Πέμπτη 31 Μαΐου 2018
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΘΗΚΕ Ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΜΑΟΣ
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ... (2)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ... (2)
Στις 31.5.2015 έφυγε από τη ζωή ο αδελφικός φίλος μου Δημήτρης Αρμάος. Στη μνήμη του βάζω μια φωτογραφία του (έτσι όπως τον θυμάμαι μπροστά σε μία από τις βιβλιοθήκες του) και κάτι σελίδες από την πρωτοποριακή διδακτορική διατριβή του, όπως μου την είχε δώσει να την διαβάσω ως "μορφή για εισηγήσεις".
Δεν περνάει μέρα που να μην τον σκεφτώ...
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ... (1)
ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΚΙ ΑΥΤΑ... (1)
Σαν αύριο έφυγε το 2012 από τη ζωή ο πατέρας μου.
Στη μνήμη του θα θυμηθώ κάτι αστείο.
Ο πατέρας μου ήταν Ολυμπιακός. Στον Πειραιά μεγάλωσε, άλλωστε. Εγώ έγινα Ολυμπιακός. Ο κατά τέσσερα χρόνιαμικρότερος αδελφός μου Κυριάκος έγινε... ναι, σωστά το μαντέψατε, Παναθηναϊκός. Ο πατέρας μου προσπαθούσε να κρατήσει -αν είναι δυνατόν- ισορροπίες! Οικτρή αποτυχία. Εκεί που προσπαθούσε να παραστήσει τον αντικειμενικό, εκεί γινότανε ο χαμός. Τέλος πάντων κάποια στιγμή έπαψε να παίζει "θέατρο", αφού έβλεπε ότι δεν έπειθε κανέναν με το να κάνει "κριτική" στον Τριαντάφυλλο ή στον Αναστόπουλο. Θυμάμαι και την ημερομηνία: 10 Απριλίου 1985, τότε που η Λίβερπουλ νίκησε τον ΠΑΟ με 4-0. Φανατικός οπαδός της Λίβερπουλ όντας, νομίμως πανηγύρισε τη νίκη της εκείνη. Κι επειδή είχε κι ο αδερφός μου μεγαλώσει πια (23 ετών!) δεν υπήρχε θέμα: ομολόγησε ότι όσο υποστήριζε τη Λίβερπουλ άλλο τόσο υποστήριζε και τον Ολυμπιακό. Προς άρσιν παρεξηγήσεων ο "μικρός" είχε μυριστεί τη φτιάξη από τα δέκα του.
Ετικέτες
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ (ΜΙΜΗΣ)
TO TZAMI
RENÉ
CHAR
TO
TZAMI
Καθαρές
βροχές, αναμενόμενες γυναίκες,
Το πρόσωπο που σκουπίζετε
–Από γυαλί αφιερωμένο στα μαρτύρια–
Νά ’ναι άραγε του εξεγερμένου το πρόσωπο;
Το άλλο, το παράθυρο του ευτυχισμένου,
Φρικιά μπρος στη φωτιά του ξύλου.
Σας αγαπάω, δίδυμα μυστήρια,
Και ακουμπάω, πιάνω το καθένα σας.
Πονώ και είμαι πανάλαφρος.
Το πρόσωπο που σκουπίζετε
–Από γυαλί αφιερωμένο στα μαρτύρια–
Νά ’ναι άραγε του εξεγερμένου το πρόσωπο;
Το άλλο, το παράθυρο του ευτυχισμένου,
Φρικιά μπρος στη φωτιά του ξύλου.
Σας αγαπάω, δίδυμα μυστήρια,
Και ακουμπάω, πιάνω το καθένα σας.
Πονώ και είμαι πανάλαφρος.
Μετάφραση:
Γιώργος Κεντρωτής.
Ετικέτες
ΓΑΛΛΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ,
CHAR (RENÉ)
Τετάρτη 30 Μαΐου 2018
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ
Ετικέτες
ΒΙΒΛΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΠΟΙΗΜΑ
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ
ΑΗΔΩΝΗΣ
ΠΟΙΗΜΑ
Στην
Πριγκ(ή)πισσα Ειρήνη
Στην
Μαρία Βοναπάρτη
Ειρήνη,
υπερασπίσου με
από
την κακεντρέχεια
φορά
και φθορά
των
κατ’ επίφασιν φίλων μου.
Διαθέτω
το ψυχικό σθένος
και
την ισχύ της γνώσης
ν'
αντισταθώ μόνος
-πάντα
αυτό συνέβαινε-
κατά
των εχθρών μου.
Ακριβώς
απέναντί μας
αντικρυστά
στην αίθουσα
των
κρυστάλλων
μες
στην υγρασία
και
την ερημιά των τειχών
μ'
ένα διάπλατο χαμόγελο
μάς
ανέμενε η ευφυής φιλόσοφος
Μαρία
Βοναπάρτη,
όπου
και εξεμέτρησε το ζην εν ειρήνη.
Ετικέτες
ΑΗΔΩΝΗΣ (ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ),
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ
ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ ΒΙΒΛΙΑ
Ετικέτες
ΒΙΒΛΙΑ ΑΓΑΠΗΜΕΝΑ,
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗ
ΦΟΛΚΕΡ ΜΠΡΑΟΥΝ!
VOLKER BRAUN
DIE AUSTERN
Für Alain Lance
Ich lebe nicht oft wirklich, du seit Stunden
In meiner Küche brichst die eingereisten
(Mit viel Papieren) Austern auf, und mit
Schmerzender Hand in dem Plasteschurz
Singst du. Und die Wolfs, an nichts mehr
Denken die da als ans Fressen, was sie
Wie alles, gründlich tun. Das sind noch Menschen.
Und ich, mit viel Zitrone, betäube
Die nackten Tierchen erst und meinen Gaumen
Und schlucke mutlos, während du zwei Dutzend
Schlürfst mit Wollust und Ekel, diese kleinen
Fotzen der See. So, sage ich nun, das
Leben zwischen Gier und Abscheu
Zergehen lassen auf der Zunge, ja.
Für Alain Lance
Ich lebe nicht oft wirklich, du seit Stunden
In meiner Küche brichst die eingereisten
(Mit viel Papieren) Austern auf, und mit
Schmerzender Hand in dem Plasteschurz
Singst du. Und die Wolfs, an nichts mehr
Denken die da als ans Fressen, was sie
Wie alles, gründlich tun. Das sind noch Menschen.
Und ich, mit viel Zitrone, betäube
Die nackten Tierchen erst und meinen Gaumen
Und schlucke mutlos, während du zwei Dutzend
Schlürfst mit Wollust und Ekel, diese kleinen
Fotzen der See. So, sage ich nun, das
Leben zwischen Gier und Abscheu
Zergehen lassen auf der Zunge, ja.
Ετικέτες
ΓΕΡΜΑΝΟΦΩΝΗ ΠΟΙΗΣΗ,
BRAUN (VOLKER)
Τρίτη 29 Μαΐου 2018
ΤΟΥ ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ
ΕΚΤΩΡ
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ
ΤΟΥ
ΑΡΧΑΙΟΥ ΘΥΜΟΥ
Άκουσε κύριε
την προσευχή των προγόνων σου
σε ειδική
διασκευή για σένα·
χρόνια τώρα
επιπλέει στο αίμα όπως η γλίνα
ή όπως
δοχείο άδειο από λευκοσίδερο
που κλωτσάει
στο δρόμο το αλάνι
βασανίζοντας
τη γειτονιά και σένα κύριε·
δε θέλομε
λοιπόν να κάνεις τίποτα για μας
ούτε
παρεμβατισμοί ούτε πρεσβείες
φτάνουν τα
χρέη μας κ’ οι τοκογλύφοι
γερά κρατάει
η ράτσα από το πετροκάμινο
τ’ αρχαίο
πείσμα·
απ’ τα
υπόλοιπα θα φτιάχνομε βαπόρια
μερικά
ντουφέκια για τις αναπαραστάσεις
και πιο πολύ
φωνές πολλές φωνές
να τις
κρεμάμε στα σύννεφα
με τα ρόδια
και τα κιτροκύδωνα
ώσπου να
ωριμάσουν να τις παντρευτούμε.
(Μας αρέσει
ο κύκλος έστω κι αριστοκράτης
φτάνει να
μην διστάσει αν χρειαστεί
να γίνει
πολεμίστρα να φάει τις σάρκες του
κανόνι να
γίνει να βροντά νυχτοήμερα
για λευτεριά
σαν χρειαστεί)
Κύριε
είσαι μέσα
στα πόδια μας όπως μικρό παιδί
δεν το
πατάμε μην νευριάσομε απ’ το κλάμα του·
δεν λέω,
πολέμησες καλά στην καππαδοκία
στην τίρυνθα
και στον τελευταίο πόλεμο
έφεδρος
λοχίας σιτιστής.
Για τον
σταυρό της πολεμικής αξίας μην επιμένεις
δεν τον
παίρνεις·
μάθαμε
που έκανες του κεφαλιού σου,
σου φτάνει
ένα σπιτάκι σε συνοικισμό
θα σου φέρομε
και ινδικό λιβάνι που σ’ αρέσει
να το μασάς
αφού είσαι οπιομανής και λάγνος
ούτε που
παίρνει το κεφάλι σου από πειθαρχία,
μη δεν
πουλήθηκες στη βιρμανία;
μη δεν
παζάρεψες με τους ερυθροδέρμους
σαστισμένος
απ’ την περηφάνια τους;
πόσες φορές
σε πιάσαμε ξαναμμένο να
τηράς τα
γυμνά πόδια της χήρας του ψωμά
ώσπου
τραβήχθηκες στην καλαμπάκα
νηστεύοντας
του θανατά,
φυσικά
ξανάρθες, μα ήσουν αλλιώτικος :
απ’ τη
φλογερή μας γλώσσα θυμόσουν μόνο
την πιο
φθαρμένη λέξη
πάνω σ’
αυτήν απαίτησες να ορκιστούμε
με τα
ξεφτίδια του αρχαίου θυμού
ώσπου οι
οπαδοί σου λύγισαν
χύμηξαν οι
λεβαντίνοι οι βενετσιάνοι οι οσμανλήδες
βιάσανε τον
ερωτόκριτο κοτζάμ παλικάρι
έκοψε τις
φλέβες του ο αχελώος
σε
καταριόταν η φθιώτιδα κ’ η αλικαρνασσός
τα θυμάσαι
κύριε;
ένα βραδάκι
πράο όπως γιαούρτι στον κεσέ
ήρθες δειλός
και συντριμμένος σαν πρωτομηνιά
μα πάλι απ’
την αρχή συνωμοτούσες
έπειθες τις
μανάδες μας
με βοτάνια
ξόρκια και μ’ αγιωτικά
να φύγει απ’
τον παρνασσό η μάγισσα·
πώς έγινε
πάλι και σε λυπηθήκαμε;
Ξαφνικά το
κεφάλι σου μετασχηματίστηκε
σε πελώριο
ρολόγι
διάταξε να
φύγουνε τα τραίνα
να
σαλπάρουνε τα πλοία
οι φαντάροι
να πάνε σπίτια τους
οι δρόμοι να
τυλιχθούν ρολά
να μπούνε
στις αποθήκες
κι άλλα
τέτοια του χαμού παράταιρα·
πέντε και
μισή ακριβώς έσπασε εκείνο το σπυρί σου
κι έβγαλες
φωνή όπως η σκεβρωμένη πόρτα
ανοίγει μόνη
της ύστερα από τόσα χρόνια
να περάσει ο
αόρατος
ο τελευταίος
αυτοκράτορας
ένα αερικό ή
ο γάτος
ζήτησες μια
γυναίκα μ’ ένα μάτι στη μήτρα της
πλάγιασες
μαζί της μάς ξαναγέννησες
έτσι πάλι σ’
έχομε στην οικογένεια
μα τη φοράν
ετούτη ξέρε το
είσαι από
δεύτερο χέρι, ένα πετσί.
Από
την ποιητική συλλογή: «Τετραψήφιο με την έβδομη χορδή» (1972).
Από
το βιβλίο: Έκτωρ Κακναβάτος, «Ποιήματα 1943-1987), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2010, σσ.
104-107.
Ετικέτες
ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ,
ΚΑΚΝΑΒΑΤΟΣ (ΕΚΤΩΡ)
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)