ΜΗΤΣΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Ένα σπιτάκι μού ’ρχεται στο νου
μου κάθε βράδυ
στη γειτονιά που υψώνεται μια πληχτικιά εκκλησία,
που ζει και που ονειρεύεται με την ανησυχία
κάποιου ξενητεμένου.
στη γειτονιά που υψώνεται μια πληχτικιά εκκλησία,
που ζει και που ονειρεύεται με την ανησυχία
κάποιου ξενητεμένου.
Πόσο βαθιά η ανάμνηση στην ώρα τη
θλιμμένη,
την ώρα που τα σύγνεφα φωτοπεριχυμένα
απ’ τα στερνά ηλιοχρώματα παν κι έρχονται στα ξένα
με τα βαριά βαπόρια.
την ώρα που τα σύγνεφα φωτοπεριχυμένα
απ’ τα στερνά ηλιοχρώματα παν κι έρχονται στα ξένα
με τα βαριά βαπόρια.
Με τα βαπόρια που έρχονται κι
αράζουν στο λιμάνι
κι απ’ την καρδιά μου κλέβουνε του γυρισμού τον πόθο
κι όταν σε λίγο φεύγουνε πάντοτ’ εγώ τα νιώθω
χωρίς εμέ να φεύγουν.
κι απ’ την καρδιά μου κλέβουνε του γυρισμού τον πόθο
κι όταν σε λίγο φεύγουνε πάντοτ’ εγώ τα νιώθω
χωρίς εμέ να φεύγουν.
Και μέσα στην ανάμνηση, πού ’ρχεται
κάθε βράδυ
του άσπρου σπιτιού που είναι κοντά στην πληχτικιά εκκλησία
ερνάει σε μιαν ατέλειωτη και θλιβερή οπτασία
όλ’ η παλιά ζωή μου.
του άσπρου σπιτιού που είναι κοντά στην πληχτικιά εκκλησία
ερνάει σε μιαν ατέλειωτη και θλιβερή οπτασία
όλ’ η παλιά ζωή μου.
Από το βιβλίο: Μήτσος
Παπανικολάου, «Τα ποιήματα», Εκδόσεις Πρόσπερος, Αθήνα 1979, σελ. 22.