JULIÁN DEL CASAL
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Στο
θολωτό του βράχου του το μετερίζι
(ωσάν
Χριστός στον Γολγοθά) ο τιτάνας κείται
σαν
μάρμαρο, αδιάφορος και μόνος – μήτε
μια
στάλα βογγητό στο στόμα του δεν πήζει.
Γυμνό
το πόδι του εκεί στον βράχο αγγίζει,
που
ματωμένος γυπαετός ταλαιπωρείται
πεθαίνοντας.
Και δεν τον νοιάζει· δεν θα δείτε
το
βλέμμα του καν για συμπόνια να γυρίζει.
Ακούγοντας
το βράσιμο το αγριεμένο
που
κάνουνε οι αφροί όπως στις γκρεμίλες σκάνε,
το
φως θωρεί το ανοίκειο που ’χει ο λυτρωμός του,
μιας
κι ένας άλλος γυπαετός με χιονισμένο
το
φτέρωμα ήρθε – και όνυχες και μάτια πάνε
και
σβήνουν πείνα-δίψα στο αίμα του ήπατός του.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.