JORGE LUIS BORGES
Ο ΓΚΑΟΥΤΣΟ
Παιδί ήταν
των περάτων της πεδιάδας με το ωραίο
το πλάτος,
το ανοιχτό, το στοιχειώδες, με ό,τι μένει
σχεδόν
κρυφό· έριχνε το λάσο του, που σφίγγει, δένει
του ταύρου
τον αυχένα – σκοτεινό και ρωμαλέο.
Πολέμησε και Ινδιάνους και Σπανιόλους, και ήταν πάντα
το στοίχημα
του Χάρου στη ζαριά και στην παρτίδα·
έδωσε τη ζωή
του για μι’ άγνωστη σ’ αυτόν πατρίδα
και,
χάνοντας τη μάχη, είδε πως έχασε τα πάντα.
Του χρόνου
πια και του πλανήτη εγίνη τώρα σκόνη·
ονόματα δεν
σώζονται· μονάχα η ονομασία.
Χιλιάδες
ήσαν πριν, μα σήμερα ένα μένει πιόνι
ειρηνικό,
που το κινεί απλώς η λογοτεχνία.
Πανούργος
κλέφτης, φόβητρο ήταν, και ψυχρή λεπίδα
που την
ηρωική εδιάβηκε την κορδιλιέρα.
Στρατιώτης
ήταν του Ουρκίσα, αλλά και του Ριβέρα –
αδιάφορον. Αυτός
καθάρισε και τον Λαπρίδα.
Ο Θεός
μακριά τους έμεινε. Οι γκάουτσος πιστεύαν
σε πίστη
αρχαία, με σίδερο οπλισμένη και με θάρρος,
που δεν
καταλαβαίνει παρακλήσεις, μήτε βάρος
σηκώνει
ικεσϊών. Γι’ αυτήν σκοτώναν, ξεπαστρεύαν.
Στις τύχες
των νταήδων, στων συμμοριών το μίσος
ο γκάουτσο
επέθαινε για τη μερίδα όπου ετάχτη·
αυτός ποτέ
του τίποτε δεν ζήτησε – ούτε ίσως
τη δόξα που
’ναι πανδαιμόνιο και χαμός και στάχτη.
Είναι ο
άντρας ο βαρύς, ο μπρούσκος, που μες στο σκοτάδι
του καλυβιού
του όλο ονειρεύεται και μάτε πίνει
την ώρα
ακόμα που από την Ανατολή μιά δίνη
φωτός ορμάει
και δίνει στο ξημέρωμα ένα χάδι.
Ποτέ δεν
είπε «γκάουτσο είμαι». Και ήταν ριζικό του
να μη
φαντάζεται το ριζικό των άλλων όλων.
Τελείως
αδαής σαν όλους μας, των δύο πόλων,
επήγε μόνος,
ολομόναχος στον θάνατό του.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.