Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2014

ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ




CHARLES BAUDELAIRE


ΣΥΣΧΕΤΙΣΕΙΣ

Ναός με κλίτη ζωντανά και κίονες είναι η Φύση
που αφήνουν νά ’βγουν έξω απόηχοι λόγων αμφιβόλων·
εκεί οι άνθρωποι διαβαίνουν απ’ τα δάση των συμβόλων
και τους κοιτούν με βλέμμα που ’χει η αποδοχή εκπονήσει.

Σαν μακρινών αντίλαλων συγκεχυμένες πτήσεις
προς ζοφερό και απόκρυφο προορισμό όλα είν’ ένα:
απέραντα σαν νύχτα, μα και σαν αυγή, ενωμένα
με χρώματα και αρώματα, αρθρώνουν συσχετίσεις.

Αρώματα της δρόσου σαν νηπίων σάρκα αυτούσια,
σαν πίπιζες γλυκά, σαν πράσινους λειμώνες μύρων·
μα και άλλα: διεφθαρμένα, θριαμβευτικά και πλούσια,

με σφρίγος στ’ άπειρα εκτινάσσονται χάη των απείρων·
ή σα λιβάνι, σμύρνα ή μόσχο ή και σαν κεχριμπάρι
του νου και της ψυχής εκστάσεις τραγουδούν με χάρη.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΒΡΟΧΗ




ΜΙΛΤΙΑΔΗΣ ΜΑΛΑΚΑΣΗΣ


ΒΡΟΧΗ

Έξω βροχή κι’ απ’ το παράθυρο
Μαύρες οι στέγες, μαύροι οι δρόμοι,
Δεν πέφτουν απ’ τα μάτια δάκρυα,
Που μια βαρειά τα πνίγει γνώμη.

Τα σύγνεφα που ανεμοδέρνονται
Και σιγαλά βογκούν και κλαίνε,
Δε σέρνουν την ψυχή μου σκλάβα τους,
Μ’ όλα τα μυστικά που λένε.

Κάποτε μέσ’ απ’ το παράθυρον,
Όπως καθόσουν στο πλευρό μου,
Κύτταζα στα γλαρά τα μάτια σου
Τη θλιβερή βροχή του δρόμου.

Κ’ έβλεπα ακόμα, πιο μακρύτερα,
Μέσα στα μάτια σου και πάλι,
Τα σύγνεφα που τα ταξίδευε
Στον ουρανό η ανεμοζάλη.

Έξω βροχή, κι’ απ’ το παράθυρο
Μαύρες οι στέγες, μαύροι οι δρόμοι,
Δεν πέφτουν απ’ τα μάτια δάκρυα,
Που μια βαρειά τα πνίγει γνώμη.

Τα σύγνεφα που τώρα κρέμονται,
Και χαμηλώνουν κι’ όλο βρέχουν,
Δεν καθρεφτίζονται στα μάτια σου,
Κι’ άλλους κρυφούς καϋμούς δεν έχουν...



Από το βιβλίο: Μιλτιάδης Μαλακάσης, «Ποιήματα», εισαγωγή – φιλολογική επιμέλεια Γιάννης Παπακώστας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2005, σελ. 192.

ΑΛΦΟΝΣΟ ΓΚΑΤΤΟ!




ALFONSO GATTO (1909-1976)


LE VITTIME

La storia fosse scritta dalle vittime
altro sarebbe, un tempo di minuti,
di formiche incessanti che ripullulano
al nostro soffio e pure ad una ad una
vivide di tenacia, intente d'essere.

Gli inermi che si scostano al passaggio
delle divise chiedono allo sguardo
dei propri occhi la letizia ansiosa
d'essere vinti, il numero che oblia
la sua sabbia infinita nel crepuscolo.

Dei vincitori, ai ruinosi alberghi
del loro oblio, piu' nulla.
Rimane chi disparve nella sera
dell'opera compiuta, sua la mano
di tutti e il fare che e' del fare il tenero.
E' il nostro soffio che gli crede, il dubbio
di perderlo nel numero, tra noi.

Πέμπτη 27 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΟΝ ΑΝΘΕΜΟΕΝΤΑ ΣΤΙΒΟ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ




ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΣΤΟΝ ΑΝΘΕΜΟΕΝΤΑ ΣΤΙΒΟ ΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

   Entre le dos du livre et les feuilles du vent
           PIERRE REVERDY

Η ρόδινη έκλαιγε βροχή όντας φρέσκος κήπος·
τα βράχια της, του στερεώματος ναυάγια,
κυλάγαν στον γκρεμό καλπάζοντας σαν χτύπος
υπόκωφος σφυριού στου αγέρα τα καρνάγια·
διαβατική νεφέλη, της σπιλιάδας ίππος,
με ανεμοζάλης δάχτυλα έλυωνε τα μάγια.
Στον ύπνο και στον ξύπνο (και ύπαρ και όναρ) οι ύμνοι
ωρύονταν στη ράχη του βιβλίου ώσπερ σκύμνοι.

Διαβάζοντας τα ουρλιάσματα οι κλειστές τουλίπες
των ασπασμών, κλαγγές ανάσερναν σπινθήρων
οπού είχαν εντρυφήσει κιρκινέζια, γύπες –
κορυδαλλίσκοι· οι αντάρες άρμεγαν των μύρων
τ’ ολόχρυσο κελαηδητό, και σε τολύπες
το εφύλασσαν φωτός παλλόμενων απείρων.
Στα βάθη των φιλιών τα κόκκινά μας μήλα,
λυγμοί πηγών, εθρόιζαν ως ανέμου φύλλα.

ΒΡΑΔΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ






ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ


ΒΡΑΔΙΝΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

  Έπρεπε ν’ ανακαλύψω γρήγορα το μυστικό – ήταν μιά υπόθεση σκοτεινή, μιά συνωμοσία θά ’λεγα, για την οποία όλοι απέφευγαν να μιλήσουν, ακόμα κι ο ίδιος ο πατέρας μου μετά το δείπνο άναβε τσιγάρο κι έμενε σιωπηλός, εγώ ονειρευόμουν ένα λεωφορείο μιά νύχτα φθινοπωρινή, μιά εκδρομή με παλιούς φίλους στο χαμένο μας όνειρο ή άφηνα τις μύγες πάνω στο πρόσωπό μου διότι λησμόνησα να σας πω ότι είχα πεθάνει από καιρό, μόνο που έπρεπε να το κρύβω, γιατί τί άλλο πιο επαίσχυντο από συντρόφους που λιποτακτούν ή ακόμα χειρότερο που επιμένουν να ονειροπολούνε.
  Κι ίσως, σκέφτομαι, η Κόλαση είναι ένα παιχνίδι
                      που κερδίζεις.


Από την ποιητική συλλογή: «βιολέτες για μια εποχή» (1985).
Από το βιβλίο: Τάσος Λειβαδίτης, «Ποίηση», τόμος τρίτος, Κέδρος, Αθήνα 1988, σελ. 252.


ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ




ΤΑΣΟΣ ΔΕΝΕΓΡΗΣ


ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ

Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Συνοικίες ντυμένες κουρέλια
Σχήματα καπνού σου κλείνουμε τις πύλες του ουρανού
Συνοικίες στα νοτιοδυτικά
Σουρούπωσε και σκίζονται
Στα στήθη της σιωπής σου
Σεληνιακά πετρώματα
Σεντόνια δίχως πτώματα
Σοβάδες πλίνθοι χώματα
Στην πόρτα της ντροπής σου.

Δεκέμβρης 1952


Από το βιβλίο, Τάσος Δενέγρης, «Ακαριαία», ύψιλον / βιβλία. Αθήνα 1985, σελ. 14.

ΡΕΝΕ ΣΑΡ!




RENÉ CHAR


FRAGMENT « 138 » DES FEUILLETS D’HYPNOS, 1943-1944

Horrible journée ! J’ai assisté, distant de quelque cent mètres, à l’exécution de B. Je n’avais qu’à presser la détente du fusil-mitrailleur et il pouvait être sauvé ! Nous étions sur les hauteurs dominant Céreste, des armes à faire craquer les buissons et au moins égaux en nombre aux SS. Eux ignorant que nous étions là. Aux yeux qui imploraient partout autour de moi le signal d’ouvrir le feu, j’ai répondu non de la tête… Le soleil de juin glissait un froid polaire dans mes os.
Il est tombé comme s’il ne distinguait pas ses bourreaux et si léger, il m’a semblé, que le moindre souffle de vent eût dû le soulever de terre.
Je n’ai pas donné le signal parce que ce village devait être épargné à tout prix. Qu’est-ce qu’un village ? Un village pareil à un autre ? Peut-être l’a-t-il su, lui, à cet ultime instant ?


Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

ΑΛΦΟΝΣΙΝΑ ΣΤΟΡΝΙ!





ALFONSINA STORNI


TU DULZURA

Camino lentamente por la senda de acacias,
me perfuman las manos sus pétalos de nieve,
mis cabellos se inquietan bajo céfiro leve
y el alma es como espuma de las aristocracias.

Genio bueno: este día conmigo te congracias,
apenas un suspiro me torna eterna y breve...
¿Voy a volar acaso ya que el alma se mueve?
En mis pies cobran alas y danzan las tres Gracias.

Es que anoche tus manos, en mis manos de fuego,
dieron tantas dulzuras a mi sangre, que luego,
llenóseme la boca de mieles perfumadas.

Tan frescas que en la limpia madrugada de Estío
mucho temo volverme corriendo al caserío
prendidas en mis labios mariposas doradas.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε ο εικονιζόμενος φίλος του ιστολογίου και της ποίησης κ. Joel Campbell.

ΜΠΟΡΧΕΣ!





JORGE LUIS BORGES


CURSO DE LOS RECUERDOS

Recuerdo mío del jardín de casa:
vida benigna de las plantas,
vida cortés de misteriosa
y lisonjeada por los hombres.

Palmera la más alta de aquel cielo
y conventillo de gorriones;
parra firmamental de uva negra,
los días del verano dormían a tu sombra.

Molino colorado:
remota rueda laboriosa en el viento,
honor de nuestra casa, porque a las otras
iba el río bajo la campanita del aguatero.

Sótano circular de la base
que hacías vertiginoso el jardín,
daba miedo entrever por una hendija
tu calabozo de agua sutil.

Jardín, frente a la verja cumplieron
sus caminos los sufridos carreros
y el charro carnaval aturdió
con insolentes murgas.

El almacén, padrino del malevo,
dominaba la esquina;
pero tenía cañaverales para hacer lanzas
y gorriones para la oración.

El sueño de tus árboles y el mío
todavía en la noche se confunden
y la devastación de la urraca
dejó un antiguo miedo en mi sangre.

Tus contadas varas de fondo
se nos volvieron geografía;
un alto era «la montaña de tierra»
y una temeridad su declive.

Jardín, yo cortaré mi oración
para seguir siempre acordándome:
voluntad o azar de dar sombra
fueron tus árboles. 


Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε ο  εικονιζόμενος φίλος του ιστολογίου και συμπατριώτης του Μπόρχες κ. Alejandro Chori Dominguez.

ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΑΛΛΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΥΨΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟ ΥΨΟΣ





FRANCESCO PETRARCA


ΑΠΟ ΜΙΑ ΣΚΕΨΗ ΣΕ ΑΛΛΗ ΣΚΕΨΗ ΚΑΙ ΑΠΟ ΥΨΟΣ ΣΕ ΑΛΛΟ ΥΨΟΣ

Από μιά σκέψη σε άλλη σκέψη και από ύψος σε άλλο ύψος
με πάει ο Έρως. Δρόμοι κι άλλοι δρόμοι και στενά δρομάκια
ποτέ δεν θα με βγάλουν στου μυαλού μου την ειρήνη.
Αν βρω έρημο γιαλό ή αν σε ποταμό ή σε ρυάκι σκύψω
(σε σκιερή κοιλάδα, ανάμεσα σε δυό λοφάκια)
νερό να πιώ, σε τούτο το άσυλο η ψυχή μου ας μείνει –
και εκεί, ο Έρως όπως θα την κατευθύνει,
με γέλια ή κλάματα, θα νιώθει φόβο ή ασφάλεια τάχα·
η δε όψη μου, που την ψυχή μου ακούει και πιστεύει,
είτε είναι σκυθρωπή είτε γαληνεύει,
μες στην κατάστασή της μένει μιά στιγμή μονάχα.
Αυτός που ξέρει πώς τα φέρνει η ζωή και πώς τα κάνει
θα μου πει από έρωτα ότι φλέγομαι, και ζω στην πλάνη.

Μες στ’ άγρια δάση, στα πανύψηλα όρη θα μερέψει
ο νους μου, θα ξεκουραστεί λιγάκι, ενώ τα μέρη
που μένουν άνθρωποι, θανάσιμοί μου εχθροί έχουν γίνει.
Σε κάθε βήμα μου γεννιέται και καινούργια σκέψη
για την Κυρά μου, που καμμιά φορά χαράς αγέρι
τους πόνους κάνει και όσα βάσανα τραβώ για Εκείνη.
Αχ, αν υπήρχε κάτι που να σβήνει
τον παιδεμό, ετούτη ’δώ η γλυκόπικρη ζωή μου αλλάξει
θά ’χε ίσως. Και ας το πω: μπορεί ο Έρωτας να μου φυλάει
καλύτερους καιρούς· κι αν με πονάει,
απ’ το άλγος μου καλό για κάποιον άλλον ίσως φτιάξει.
Τη σκέψη αυτή, όποτε τυχόν την κάνω, αναστενάζω.
Αλήθεια, αχ, νά ’ναι; Ή όχι; Ή μήπως πράγματα εκβιάζω;

Εκεί όπου ρίχνει πεύκο θεόρατο ή ραχούλα ίσκιο,
εκεί θα μείνω, και το πρόσωπό της το ωραίο
στην πρώτη πάντα πέτρα, που θα δω, θα ζωγραφίσω.
Μα σαν ξαναγυρνώ στα συγκαλά μου, τότε βρίσκω
το στήθος μου απ’ το κλάμα μουσκεμένο, οπότε λέω:
«Αλί μου, πού ’μαι ’γώ, και πού ’χει μείνει Εκείνη πίσω;»
Τον νου μου αδυνατώ να συγκρατήσω
στην πρώτη σκέψη: έχει να συγκεντρώνεται ξεμάθει.
Εκείνη ελπίζω πως θα δω, κι εμένα να ξεχάσω.
Πώς θά ’θελα, αχ!, στον Έρωτα να μοιάσω
που μου πληγώνεται η ψυχή για τα δικά του λάθη!
Παντού ’ναι η Δόννα – καλλονή που εδώ παντούθε φτάνει:
και μόνο αυτό ζητώ: ποτέ μη σβήσει ετούτη η πλάνη!

Πιστέψτε με, την έχω τόσες δει φορές! Την είδα
σε χόρτα πράσινα, σε καθαρά νερά, και σε όρη,
με σάρκα και οστά, σε οξιάς κορμό ή και να τη ντύνει
κάποιο άσπρο σύννεφο, τόσο όμορφη, που και η Λήδα
θα ομολογούσε πως τής νικάει τη δική της κόρη
που είναι άστρο μεν, μα που ο ήλιος με το φως του τής το σβήνει.
Κι ο δρόμος μου αν με φέρει –ναι– για Εκείνη
σε απρόσιτους γιαλούς ή σ’ ερημιές, εκεί διαβάζω
τις σκέψεις μου να τη θαυμάζουν πιο πολύ απ’ τη φύση.
Μα σαν θα ρθεί η αλήθεια να διαλύσει
την πλάνη εκείνη τη γλυκιά, στον τόπο αυτόν βουλιάζω
(σαν πέτρες δυό: μιά ζωντανή και μιά νεκρή) σε τάφο
που ’ν’ παγωμένος – και θρηνώ, και σκέπτομαι, και γράφω.

Από ’κεί που ίσκιοι από βουνά άλλα δεν μπορούν βουνά να
σκεπάσουν (: στις ψηλές κορφές που πάντα θά ’χω φτάσει,
μιας και στα κορφοβούνια με τραβάν τα βήματά μου)
από ’κεί πάνω πιάνω και τα πλάνα μου τα πλάνα
ελέγχω, και μετρώ όχι τί κερδίσει, μα τί χάσει
έχω, όποτε του πόνου νέφη σκιάζουν την καρδιά μου.
Και βλέπω πεντακάθαρα μπροστά μου
ποιά απόσταση από τη γλυκιά της όψη με χωρίζει,
που, όντας κάτι διπλανό, είναι τόσο μακρινό μου.
Και λέω ψιθυριστά στον εαυτό μου:
«Δεν ξέρεις τίποτα. Ίσως κάπου η Δόννα σου ελπίζει
κοντά της νά ’σαι. Μα δεν είσαι, και γι’ αυτό στενάζει.»
Στη σκέψη ξανασαίνω και μου φεύγει το μαράζι.

Ωδή μου εσύ, σε τούτες ’δώ τις Άλπεις,
εκεί που ο αίθριος ακτινοβολεί ουρανός γαλήνη,
θα με ξανάβρεις, δίπλα σε μιά ολόδροσην ανάβρα
ν’ ακούω τ’ αρώματα που φέρνει η αύρα
απ’ τον δαφνώνα τον καλό, στον νου να μού τα χύνει.
Εκεί είναι μου η καρδιά με Αυτήν που μου την έχει κλέψει.
Εδώ, το βλέπεις, είμαι εγώ. (Μα ποιός να το πιστέψει;...)



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.


*****************


DI PENSIER IN PENSIER, DI MONTE IN MONTE

Di pensier in pensier, di monte in monte
mi guida Amor, ch' ogni segnato calle
provo contrario a la tranquilla vita.
Se 'n solitaria piaggia, rivo o fonte,
se 'n fra duo poggi siede ombrosa valle,
ivi s' acqueta l' alma sbigottita;
et come Amor l' envita,
or ride, or piange, or teme, or s' assecura;
e 'l volto che lei segue ov' ella il mena
si turba et rasserena,
et in un esser picciol tempo dura;
onde a la vista huom di tal vista experto
diria: Questi arde, et di suo stato è incerto.

Per alti monti et per selve aspre trovo
qualche riposo: ogni habitato loco
è nemico mortal degli occhi miei.
A ciascun passo nasce un penser novo
de la mia donna, che sovente in gioco
gira 'l tormento ch' i' porto per lei;
et a pena vorrei
cangiar questo mio viver dolce amaro,
ch' i' dico: Forse anchor ti serva Amore
ad un tempo migliore;
forse, a te stesso vile, altrui se' caro.
Et in questa trapasso sospirando:
Or porrebbe esser vero? or come? or quando?

Ove porge ombra un pino alto od un colle
talor m' arresto, et pur nel primo sasso
disegno co la mente il suo bel viso.
Poi ch' a me torno, trovo il petto molle
de la pietate; et alor dico: Ahi lasso,
dove se' giunto! et onde se' diviso!
Ma mentre tener fiso
posso al primo pensier la mente vaga,
et mirar lei, et oblïar me stesso,
sento Amor sí da presso,
che del suo proprio error l' alma s' appaga:
in tante parti et sí bella la veggio,
che se l' error durasse, altro non cheggio.

I' l' ò piú volte (or chi fia che me 'l creda?)
ne l' acqua chiara et sopra l' erba verde
veduto viva, et nel tronchon d' un faggio
e 'n bianca nube, sí fatta che Leda
avria ben detto che sua figlia perde,
come stella che 'l sol copre col raggio;
et quanto in piú selvaggio
loco mi trovo e 'n piú deserto lido,
tanto piú bella il mio pensier l' adombra.
Poi quando il vero sgombra
quel dolce error, pur lí medesmo assido
me freddo, pietra morta in pietra viva,
in guisa d' uom che pensi et pianga et scriva.

Ove d' altra montagna ombra non tocchi,
verso 'l maggiore e 'l piú expedito giogo
tirar mi suol un desiderio intenso;
indi i miei danni a misurar cogli occhi
comincio, e 'ntanto lagrimando sfogo
di dolorosa nebbia il cor condenso,
alor ch' i' miro et penso
quanta aria dal bel viso mi diparte
che sempre m' è sí presso et sí lontano.
Poscia fra me pian piano:
Che sai tu, lasso? forse in quella parte
or di tua lontananza si sospira.
Et in questo penser l' alma respira.

Canzone, oltra quell' alpe
là dove il ciel è piú sereno et lieto
mi rivedrai sovra un ruscel corrente,
ove l' aura si sente
d' un fresco et odorifero laureto.
Ivi è 'l mio cor, et quella che 'l m' invola;
qui veder pôi l' imagine mia sola.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΕΛΕΟΝΩΡΑ ΜΠΟΡΝΤΟΝΑΡΟ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ELEONORA BORDONARO: CUNTADINU SUTTA LU ZAPPUNI

ΑΠΕΡΓΙΑ




ΡΗΓΑΣ ΓΚΟΛΦΗΣ


ΑΠΕΡΓΙΑ

Στη στράτα αργοδιαβαίνει της αργατιάς το πλήθος.
Φαρμάκι έχει στα χείλη, κομένη την ορμή,
κι ο πόνος που συντρίβει τ’ αράθυμό του στήθος
    θεριεύει το κορμί.

Πού πάει συμμαζωμένο το έλεος να γυρέψει;
Ποιός άρχοντας θ’ ακούσει, ποιά πόρτα θ’ ανοιχτεί;
Με τ’ άπραγα τα λόγια τί πάει να ζητιανέψει,
    να γείρει να κλαυτεί;

Το τέρας της ανάγκης, που τη ζωή του θλίβει,
νεκρώνει την αγάπη, μαραίνει τ’ αγαθά,
θα πάψει να τραντάζει το μαύρο του καλύβι,
    το Χάρο να βοηθά;

Ω συνοδειά θλιμένη, του δίκιου τον αγώνα
σα θέλεις να κερδίσεις, μη σκύβεις και δειλιάς.
Και πώς θα διαφεντέψεις με λυγισμένο γόνα
    τη μοίρα της δουλειάς;

Τη δύναμή σου νιώσε κ’ υψώσου προς τον ήλιο.
Την πάναγνή σου ράτσα, τη σιδερένια υγειά,
Θεούς να τα λατρέψεις. Του κόσμου το βασίλειο
    ζωντάνεψε, ραγιά.

Το πείσμα του δυνάστη, που τη χαρά μολεύει,
τα λούλουδα σκοτώνει, στερεύει την πηγή,
θα το συντρίψει, μάθε, το χέρι που δουλεύει
    κι αναμετρά τη γη.




Από το βιβλίο: Ρήγας Γκόλφης, «Ποιήματα», επιμέλεια – εισαγωγή – σχόλια Κώστας Στεργιόπουλος, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2002, σελ. 188.


ΜΑΡΙΟ ΛΟΥΤΣΙ!




MARIO LUZI


LA NOTTE LAVA LA MENTE

Poco dopo si è qui come sai bene,
fila d'anime lungo la cornice,
chi pronto al balzo, chi quasi in catene.

Qualcuno sulla pagina del mare
traccia un segno di vita, figge un punto.
Raramente qualche gabbiano appare.

Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

ΟΜΟΝΟΙΑ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2014


Από τον φακό του φίλου Σ.Δ.

ΑΚΟΥ, ΤΙ ΔÍΨΑ



JUAN GELMAN


ΑΚΟΥ, ΤΙ ΔÍΨΑ

Με τις κουβέντες του έρωτα
ταιριάζουνε σπασμένες ουσίες, τοπία
που ’χουν ξεχάσει ότι υπάρχουν. Το σώμα
δεν δέχεται το ανώτερο φως,
κι όσες έχει φωνές είναι δάνειες από
όψεις που εγκαταλείπει
η ισορροπία και ενός ζυγού ακριβείας ακόμα.
Τί κάνουν ακριβώς τί φτιάχνουν αυτά τα ζιζάνια
στον δρόμο τον σκληρό, τον κακοτράχαλο;
Ο άνεργος πεθαίνει
σε ό,τι λέει, είτε γεννήθηκε
είτε δεν γεννήθηκε, χαρτιά πιστοποιητικά
που δεν περιμένουν τίποτ’ άλλο.
Πρέπει να σφραγίσουμε το ταξίδι
του κόσμου σ’ ένα έθνος
με τις πόρτες κλεισμένες για πάντα.



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΝΑ ΜΑΚΡΙ ΚΑΡΜΠΟΝΕ




ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARINA MACRÌ CARBONE: 'A PICCATURA

Ο ΕΧΘΡΟΣ





CHARLES BAUDELAIRE


Ο ΕΧΘΡΟΣ

Μια καταιγίδα η νιότη μου ήταν σκοτεινιασμένη,
που τήνε σκίζει εδώ κι εκεί φωτός αναλαμπή·
στον κήπο μου οι νεροποντές τη γύμνια έχουν σπαρμένη,
και του έχουν μείνει λιγοστοί ροδόχρωμοι καρποί.

Να, το χινόπωρο άγγιξα των ιδεών, κι ακόμα
το φτιάρι και το δίκρανο θα πάρω μια φορά,
κι απ’ την πλημμυρισμένη γη, μαζεύοντας το χώμα,
θα κλειώ τις τρύπες που άνοιξαν σαν τάφους τα νερά.

Και οι νέοι ανθοί του ονείρου μου, ποιος ξέρει αν βρούνε πάλι
στο χώμα αυτό που πλύθηκε σαν άμμο στ’ ακρογιάλι
κρύφια τροφή να πάρουνε, δύναμη κι ευωδιά.

Ω, αλίμονο, ω, αλίμονο, τη ζωήν ο Χρόνος κλέβει
κι ολοένα ο Σκοτεινός Εχθρός, που τρώει μας την καρδιά,
απ’ το αίμα που εμείς χάνουμε ορθώνεται κι αντρειεύει!



Μετάφραση: Μήτσος Παπανικολάου.
Από το βιβλίο Μήτσος Παπανικολάου: «Μεταφράσεις», β΄ έκδοση, Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1987, σελ. 13.


************


L’ENNEMI

Ma jeunesse ne fut qu'un ténébreux orage,
Traversé çà et là par de brillants soleils;
Le tonnerre et la pluie ont fait un tel ravage,
Qu'il reste en mon jardin bien peu de fruits vermeils.

Voilà que j'ai touché l'automne des idées,
Et qu'il faut employer la pelle et les râteaux
Pour rassembler à neuf les terres inondées,
Où l'eau creuse des trous grands comme des tombeaux.

Et qui sait si les fleurs nouvelles que je rêve
Trouveront dans ce sol lavé comme une grève
Le mystique aliment qui ferait leur vigueur?

— Ô douleur! ô douleur! Le Temps mange la vie,
Et l'obscur Ennemi qui nous ronge le coeur
Du sang que nous perdons croît et se fortifie!


Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014

ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟ ’ΧΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΤΡΕΧΕ





FRANCESCO PETRARCA


ΣΥΝΗΘΕΙΑ ΤΟ ’ΧΑ ΑΠ’ ΤΗΝ ΠΗΓΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ ΠΟΥ ΕΤΡΕΧΕ

Συνήθεια τό ’χα απ’ την πηγή της ζωής μου που έτρεχε
να φεύγω, να πλανιέμαι σε στεριές και σε πελάγη –
δεν το ’θελα, μα ακολουθούσα αυτό που ως μοίρα μου είδα.
Και πήγαινα, αφού πάντοτε ο Έρως με συνέτρεχε,
σε τόπους εξορίας, βάλτους και πικρά τενάγη·
με θύμησες τρεφόταν η καρδιά μου και η ελπίδα.
Αλί μου, τώρα παραδίνομαι· και την ασπίδα
πετώ· στο πεπρωμένο δένομαι που μού ’χει τύχει
και μου αποκλείει δια παντός γλυκές να λάβω ειδήσεις.
Μονάχος μένω με τις αναμνήσεις
και τον μεγάλο πόθο που σαν σκύλος μού τις λείχει –
λιμοκτονεί η ψυχή μου και μαραίνεται στην τύχη.

Αυτός που τρέχει και τροφή δεν έχει για τον δρόμο,
θα νιώσει να του κόβεται σιγά-σιγά το σφρίγος:
η δύναμη η χρυσή που τον βηματισμό του τρέφει.
Κι εμέ έτσι η κουρασμένη μου ψυχή, πιστή στον νόμο
που λέει πως, τροφή αν δεν έχεις, γίνεσαι πιο λίγος,
στον Χάρο αφήνεται που τους ανθρώπους καταστρέφει.
Πικρό είναι τότε το γλυκό, με χαρμολύπης νέφη!
Και οληώρα, συνεχώς, ελπίζω, μα και τρέμω –ω λύρα!–
στο τέρμα για να φτάσω ο χρόνος που ’χω δεν μου σώνει.
Του κουρνιαχτού στον άνεμο τη σκόνη
την αγνοώ – οδοιπόρος να μην είμαι πια στη γύρα·
πλην γένοιτο!, αν το θέλει και αν το διατάζει η μοίρα.

Αυτή μου η ζωή η θνητή ποτέ δεν είχε χαρμοσύνη
(κι ο Έρωτας το ξέρει, αφού συχνά μιλώ μαζί του)
εξόν τη Δόννα που είτανε τη φώς της, κι έτσι φώς μου·
στη γη έσβησε, στους ουρανούς ξαναγεννήθη εκείνη
η πνοή – το πνεύμα που ’δινε να ζήσω την πνοή του.
Ποθώ να την ξανάβρω και στα πέρατα του κόσμου.
Μα πάντοτε θα θλίβομαι, κι ο πόνος ο δικός μου
είν’ πως δεν πρόβλεψα ό,τι υπέροχο θα μού ’χε λείψει.
Αλλιώς να πράξω και το φωτεινό της βλέμμα και ο Έρως
μου τό ’χαν πει, μου τό ’χαν δείξει εγκαίρως.
Αχ, πόσοι ζήσανε και πόσοι μες στη μαύρη θλίψη,
ενώ η ευτυχής θανή τους θά ’χε από νωρίς προκύψει!

Τα μάτια της πασίχαρη για σπίτι είχε η καρδιά μου,
μα τόσο εγίνηκε ζηλότυπη η σκληρή ειμαρμένη,
που την εξόρισε από το λαμπρό ενδιαίτημά της·
εκεί ο Έρως ιδιοχείρως είχε γράψει τη δικιά μου
τη μοίρα με οίκτου γράμματα, κι εμένανε μου μένει
τον πόθο μου να σέρνω, ωσπού να βρω τα βήματά της.
Και ιδανικός θε να ’μουν του θανάτου εγώ επιβάτης,
εάν, πεθαίνοντας, δεν μού ’σβηνε μεμιάς η ζήση,
αλλά να ζήσω αν πήγαινε στις εύκρατες πατρίδες
του κάλλους. Τώρα,μ ωστόσο, τις ελπίδες
τις πήρε ο Χάρος: χώμα κρύβει Αυτήν που είχα αγαπήσει.
Κι αν ζω, το φως της πώς να το σκεφτώ πως έχει σβήσει;...

Αν το φτωχό μου το μυαλό μ’ έκράταγε δεσμώτη,
τότε που ανάγκη τό ’χα και αν αλλού δεν με είχε στείλει,
σε στράτες και σε θάλασσες να δέρνομαι σν τσόφλι,
την όψη θά ’χα της Κυράς διαβάσει που έλεγε ότι:
«Στο τέρμα-τέρμα βρίσκεσαι· η γλυκιά ξοδεύτηκε ύλη·
μπροστά είσαι τώρα στης μεγάλης πίκρας το κατώφλι».
Αν τό ’χα καταλάβει, τί γλυκά που θα μ’ εξώφλει
η μοίρα απ’ το θνητό σαρκίο μου! Θά ’χα πετάξει·
ελεύθερος απ’ το ενοχλητικό του θά ’μουν βάρος·
και πρώτος θά ’χα πάει, νέος και όλο θάρρος,
να δω τον θρόνο που οι λαμπροί ουρανοί τής είχαν φτιάξει.
Λευκή σαν φύγω νά ’χω κόμη θέλει του Θεού η τάξη.

Ωδή μου, ευχήσου σε όποιον ευτυχή ερωτευμένο
ο Χάρος να τον βρει ευτυχισμένο.
Η σύγκαιρη θανή, όχι λύπη, μα γλυκιά είναι αγκάλη.
Και όποιος να πεθάνει δύναται, ας μην το αναβάλλει!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.



**********************************


SOLEA DA LA FONTANA DI MIA VITA


Solea da la fontana di mia vita
allontanarme, et cercar terre et mari,
non mio voler, ma mia stella seguendo;
et sempre andai, tal Amor diemmi aita,
in quelli esilii quanto e’ vide amari,
di memoria et di speme il cor pascendo.
Or lasso, alzo la mano, et l’arme rendo
a l’empia et vïolenta mia fortuna,
che privo m’à di sí dolce speranza.
Sol memoria m’avanza,
et pasco ’l gran desir sol di quest’una:
onde l’alma vien men frale et digiuna.

Come a corrier tra via, se ’l cibo manca,
conven per forza rallentare il corso,
scemando la vertù che ’l fea gir presto,
cosí, mancando a la mia vita stanca
quel caro nutrimento in che di morso
die’ chi ’l mondo fa nudo e ’l mio cor mesto,
il dolce acerbo, e ’l bel piacer molesto
mi si fa d’ora in hora, onde ’l camino
sí breve non fornir spero et pavento.
Nebbia o polvere al vento,
fuggo per piúù non esser pellegrino:
et così vada, s’è pur mio destino.

Mai questa mortal vita a ma non piacque
(sassel’ Amor con cui spesso ne parlo)
se non per lei che fu ’l suo lume, e ’l mio:
poi che ’n terra morendo, al ciel rinacque
quello spirto ond’io vissi, a seguitarlo
(licito fusse) è ’l mi’ sommo desio.
Ma da dolermi ò ben sempre, perch’io
fui mal accorto a provveder mio stato,
ch’Amor mostrommi sotto quel bel ciglio
per darmi altro consiglio:
ché tal morí già tristo et sconsolato,
cui poco inanzi era ’l morir beato.

Nelli occhi ov’habitar solea ’l mio core
fin che mia dura sorte invidia n’ebbe,
che di sí ricco albergo il pose in bando,
di sua man propria avea descritto Amore
con lettre di pietà quel ch’averrebbe
tosto del mio sí lungo ir desïando.
Bello et dolce morire era allor quando,
morend’io, non moria mia vita inseme,
anzi vivea di me l’optima parte:
or mie speranza sparte
à Morte, et poca terra il mio ben preme;
et vivo; et mai nol penso ch’i’ non treme.

Se stato fusse il mio poco intellecto
meco al bisogno, et non altra vaghezza
l’avesse disvïando altrove vòlto,
ne la fronte a madonna avrei ben lecto:
- Alfin se’ giunto d’ogni tua dolcezza
et al principio del tuo amaro molto. –
Questo intendendo, dolcemente sciolto
in sua presentia del mortal mio velo
et di questa noiosa et grave carne,
potea inanzi lei andarne,
a veder preparar sua sedia in cielo:
or l’andrò dietro, omai, con altro pelo.

Canzon, s’uom trovi in suo amor viver queto,
di’: - Muor’ mentre se’ lieto,
ché morte al tempo è non duol, ma refugio;
et chi ben pò morir, non cerchi indugio. -