OCTAVIO PAZ
Η ΣΠΑΣΜΕΝΗ ΣΤΑΜΝΑ
Ξεδιπλώνεται το μέσα βλέμμα, και ένας κόσμος ιλίγγου και πυρός
στου ονειροπόλου γεννιέται το μέτωπο:
ήλιοι γαλάζιοι, πράσινοι ανεμοστρόβιλοι, ράμφη φωτός που τρυπάνε
κι ανοίγουνε τ’ άστρα σαν νά ’τανε ρόδια,
ηλιοτρόπιο μονήρες, μάτι χρυσό που γυρνάει στο κέντρο μιας
καμένης σπιανάδας,
δάση ηχηρά κρυστάλλινα, δάση αντιλάλων και απαντήσεων και
κυμάτων, διάλογος της διαφάνειας με άλλες διαφάνειες,
ο άνεμος! καλπασμός υδάτων ανάμεσα στ’ ατέρμονα τείχη του
λαιμού ενός αεριωθούμενου,
το άλογο, ο κομήτης, το πυροτέχνημα που πετυχαίνει την καρδιά
της νύχτας στο κέντρο, φτερά και σιντριβάνια,
φτερά, μιά αιφνίδια ανθοφορία πυρσών, κεριά, φτερούγες, της
λευκότητας συντελείται η κάθοδος,
πουλιά των νησιών να κελαηδούν κάτω από του ονειροπόλου
το μέτωπο.
Άνοιξα τα μάτια, τά ’στρεψα στον ουρανό, και πώς ω πώς είχε
κυμάτων σκεπαστεί με άστρα ολάκερη η νύχτα είδα!
Νησιά ζωντανά, βραχιόλια καιομένων νήσων, πέτρες να καίνε,
ν’ ανασαίνουν, συστάδες βράχων ζωντανών,
κι όλες εκείνες οι πηγές, τί διαύγεια, τί κόμες πάνω σε μια ράχη
ολόμαυρη,
κι όλα εκείνα τα ποτάμια να χύνοντ’ εκεί, κι εκείνος ο απόμακρος
ήχος του νερού κοντά στη φωτιά, του φωτός ο ήχος στη σκιά
απέναντι!
Άρπες, κήποι μόνο με άρπες!
Στο πλευρό μου όμως εγώ δεν είχα κανέναν.
Μόνο την πεδιάδα: κάκτοι, βάτοι, βράχοι θεόρατοι που έτριζαν
στον ήλιο αποκάτω.
Δεν τραγουδούσε ο γρύλος,
υπήρχε μι’ αόριστη οσμή ασβέστη και καμένων σπόρων,
οι δρόμοι του χωριού είσαν τα ξεραμένα ρυάκια
κι ο αέρας σε χίλια θά ’σπαγε κομμάτια έτσι και φώναζε κανείς:
Είναι κανείς εδώ;
Λόφοι φαλακροί, ηφαίστειο ανενεργό, πέτρες και λαχάνιασμα
κάτω από την τόση λάμψη, ξεραΐλα, γεύση σκόνης,
σούρσιμο ποδιών ξυπόλυτων στη σκόνη πάνω, κι ο πιπερόσχινος
στη μέση της πεδιάδας ίδιος απολιθωμένο σιντριβάνι!
Πες μου, ξεραΐλα, πες μου, γη καμένη, γη οστέων αλεσμένων,
πες μου, σελήνη εσύ η τα λοίσθια πνέουσα:
Νερό εδώ δεν έχει;
Άραγε μόνο αίμα υπάρχει εδώ, μόνο σκόνη, μόνο βήματα
υπάρχουνε από πόδια γυμνά πάνω στ’ αγκάθια,
μόνο κουρέλια και τροφή εντόμων και λήθαργος στο βέβηλο
το μεσημέρι: στο χρυσό αρχηγό μας;
Σωθήκαν πια των αλόγων τα χλιμιντρίσματα στου ποταμού τις όχθες,
ανάμεσα στα μεγάλα βότσαλα τα τόσο γλιστερά,
στο έλος, κάτω απ’ το πράσινο των φύλλων φως και στις κραυγές
ανδρών και γυναικών που λούζονται το χάραμα;
Πού είναι οι Θεοί; – το Καλαμπόκι, το Λουλούδι, το Νερό, το Αίμα –
οι Θεοί, η Παρθένος πού είναι;
Όλοι τους πέθαναν; Έφυγαν; Σπασμένα σταμνιά μονάχα στο φιλιατρό
του στερεμένου πηγαδιού;
Και μόνος ζωντανός ο βάτραχος; –
Μόνο ο γκριζοπράσινος βάτραχος λάμπει τώρα να φωτίζει του
Μεξικού τη νύχτα;
Μόνο ο χοντρός αρχηγός της Τσεμποάλα είν’ ακόμη αθάνατος;
Νά ’ναι γονατιστός στο θείο δέντρο του νεφρίτη που ’χει ποτιστεί με
αίμα και δύο σκλάβοι νιούτσικοι να του κάνουν εκεί αέρα,
νά ’ναι τις μέρες των μεγάλων λιτανειών επικεφαλής του χωριού και
ν’ ακουμπάει στο σταυρό: όπλο του και βακτηρία του,
με πανοπλία, με προσωπείο από σκαλισμένη πέτρα, και ν’ ανασαίνει
τον καπνό των πυροβολισμών σαν θυμίαμα πολύτιμο,
ή να περνά σαββατοκύριακα στ’ οχυρωμένο σπίτι του, δίπλα στη
θάλασσα, με την αγαπημένη του μαιτρέσσα και με τα διαμάντια
της όλα από νέον;
Μόνο ο βάτραχος είναι εδώ ακόμη αθάνατος;
Κοίταξ’ εδώ την πράσινη και κρύα οργή που ’χει για ουρά μαχαίρια
και γυαλιά κομμένα,
κοίτα το σκυλί και το ψωριάρικό του αλύχτισμα,
τη σιωπηλή αγαύη, τη φραγκοσυκιά, το ιριδισμένο κακτοειδές, δες το
άνθος που αιμορραγεί και μόνο για να αιμορραγεί υπάρχει,
το άνθος με την κοφτερή και ανοξείδωτη γεωμετρία σαν όργανο
λεπτότατο βασανισμών,
κοίτα τη νύχτα με τα μεγάλα δόντια και με το βλέμμα μαστίγιο, τη
νύχτα που σφάζει και γδέρνει μ’ ένα κοτρόνι αόρατο,
άκου τα δόντια που συγκρούονται με δόντια,
άκου τα κόκκαλα που συντρίβονται στα κόκκαλα,
το τύμπανο του ανθρώπινου δέρματος το βαράει το κόκκαλο που το
λεν μηριαίο,
το τύμπανο του στήθους το βαράει η φτέρνα η μανιασμένη,
το ταμ-ταμ των τυμπάνων στ’ αφτιά το βαράει ο ήλιος με το
παραλήρημά του,
κοίταξ’ εδώ τη σκόνη που σηκώνεται σαν κίτρινος άνακτας και
ξεριζώνει τα πάντα και χορεύει μόνος του μέχρι που
σωριάζεται χάμω
σαν δέντρο που του ξεραθήκαν οι ρίζες απότομα, σαν πύργος που τον
εγκρέμισε του ανέμου μι’ ανάσα,
κοίτα τον άνθρωπο που πέφτει και σηκώνεται και τρώει σκόνη και
σέρνεται,
το ανθρώπινο έντομο που σκάβει το βράχο και τρυπά τους αιώνες και
τρέμει στο φως,
δες εδώ το σπασμένο βράχο, τον σπασμένο άνθρωπο, το φως δες εδώ
το σπασμένο.
Μάτια ανοιχτά και μάτια κλεισμένα – το ίδιο τάχα κάνει;
Κάστρα ενδότερα που τα πυρπολεί ο στοχασμός για νά ’βγει κάτι
άλλο, καθαρότερο, στη θέση τους, όλο λάμψη και όλο θάμπος,
σπόρος μιάς εικόνας που μεγαλώνει για να γίνει δέντρο που θα σπάσει
το κρανίο,
λέξη που γυρεύει χείλη να την πούνε,
πάνω στην αρχαία ανθρώπινη πηγή πέτρες έχουνε πέσει μεγάλες,
αιώνες βράχοι, χρόνια πλάκες, λεπτά της ώρας ξερολίθαρα έχουνε
πέσει πάνω στην πηγή την ανθρώπινη.
Πες μου, ξεραΐλα, πέτρα γυαλισμένη απ’ το φαφούτη χρόνο,
από τη φαφούτα πείνα,
σκόνη αλεσμένη από δόντια που ’ναι αιώνες, από αιώνες που είναι
πείνες,
πες μου, σπασμένη στάμνα που ’πεσες στη σκόνη, πες μου, σε ρωτάω,
γεννιέται φως, αν θα τριφτούν κόκκαλο με κόκκαλο, άνθρωπος με
άνθρωπο, πείνα με πείνα,
ίσαμε να τιναχτεί στο τέλος η σπίθα, η κραυγή, ο λόγος,
ίσαμε να τρέξει το νερό στο τέλος και να πεταχτεί το δέντρο
πλατύφυλλο και τυρκουάζ;
Πρέπει να κοιμόμαστε με μάτια ανοιχτά, να ονειρευόμαστε πρέπει
με τα χέρια μας,
να ονειρευόμαστε τα όνειρα τα ενεργά του ποταμού που ψάχνει να
βρει το ρεύμα του, τα όνειρα του ήλιου που ονειρεύεται τους
κόσμους του,
πρέπει να ονειρευόμαστε μεγαλοφώνως και πρέπει να τραγουδάμε,
ώσπου να πετάξει ρίζες το τραγούδι μας, νά ’χει πια κορμό, κλαδιά,
πουλιά και αστέρια,
να τραγουδάμε μέχρι να γεννήσει το όνειρο στο πλάι του κοιμώμενου
της αναστάσεως το στάχυ το κόκκινο,
της γυναίκας το νερό, την πηγή για να πίνουμε και να κοιταζόμαστε
και ν’ αναγνωρίζουμε τον εαυτό μας και ν’αναλαμβάνουμε,
την πηγή που μας λέει ότι είμαστε άνθρωποι, την πηγή που ομιλεί
κατά μόνας τη νύχτα και μας καλεί με τ’ όνομά μας,
την πηγή των λόγων για να λέμε εγώ, εσύ, αυτός, εμείς, κάτω απ’ το
μεγάλο δέντρο, της βροχής το ζωντανό το άγαλμα,
για να λέμε τις όμορφες αντωνυμίες, να γνωρίζουμε τον εαυτό μας
και νά ’μαστε οι πιστοί των ονομάτων μας,
πρέπει να ονειρευόμαστε κατά πίσω, επί τας πηγάς, πρέπει να
ξανακυλήσουμε και να φτάσουμε πάνω ψηλά πίσω στους αιώνες,
να πάμε πέρα από τη νηπιακή ηλικία, πέρα απ’ την αρχή, πέρα από
το νερό του μυστηρίου του βαπτίσματος,
να γκρεμίσουμε τους τοίχους που χωρίζουν τους ανθρώπους, να
ενώσουμε και πάλι ό,τι έχει χωριστεί,
ζωή και θάνατος δεν είναι κόσμοι αντίθετοι, είμαστε ένας μόνος μίσχος
μονός με δύο άνθη δίδυμα,
πρέπει να ξεθάψουμε τον χαμένο λόγο, να ονειρευτούμε προς τα μέσα
και συνάμα προς τα έξω,
ν’ αποκρυπτογραφήσουμε το τατουάζ της νύχτας και να κοιταχτούμε
ίσια με το μεσημέρι σκίζοντάς του τη μάσκα του,
να λουστούμε στο φως του ήλιου και να γευτούμε καρπούς νυκτερινούς
και να συλλαβίσουμε τα γραπτά των ποταμών και των αστέρων,
να θυμηθούμε τί λένε το αίμα και η παλίρροια, η γη και το κορμί, να
επιστρέψουμε στο σημείο εκκινήσεως,
ούτε μέσα ούτε έξω, ούτε πάνω ούτε κάτω, στο σταυροδρόμι εκείνο
απ’ όπου αρχίζουν όλοι οι δρόμοι,
γιατί το φως τραγουδάει με φλίφλισμα νερών, με των φύλλων το
φλίφλισμα τραγουδάει το φως,
και η αυγή γέμει καρπών, φιλιωμένες η ημέρα και η νύχτα κυλούν μαζί
σαν ποταμός στεκάμενος,
η ημέρα και η νύχτα, ο ήλιος και η σελήνη χαϊδεύονται απαλά και αργά
σαν άντρας και γυναίκα ερωτευμένοι,
σαν ένας ποταμός που κυλάει και κατεβάζει ακατάπαυστα κάτω από
αψίδες αιώνων τις εποχές και τους ανθρώπους,
πέρα, στο ζωντανό κέντρο της αρχής, πιο πέρα, κι ακόμα πιο πέρα,
επέκεινα, και του τέλους και της αρχής επέκεινα.
Μεξικό 1955