρράκτη
ανάμεσα στην ορμή τ’ ουρανού και στα δάση.
Ίσως έπρεπε να διευθύνει κοσμοδρόμια.
Πάντως
μ’ αρέσει που έπιασε την παλιά Ρωσία απ’ τα μαλλιά
και την έστειλε στο διάβολο
θρυμματίζοντας μια κιθάρα στο κεφάλι της.
Μ’ αρέσει που δεν θα πεθάνει ποτέ
γιατί δεν ξεχώρισε τη συμφορά και την ποίηση.
Μ’ αρέσει γιατί στάθηκε στο ύψος του
ο Βλαντιμίρ.
Αυτός είναι που έδινε στον Κουτούζωφ
τη μυστηριώδη δύναμη.
Αυτός είναι που σκύλιαζε πραγματικά
για το μέλλον. Αυτός
έλαμπε στην κατάλευκη ορμή του Ουλιάνωφ.
Απ’ την άγνωστη χαραυγή μας, απ’ τα σπήλαια,
έτσι δείχνουν τα πράγματα.
Η ζωή θα πρέπει να προσχωρήσει μαζί του
ολάκερη καθώς τη χάρισε στην καρδιά των δικαίων.
Η ζωή θα χρειαστεί και πάλι τους χαρταετούς.
Απ’ το βαρύ του φέρετρο πετάγονταν
πυροτεχνήματα ψηλά στη νύχτα
κι απ’ τη βαθειά ειρήνη της σιωπής του
έβγαινε ο καπνός της μέσα μάχης. Ας είναι λοιπόν…
Ας είναι κι ο Βλαντιμίρ ένα σύμβολο
ανοιχτό στην ευτυχία.
Δεν ξέρω, βέβαια, τι είναι ευτυχία.
Γνωρίζω όμως τον αγώνα για δαύτη.
Δεν ξέρω τι κρύβει ο έρωτας.
Γνωρίζω μονάχα
πως είναι οι εξήντα τέσσερες άνεμοι.
Γνωρίζω πως είναι όλες οι ανατολές του ήλιου –
τέτοια τύχη
τέτοια τύχη!
Δημοσιεύτηκε στην «Επιθεώρηση Τέχνης», τ. 146, Φλεβάρης 1967, σελ. 133. Η ανάρτηση αυτή "οφείλεται" στις σελίδες του φίλου Νίκου Σαραντάκου.
ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΕΛΕΙΩΝΟΥΝ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
ΚΩΣΤΑΣ ΡΙΤΣΩΝΗΣ
ΚΑΤΙ ΠΑΙΔΙΑ
Καμιά φορά όταν κοιμούνται κουρασμένα
κάτι παιδιά που αγαπάνε το τραγούδι
ζηλεύουνε τη δόξα σου και βλέπουν στ' όνειρό τους
πως τραγουδούν στα κέντρα και στις συναυλίες
με την δική σου τη φωνή
Μα ξημερώνει και τελειώνουν τα τραγούδια
Ήρθε η ώρα να ετοιμαστούν
και στην δουλειά τους βιαστικά να πάνε
Τό έχει μελοποιήσει ο Σταύρος Κουγιουμτζής. Το τραγοδάει η Αιμιλία Κουγιουμτζή.
LÄCHELNDE ZÄRTLICHKEIT
ΛΑΜΠΡΟΣ ΠΟΡΦΥΡΑΣ (1879-1932)
ΤΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
Ωραία γυναίκα, το τρελλό το γέλιο σου διαβαίνει,
σα μάταιος ήχος και σκορπά, κι ούτε μια ηχώ ξυπνά
στην ακατάδεχτη καρδιά, που αγάπη τήνε δένει
μ' αθώα χαμόγελα βουβά.
Μ' αυτά που δείχνουνε χαρά, με κάποια που σκεπάζουν
τον πόνο τους αμίλητον οι ευγενικές ψυχές,
μ' εκείνα, που μαραίνονται κρυφά και ξεθωριάζουν,
σ' αρχαίες εικόνες σκοτεινές.
Και μ' όσα ακόμα, ούτε αλαφρά δε σκίζουνε τα χείλη,
κι αστράφτουν μόνο στων ματιών βαθιά τη σιγαλιά,
ωσάν τ' αντιφεγγίσματα που απλώνονται το δείλι
στην πελαγίσιαν ερημιά...
Η ανάρτηση αφιερώνεται στην Έλενα, παλιά μου μαθήτρια - όπως και η ανάρτηση του πίνακα του Hundertwasser.
ΠΑΛΙΟΜΟΔΙΤΙΚΟ, ΠΛΗΝ ΑΛΗΘΙΝΟ
ΚΩΣΤΑΣ ΟΥΡΑΝΗΣ (1890-1953)
ΠΕΡΑΣΤΙΚΕΣ
Γυναίκες, που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι' άλλα μέρη,
γυναίκες, που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο,
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό με ένα βλέμμα ξεχασμένο
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ' ένα μαντήλι αργά να χαιρετάτε :
να ξέρετε με πόση νοσταλγία.
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ' τη ζωή μου μέσα - και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Το ποίημα αναρτάται για τον φίλο μου τον ΑΧΙ. Η κυρία Adriana Lima, που το συνοδεύει, αναρτάται για όλους.