Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2022

Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ

 


LEOPOLDO CHARIARSE

 

Η ΠΟΡΤΑ ΣΤΑ ΟΝΕΙΡΑ


Ανοίγω πόρτα στα όνειρα όποτε ανακαλώ
καιρούς χωρίς επιστροφή όπου θα βρω
ό,τι έλειπε στη μπαρόκ μου αίσθηση του κόσμου
και στον ρομαντισμό μου καθώς αγάπησα
έναν τόπο, εκεί που επιστρέφω τώρα σαλεμένος
και θα με γνωρίσει όποιος με δει
σ’ ένα καφενείο ήσυχο όπου δεν κοστίζει πολύ

να κάτσεις να πιεις ένα καφέ
κι εκεί μπορεί να ρχότανε ή κανάς φίλος
κάποιος απ’ όσους επιβίωσαν μετά την άδικη λοιδορία
της ηλικίας και των κτηνωδών συνηθειών της
ή η φίλη εκείνη που με το σβήσιμο της πυρκαγιάς
των καταστροφικών χρόνων θα επανορθώσει

και μάλιστα με τυφλή μανία όσες ζημιές ακόμα θα ήξερε

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΑΣΟΣ

 


LEOPOLDO CHARIARSE

 

ΤΟ ΣΚΟΤΕΙΝΟ ΔΑΣΟΣ


Αν το αηδόνι, του έρωτα ο τραγουδιστής, μού έδωσε
τη φωνή του για να εγκωμιάζω το κάλλος σου
και το λιοντάρι τη μεγαλόπρεπή του δύναμη
για να σε υπηρετώ πάντοτε ερωτευμένος,
από σένα ήρθε σε μένα όλο το μεγαλείο
αλλά και του στίχου μου μέσ’ από σένα αναδύθηκε η έμπνευση.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2022

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΩ ΑΚΟΜΑ

 


PIER PAOLO PASOLINI

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑΩ ΑΚΟΜΑ

Θα προτιμούσα να είμαι σκηνοθέτης που δεν μπορεί να κάνει τις ταινίες του, πολύ πιο φτωχός από ό,τι είμαι, να κάνω τον δάσκαλο, να έχω πολύ λιγότερα ψιλά στην τσέπη μου, αλλά ο κόσμος γύρω μου να ήταν εκείνος που αγάπησα, που αγαπούσα, που επιθυμώ, και που αγαπάω ακόμα.

(«Eros e cultura», στο L'Europeo, 19 Σεπτεμβρίου 1974. Περιλαμβάνεται στο βιβλίο: Pier Paolo Pasolini, Tutte le Opere, Saggi sulla politica e sulla società, Mondadori 1999, σ. 1718.)

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΟ ΣΑΛΙΟ ΣΟΥ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ

 


ANTONIO GAMERO

 

ΤΟ ΣΑΛΙΟ ΣΟΥ ΓΥΡΕΥΟΝΤΑΣ

 

Σε τούτο τον αστερισμό των κραυγών

και σ’ αυτό το πηγαινέλα ανθρώπειων και συγκεχυμένων κυμάτων,

εγώ το καθαρό ρεύμα γυρεύω του σάλιου σου

– αλοιφή αστραφτερή από λέξεις και γέλια.

Βγάζω το πουκάμισο, τον φόβο και τα παπούτσια μου

και ανεβαίνω σκαλιά όλο αέρα και τίποτα,

να μπω ως επιδρομέας και να ξεφλουδίσω

της ελπίδας τη γυμνή αλήθεια.

Βομβαρδίζω τη νύχτα συνεχώς

με τους γεμάτους πυγολαμπίδες δισταγμούς μου

και τα χέρια μου φτάνουν υποβρυχίως

να κάνουν σαμποτάζ στων ποδιών σου την κόκκινη λάμψη.

 

Απαράσκευος γυρεύω το σάλιο σου –

και για να μην σπαταλιέται άσκοπα

σε τούτο το μεγάλο κενό όπου όλα χάνονται

και για να νοτιστεί το χώμα

όπου η χλόη και το χελιδόνι

αδελφώνονται με δίψα μπρος στον θάνατο.

Ψάχνω σάλιο με γεύση μέντας

για να χτυπήσω κεφάλια

βγαλμένα απ’ τα κορμιά των παιδιών

και για να ταΐσω τα κύτταρα

όσων λεπρών ζητάνε άσυλο.

Ν’ ανοίξουνε τα μάτια των νεογέννητων γατιών

κάτω από τους θρήνους του ακυβέρνητου ήλιου

και να ξεκολλήσουν τα γραμματόσημα

των λογοκριμένων επιστολών που λαμβάνω

από μπερδεμένα και μακρινά λιμάνια.

 

Ξέρω ότι όλοι οι εραστές ήρθαν

να φιλήσουν τη ροδαλή ουλή των χειλιών σου

και στύψουν το χυμό που έχουνε τα ώριμά σου μοσχολέμονα:

να σου πληγώσουν τη σάρκα και να σου κάψουν τα χέρια.

Εγώ όμως ήρθα απλώς αναζητώντας το σάλιο σου·

το σάλιο σου που χρησιμεύει μόνο για τον λαμπικάρισμα μετάλλων,

το σάλιο σου που σβήνει την κούραση των μελών μου,

το σάλιο σου που πνίγει την κακία των γραιών,

το σάλιο σου που πλένει του Θεού το πουκάμισο,

το σάλιο σου που μαλακώνει τις συνειδήσεις,

το σάλιο σου που ανοίγει τρύπες στις πέτρες,

το σάλιο σου που είναι εύθραυστο την ώρα που αγκαλιαζόμαστε,

το σάλιο σου που είναι αίμα ευωδιαστό, άχρωμο,

το σάλιο σου που είναι σπορά αγίων και προφητών,

το σάλιο σου που είναι αλάτι και αγίασμα

για να αναζωπυρώνει την οργή του διαβόλου.

Όλοι οι εραστές ήρθαν ζητώντας τη σάρκα σου·

εγώ, αντίθετα, πνέω τα λοίσθια γυρεύοντας το σάλιο σου

για να εμβολιάσω τούτο ’δω  το άρρωστο ζώο

που κουβαλάω φυλακισμένο μέσ’ απ’ το πουκάμισό μου.

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

 

ΣΑΝ ΨΑΛΜΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

 


ANTONIO GAMERO

 

ΣΑΝ ΨΑΛΜΟΣ ΑΠΟΥΣΙΑΣ

 

Ι

Εξοστρακίζονται τα λόγια μου

Στις σκοτεινές πέτρες της μνήμης

Και τα δάκρυα μου κυλάνε μουδιασμένα

Σάμπως νά ’ναι ξεφτισμένα νήματα.

Δεν υπάρχει ονειροπόλος να ονειρεύεται της νύχτας μου τα όνειρα:

Έχει σβηστεί η φωνή, είναι νεκρή της ψυχής η κραυγή·

Και μια βουβή καταδίωξη φαντασμάτων και ίσκιων

Λαβώνει σαν θέαμα μπουρλέσκο το ψυχρό μελανιασμένο δέρμα μου.

Σε προσκαλώ να γυρίσεις και, με τεντωμένα τα χέρια,

Ρωτάω όσους φτάνουν: Σήμερα θα έρθει ή αύριο;

Ρωτώ και με το καθαρό νερό που βρέξανε τα ρόδα

Το τελευταίο πλένω ρούχο που εφόρεσε η ελπίδα μου.

 

II

Έρχεσαι τα μεσάνυχτα —τα μεσάνυχτα έχουν δρόμο ακόμα—

Φέρνεις μια ψυχή γεμάτη ορφάνια και φόβο:

Τα μάτια σου αυτοκτονούν στην αγωνία του χρόνου

Και το ψύχος σταματάει για να δει τί υπάρχει στα χέρια σου.

Γιατί να θυμάσαι; Γιατί να θυμόμαστε;

Όλοι έχουμε περάσει κάποτε από κατευθύνσεις αόριστες

Αναζητώντας τη χαρά, το φως, και επιστρέφουμε

Καταπατώντας μονοπάτια, γκρεμίζοντας τοίχους.

Γιατί να θυμόμαστε;

Ο ήλιος που λάμπει ξέρει ότι είμαστε ακόμα

Δυό σπίθες με ζήλο παράφορο

Για ν’ ανάψουν τη ζωή.

Γιατί να θυμόμαστε, αν τάχα λένε οι καμπάνες

Χαρούμενες τον ερχομό σου;

 

Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.