MICHELANGELO BUONARROTI
(1475-1564)
Ω ΝΥΧΤΑ, Ω ΕΣΥ ΓΛΥΚΙΑ, ΚΑΛΗ ΜΑΣ ΩΡΑ, ΑΝ ΚΑΙ ΑΜΑΥΡΗ
Ω νύχτα, ω εσύ γλυκιά, καλή μας ώρα, αν και αμαυρή,
στο τέλος της ημέρας τα έργα εμψυχείς με ειρήνη!
Αυτός που σε ανυμνεί καλώς ποιεί που σε διακρίνει·
κι αυτός που σε τιμά έχει νου γενναίο και υγιή.
Τις κουρασμένες σκέψεις ακυρώνεις στη στιγμή
ξαπλώνοντάς τες σε ίσκιους τρίσβαθους μες στη γαλήνη·
με των ονείρων τα φτερά με κουβαλάς στη δίνη
επάνω των υψών που η διάνοιά μου επιποθεί.
Ω εσύ ίσκιε του θανάτου, μες στη νυχτιά ημερεύεις
τις δυστυχίες που οι άνθρωποι απιθώνουν στην καρδιά τους –
το φάρμακο είσαι το ύστατο, των μόχθων η ωραία λήξη.
Συ το άρρωστο σαρκίο μας… μονάχα εσύ γιατρεύεις·
τα δάκρυά μας μάς στεγνώνεις· αίρεις τους καμάτους·
κι απ’ όσους ζουν καλά αφαιρείς την πάσα οργή ή και πλήξη.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
********************
O NOTTE, O
DOLCE TEMPO BENCHÉ NERO
O notte, o dolce tempo, benché nero,
con pace ogn’ opra sempr’ al fin assalta;
ben vede e ben intende chi t’esalta,
e chi t’onor’ ha l’intelletto intero.
Tu mozzi e
tronchi ogni stanco pensiero;
ché l’umid’ ombra ogni quiet’ appalta,
e dall’infima parte alla più alta
in sogno spesso porti, ov’ire spero.
O ombra del
morir, per cui si ferma
ogni miseria a l’alma, al cor nemica,
ultimo delli afflitti e buon rimedio;
tu rendi
sana nostra carn’ inferma,
rasciughi i pianti e posi ogni fatica,
e furi a chi ben vive ogn’ira e tedio.