RENÉ CHAR
ΣΕ
ΙΣΑ ΜΕΡΗ
Είμαι
σαγηνευμένος από τούτο το παντρύφερο κομμάτι της εξοχής, από την όλο μοναξιά κουπαστή
του, στο χείλος της οποίας φτάνουν οι μπόρες και αποδεσμεύονται με ευπείθεια,
και στο άλμπουρό της μια όψη χαμένη, καθώς για μια στιγμή αστράφτει ολόκληρη και
με κερδίζει εκ νέου. Από πολύ μακριά κι απ’ όσο θυμάμαι ξεχωρίζω που σκύβω πάνω
απ’ τα φυτά του αφρόντιστου πατρικού μου κήπου, με προσοχή εντεταμένη στους χυμούς,
να φιλάω μάτια με ώριμο σχήμα και χρώματα που ο προεσπερινός άνεμος τ’ άρδευε
καλύτερα απ’ το χέρι των ανθρώπων το ανάπηρο. Γόητρο επιστροφής, νόστος που
ουδεμία τύχη δύναται να τον προσβάλει, να τον αμαυρώσει. Μεσημβρινά δικαστήρια –
πλην εγώ ξαγρυπνάω. Εγώ που απολαμβάνω το προνόμιο να τα νιώθω όλα μαζί: αποθάρρυνση
και εμπιστοσύνη, αυτομολία και ευψυχία – και μήτε έχω στον νου μου συγκρατήσει
τίποτε άλλο παρεκτός την τηκόμενη γωνία κάποιου τυχαίου ανταμώματος.
Σε
μια στράτα λεβάντας και κρασιού περπατήσαμε πλάι-πλάι, και ήμασταν μέσα σ’ ένα σκονισμένο
πλαίσιο παιδικότητας με φαράγγια όλο βάτους και με τον καθένα μας να ξέρει πόσο
πολύ τον αγαπούσε ο άλλος. Δεν είναι άντρας με κεφάλι μυθικό αυτός που φίλαγες αργότερα
πίσω απ’ την αντάρα της μόνιμης κλίνης σου. Να σε τώρα γυμνή και μεταξύ όλων
των άλλων η πρώτη και καλύτερη μόνο για σήμερα, οπού διαβαίνεις την έξοδο υμνωδιών
εξόχως κακοτράχαλων. Το διάστημα εσαεί νά ’ναι τάχα τούτη ’δώ η απόλυτη και
μαρμαίρουσα ανάπαυλα απουσίας, μια εντολή μεταβολής και δη κατσιασμένης; Προλέγοντάς
το, ωστόσο, τούτο το ρήμα έρχομαι και επιβεβαιώνω ότι ζεις· το σκαμμένο αυλάκι
φωτίζεται ανάμεσα στο δικό σου καλό και στο κακό το δικό μου. Η θέρμη θα
επανέλθει… θα επανέλθει συνοδευόμενη από τη σιωπή, όπως θα σε σηκώνω ψηλά στα
χέρια μου, Άψυχη.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.