CÉSAR CANTONI
ΕΛΕΓΕΙΑ ΣΤΟ
ΛΕΟΝΤΟΧΡΩΜΟ ΠΟΤΑΜΙ
Πρωτότοκη
εσύ θυγατέρα του λαμπρού Λα Πλάτα
προς
τα’ ανατολικά σου βλέπεις ήλιον ανοιγμένο,
ενώ
στα ουράνιά σου ρείθρα ιδού συσπειρωμένο
κυλάει το μεγάλο λεοντόχρωμο ποτάμι.
Λεοπόλδο Λουγόνες, Στο Μπουένος Άιρες
1.
ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΕΝΑΝ
ΠΑΛΛΑΜΠΡΟ ΟΥΡΑΝΟ
Κάτω
από έναν πάλλαμπρο ουρανό ο ποταμός αργοσέρνεται.
Και
σπρώχνει η παλίρροια πάνω νερά ‑ κάτω νερά στις όχθες,
όπου
η άμμος, μαύρη απ’ το πετρέλαιο,
βρωμάει
πετρελαιίλα, ζέχνει ψόφια ψάρια.
Μέρα
ζεστή, την πολιορκούνε μύγες.
Αγόρια
με τατουάζ στο κορμί και κορίτσια με μπικίνι
κάνουν
ηλιοθεραπεία σε κάτι νησίδες λιγδιάρικες.
2.
ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΤΑ
ΓΥΡΩ ΠΕΡΙΧΩΡΑ
Έρχονται
από τα γύρω περίχωρα και κατασκηνώνουν δίπλα
στο ποτάμι.
Κουβαλούν
σακίδια με τρόφιμα, ένα ράδιο, μιαν ομπρέλα
για τον ήλιο.
Διασκεδάζουν
ξάπλα στην άμμο με ανέκδοτα
ξεφυλλίζοντας
τσαλακωμένα περιοδικά ή παίζοντας χαρτιά.
Ο
αέρας είναι ως συνήθως βαρύς
και
το νερό φαίνεται να βράζει σε λιμνούλες ή μικρούλικα
ρυάκια.
Όσο
ο ήλιος του απογεύματος είναι ακόμα ψηλά,
τα
κορίτσια φτιάχνουν τα σάντουιτς, τ’ αγόρια ανοίγουν τις
μπύρες.
Ύστερα
τρώνε, πίνουν, μεθάνε.
Κάποιος
ανοίγει το ράδιο, βάζει μουσική·
χορεύουν
όλοι με ρυθμό λουσμένοι στον ιδρώτα.
3.
ΕΝΑΣ ΣΚΥΛΟΣ
ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΑΖ
Σουρουπώνει.
Ένας σκύλος περνάει από τη μοναχική πλαζ.
Το
νερό αντανακλά στις όχθες τη θλίψη από τις κλαίουσες.
Ψαράδες
που ’χανε μπει έφιπποι στον ποταμό
γυρίζουν
τώρα με τα δίχτυα τους φίσκα: γλανίδια και
πέστροφες.
Εξαχνωμένος
πάνω από τις στέγες της φτώχειας ο ήλιος
είναι
μάτι ψαριού που κάτι ρωτάει τον θεό και περιμένει
απάντηση.
4.
ΙΣΑ-ΙΣΑ ΦΩΤΙΖΕΙ
Ο ΠΥΡΣΟΣ ΤΗΣ ΣΕΛΗΝΗΣ
Η
νύχτα είναι βαθιά και σκοτεινή μες στο ποτάμι.
Ίσα-ίσα
φωτίζει ο πυρσός της σελήνης το ρεύμα.
Μια
πιρόγα, φαγωμένη στο πλάι, σαρακιασμένη,
έχασε
το δρόμο της και πέφτει συνέχεια πάνω σε κάτι
σκόπελους.
5.
ΜΕ ΑΔΑΜΑΣΤΗ
ΛΥΣΣΑ
Πολλές
φορές ο ποταμός είναι τέρας τρομερό,
Λεβιάθαν
που σφίγγει και συντρίβει ό,τι συναντάει:
ράμπες,
πέτρινα αναχώματα, μουχλιασμένες αποβάθρες…
Με
αδάμαστη λύσσα ξεριζώνει κολόνες και στύλους,
πνίγει
τους δρόμους, πλημμυρίζει των χωρικών τα
σπιτάκια,
παρασέρνει
ζώα, στρώματα, παντόφλες,
τα
όνειρα του κόσμου, την ελπίδα…
Στο
τέλος μπαίνει χωρίς να βιάζεται στην κοίτη του
και
γίνεται ξανά ζώο οικόσιτο.
Και
τότε ξερνάει τους πνιγμένους.
6.
ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΑΙΘΡΙΑΣ
Από
εδώ τις ημέρες της αιθρίας
μπορείς
να δεις την Κολωνία, μου έλεγε η μητέρα μου.
Κάποιοι
διηγούνταν ότι την είδαν. ‘Η πίστευαν ότι την
είδαν
τόσες
φορές που είπαν και ξανάπαν τη φανταστική τους
ιστορία.
Κολωνία:
πόλη σε απόσταση αναπνοής δια του ονείρου
για
τον κόσμο τον απλό σ’ αυτές εδώ τις όχθες
που
επικοινωνούν με όλα τα θρυλικά λιμάνια.
7.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΜΟΥ
ΧΡΟΝΙΑ ΤΑ ΒΑΦΤΙΣΑ
Τα
παιδικά μου χρόνια τα βάφτισα σε τούτο το ποτάμι.
Σ’
αυτόν τον ποταμό αγάπησα μια γυναίκα πιο μεγάλη
από τον πόθο.
Λες
νά ’ναι γι’ αυτό η φωνή μου θολή
σαν
τα νερά που ξορκίζουνε τώρα τη μνήμη;
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.