PAUL VALÉRY
Η
ΚΛΩΣΤΡΑ
Lilia … neque nent
Όπως καθόταν
στο γλαυκό του παραθύρου η κλώστρα,
όπου απαλά
λικνίζεται ο μελωδικός ο κήπος,
το αρχαίο
ροδάνι που ροχθεί τη μέθυσε ελαφρά.
Αφού ήπιε
εκείνη το γλαυκό, κι απαύδησε να κλώθει,
την πράα την
κόμη που γλιστρά στ’ άτονα δάχτυλά της,
ρεμβάζει
τώρα, κι η μικρή της γέρνει κεφαλή…
Ένα δεντρί
κι ο καθαρός αέρας μια κρήνη κάνουν,
που, απ’ την
ημέρα κρεμασμένη, ηδονική ποτίζει
με των ανθών
της τη φθορά της άνεργης τον κήπο.
Ένα κλωνάρι,
όπου ο άνεμος ο πλάνης αναπαύεται,
λυγά το
χαίρε το άσκοπο της αστρικής του χάρης,
το ρόδο που
αφιερώνοντας, λαμπρό, στο αρχαίο ροδάνι.
Μα ένα μαλλί
ξεχωριστό κλώθει η φιλόυπνη κόρη·
μυστηριακά η
αβρή σκιά στο νήμα των μακρών,
δακτύλων της,
που υπνώνουνε, υφαίνεται, κλωσμένη.
Τ’ όνειρο
ξετυλίγεται με αγγελική νωχέλεια,
κι άπαυτα η
ευκολόπιστη, στο πράο το αδράχτι επάνω,
η κόμη
κυματώνεται στο χάδι υποταγμένη.
Νεκρή είσαι
τώρα απλοϊκή στου δειλινού την άκρη,
κλώστρα από φύλλα
κι από φως παντούθε εσύ ζωσμένη.
Θνήσκει ο
ουρανός ο πράσινος. Το ύστατο δέντρο καίγεται.
Το μέγα
ρόδο, η αδελφή σου, όπου μειδιά μια αγία,
το φευγαλέο
σου μέτωπο με την αθώα μυρώνει
πνοή του, κι
αισθάνεται ότι σβείς. Είσαι σβησμένη τώρα
στου
παραθύρου το γλαυκό όπου έκλωθες το μαλλί.
Μετάφραση:
Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από
το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σ. 35.
****************************
LA FILEUSE
Lilia … neque nent
Assise, la fileuse au bleu
de la croisée
Où le jardin mélodieux se
dodeline ;
Le rouet ancien qui ronfle
l’a grisée.
Lasse, ayant bu l’azur, de
filer la câline
Chevelure, à ses doigts si
faibles évasive,
Elle songe, et sa tête
petite s’incline.
Un arbuste et l’air pur font
une source vive
Qui, suspendue au jour,
délicieuse arrose
De ses pertes de fleurs le
jardin de l’oisive.
Une tige, où le vent
vagabond se repose,
Courbe le salut vain de sa
grâce étoilée,
Dédiant magnifique, au vieux
rouet, sa rose.
Mais la dormeuse file une
laine isolée ;
Mystérieusement l’ombre
frêle se tresse
Au fil de ses doigts longs
et qui dorment, filée.
Le songe se dévide avec une
paresse
Angélique, et sans cesse, au
doux fuseau crédule,
La chevelure ondule au gré
de la caresse...
Derrière tant de fleurs,
l’azur se dissimule,
Fileuse de feuillage et de
lumière ceinte :
Tout le ciel vert se meurt.
Le dernier arbre brûle.
Ta sœur, la grande rose où
sourit une sainte,
Parfume ton front vague au
vent de son haleine
Innocente, et tu crois
languir... Tu es éteinte
Au bleu de la croisée où tu
filais la laine.