ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ
JOSÉ CARLOS MARIÁTEGUI
Η ΖΩΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΧΑΡΙΣΕΣ
Στην Αννίτα Κιάππε
Στη σάρκα σου ξαναγεννήθηκα – σάρκα χαρακτηριστική του 15ου αιώνα, όπως η Άνοιξη του Μποτιτσέλι. Σε διάλεξα ανάμεσα απ’ όλες γιατί ένιωθα ότι ήσουν η πιο διαφορετική και η πιο απόμακρη. Ήσουν στην ειμαρμένη μου μέσα. Ήσουν του Θεού το σχέδιο. Σαν μπάρκο κουρσάρικο έψαχνα, χωρίς να το ξέρω, πού ’ναι το πιο απάνεμο αραξοβόλι. Ήμουν η πρωταρχή του θανάτου, ήσουν η πρωταρχή της ζωής. Είχα την προαίσθησή σου στον αφελή πίνακα του χίλια τετρακόσια τόσο. Άρχισα να σ’ αγαπώ, προτού σε γνωρίσω, σ’ έναν πρωτόγονο πίνακα. Η αρχαία υγεία και η αρχαία σου χάρη περίμεναν τη θλίψη μου, θλίψη πελιδνού και συνοφρυωμένου Νοτιοαμερικάνου. Τα αγροτικά σου κοριτσίστικα χρώματα, χρώματα κοριτσιού απ’ τη Σιένα, ήταν η πρώτη-πρώτη γιορτή μου. Και η νωπή και τόσο τονωτική απόκτησή σου, κάτω απ’ τον λατινικό ουρανό, εμπλέχτηκε στην ψυχή μου με μια σερπαντίνα χαράς.
Το ματωμένο μου μονοπάτι έχει για σένα τρεις αυγές. Και τώρα που είσαι κομμάτι μαραμένη, λίγο ωχρή, χωρίς τα παλιά σου χρώματα, που θύμιζαν τοσκάνικη Μαντόνα, νιώθω ότι η ζωή που σου λείπει είναι η ζωή που μου χάρισες.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
RAÚL DEUSTUA
ΞΙΝΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΙΟΥ Η ΚΡΑΥΓΗ, ΚΡΩΓΜΟΣ
Ξινή του πουλιού η κραυγή, κρωγμός
πρωινός που χαράκωνε κι έκοβε
το δέρμα του ύπνου, το ασυνήθιστο πρωινό
ανάβλυζε από τα βλέφαρά μου
γινόταν μόνιμη και στείρα αγρυπνία.
Μας περικύκλωσαν οι φωνές, οι αλλόκοτες
γλώσσες, φωνήματα καθαρά, ατόφυα
– ακρογωνιαίος λίθος του διαλόγου των καστών –
που πιάσαμε και τα μεταφράσαμε σε αδηφάγες πηγές
του ήλιου και του αλατιού, του ύπνου και των ονείρων.
Ζούσαμε μαζί στη σκιά,
στο νερό, ανακαλύπτοντας στον γρανίτη
τον διαβρωμένο έρωτα των αγαλμάτων.
Τα ορυκτά έφταναν από την πόλη
για να μας θαμπώνουν –γυμνότητα τυφλών
στην πυρακτωμένη άσφαλτο–, μας έπνιγε
των σημαδιών τους το ίχνος.
Στον χερσότοπο
ανακαλύψαμε τα ζάρια που στρίβονταν,
τραπουλόχαρτα ιλιγγιώδη –έρως όντας μακρινός–
στη ραστώνη της εσπέρας.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
RAÚL DEUSTUA
ΣΕΛΗΝΙΑΚΗ ΠΛΑΤΕΙΑ
Νυκτών στρογγύλευση, πέτρες που σηκώνουν
τον σεληνιακό παλμό τους. Σκληρά κι απότομα
δονήθηκε η σιωπή ανάμεσα στους πανύψηλους τοίχους
του χιονιού.
Κάποιος διαβάτης
έχει κυκλώσει τη νεροπηγή. Μαύρο νερό
όπου διαλύονται όλοι οι καθρέφτες.
Η ταλαντευόμενη όψη έχει σαλπάρει
σαν ψάρι βαρύ με αίμα ξένο.
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.
EMILIO ADPLFO WESTPHALEN
[ΜΕ ΛΥΠΗ ΜΟΥ ΑΦΗΣΑ ΤΗΝ ΚΕΦΑΛΗ ΜΟΥ ΝΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΞΕΚΟΥΡΑΣΤΕΙ]
Με λύπη μου άφησα την κεφαλή μου να πάει να ξεκουραστεί
Σε τούτη τη σκιά που πέφτει απ’ των βημάτων σου τον θόρυβο
Μα γύρνα προς την άλλην άκρη, γύρνα εσύ
Υπέροχη σαν τη νύχτα για να σε αρνηθώ
Έχω αφήσει όλες τις αυγές μου και τα δέντρα να ριζώσουν στον λαιμό μου
Έχω αφήσει ακόμη και το αστέρι που έτρεχε στα κόκαλά μου ανάμεσα
Έχω εγκαταλείψει το σώμα μου
Όπως εγκαταλείπει το ναυάγιο τα πλοία
Ή όπως και η ανάμνηση την ώρα της φυρονεριάς
Κάποιους ξένους στα περιγιάλια
Έχω εγκαταλείψει το σώμα μου
Σαν γάντι για να μένει το χέρι σου ελεύθερο
Αν πρέπει οπωσδήποτε να στύψεις τη χυμώδη σάρκα κάποιου άστρου
Δεν με ακούς κι ας είμαι ελαφρότερος από τα φύλλα
Γιατί έχω απαλλαγεί απ’ όλα τα κλαδιά
Και ούτε καν ο αέρας δεν με αλυσοδένει
Μα ούτε και τα νερά μπορούν να κάνουν κάτι εναντίον μου αλλά
Δεν με ακούς εσύ να έρχομαι πιο δυνατός από τη νύχτα
Ούτε οι πόρτες που δεν αντιστέκονται στην ανάσα μου
Ούτε οι πόλεις που σιωπούν για να μας προειδοποιήσουν
Ούτε το δάσος που ξέρω πως ανοίγει σαν πρωί γι’ αυτό
Πες μου ποιός θέλει να σφίξει στην αγκαλιά του τον κόσμο
Όμορφο πουλί εσύ που πρέπει να πέσεις στον παράδεισο
Αφού οι αυλαίες έχουν ήδη πέσει στην πτήση τους
Τα μπράτσα μου έχουν ήδη κλείσει τους προμαχώνες
Και τα κλαδιά τείνουν να σου εμποδίζουν το πέρασμα
Ενώ η εύθραυστη ελαφίνα φοβάται το χώμα
Φοβάται τον ήχο των βημάτων σου επάνω στο στήθος μου
Οι φράχτες είναι ήδη συνδεδεμένοι
Και το μέτωπό σου πρέπει τώρα να πέσει από το βάρος της αγωνίας μου
Τα μάτια σου πρέπει τώρα να κλείσουν πάνω απ’ τα δικά μου
Και να σε κάνει η αβρότητά σου ν’ αναβρύσεις σαν καινούργια κέρατα
Και να σ’ εξαπλώσει η καλοσύνη σου σαν τον ίσκιο που με τυλίγει
Καθώς έχω αφήσει το κεφάλι μου ολοένα να γυρίζει
Την καρδιά μου να πέσει
Και τίποτα πια δεν μου μένει, για να είμαι πιο σίγουρος πως θα σε φτάσω
Διότι σαν τη νύχτα κομίζει σπουδή και σκοτάδια
Και ίσως δεν φτάσω στην άλλη άκρη,
Αφού δεν έχω χέρια να κρατηθούν
Απ’ τα συμπεφωνημένα περί φθοράς και αφανισμού
Ούτε πόδια που βαραίνουν πάνω σε τόση μα τόση λήθη
Νεκρών οστών και λουλουδιών πεθαμένων
Και ίσως δεν φτάσω στην άλλη άκρη,
Αν έχουμε ήδη διαβάσει την τελευταία σελίδα
Και έχει αρχίσει η μουσική να πλέκει το φως όπου πρέπει να πέσεις
Και τα ποτάμια να σου κλείνουν τον δρόμο
Και τα λουλούδια να σε κουβαλάνε στη φωνή μου
Οπότε ρόδο μου εσύ μεγάλο ήρθε η ώρα να σε σταματήσω
Το καλοκαίρι αντηχεί σαν να ξεπαγώνουνε οι καρδιές
Και τα χαράματα τρέμουν σαν τα δέντρα όταν ξυπνάνε
Οι δε έξοδοι όλες φυλάσσονται
Ρόδο μου εσύ μεγάλο, δεν πρέπει άραγε να πέσεις;
Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.