Τετάρτη 31 Δεκεμβρίου 2008

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2008

ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΑ ΓΚΟΛΠΟΣΤ ΤΟΥ ΘΡΥΛΟΥ




ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ (1908-2008)

Όλη μου η ζωή είναι ο Ολυμπιακός και όταν θα κλείσω τα μάτια μου, θέλω να λένε όλοι ο κυρ-Αχιλλέας, η Ολυμπιακάρα. Αυτά που πέρασα όλα αυτά τα χρόνια στο σύλλογο με κρατάνε στη ζωή και μου δίνουν αναπνοή.

ΠΑΝΩ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΜΟΥ


WILLIAM BUTLER YEATS


ΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ ΤΑ ΜΕΤΑΞΩΤΑ


Τα ουράνια τα μεταξωτά τα χιλιοπλουμισμένα
που ’ναι με μάλαμααπό φως κι ασήμι δουλεμένα,
τα γαλάζια τα διάφανα και τα βαθιά βαμμένα
με φως, με νύχτα και μούχρωμα, δικά μου αν τά ’χα ωστόσο,
θά ’θελακάτω απ’ τα δυό σου πόδια να τ’ απλώσω.
Μα είμαι φτωχζός και δεμ κατέχω τι άλλο απ’ τα όνειρά μου,
για να διαβαίνεις τα’ άπλωσα, στα πόδια σου, Κυρά μου.
Πάτα αλαφρά, γιατί πατάς απάνω στα όνειρά μου.


Μετάφραση: Μελισσάνθη.


***************


CLOTHES OF HEAVEN


Had I the heavens' embroidered cloths,
Enwrought with golden and silver light,
The blue and the dim and the dark cloths
Of night and light and the half-light,
I would spread the cloths under your feet:
But I, being poor, have only my dreams;
I have spread my dreams under your feet;
Tread softly because you tread on my dreams.

ΤΡΑΔΟΥΔΑ Η ΑΛΙΝΑ ΔΕ ΣΙΛΒΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ALINA DE SILVA


A MEDIA LUZ


Corrientes tres cuatro ocho,
segundo piso, ascensor;
no hay porteros ni vecinos
adentro, cóctel y amor.
Pisito que puso Maple,
piano, estera y velador...
un telefón que contesta,
una fonola que llora
viejos tangos de mi flor,
y un gato de porcelana
pa que no maúlle al amor.

Y todo a media luz,
que es un brujo el amor,
a media luz los besos,
a media luz los dos...
Y todo a media luz,
crepúsculo interior,
que suave terciopelo
la media luz de amor.

Juncal doce veinticuatro,
telefonea sin temor;
de tarde, te con masitas,
de noche, tango y amor;
los domingos, te danzante,
los lunes, desolación.
Hay de todo en la casita:
almohadones y divanes
como en botica... cocó,
alfombras que no hacen ruido
y mesa puesta al amor...


Στίχοι: Carlos César Lenzi.
Μουσική: Edgardo Donatto.
Τάνγκο του 1924.
Παίζει η Orquesta Manuel Pizzaro (1927).

ΓΚΑΙΤΕ!



JOHANNES WOLFGANG VON GOETHE (1749-1832)


DER MUSENSOHN


Durch Feld und Wald zu schweifen,
Mein Liedchen wegzupfeifen,
So geht's von Ort zu Ort!
Und nach dem Takte reget,
Und nach dem Maß beweget
Sich alles an mir fort.

Ich kann sie kaum erwarten,
Die erste Blum' im Garten,
Die erste Blüt' am Baum.
Sie grüßen meine Lieder,
Und kommt der Winter wieder,
Sing ich noch jenen Traum.

Ich sing' ihn in der Weite,
Auf Eises Läng und Breite,
Da blüht der Winter schön!
Auch diese Blüte schwindet
Und neue Freude findet
Sich auf bebauten Höh'n.

Denn wie ich bei der Linde
Das junge Völkchen finde,
Sogleich erreg' ich sie.
Der stumpfe Bursche bläht sich,
Das steife Mädchen dreht sich
Nach meiner Melodie.

Ihr gebt den Sohlen Flüge!
Und treibt durch Tal und Hügel
Den Liebling weit von Haus.
Ihr lieben, holden Musen,
Wann ruh' ich ihr am Busen
Auch endlich wieder aus?



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Laura Barriales.

ΤΟΝ ΕΧΤΙΣΕ ΤΟ ΔΑΚΡΥ


Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΝΤΑΛΑΡΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΑΝΟ ΛΟΪΖΟ ΚΑΙ ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ


ΕΧΩ ΕΝΑΝ ΚΑΦΕΝΕ


Έχω έναν καφενέ
στου λιμανιού την άκρη
τον έκτισε το δάκρυ
αυτών που μένουνε και περιμένουνε

Έχω έναν καφενέ
που ακούει όλο τα ίδια
για μπάρκα και ταξίδια
αυτών που μένουνε και περιμένουνε

Έχω έναν καφενέ
ένα παληό ρημάδι
αχ νά 'τανε καράβι
γι' αυτούς που μένουνε και περιμένουνε

ΜΕ ΤΟ ΝΕΡΟ


ΤΕΛΛΟΣ ΑΓΡΑΣ


ΣΤΟ ΛΟΥΤΡΟ


Μοιρασμένη, λες, με το νερό,
που τ’ αφήκες χάμω, σα φουστάνι,
σαν τ’ αγριοτριαντάφυλλο χλωρό
μοιάζεις, που λυγάει το κοτσάνι...

Ίσκιος μαλακός το χτυπητό,
το πυρρό το χρώμα σου έχει κόψει.
Δίνεις, σα να λες «ευχαριστώ»,
στο γλυκό τον άνεμο την όψη.

Σπάζει, σαν κοτσάνι, στα μισά
το κορμί σου, σκύφτοντας με τρόμο,
και, συρμή ροδόφυλλα χρυσά,
τα μαλλιά σου τρέχουν απ’ τον ώμο.

Τον ογρό τον κόρφο σου πιοτά
ρόδον εκατόφυλλο τον πλάθει∙
μάγουλο εκατόφυλλο, πετά
και το ματοστίνορο, τ’ αγκάθι.

Δευτέρα 29 Δεκεμβρίου 2008

ΗΣΥΧΟΣ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


ΣΩΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΘΛΑΣΗ


Ποτέ μου δεν τη μεθόδευσα την απελπισία μου.
Σε κάθε χυτήριο δυνατότητας / αυτή η διαβόλισσα…/
  υπήρξα ο απόμερος αλλ’ ανθηρός αντίγνωμος
απαγγέλλοντας απλώς τη δική μου υπέρβαση
  στα συχνά της εφήμερα φανερώματα
υπερήφανος από δίχως επίθετο αυθεντικότητα ώς το θάνατο
  σύμφυτος της αγάπης που συνοψίζεται στην
άνευ ουδενός ονόματος τελετουργία: η στύση μου
  θερίζοντας το Απόλυτο στα σώματα
    σμήνος υδάτινο γυναικώνε.
Δρώμενα συνουσίας λατρείες αστραπιαίες στα μάτια μου
  δεν έχει κι άλλα προτερήματα ο έρωτας.
Λιθοβόλησα την προοπτική και μεινέσκω ήσυχος.



Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα, Β΄ (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σελ. 108.

ΠΑΡΑΒΟΛΗ


JORGE LUÍS BORGES


ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΟΤΑΜΙΑ


Είμαστε ο χρόνος. Εκείνη είμαστε η περίφημη
παραβολή του Σκοτεινού Ηράκλειτου.
Είμαστε το νερό, όχι το σκληρό διαμάντι,
αυτό που χάνεται, όχι αυτό που μένει.
Είμαστε το ποτάμι κι ο Έλληνας εκείνος
που κοιτάζεται στο ποτάμι. Η αντανάκλασή του
αλλάζει στο νερό του εναλλασσόμενου καθρέφτη
στο κρύσατλλο που αλλάζει σαν τη φωτιά.
Είμαστε το μάταιο προκαθορισμένο ποτάμι
όπως κυλά προς τη θάλασσα. Το σκέπασε η σκιά.
Όλα μάς αποχαιρετούν, όλα μακραίνουν.
Η μνήμη δεν εξαργυρώνει το νόμισμά της.
Και ασφαλώς κάτι υπάρχει που απομένει
και ασφαλώς κάτι υπάρχει που θρηνεί.



Μετάφραση: Δημήτρης Καλοκύρης.
Από το βιβλίο: Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Ποιήματα», Μετάφραση, εισαγωγή, σχόλια Δημήτρης Καλοκύρης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2006, σελ. 255.

ΣΑΝ ΜΙΚΡΟ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟ ΠΟΥΛΙ


Η ΝΑΝΑ ΜΟΥΣΧΟΥΡΗ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ ΚΑΙ ΜΑΝΟ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙ


ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΠΑΣ ΣΤΗΝ ΞΕΝΗΤΙΑ


Τώρα που πας στην ξενητιά
πουλί θα γίνω του νοτιά
γρήγορα να σ' ανταμώσω
για να σου φέρω το σταυρό
που μου παράγγειλες να βρώ
δαχτυλίδι να σου δώσω

Ήσουν κυπαρίσσι
στην αυλή αγαπημένο
ποιός θα μου χαρίσει
το φιλί που περιμένω
στ' όμορφο ακρογιάλι
καρτερώ να μού 'ρθεις πάλι
σαν μικρό χαρούμενο πουλί

Χρυσή μου αγάπη έχε γειά
νά 'ναι μαζί σου η Παναγιά
κι όταν 'ρθεί το περιστέρι
θά 'χω κρεμάσει φυλαχτό
στο παραθύρι τ' ανοιχτό
την καρδιά μου σαν αστέρι

ΕΛΙΣΕΟ ΔΙΕΓΟ!


ELISEO DIEGO (1920-1994)



VOY A NOMBRAR LAS COSAS


Voy a nombrar las cosas, los sonoros
altos que me ven el festejar del viento,
los portales profundos, las mamparas
cerradas a la sombra y al silencio.

Y el interior sagrado, la penumbra
que surcan los oficios polvorientos,
la madera del hombre, la nocturna
madera de mi cuerpo cuando duermo.

Y la pobreza del lugar, y el polvo
en que testaron las huellas de mi padre,
sitios de piedra decidida y limpia,
despojados de sombra, siempre iguales.

Sin olvidar la compasión del fuego
en la intemperie del solar distante
ni el sacramento gozoso de la lluvia
en el humilde cáliz de mi parque.
Ni tu estupendo muro, mediodía,
terso y añil e interminable.

Con la mirada inmóvil del verano
mi cariño sabrá de las veredas
por donde huyen los ávidos domingos
y regresan, ya lunes, cabizbajos.

Y nombraré las cosas, tan despacio
que cuando pierda el Paraiso de mi calle
y mis olvidos me la vuelvan sueño,
pueda llamarlas de pronto con el alba.



Το ποίημα μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Almudena Fernandez.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΓΕΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ YES


CHANGES


I’m moving through some changes
I’ll never be the same
Something you did touched me
There’s no one else to blame

The love we had has fallen
The love we used to share
We’ve given up pretending
As if you didn’t care

Change changing places
Root yourself to the ground
Capitalize on this good fortune
One word can bring you round
Changes

I look into the mirror
I see no happiness
All the warmth I gave you
Has turned to emptiness
The love we had has fallen
The love we used to share
You’ve left me here believing
In love that wasn’t there

Change changing places
Root yourself to the ground
Word to the wise - well you get what’s coming
One word can bring you round
Changes

When I look into your eyes and try to find out how
There’s no way to save it now
And everything I feel
Changes
Keep looking for
Changes
Changes

For some reason you’re questioning why
I always believe it gets better
One difference between you and Ι
Your heart is inside your head

One word from you
One word from me
A clear design on your liberty
Who could believe when love has gone
How we move on like everyone

Only such fools
Only such jealous hearts

Only through love changes come

Change changing places
Root yourself to the ground
Capitalize on this good fortune
One word can bring you round
Changes

One road to loneliness
Its always the same
One road to happiness
Its calling your name

Change changing places - changes
Root yourself to the ground
Capitalize on this good fortune
One word can bring you round
Changes

Change changing places
Changes
Root yourself to the ground
Word to the wise - well you get what’s coming
One word - one word can bring you round
Changes

Κυριακή 28 Δεκεμβρίου 2008

ΩΣ ΑΛΛΗ ΙΟΥΔΗΘ


FRANTIŠEK HALAS


ΔΥΟ


Εκ συνηθείας μάλλον μολονότι μάλλον εντέχνως
στων ωρών τον ντορό απ’ το παλιό ορμέμφυτο στυμμένος
τις ηδονές των θωπειών ασμένως ορέγεσαι

Λυτρώθης απ’ τα μυστικά που σε ροκανίζανε του ενδύματος
απ’ την κηρήθρα του δέρματος τρυγάς το μέλι των θελγήτρων
και τα μειλίγματα προτάσσεις του κορμιού παραπέτασμα

Σαν κρύβεις στη χιονοστιβάδα των φιλιών την αναιμική σου όψη
κερί των λόγων να λυώνουν και να μην ακούγονται οι λυγμοί
κι εκείνη ως άλλη Ιουδήθ κρατά την κεφαλή σου μια στιμή στα γόνατά της



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


ARTUR RIMBAUD (1854-1891)


ΤΟ ΜΕΘΥΣΜΕΝΟ ΚΑΡΑΒΙ


Καθώς κατέβαινα απαλά απ’ τα γαληνά ποτάμια,
Είδα πως αρρυμούλκητο, δίχως πλοηγούς κυλούσα:
Κραυγαστικοί Ερυθρόδερμοι τους είχαν στόχο βάλει,
Αφού τους κάρφωσαν γυμνούς σε παρδαλούς πασσάλους.

Το πλήρωμά μου ολόκληρο παντέρημο είχα αφήσει,
Στάρια της Φλάντρας φέρνοντας κι εγγλέζικα μπαμπάκια.
Όταν με τους πιλότους μου τελείωσε εκείνη η αντάρα,
Οι ποταμοί μ’ αφήσαν πια να κατεβώ όπου θέλω.

Μες στον τρελό τον παφλασμό των παλιρροιών, τον άλλο
Χειμώνα, πιο απειθάρχητο κι απ’ τα παιδιά, είχα τρέξει!
Κι όσα χερσόνησα άφησα στο δρόμο μου ποτέ τους
Δεν είχαν νιώσει σαματά πιο θριαμβικό από κείνο.

Η καταιγίδα ευλόγησε τους πελαγίσιους μου όρθρους.
Από φελό αλαφρότερον ορχήθηκα στο κύμα,
Αιώνιο, όπως λεν, παγιδευτή θυμάτων, δέκα νύχτες,
Χωρίς των φάρων τα χαζά να νοσταλγήσω μάτια.

Πιο αβρό παρ’ όσο στα παιδιά του άγουρου μήλου η σάρκα,
Το κύμα, πράσινο, έλουσε το ελάτινο σκαρί μου
Κι έπλυνε κάθε μου κηλίδα από κρασιά γαλάζια
Κι από εμετούς, σκορπίζοντας άγκυρες και τιμόνι.

Και μες στο ποίημα το πλατύ, από τότε, είμαι λουσμένο
Του πόντου, αφέψημα γλυκό από τους χυμούς των άστρων,
Πίνοντας πράσινο γλαυκό, όπου, ωχρό κι έκθαμβο σκάφος,
Ένας πνιγμένος, κάποτε, κυλάει συλλογισμένος,

Όπου, την όψη αλλάζοντας των γαλανών χρωμάτων,
Τρέλα, ρυθμοί απαλοί κι αργοί κάτω απ’ το φως της μέρας,
Πιο δυνατά και από το αλκοόλ και πιο πλατιά απ’ τις λύρες
Του έρωτα υπόκωφα οι πικρές πυκνάδες αναβράζουν.

Ξέρω ουρανούς που σ’ αστραπές σκίζονται, και σιφούνια,
Ρέματα κι αντιμάμαλα· ξέρω το βράδυ ακόμη,
Την οιστρωμένη χαραυγή, λαό από περιστέρια,
Και κάποτε είδα ό,τι ο άνθρωπος φαντάστηκε πως είδε.

Είδα τη δύση εγώ στιχτή από μυστική μια φρίκη,
Κρυσταλλοπέδια απέραντα, μενεξελιά ν’ αυγάζει,
Τα κύματα, όμοια με ηθοποιούς δραμάτων παναρχαίων,
Τα νουφαρένια ρίγη τους μακριά ν’ αργοκυλούνε.

Την πράσινη ονειρεύτηκα νύχτα με τα ένθεα χιόνια,
Φιλιά που ωψώνονται νωθρά στων θαλασσών τα μάτια,
Το ρόισμα των ανάκουστων χυμών φυτών και δέντρων
Και τ’ ωχρογάλαζο όρθρισμα μελωδικών φψσφόρων.

Μήνες εγώ ακολούθησα το καραντί, παρόμοιο
Μ’ ένα βουστάσιο υστερικό, να σπάει μπροστά στις ξέρες,
Ξεχνώντας πως τα διάφωτα των Μαριών τα πόδια
Μπορούν των δύσπνοων Ωκεανών τα ρύγχη να δαμάσουν.

Έπεσα απάνω, ξέρετε, σ’ απίστευτες Φλωρίδες,
Που άνθη και μάτια πάνθηρων σμίγουν, δέρματα ανθρώπων
Κι ουράνια τόξα, τανυστά σα χαλινάρια, επάνω
Από τους πόντους, σε γλαυκά, φανταστικά κοπάδια.

Είδα, τεράστια κιούρτα, εγώ, τους βάλτους ν’ αναβράζουν,
Όπου, στα σκοίνα ανάμεσα, σαπίζει ένας Λεβιάθαν,
Κατρακυλίσματα νερών σ’ ώρες απνοίας κι ακόμη
Τα ουράνια μες στα βάραθρα, στο βάθος να κυλούνε!

Πάγους, πυρόχροους ουρανούς, νερά μαργάρινα, ήλιους
Λευκούς, ναυάγια φρικαλέα μες σε βαθύχροους κόλπους,
Όπου γιγάντινα ερπετά, λεία των κοριών, κυλούνε
Βαριά με μαύρα αρώματα από τα στρεβλά τα δέντρα.

Θέλω να δείξω στους μικρούς ετούτες τις χρυσόφες,
Τα ψάρια ετούτα τα χρυσά που τραγουδούν στο κύμα.
Άνθινοι αφροί ευλογήσανε τα κλυδωνίσματά μου
Κι ανείπωτοι άνεμοι φτερά πολλές φορές μου εδώσαν.

Κάποτε ο πόντος, μάρτυρας κατάκοπος των πόλων,
Που οι στεναγμοί του απάλυναν το σάλο μου, σε μένα
Τα ωχρά του τ’ άνθη ανέβαζε με τις χλωμές του θέρμες,
Και σα γυναίκα απόμενα γονατιστή σε μια άκρη,

Χερσόνησος που επάνω της την κόπρο ταλαντεύει
Και τους καυγάδες κρωκτικών, χρυσόφθαλμων ορνέων.
Κι αρμένιζα ώσπου, ανάμεσα από τους λεπτούς αρμούς μου,
Κάποιοι πνιγμένοι ανάστροφα να κοιμηθούν οδεύαν.

Έτσι εγώ, κάτω απ’ τα μαλλιά των όρμων, πλοίο χαμένο,
Που έχει ο τυφώνας σε ουρανούς χωρίς πουλιά εξορίσει,
Εγώ που οι νέοι Μονίτορες και τ’ άρμενα της Χάνσας
Το μεθυσμένο απ’ το νερό δε θά ’βρουν σκελετό μου,

Ελεύθερο, καπνίζοντας, ζωστό από μπλάβες πάχνες,
Εγώ που ελόγχιζα το χάος, πορφυρωμένο τοίχο,
Όπου, θεσπέσιο γλύκισμα των αγαθών ποιητών σας,
Λειχήνες του ήλιου απλώνονται και μύξες του γαλάζιου,

Εγώ που αρμένιζα, στιχτό από ηλεκτρικά φεγγάρια,
Τρελή σανίδα που η τεφρή συνόδευε ιπποκάμπη,
Όταν οι Ιούλιοι εγκρέμιζαν με ρόπαλα τους θόλους
Των υπερπόντιων ουρανών με τα πυρά χωνιά τους,

Εγώ που έτρεμα νιώθοντας μακριά να μουκανίζει
Των Βεχεμότων ο οργασμός και των πυκνών Μελστρόμων,
Κλώστης αέναος των γλαυκών ακινησιών του απείρου,
Ω! την Ευρώπη νοσταλγώ με τα παμπάλαια τείχη!

Είδα αρχιπέλαγα αστρικά κι είδα νησιά εγώ πλήθος,
Που οι ουρανοί τους οι έξαλλοι είναι ανοιχτοί στο ναύτη.
Σε τέτοιες νύχτες άσωστες κοιμάστε, εξορισμένα,
Άπειρα εσείς χρυσά πουλιά, ω μελλοντική Ευρωστία;

Μα έκλαψα, αλήθεια, εγώ πολύ. Οι αυγές φαρμάκι στάζουν.
Κάθε φεγγάρι είναι στυγνό κι είναι πικρός κάθε ήλιος.
Ο έρωτας μ’ έχει, ο αψύς, βαθιά, μεθυστικά ναρκώσει.
Ω! ας έσπαζε ηκαρίνα μου! Ω! στο βυθό ας κυλούσα!

Αν της Ευρώπης τα νερά ζηλεύω, είναι ένα τέλμα
Μαύρο και κρύο, όπου ένα παιδί γονατιστό, γεμάτο
Θλίψη, ένα βράδυ ευωδιαστό κάποιο καράβι αφήνει
Σα χρυσαλλίδα, τρυφερό, του Μάη ν’ αργοκυλήσει.

Δε μπορώ πιά, λουσμένο απ’ τη ραθυμία σου, ω κύμα,
Να παραβγώ τα φορτηγά που κουβαλούν μπαμπάκι,
Κι ούτε σημάτων και σημαιών την οίηση να διασχίσω
Και κάτω απ’ τ’ άγρια να διαβώ των γεφυρών τα μάτια!



Μετάφραση: Καίσαρ Εμμανουήλ.
Από το βιβλίο: Καίσαρ Εμμανουήλ, «Μεταφράσεις», Πρόσπερος, Αθήνα 1981, σελ. 73-75.



**********************



LE BATEAU IVRE

Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux-Rouges criards les avaient pris pour cibles,
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

J’étais insoucieux de tous les équipages,
Porteur de blés flamands ou de cotons anglais.
Quand avec mes haleurs ont fini ces tapages,
Les Fleuves m’ont laissé descendre où je voulais.

Dans les clapotements furieux des marées,
Moi, l’autre hiver, plus sourd que les cerveaux d’enfants,
Je courus ! Et les Péninsules démarrées
N’ont pas subi tohu-bohus plus triomphants.

La tempête a béni mes éveils maritimes.
Plus léger qu’un bouchon j’ai dansé sur les flots
Qu’on appelle rouleurs éternels de victimes,
Dix nuits, sans regretter l’œil niais des falots !

Plus douce qu’aux enfants la chair des pommes sures,
L’eau verte pénétra ma coque de sapin
Et des taches de vins bleus et des vomissures
Me lava, dispersant gouvernail et grappin.

Et, dès lors, je me suis baigné dans le Poème
De la Mer, infusé d’astres, et lactescent,
Dévorant les azurs verts ; où, flottaison blême
Et ravie, un noyé pensif parfois descend ;

Où, teignant tout à coup les bleuités, délires
Et rythmes lents sous les rutilements du jour,
Plus fortes que l’alcool, plus vastes que nos lyres,
Fermentent les rousseurs amères de l’amour !

Je sais les cieux crevant en éclairs, et les trombes
Et les ressacs, et les courants : je sais le soir,
L’Aube exaltée ainsi qu’un peuple de colombes,
Et j’ai vu quelquefois ce que l’homme a cru voir !

J’ai vu le soleil bas, taché d’horreurs mystiques,
Illuminant de longs figements violets,
Pareils à des acteurs de drames très antiques
Les flots roulant au loin leurs frissons de volets !

J’ai rêvé la nuit verte aux neiges éblouies,
Baisers montant aux yeux des mers avec lenteurs,
La circulation des sèves inouïes,
Et l’éveil jaune et bleu des phosphores chanteurs !

J’ai suivi, des mois pleins, pareille aux vacheries
Hystériques, la houle à l’assaut des récifs,
Sans songer que les pieds lumineux des Maries
Pussent forcer le mufle aux Océans poussifs !

J’ai heurté, savez-vous, d’incroyables Florides
Mêlant au fleurs des yeux de panthères à peaux
D’hommes ! Des arcs-en-ciel tendus comme des brides
Sous l’horizon des mers, à de glauques troupeaux !

J’ai vu fermenter les marais énormes, nasses
Où pourrit dans les joncs tout un Léviathan !
Des écroulements d’eaux au milieu des bonaces,
Et les lointains vers les gouffres cataractant !

Glaciers, soleils d’argent, flots nacreux, cieux de braises !
Échouages hideux au fond des golfes bruns
Où les serpents géants dévorés des punaises
Choient, des arbres tordus avec de noirs parfums !

J’aurais voulu montrer aux enfants ces dorades
Du flot bleu, ces poissons d’or, ces poissons chantants.
— Des écumes de fleurs ont bercé mes dérades
Et d’ineffables vents m’ont ailé par instants.

Parfois, martyr lassé des pôles et des zones,
La mer dont le sanglot faisait mon roulis doux
Montait vers moi ses fleurs d’ombre aux ventouses jaunes
Et je restais, ainsi qu’une femme à genoux...

Presque île, ballottant sur mes bords les querelles
Et les fientes d’oiseaux clabaudeurs aux yeux blonds.
Et je voguais, lorsqu’à travers mes liens frêles
Des noyés descendaient dormir, à reculons !

Or moi, bateau perdu sous les cheveux des anses,
Jeté par l’ouragan dans l’éther sans oiseau,
Moi dont les Monitors et les voiliers des Hanses
N’auraient pas repêché la carcasse ivre d’eau ;

Libre, fumant, monté de brumes violettes,
Moi qui trouais le ciel rougeoyant comme un mur
Qui porte, confiture exquise aux bons poètes,
Des lichens de soleil et des morves d’azur ;

Qui courais, taché de lunules électriques,
Planche folle, escorté des hippocampes noirs,
Quand les juillets faisaient crouler à coups de triques
Les cieux ultramarins aux ardents entonnoirs ;

Moi qui tremblais, sentant geindre à cinquante lieues
Le rut des Béhémots et des Maelstroms épais,
Fileur éternel des immobilités bleues,
Je regrette l’Europe aux anciens parapets !

J’ai vu des archipels sidéraux ! et des îles
Dont les cieux délirants sont ouverts au vogueur :
— Est-ce en ces nuits sans fonds que tu dors et t’exiles,
Millions d’oiseaux d’or, ô future Vigueur ?

Mais, vrai, j’ai trop pleuré ! Les Aubes sont navrantes.
Toute lune est atroce et tout soleil amer :
L’âcre amour m’a gonflé de torpeurs enivrantes.
Ô que ma quille éclate ! Ô que j’aille à la mer !

Si je désire une eau d’Europe, c’est la flache
Noire et froide où vers le crépuscule embaumé
Un enfant accroupi, plein de tristesse, lâche
Un bateau frêle comme un papillon de mai.

Je ne puis plus, baigné de vos langueurs, ô lames,
Enlever leur sillage aux porteurs de cotons,
Ni traverser l’orgueil des drapeaux et des flammes,
Ni nager sous les yeux horribles des pontons !

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΑΡΙΑ ΔΟΛΟΡΕΣ ΠΡΑΔΕΡΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η MARÍA DOLORES PRADERA


EL ROSARIO DE MI MADRE


Aunque no creas tú,
como que me oye Dios,
esta será la última cita de los dos. Comprenderás, que es por demás
que te empeñes en fingir,
porque el dolor de un mal amor
no es como para morir.
Pero desecha ya mi más bella ilusión, a nadie ya en el mundo
daré mi corazón.
Devuélveme mi amor para matarlo,
devuélveme el cariño que te di.
Tu no eras quien merece conservarlo, tú ya no vales nada para mi.
Devuélveme el rosario de mi madre,
y quédate con todo lo demás,
lo tuyo te lo envío cualquier tarde, no quiero que me veas nunca más.

ΧΟΥΓΚΟ ΜΠΑΛ!



HUGO BALL (1886-1927)


DER HENKER

Ich kugle Dich auf Deiner roten Decke.
Ich bin am Werk: blank wie ein Metzgermeister.
Tische und Bänke stehen wie blitzende Messer
der Syphiliszwerg stochert in Töpfen voll Gallert und Kleister.

Dein Leib ist gekrümmt und blendend und glänzt wie der gelbe Mond
deine Augen sind kleine lüsterne Monde
dein Mund ist geborsten in Wollust und in der Jüdinnen Not
deine Hand eine Schnecke, die in den blutroten Gärten voll Weintrauben und Rosen wohnte.

Hilf, heilige Maria! Dir sprang die Frucht aus dem Leibe
sei gebenedeit! Mir rinnt geiler Brand an den Beinen herunter.
Mein Haar ein Sturm, mein Gehirn ein Zunder
meine Finger zehn gierige Zimmermannsnägel
die schlage ich in der Christenheit Götzenplunder.

Als dein Wehgeschrei dir die Zähne aus den Kiefern sprengte
da brach auch ein Goldprasseln durch die Himmelssparren nieder.
Eine gigantische Hostie gerann und blieb zwischen Rosabergen stehen
ein Hallelujah gurgelte durch Apostel- und Hirtenglieder.

Da tanzten nackichte Männer und Huren in verrückter Ekstase
Heiden, Türken, Kaffern und Muhammedaner zumal
Da stoben die Engel den Erdkreis hinunter
Und brachten auf feurigem Teller die Finsternis und die Qual.
Da war keine Mutterknospe, kein Auge mehr blutunterlaufen und ohne Hoffen
Jede Seele stand für die Kindheit und für das Wunder offen.


ΤοΥλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Milena Miconi.

ΜΑΡΚΟΣ: ΧΑΡΑΜΑΤΑ Η ΩΡΑ ΤΡΕΙΣ



Τί κι αν είναι άσχετο το βίντεο, τί κι αν κόβεται το τραγούδι στη μέση. Είναι αριστούργημα!

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


ΧΑΡΑΜΑΤΑ Η ΩΡΑ ΤΡΕΙΣ


Χαράματα η ώρα τρεις
θα ρθω να σε ξυπνήσω
κρυφά από τη μάνα σου να σε χαρώ
να βγείς να σου μιλήσω

Δε θα μας δει άλλος κανείς
μόνο το φεγγαράκι
έβγα στο παραθύρι σου να σε χαρώ
και δώσ’ μου ένα φιλάκι

Την μυστική αγάπη μας
κρυφά να την κρατήσεις
χίλια που να σου τάξουνε να σε χαρώ
να μην την μαρτυρήσεις



Μαζί με τον Μάρκο τραγουδάει η Έλλη Πετρίδου.

Σάββατο 27 Δεκεμβρίου 2008

ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΕΣΠΕΡΕΠΟΥΣΑ


Μες στην orangerie νιβόταν τ’ όνομά σου,
και πορτοκαλανθοί φαιδροί με ραίναν, όταν
το χέρι μου στις φυλλωσιές σου εμπερδευόταν
κλαδί να γίνει της φαμίλιας του Πηγάσου.

Ad fonts, δηλονότι, ε κ ε ί , επί τας πηγάς σου
η πέμπτη μου αίσθηση σα σκύλος ξαμολιόταν:
να ψαύσει μες στα μύρα των νερών νειρόταν
του ονόματός σου το ίχνος, και τον κώδικά σου

να ξεκλειδώσει – πλην ματαίως! Σε συνείχε
ρυθμός διαρμόνιος που αριθμό ρητόν δεν είχε
να πει και να μου ορίσει ποιά ανθεστήρια κάλλη

εκάλυπταν το γέλιο και οι μαρμαρυγές σου
στου κήπου σου το φως. Γι’ αυτό είσαν κι οι πηγές σου
ολοένα –πάλι... πάλι... πάλι...– πορτοκάλι.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΛΟΛΑ ΦΛΟΡΕΣ


LOLA FLORES


LA ZARZAMORA


En en café de Levante entre palmas y alegrías,
cantaba la zarzamora;
se lo pusieron de mote porque dicen que tenia
los ojos como la mora.
Le hablo primero a un tratante, y olé,
y luego fue de un Marques
que la lleno de brillantes, y olé,
de la cabeza a los pies.
Decía la gente que si era de hielo,
que si de los hombres se estaba burlando,
hasta que una noche, con rabia de celos,
a la zarzamora pillaron llorando.

¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
De un querer hizo la prueba
y un cariño conoció
que la trae y que la lleva
por la calle del dolor.
Los flamencos del colmado
la vigilan a deshora
porque se han empestillado
en saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.

Cuando Sonaban las doce una copla de agonía
lloraba la zarzamora,
mas nadie daba razones ni el intríngulis sabia
de aquella pena traidora.
Pero una noche al levante, y olé,
fue a buscarla una mujer;
cuando la tuvo delante, y olé,
se dijeron no se que.
De aquello que hablaron ninguno ha sabido
mas la zarzamora lo dijo llorando
en una coplilla que pronto ha corrido
y que ya la gente la va publicando.

¿Que tiene la zarzamora
que a todas horas
llora que llora por los rincones,
ella que siempre reía
y presumía de que partía los corazones?
Lleva anillo de casado,
me vinieron a decir,
pero ya lo había besado
y era tarde para mi.
Que publiquen mi pecado
y el pesar que me devora
y que todos me den de lado
al saber del querer desgraciado
que embrujo a la zarzamora.

Ο ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΜΕΤΑΦΡΑΖΕΙ ΜΟΛΙΕΡΟ


ΜΟΛΙΕΡΟΣ


ΣΟΝΝΕΤΟ


Η ελπίς ηδύνει επί καιρόν
τον βίον τον ανιαρόν
αλλ’ όταν μένει ελπίς κενή,
δεν είναι πλέον ηδονή.

Μου φέρεσθε μετά πολλής
φιλοφροσύνης, ω Φυλλίς,
ας έλειπεν αυτός ο κόπος
ίνα μη ήλπιζον άσκόπως.

Αναμονή τοσούτον χρόνον
τον ζήλον μου τον εξαντλεί
κι ο τάφος θα με σώσει μόνον.

Αν και μου φέρεσθε καλή,
απήλπισα οριστικώς,
ενώ ελπίζω διαρκώς.


Μετάφραση; Κώστας Βάρναλης.
Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1956, σελ. 241.

ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΝΤΕ ΚΑΣΤΡΟ!


FERNANDA DE CASTRO (1900-1994)


A SOMBRA DE UM SALGUEIRO


Fugi das chaminés.
do fumo, que era um denso nevoeiro.
e procurei, na beira dum regato.
a sombra de um salgueiro.

O silêncio, era música do céu;
o ar parado, absorto,
mas na água tranquila
vogava um peixe morto.


Το ποίημα μάς το έστειλε η συμπατριώτισσα της ποιήτριας κ. Alessandra Ambrosio.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΓΟΥΙΣΜΠΟΝ ΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ WISHBONE ASH


BLOWIN’ FREE


I thought I had a girl
And all because I seen her.
I thought I had a girl
And all because I seen her.
Her hair was golden brown (yes it was)
Blowin' free like a cornfield.

She was far away
I found it hard to reach her.
She told me you can try
But it's impossible to find her.

In my dreams everything was all right -
In your schemes you can only try.

Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2008

... ΟΛΟΙ ΑΦΡΟ ΚΑΙ ΓΑΥΡΟΙ...





ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ


ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

Σε θεμωνιές, πηγάδια ή σε κουφάλες
ελιών τρυπώστε, ω Θεσσαλές, που λαύρη
σκιρτά η καρδιά σας· όλοι αφρό και γαύροι
με τις στερνές κατηφοράνε στάλες

της βροχής, καταρράχτες, ω Κενταύροι,
με πηδήματα οργυιές, κραξές μεγάλες
απ’ των φαράγγων μέσα τις διχάλες
κατάσπροι, κατακόκκινοι και μαύροι.

Αλιφασκιά, θυμάρι, χαμομήλι
καπνίζοντας στα ίδια τους καπούλια
καβάλλα, μες στων σύγνεφων τα τούλια

ορθοί κι ανάεροι στάθηκαν σαν ήλιοι
και με ρουθούνια πίνουν ματωμένα
τα μύρα των κορμιώ σας τ’ αναμμένα.



Από το βιβλίο: Κώστας Βάρναλης, «Ποιητικά», Εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα 1956, σελ. 176.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΝΕΣΤΟΣ ΔΕΛΙΑΣ


Ο ΝΙΚΟΣ Ο ΤΡΕΛΑΚΙΑΣ


Τον ξέρετε, μωρέ παιδιά, τον Νίκο τον τρελάκια,
παιδί τζιμάνι, μάγκες μου, μα κάνει καυγαδάκια.

Το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του,
γι' αυτό δεν πάει, μάγκες μου, ποτέ κανείς κοντά του.

Οι γκόμινες τον ξέρουνε κι όλοι οι νταβατζήδες,
για γούστο του τσακώνεται με όλους τους νταήδες.

Την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια,
γι' αυτό και τον εβγάλανε τρελάκια τα κορόιδα.



Στίχοι: Νίκος Μάθεσης.
Μουσική: Ανέστος Δελιάς.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η ΙΜΠΕΡΙΟ ΑΡΧΕΝΤΙΝΑ ΚΑΙ Ο ΚΑΡΛΟΣ ΓΑΡΔΕΛ


ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Η IMPERIO ARGENTINA ΚΑΙ Ο CARLOS GARDEL


MAÑANITA DE SOL


Caballito campero
oigo tu galopar,
más veloz que el pampero
el gaucho que quiero
está por llegar.

Cielito azul,
rayito 'e sol,
florida aurora,
ave canora
eso sos vos.

Noche sin luz,
árbol sin flor,
pájaro herido
lejos del nido
eso soy yo.

Florecen las ilusiones
en la quietud de un remanso.
Juntemos los corazones.

Caminito del campo
que sabés mi pasión,
interrumpe tu siesta
porque está de fiesta
hoy mi corazón.

ΔΕΝ ΘΑ ΄ΧΕΙ


DYLAN THOMAS


ΚΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ’ΧΕΙ ΠΙΑ ΕΞΟΥΣΙΑ


Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.
Γυμνοί οι νεκροί θα γίνουν ένα
Με τον άνθρωπο του ανέμου και του δυτικού φεγγαριού
Όταν ασπρίσουν τα κόκκαλά τους και τριφτούν τ' άσπρα κόκκαλα
Θά ’χουν αστέρια στον αγκώνα και στο πόδι
Αν τρελλάθηκαν η γνώση τους θα ξαναρθεί,
Αν βούλιαξαν στο πέλαγος θ' αναδυθούν
Αν χάθηκαν οι εραστές δεν θα χαθεί η αγάπη
Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Όσους βαθειά σκεπάζουν οι στροφάδες των νερών
Δεν θ' αφανίσει ανεμοστρόβιλος
Κι αν στρίβει ο τροχαλίας κι οι κλειδώσεις ξεφτίζουν
Στον τροχό αν τους παιδεύουν δεν θα τους συντρίψουν
Στα σπασμένα τα χέρια τους θά ’ναι η πίστη διπλή
Κι οι μονόκεροι δαίμονες ας τρυπούν το κορμί
Χίλια κομμάτια θρύψαλλα κι αράγιστοι θα μείνουν
Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.

Κι ο θάνατος δεν θάχει πια εξουσία
Ας μη φωνάζουν πια στο αφτί τους γλάροι
Ας μην σπάζει μ' ορμή στο γιαλό τους το κύμα
Εκεί που έν' άνθι φούντωνε δεν έχει τώρα ανθό
Να υψώσει την κορφή του στης βροχής το φούντωμα
Τρελλοί, μπορεί, και ξόδια, ψόφια καρφιά, μα ιδές
Φύτρα των σημαδιών τους, να, σφυριές οι μαργαρίτες
Ορμούν στον ήλιο ωσότου ο ήλιος να καταλυθεί,
Κι ο θάνατος δεν θά ’χει πια εξουσία.



Μετάφραση: Λύντια Στεφάνου.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΕΣΤΡΕΓΙΑ ΜΟΡΕΝΤΕ


Η ESTRELLA MORENTE ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΤΟ «TANGOS DE PEPICO»

ΚΑΙ ΤΙ ΝΑ ΠΕΙ;


ΑΚΗΣ ΠΑΝΟΥ


ΕΦΤΑ ΝΟΜΑ Σ’ ΕΝΑ ΔΩΜΑ


Εφτά νομά- σ' ένα δωμά-
πού να ξαπλώ- να κλείσεις μά- ;
Ο ένας πάει σινεμά
ο άλλος πέφτει και κοιμά-
ύπνος με βάρδια δηλαδή
στην πόρτα σύρμα για κλειδί.

Εφτά νομά- δυστυχισμέ-
σ' ένα δωμά- φυλακισμέ-
δικαίως αγανακτισμέ-
και με τα πάντα αηδιασμέ- .
Πώς τα 'χεις έτσι μοιρασμέ-
ντουνιά ψευτοπολιτισμέ- ;

Οι δυό δουλε- απ' τους εφτά
από τα χρέ- τί να προφτά- ;
Σαν τα τσουβά- , σαν τα σκουπί-
εφτά νομά- χωρίς ελπί-
σ' ένα δωμά- μισογιαπί.
Ποιός να φωνά- και τί να πει;

Πέμπτη 25 Δεκεμβρίου 2008

ΜΠΕΤΟΒΕΝ: ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΑΡΙΘΜΟΣ 5, ΔΙΕΥΘΥΝΕΙ Ο ΑΡΤΟΥΡΟ ΤΟΣΚΑΝΙΝΙ








LUDWIG VAN BEETHOVEN


SYMPHONIE Nr. 5


Διευθύνει ο ARTURO TOSCANINI τη Συμφωνική Ορχήστρα του NBC
22 Μαρτίου 1952, Carnegie Hall, Νέα Υόρκη.

ΑΡΑΓΚΟΝ!


LOUIS ARAGON


LES ROSES ET LES LILAS


O mois des floraisons mois des métamorphoses
Mai qui fut sans nuage et Juin poignardé
Je n'oublierai jamais les lilas ni les roses
Ni ceux que le printemps dans les plis a gardés

Je n'oublierai jamais les jardins de la France
Semblables aux missels des siècles disparus
Ni le trouble des soirs l'énigme du silence
Les roses tout le long du chemin parcouru

Le démenti des fleurs au vent de la panique
Aux soldats qui passaient sur l'aile de la peur
Aux vélos délirants aux canons ironiques
Au pitoyable accoutrement des faux campeurs

Douceur de l'ombre dont la mort farde les joues
Et vous bouquets de la retraite roses tendres
Bouquets du premier jour lilas lilas des Flandres
Couleur de l'incendie au loin roses d'Anjou


Το ποίημα μάς το έστειλε η παλιά φίλη του ιστολογίου κ. Laetitia Casta.

ΩΡΑΙΑ ΚΑΙ ΑΝΩΦΕΛΗ


LUIS CERNUDA


ΑΝΟΙΞΗ ΠΑΛΙΑ


Τώρα, στην πορφυρή δύση του απογεύματος
Με άνθη πια οι μανόλιες μουσκεμένες στη δροσιά,
Το να περνάς αυτούς τους δρόμους, όταν βγαίνει
Το φεγγάρι στον αέρα, θά ' ναι σαν ξυπνητός να ονειρεύεσαι.

Τον ουρανό με το παράπονό του θα κάνουν πιο απέραντο
Σμήνη χελιδονιών, το νερό σε μια πηγή
Καθαρά θα ελευθερώνει τη βαθιά φωνή της γης
Σε λίγο ο ουρανός κι η γη θα μείνουν σιωπηλά.

Σε μια γωνιά κάποιου προαύλειου, μονάχος
Με το χέρι στο μέτωπο, ένα φάντασμα
Που επιστρέφει, θα έκλαιγες σκεπτόμενος
Πόσο ωραία υπήρξε η ζωή και πόσο ανώφελη.


Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΛΙΚΗ ΒΟΥΓΙΟΥΚΛΑΚΗ


ΚΑΡΟΤΣΕΡΗΣ


Καροτσέρη καροτσέρη
άσ' το καμουτσίκι απ' το χέρι
και μην το κτυπάς
δε χρειάζεται να τρέχεις
όταν τόσο πια κοντά σου έχεις
κείνον που αγαπάς

Άσ' το τ' αμάξι μονάχο να κυλάει
κι όπου κι αν πάει για μένα είναι καλά
όλα είναι εντάξει κι η αγάπη μου είναι πλάι
κι όταν γελάει ο κόσμος μού γελά

Όλα γύρω μου είναι ωραία
κι έχω την αγάπη μου παρέα
δίπλα μου εδωνά
άσ' τη ρόδα να γυρίζει
μια τρελή χαρά με πλημμυρίζει
και με κυβερνά

Άσ' το τ' αμάξι μονάχο να κυλάει
κι όπου κι αν πάει για μένα είναι καλά
όλα είναι εντάξει κι η αγάπη μου είναι πλάι
κι όταν γελάει ο κόσμος μου γελά


Στίχοι: Αλέκος Σακελλάριος.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ


ΧΡΙΣΤΟΣ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΑΚΗΣ (1938)


ΔΑΝΤΗΣ ΑΛΙΓΚΕΡΙ
1265-1321


Τι ήθελε να κερδίσει με τους Γουέλφους και τους Λευκούς
δεν έμαθα.
Έπαιξε κι έχασε και ακολούθησε τη μοίρα του.
Δέκα επτά χρόνια πολιτικός εξόριστος
γύριζε όλη την Ιταλία,
πουλώντας βότανα και γιατρικά
για το χτικιό και την κατάθλιψη και για την τρέλα.

Κλείσε ή άφησε ανοιχτή την πόρτα σου στην Εξορία,
Αναγνώστη, Μικρέ μου Πρίγκηπα,
μα να θυμάσαι,
απ’ τη δική του εξορία και τα δικά του βότανα
και από της ποίησης τη μαγική απόσταξη
βγήκανε και η Κόλαση και ο Παράδεισος
και το δικό μας Καθαρτήριο
και η παρηγόρηση.

Στίχοι που μου απάγγειλε ένα βράδυ στην εξορία
ο Γιάννης Δραγωνέτης,
βουλευτής Κερκύρας, Ίταλικός και Έλληνας,
όταν μιλούσαμε για την ουσία των πραγμάτων.

  21.6.2007


Από το αθηναϊκό περιοδικό ΠΛΑΝΟΔΙΟΝ, Δεκέμβριος 2008, σελ. 9.

Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2008

ΟΙ ΔΩΡΗΤΕΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΟΙ ΔΩΡΗΤΕΣ


Κάτω απ’ τα κοφτερά τους πρόσωπα,
υπόκωφα, αυστηρά τα χέρια τους,
εξοικειωμένα στην παρανομία. Γνώριζαν
μόνο να δίνουν, πάντοτε να δίνουν
κι όχι να παίρνουν. Κι είχαμε να τους δώσουμε
ένα μεγάλο ψωμί, μια νταμιτζάνα λάδι,
μια στάμνα κρασί, ένα δοχείο αλάτι
κι ένα λευκό τριαντάφυλλο. Τώρα
δεν ξέρουμε κατά πού να κοιτάξουμε.



Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ανταποκρίσεις», Κέδρος, Αθήνα 1987, σελ. 10.

ΠΟΥΛΕΝΚ & ΑΡΑΓΚΟΝ!


FRANCIS POULENC

DEUX POÈMES DE LOUIS ARAGON
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΠΡΑΝΟ ARIANNE ABELA



Στο πιάνο τη συνοδεύει ο Clifton J. Noble, Jr.
April 20, 2008, Sweeney Concert Hall, Sage Hall
Smith College

ΑΪΧ!


GÜNTER EICH (1907-1972)


INVENTUR


Dies ist meine Mütze,
dies ist mein Mantel,
hier mein Rasierzeug
im Beutel aus Leinen.

Konservenbüchse:
Mein Teller, mein Becher,
ich hab in das Weißblech
den Namen geritzt.

Geritzt hier mit diesem
kostbaren Nagel,
den vor begehrlichen
Augen ich berge.

Im Brotbeutel sind
ein Paar wollene Socken
und einiges, was ich
niemand verrate,

so dient er als Kissen
nachts meinem Kopf.
Die Pappe hier liegt
zwischen mir und der Erde.

Die Bleistiftmine
lieb ich am meisten:
Tags schreibt sie mir Verse,
die nachts ich erdacht.

Dies ist mein Notizbuch,
dies ist meine Zeltbahn,
dies ist mein Handtuch,
dies ist mein Zwirn.



****************


ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ



Αυτό είναι το σκουφί μου,
Αυτό είναι το παλτό μου,
Εδώ τα ξυραφάκια μου
Στο πάνινο σακούλι.

Κουτί κονσέρβας:
Το πιάτο μου ,το κύπελλο,
Έχω χαράξει
Τ’ όνομα στον τενεκέ.

Χαράξει εδώ με τούτο
Το πολύτιμο καρφί,
Που από μάτια
Αρπακτικά το προφυλάσσω.

Μέσ’ το ταγάρι για ψωμί έχω
Δυό κάλτσες μάλλινες
Και κάτι, που εγώ
Δεν το αποκαλύπτω σε κανέναν,

΄Έτσι αυτό μου χρησιμεύει
Μαξιλάρι για τη νύχτα.
Το χαρτόνι εδώ χωρίζει
Εμένα απ΄τη γη.

Τη μύτη από μολύβι
Αγαπάω πιο πολύ:
Τη μέρα γράφει στίχους,
Πού’ χω τη νύχτα επινοήσει.

Αυτό είναι το μπλοκάκι μου,
Ετούτη η σκηνή μου,
Αυτή ΄ναι η πετσέτα μου,
Ετούτη η κλωστή μου.


Μετάφραση: Αντώνης Τριφύλλης.

Τo ποίημα μάς το έστειλε η καλή φίλη του ιστολογίου κ. Fernanda Lessa.

ΤΟ ΣΕΣΗΜΑΣΜΕΝΟΝ ΔΕΡΑΣ


ΑΝΔΡΕΑΣ ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ


ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΑ ΣΤΟ ΠΑΡΑΘΥΡΟ


Σκοπός της ζωής μας δεν είναι η χαμέρπεια. Yπάρχουν απειράκις ωραιότερα πράγματα και απ' αυτήν την αγαλματώδη παρουσία του περασμένου έπους. Σκοπός της ζωής μας είναι η αγάπη. Σκοπός της ζωής μας είναι η ατελεύτητη μάζα μας. Σκοπός της ζωής μας είναι η λυσιτελής παραδοχή της ζωής μας και της κάθε μας ευχής εν παντί τόπω εις πάσαν στιγμήν εις κάθε ένθερμον αναμόχλευσιν των υπαρχόντων. Σκοπός της ζωής μας είναι το σεσημασμένον δέρας της υπάρξεώς μας.


Από το βιβλίο: Ανδρέας Εμπειρίκος, « Yψικάμινος», Άγρα, Αθήνα 1980, σελ. 50.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ ΚΡΗΜ



ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΟΙ CREAM
(Eric Clapton, Jack Bruce, Ginger Baker)


TALES OF BRAVE ULYSSES


You thought the leaden winter would bring you down forever,
But you rode upon a steamer to the violence of the sun.

And the colors of the sea blind your eyes with trembling mermaids,
And you touch the distant beaches with tales of brave Ulysses:
How his naked ears were tortured by the sirens sweetly singing,
For the sparkling waves are calling you to kiss their white laced lips.

And you see a girl's brown body dancing through the turquoise,
And her footprints make you follow where the sky loves the sea.
And when your fingers find her, she drowns you in her body,
Carving deep blue ripples in the tissues of your mind.

The tiny purple fishes run laughing through your fingers,
And you want to take her with you to the hard land of the winter.

Her name is Aphrodite and she rides a crimson shell,
And you know you cannot leave her for you touched the distant sands
With tales of brave Ulysses; how his naked ears were tortured
By the sirens sweetly singing.

The tiny purple fishes run lauging through your fingers,
And you want to take her with you to the hard land of the winter.

Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2008

ΤΟ ΗΘΙΚΟ ΔΙΔΑΓΜΑ


BERTOLT BRECHT


ΤΡΑΓΟΥΔΑΚΙ


1
Πρωτόπιε του πιοτό
απ’ τα δεκαοχτώ
και πήγε καλλιά του –
αυτή η αμυαλιά του!
Τον θάψαν τον φτωχό
απ’ τα δεκαοχτώ!

2
Ακόμη είταν μωρό·
του φέραν τη σορό
πεσκέσι του χάρου
στην πλάτη ενός κάρου.
Ερούφαε το γάλα
κι ούτ’ ήξερε από άλλα!

3
Γι’ αυτό, λοιπόν, that’ all!
Αθώο είν’ τ’ αλκοόλ!



Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΡΕΝΑΤΑ ΤΕΜΠΑΛΝΤΙ



Η ανάρτηση αφιερώνεται στον ανηψιό μου Γιάννη Συντελή.

GIACOMO PUCCINI: «LA BOHÈME»
ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η RENATA TEBALDI


SI. MI CHIAMANO MIMÌ


Sì. Mi chiamano Mimì,
ma il mio nome è Lucia.
La storia mia è breve.
A tela o a seta
ricamo in casa e fuori ...
Son tranquilla e lieta
ed è mio svago
far gigli e rose.
Mi piaccion quelle cose
che han si dolce malia,
che parlano d'amor, di primavere,
che parlano di sogni e di chimere,
quelle cose che han nome poesia...
Lei m'intende?
Rodolfo
Sì.
Mimì
Mi chiamano Mimì,
il perchè non so.
Sola, mi fo
il pranzo da me stessa.
Non vado sempre a messa,
ma prego assai il Signore.
Vivo sola, soletta
là in una bianca cameretta:
guardo sui tetti e in cielo;
ma quando vien lo sgelo
il primo sole è mio
il primo bacio dell'aprile è mio!
il primo sole è mio!
Germoglia in un vaso una rosa...
Foglia a foglia la spiol
Cosi gentile il profumo d'un fiore!
Ma i fior chlio faccio, ahimè!
i fior chlio faccio, ahimè!
non hanno odore.
Altro di me non le saprei narrare.
Sono la sua vicina che la vien
fuori d'ora a importunate.

ΒΙΤΤΟΡΙΟ ΣΕΡΕΝΙ!



VITTORIO SERENI


NON SA PIÙ NULLA, È ALTO SULLE ALI


Non sa più nulla, è alto sulle ali
il primo caduto bocconi sulla spiaggia normanna.
Per questo qualcuno stanotte
mi toccava la spalla mormorando
di pregar per l'Europa
mentre la Nuova Armada
si presentava alle coste di Francia.

Ho risposto nel sonno: - E' il vento,
il vento che fa musiche bizzarre.
Ma se tu fossi davvero
il primo caduto bocconi sulla spiaggia normanna
prega tu se lo puoi, io sono morto
alla guerra e alla pace.
Questa è la musica ora:
delle tende che sbattono sui pali.
Non è musica d'angeli, è la mia
sola musica e mi basta. -



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η φίλη του ιστολογίου κ. Claudia Gerini.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΕΓΑΣ ΕΝΡΙΚΟ ΚΑΡΟΥΖΟ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ENRICO CARUSO


SANTA LUCIA


Sul mare luccica l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Sul mare luccica, l’astro d’argento.
Placida è l’onda. Prospero è il vento.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Con questo zeffiro, così soave,
Oh, com’è bello star sulla nave!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!
Su passegieri! Venite via!
Santa Lucia! Santa Lucia!

In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
In fra le tende, bandir la cena
In una sera così serena,
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.
Chi non dimanda, chi non desia.
Santa Lucia, Santa Lucia.

Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
Mare si placida, vento si caro,
Scordar fa i triboli al marinaro,
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”
E va gridando con allegria,
“Santa Lucia! Santa Lucia!”

O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
O dolce Napoli, o suol beato,
Ove sorridere volle il creato,
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Tu sei impero dell’armonia,
Santa Lucia, Santa Lucia.

Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Or che tardate? Bella è la sera.
Spira un’auretta fresca e leggiera.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.
Venite all’agile, barchetta mia,
Santa Lucia, Santa Lucia.



Στίχοι: T. Cottrau.
Μουσική: A. Longo.
Γράφτηκε το 1848.

ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ


ΛΥΝΤΙΑ ΣΤΕΦΑΝΟΥ (1927)


ΑΥΤΕΣ ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ


Ιόλη.
Ιωλκός.
Ιολάια.
Τρεις μπάλες κρυστάλλινες πάνω στους πάγους της Ανταρκτικής.
Μνήμη στερεή των πραγμάτων.
Μάζα που στροβιλίζεται, αλλάζει σχήμα
Γίνεται
Ιόλη:
Νήμα από φως στο βάθος ρεματιάς.
Ιωλκός: η πόλη
Με όλα τα δέντρα που αγάπησα πλάι στο ποτάμι.
Ιολάια: κραυγή σε χώρο ηλεκτρικό.
Μνήμη στερεή των πραγμάτων:
Τρεις μαγικοί αριθμοί.
Αυτές οι λέξεις.

Δευτέρα 22 Δεκεμβρίου 2008

ΜΕ ΤΑ ΔΙΚΑ ΤΗΣ ΜΑΤΙΑ


GARCILASO DE LA VEGA


[ΑΧ, ΜΟΙΡΑ, ΠΟΥ ΤΟΥΣ ΠΟΝΟΥΣ ΜΟΥ ΕΧΕΙΣ ΑΒΓΑΤΙΣΕΙ]


  Αχ, μοίρα, που τους πόνους μου έχεις αβγατίσει
και οξύνει, λες και τους νόμους σου είχα βλάψει!...
Το χέρι σου το ωμό το δέντρο μου έχει κάψει·
στο χώμα τ’ άνθη του έχει… τους καρπούς… σκορπίσει
  Η αγάπη μου για Κάτω έχει αναχωρήσει –
μαζί της τα όνειρά μου και των πόθων ή άψη·
τα πάντα σκόνη εγίναν που ζητά να χάψει
τους θρήνους, και τον σπαραγμό μου να μασήσει.
  Τα δάκρυα μου μερόνυχτα σ’ αυτό το μνήμα
επί ματαίω, φευ, χύνονται – το ξέρω· τήδε
κακείσε μες στη γης χωνεύτηκαν τα κάλλη
  τα πάνσεμνά της. Της νυχτός ας γίνω κτήμα,
το φως να μου σκοτίσει της ματιάς που σ΄είδε,
με τα δικά της μάτια εγώ να σέ ’δω πάλι!


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΕΝΑ ΑΠΟ ΤΑ ΩΡΑΙΟΤΕΡΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΚΟΥ



Η ανάρτηση αυτή αφιερώνεται στην φίλτατη Κόκκινη Κίσσα

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΜΑΡΚΟΣ ΒΑΜΒΑΚΑΡΗΣ


ΤΟ ΔΙΑΖΥΓΙΟ


Σού 'δωσα διαζύγιο
τί θέλεις πια από μένα
τώρα γυρίζεις κι όλο λες
τί μού 'χεις καμωμένα

Τρελή σε στεφανώθηκα
μες τον Άγιο Διονύση
και σ' έκανα νοικοκυρά
και ποιός να σου μιλήσει

Κι εσύ μου την κοπάναγες
και μου την αμολούσες
το βράδυ τον Γιωργάκη σου
έπαιρνες και γλεντούσες

Έπρεπε να σε σκότωνα
νά 'βγαζα τα μυαλά σου
πάρε το διαζύγιο
και τράβα στην δουλειά σου.

ΟΣΒΑΛΔΟ ΟΥΓΙΟΑ ΣΑΝΤΣΕΣ!


OSVALDO ULLOA SÁNCHEZ (1954)


ULISES


Perdonen la franqueza
pero encuentro que es un acto de justicia el que Ulises
con sus flechas esté traspasando a los pretendientes
como a insectos para un insectario.
Y no es que crea que lo grave
fue el acoso que mantuvieron hacia Penélope
o las borracheras innumerables y los banquetes sin fin.
Nada de eso es tan grave conociendo la naturaleza humana.
Lo que sí merece castigo es que nunca jamás
solidarizaron con el calvario de Ulises
ni lo tuvieron presente en sus plegarias hacia los dioses.
Ulises en Troya y en el regreso a Itaca
perdió a sus más queridos amigos.
Ulises escuchó enloquecido a las sirenas.
Ulises luchó a muerte con Polifemo.
Ulises fue prisionero de la magia de Circe.
Ulises no vio crecer a su querido Telémaco.
Ulises en realidad sufrió mucho
por eso su resentimiento es justo y nadie puede culparlo.
Ulises del mundo que se cae a pedazos
como la piel de un leproso
seguid siempre disparando las flechas contra aquellos
que viven la vida indiferentes ante la tragedia humana
y ya que tienen tan duro el corazón abrírselos con flechas es justicia.



Το ποίημα μάς το έστειλε η νέα φίλη του ιστολογίου κ. Magdalena Frackowiak.

ΖΩΡΖ ΓΚΕΤΑΡΥ ΚΑΙ ΕΝΡΙΚΟ ΜΑΣΙΑΣ



Η ανάρτηση αφιερώνεται στη φίλη Λεμέσια.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ ΝΤΟΥΕΤΤΟ Ο GEORGES GUÉTARY ΚΑΙ Ο ENRICO MACIAS:

«L’ORIENTAL»
«EL POROPOMPERO»
«MA MAMMA»

ΑΠΟ ΤΗ ΧΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


ΗΛΙΑΣ ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΗΣ


ΚΑΙ ΠΑΛΙ


Λάμπουν γλυκά μες στο σκοτάδι τώρα
τα μάργελά σου μάτια και χαράζει
μπροστά μου αυγή καινούργια. Από τη χώρα
της αγάπης κάποια φωνή με κράζει.

Σε τέτοια ωραία και χαρούμενη ώρα
νοιώθω πως την καρδιά μου την ταράζει
το πάθος. Είναι η ζήση ελπιδοφόρα
και το βραχνά της η ψυχή τινάζει.

Οι δρόμοι πάλι της ζωής ανοίγουν
γεμάτοι φως. Και βλέπω μ’ αρμονία
η δύναμή σου κι η ζωή να σμίγουν.

Και σαν δειλός προσκυνητής και πάλι
λατρεύω και δοξάζω εσέ τη μία,
που είσαι η χαρά κ’ η λύπη είσαι η μεγάλη.

      Απρίλης 1903


Από το βιβλίο: Ηλίας Βουτιερίδης, «Μυστικές λειτουργίες. Σονέττα», Αθήνα 1920, σελ. 15.

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2008

ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΣΣΑ


Ο ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΚΟΚΟΤΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΔΗΜΟ ΜΟΥΤΣΗ ΚΑΙ ΝΙΚΟ ΓΚΑΤΣΟ


ΠΕΙΡΑΙΩΤΙΣΣΑ


Βρήκα στο δρόμο κάτι παιδιά
και τα ρώτησα
αν με θυμάσαι καμμιά βραδυά
Πειραιώτισσα

Μακρυά στα ξένα στη ξενητειά
βαρυαρρώστησα
κι ήλθα κοντά σου να βρω γιατριά
Πειραιώτισσα

Αν δεις στον ύπνο σου μια νύχτα με βροχή
φωτιά να καίει
είν' η καρδιά μου που στενάζει μοναχή
και σιγοκλαίει

ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ!


ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ: "ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ"

ΣΤΟΝ ΜΥΧΟ ΤΩΝ ΜΥΧΩΝ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΣΟΥ


PAUL ELUARD


ΑΥΡΑ ΧΟΡΩΝ


Αύρα χορών
Σε δρόμο ατέλειωτον
Τα βήματα των φύλλων ταχύτατα
Τα σύννεφα να κρύβουν τη σκιά του.

Το στόμα στη φωτιά της ερμίνας
Με δόντια ωραία οι φλόγες
Του κατακλυσμού χαιδεύουνε χρώματα
Τα μάτια σου να τρίβουν το φως.

Τ’ αστροπελέκι χαλάει την ισορροπία
Τ’ αδράχτια του φόβου
Συντρέχουνε τη νύχτα νά ’ρθει να πέσει
Στον μυχό των μυχών της εικόνας σου.



Μετάφραση; Γιώργος Κεντρωτής.

ΚΑΠΟΙΑ ΥΛΙΚΑ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΓΑΘΑ


Η ανάρτηση αφιερώνεται στον εξαιρετικό φίλο Αντώνη Χελιδώνη

ΤΙΤΟΣ ΠΑΤΡΙΚΙΟΣ


ΑΝΤΙΣΤΑΘΜΙΣΜΑ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑΣ


Ακίνδυνη ποίηση, ξεδοντιάρα
φανταστική προείσπραξη μεταθανάτιας δόξας
για τα καθημερινά που λείπουν της ζωής,
αστεία εκδίκηση ενάντια σε όσους
δεν νοιάζονται για την αιωνιότητα
το τυπωμένο χαρτί, τα τυπωμένα ονόματα,
παρηγοριά ανάμεσα στους ανώνυμους
που απολαμβάνουν τα ποθητά παρόντα
μ’ ελπίδα τη στιγμή που τα γραφτά
θ’ αναγνωριστούν για εμπόρευμα
θα πάρουν ανταλλακτική αξία
θα κινηθούν στην αγορά
δίνοντας επιτέλους κάποιο αντίτιμο
κάποια υλικά επιτέλους αγαθά.


Από το βιβλίο: Τίτος Πατρίκιος, «Ποιήματα ΙΙ, 1953-1959», Κέδρος, Αθήνα 1998, σελ. 119.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΙΛΛΥ


H MILLY ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΤΟ «TARATATÀ»

ΦΕΡΝΑΝΤΑ ΝΤΕ ΚΑΣΤΡΟ!


FERNANDA DE CASTRO (1900-1994)


SILÊNCIO, NOSTALGIA..
.

Silêncio, nostalgia...
Hora morta, desfolhada,
sem dor, sem alegria,
pelo tempo abandonada.

Luz de Outono, fria, fria...
Hora inútil e sombria
de abandono.
Não sei se é tédio, sono,
silêncio ou nostalgia.

Interminável dia
de indizíveis cansaços,
de funda melancolia.
Sem rumo para os meus passos,
para que servem meus braços,
nesta hora fria, fria?

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΧΑΡΡΥ ΚΛΥΝΝ: «ΟΥΓΚΑΓΚΑΜΠΟΥΜ»

ΕΛΑΦΟΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ


ΧΑΡΗΣ ΨΑΡΡΑΣ (1982)


Η ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΜΕΝΗ


Με χάρη αλαφροπάτητης ελάφου των ονείρων
γέρνεις το χέρι σου ευθύς στο πλουμιστό σου στήθος.
Απ’ των χειλιών σου τη σχισμή ξεμύτισε ο μύθος
της άνοιξης κι η ευωδιά φρεσκολουσμένων μύρων

τυλίγει αργά το σώμα σου που γεύομαι κι αγγίζω.
Στης ομορφιάς σου τη σκιά πολλών ματιών μελίσσι
σπεύδει και περιστρέφεται. Σ’ απύθμενο μεθύσι
καλεί του Μάη η ατόφια γη τον ουρανό τον γκρίζο.

Σαν σε κοιτώ να στέκεσαι και με τα δάχτυλά σου
να στρώνεις το άσπρο φόρεμα που διάλεξες για απόψε
ο καβαλάρης νιώθω εγώ πως είμαι του Πηγάσου

κι εσύ φωνή αναγγέλλουσα «Σήκω» μου λές «και κόψε
έν’ άνθος. Χάρισέ μου το γοργά για να ξηλώσει
το πάλλευκό μου νυφικό του έρωτα η βρώση».



Από το βιβλίο: Χάρης Ψαρράς, «Η δόξα της ανεμελιάς», Κέδρος, Αθήνα 2008, σελ. 33.