Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΠΟΤΑΜΟΣ


OCTAVIO PAZ


Ο ΠΟΤΑΜΟΣ


Η πολιτεία ξάγρυπνη τρέχει στο αίμα μου, κυκλοφορεί σα μέλισσα.
Και το αεροπλάνο που χαράσσει έναν λυγμό σαν σίγμα λατινικό κεφαλαίο,
  τα τραμ που γκρεμίζονται σε κάτι προκεχωρημένες γωνίες,
το δέντρο τούτο το κατάφορτο με ύβρεις, που το ταρακουνάνε στην πλατεία,
  όταν χτυπάει μεσάνυχτα,
οι θόρυβοι που σηκώνονται και εκρήγνυνται, αλλά κι εκείνοι οι άλλοι που
  γλιστρούν και ψιθυρίζουνε στ’ αφτί κάποιο ερεθιστικό μυστικό τους,
όλα τούτα ανοίγουν το σκότος, βάραθρα των άλφα και των όμικρων, σήραγγες
  φωνηέντων σιωπηλών,
στοές που διατρέχω με τα μάτια δεμένα, αποκοιμισμένη η αλφάβητος εκβάλλει
  στα φρέατα σαν άλλος ποταμός μελάνης,
και η πολιτεία πάει κι έρχεται, και το λίθινο κορμί της γίνεται κομμάτια
  και θρύψαλα, σαν φτάνει στους κροτάφους μου,
όλη τη νύχτα, το κάθε κομμάτι, ένα-ένα, άγαλμα το άγαλμα, πηγή την πηγή
  και πέτρα την πέτρα, όλη τη νύχτα,
τα κομμάτια της γυρεύουνε στο μέτωπό μου τό ’να τ’ άλλο, όλη τη νύχτα η
  πολιτεία, ενώ κοιμάται, μιλάει με το στόμα μου,
και είναι λόγος ακατάληπτος και λοίσθιος, ψέλλισμα νερών και πέτρα που
  πολεμάει, η ιστορία της είναι.

Να σταματήσει μια στιγμή, να σταματήσει το αίμα μου, να το κάνει να
  σταθεί, να σταθεί που πηγαινοέρχεται, που όλο πηγαινοέρχεται και
  τίποτα δεν λέει,
ενώ κάθεται πάνω μου, και πάνω μου καθισμένο σαν γιόγκι στον ίσκιο της
  συκιάς, σα Βούδας στου ποταμού την όχθη, ω, ναι, να σταματήσει μια
  στιγμή,
μία μόνο στιγμή να σταματήσει, και, καθισμένο στου χρόνου την όχθη, την
  εικόνα να μου σβήσει του ποταμού που, ενώ ομιλεί κοιμώμενος, δεν λέει
  τίποτα και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του,
καθισμένο στην όχθη να σταματήσει τη ροή του ποταμού, ν’ ανοίξει τη στιγμή,
  να διαπεράσει τις αίθουσές της τις έκθαμβες και να φτάσει στων υδάτων
  το κέντρο,
να πιεί στην πηγή την ακένωτη, να γίνει γαλάζιων συλλαβών καταρράχτης που
  γκρεμίζεται από πάνω από πέτρινα χείλη,
καθισμένο στην όχθη της νύχτας σα Βούδας που κάθεται στου ίδιου του εαυτού
  του την όχθη, το άνοιξε-κλείσε όντας της στιγμής,
η πυρκαγιά και ο όλεθρος και η γέννηση της στιγμής και η ανάσα της νύχτας
  που φτεροκοπάει τεράστια, καθώς χιμάει προς την όχθη του χρόνου,
να πει ό,τι λέει και ο ποταμός, λόγος μέγας γόνιμος πανόμοιος με χείλη,
  λόγος μέγας γόνιμος που ουδέποτε κενούται,
να πει ό,τι λέει και ο χρόνος με φράσεις λίθινες σκληρές, με νεύματα
  αχανή θαλάσσης που κόσμους υπερκατακλύζει πάντοτε, κόσμους και
  κόσμους.

Πάντα στα μισά του ποιήματος κατακυριεύομαι από απελπισία μεγάλη, τα πάντα
  μ’ εγκαταλείπουνε μόνον μου,
κανείς δεν είναι στο πλευρό μου, ούτε καν τα μάτια εκείνα που από πίσω απ’
  την πλάτη μου βλέπουν εκείνα που γράφω,
και ούτε πίσω υπάρχει ούτε εμπρός, η γραφίδα εξεγείρεται, δεν υπάρχει αρχή
  και τέλος, ούτε καν ένας τοίχος τουλάχιστον για να πηδήξω,
σπιανάδα παντέρμη είναι το ποίημα, τα λεκτά δεν είναι λεκτά και τα μη λεκτά
  είναι άλεκτα,
πύργοι, δώματα ερειπωμένα, βαβυλωνίες, θάλασσα με αλάτι μαύρο, βασίλειο
  τυφλό,
όχι,
να σταματήσω, να σωπάσω, να κλείσω τα μάτια μέχρι να βγει ν’ αναπηδήσει από
  μέσ’ απ’ τα μάτια μου ένα στάχυ, ένα σιντριβάνι ήλιοι
και η αλφάβητος να κυματίσει διάπλατη κάτω απ’ τον άνεμο του ονείρου, και
  η παλίρροια να φουσκώσει, να γίνει κύμα, και το κύμα να σπάσει το φράγμα,
να περιμένω ίσαμε να σκεπαστεί με αστέρια το χαρτί και δάσος να γίνει το
  ποίημα από λέξεις που ’ναι αναρριχητικές περιπλοκάδες,
όχι,
τίποτα να πω δεν έχω εγώ, κανείς δεν έχει να πει τίποτα, κανείς και τίποτα
  εκτός από το αίμα,
τίποτ’ άλλο εκτός απ’ αυτό το πηγαινέλα του αίματος, απ’ αυτή τη γραφή για
  ό,τι γραμμένο και από την επανάληψη της ίδιας λέξης στα μισά του
  ποιήματος,
συλλαβές του χρόνου, γράμματα σπασμένα, σταξιές μελάνης, αίμα που πάει κι
  έρχεται και δεν λέει τίποτα, και όλο με σέρνει και με τραβάει μαζί του.

Και λέω το πρόσωπό μου σκυμμένο πάνω απ’ το χαρτί, και κάποιος από πλάι μου
  γράφει, ενώ το αίμα έρχεται συνέχεια και πάει,
και η πόλη πάει κι έρχεται συνέχεια και συνέχεια μέσ’ απ’ το αίμα του, και
  θέλει κάτι να πει, ο χρόνος θέλει κάτι να πει, η νύχτα θέλει να πει,
  να μιλήσει,
όλη νύχτα ο άντρας θέλει να πει μία και μόνο μία λέξη, να πει επί τέλους
  τον λόγο του, που ’χει με πέτρες φτιαχτεί από κατεδάφιση,
και ακονίζω το αφτί, ν’ ακούσω θέλω ο άντρας τί λέει, να επαναλάβω τί λέει
  η πόλη, τί λέει η πόλη και μένει μετέωρη,
κι όλη τη νύχτα εντελώς στα τυφλά οι σπασμένες ψάχνονται πέτρες στο μέτωπό
  μου επάνω, όλη τη νύχτα το νερό παλεύει την πέτρα,
οι λέξεις τη νύχτα, η νύχτα τη νύχτα, και τίποτα πια δεν φωτίζει τη θαμπή
  ετούτη εδώ τη μάχη,
η ταραχή των όπλων δεν πετάει αστραπές στην πέτρα, ούτε καν σπίθα στη νύχτα,
  και εκεχειρία δεν γίνεται,
είναι μάχη μεταξύ αθανάτων θανάσιμη,
όχι,
να γυρίσουν πίσω, ν’ ανακόψουν το ποτάμι του αίματος, τον ποταμό της
  μελάνης,
να σταματήσουν τη ροή και τη νύχτα, να τις γυρίσουν και τις δύο τους πίσω,
  να εκθέσουν τα σπλάχνα τους,
να δείξει το νερό την καρδιά του που ’ναι ένα σμάρι πνιγμένοι καθρέφτες,
  δέντρο κρυστάλλινο που το ξεριζώνει ο άνεμος
(και κάθε φύλλο του πετάει και μαρμαίρει και χάνεται μέσα σ’ ένα βάναυσο
  φως, όπου οι λέξεις χάνονται μονίμως μέσα στου ποιητή την εικόνα),
να κλείσει ο χρόνος και να γίνει ουλή αθέατη η πληγή του, κομψή γραμμή
  ανεπαίσθητη στο δέρμα του κόσμου,
ν’ αποθέσουν οι λέξεις το όπλα και να γίνει το ποίημα μιά λέξη μοναδική
  με ύφανση πυκνότατη,
και να γίνει η ψυχή χωράφι μετά από το καψάλισμα, στήθος φεγγαρίσιο
  κάποιας απολιθωμένης θάλασσας, όπου δεν καθρεφτίζεται πλέον τίποτα
εκτός από μιαν έκταση εκτεταμένη, το διάστημα απλωμένο επάνω στον εαυτό
  του, τα απέραντα φτερά φαρδια-πλατιά ξεδιπλωμένα,
και να γίνουν τα πάντα σα φλόγα που σμιλεύεται και ψύχεται στο βράχο με
  τα διάφεγγα σπλάχνα,
λάμψη σκληρή που έγινε κιόλας κρύσταλλο και διαύγεια ειρηνική, διαύγεια
  γαλήνια.

Και ο ποταμός ανεβαίνει ξανά τη ροή του, διπλώνει ξανά τα πανιά του,
  μαζεύει ξανά τις εικόνες του και ύστερα ξανακλείνεται στον εαυτό του.


Γενεύη 1953


Μετάφραση: Γιώργος Κεντρωτής.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ: ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΧΑΘΕΙΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΦΙΑ ΒΕΜΠΟ


ΤΙ ΚΙ ΑΝ ΧΑΘΕΙΣ


Τί κι αν χαθείς
κι αν φύγεις και μ' αφήσεις
θα ξαναρθείς
σαν θύμηση απαλή

Χωρίς μιλιά
κοντά μου θα καθίσεις
στη σιγαλιά
παρηγοριά δειλή

Θα σ' έχω δίπλα μου και θα 'σαι μακριά μου
θα μου χαϊδεύει η θύμησή σου τα μαλλιά,
μα ώσπου να κάνεις να χτυπήσει η καρδιά μου
θα ξαναφύγεις δίχως όρκους και φιλιά

Θα ξαναρθείς
κι αν φύγεις και αν σε χάσω
όποια βραδιά
θα σ' έχω στην καρδιά

Δεν το μπορείς
κι αν θες να σε ξεχάσω
κι αν τ' αρνηθείς
θα σε ζητώ, θα ξαναρθείς



Στίχοι & μουσική: Χρήστος Χαιρόπουλος.

ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ!



JUAN GELMAN


OPINIONES


Un hombre deseaba violentamente a una mujer,
a unas cuantas personas no les parecía bien,
un hombre deseaba locamente volar,
a unas cuantas personas les parecía mal,
un hombre deseaba ardientemente la Revolución
y contra la opinión de la gendarmería
trepó sobre los muros secos de lo debido,
abrió el pecho y sacándose
los alrededores de su corazón,
agitaba violentamente a una mujer,
volaba locamente por el techo del mundo
y los pueblos ardían, las banderas.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η ΚΡΙΣΤΙΝΑ ΝΤΟΝΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η CRISTINA DONÀ: MA L’AMORE NO

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ ΠΑΙΖΕΙ ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ


Ο ΣΕΡΚΕΗ ΡΑΧΜΑΝΙΝΩΦ ΠΑΙΖΕΙ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥ Concerto No. 2 in c, opus 18

O Leopold Stokowski διευθύνει την Philadelphia Orchestra. Ηχογράφηση του 1929 από την RCA. Λείπει το 3ο μέρος (Allegro scherzando).


1. Moderato


2. Adagio sostenuto

ΜΠΛΑΙΖ ΣΑΝΤΡΑΡ!


BLAISE CENDRARS


ELOGE DE LA VIE DANGEREUGE


Une fois de plus la vie change du tout au tout et recommence. "Donnez-moi le septième cil de la paupière gauche, le septième de la rangée supérieure, à compter de la glande lacrymale", disait le sage des Indes. Contemplation. Oeil de chat, Objectif. L'iris de sa prunelle cristalline grandissait, se rapetissait, culbutait comme le revolver de un Bell-Howel. On tourne! Un grand figuier blanc se dénouait comme la chevelure du soleil et mille branches retombaient pour reprendre immédiatement racine.

ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΑΚΟΝΤΙΑ


ΒΥΡΩΝ ΛΕΟΝΤΑΡΗΣ


ΤΑ ΦΟΝΙΚΑ ΑΚΟΝΤΙΑ


Οι γέροι στα λεωφορεία –
σηκώνουν όρθια τα παιδιά
– για μεταμόσχευση καρδιά
ψάχνει η Γηραιά Κυρία

Μισεί τα νιάτα η σάπια σάρκα
οι ανάπηροι βυσσοδομούν
φτύνουνε τ’ άνθη, βλαστημούν
τον έρωτα στα πάρκα

Μες το βυθό του Χειρουργείου
ανάβει ο Μέγας Αχινός
το κλομπ χτυπάει κι ο ουρανός
ανοίγει σαν κρανίο

Λουλούδια τέρατα εφιάλτες
αράχνες μαύροι προβολείς
– στο συρματόπλεγμα η βολή
καρφώνει δρομείς κι άλτες

Χτίζουν τους χτίστες τα ντουβάρια
οι ανεμόμυλοι φυσούν
τον άνεμο, θα καταπιούν
τη θάλασσα τα ψάρια

Ο χρόνος πρήζεται κολλάει
πάνω στους τοίχους, η καρδιά
βγαίνει τη νύχτα απ’ τα κορμιά
και σαν σκυλί αλυχτάει

Τα πέλματα ρόδα ανοιγμένα
οι φλέβες άλυτες θηλιές
σπασμένες ραχοκοκαλιές
σαγόνια γκρεμισμένα

Αίματα και φτερά γεμάτα
βαριά ανεβαίνουν τα κλουβιά
στα ουράνια δώματα –πηδά
λυσσά από κάτω η Γάτα

Σειρήνες γέμισαν οι δρόμοι
φανάρια που αίμα πιτσιλάν
απ’ τα καμιόνια τους πηδάν
γιατροί και νοσοκόμοι

με μάσκες και με δακρυγόνα
Μα δε μαζεύεται ο Νεκρός
έγινε θάλασσα ουρανός
κι απλώνει στον αιώνα...



Από την ποιητική συλλογή: «Η κρύπτη» (1968)
Από το βιβλίο: Βύρων Λεοντάρης, «Ψυχοστασία (ποιήματα 1949-1976)», ύψιλον / βιβλία, Αθήνα 1983, σελ. 179-180.

Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΛΑΓΟ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΡΟΔΟΛΦΟ ΒΙΑΧΙ


Ο ALBERTO LAGO ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ RODOLFO BIAGI: ARREBATO

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ


ΠΑΡΑΤΗΡΩΝΤΑΣ


Πίσω από τις φραγκοσυκιές πέρασε ο αγωγιάτης με τ’ άλογό του.
Τον είδα – λέει· γνωρίζω τις φραγκοσυκιές· τον αγωγιάτη δεν τον
  γνωρίζω.
Ένα πουλί πέταξε από τη στέγη· κάθισε στο κλαδί· πέταξε πάλι.
Μιά πετσέτα ανεμίζει στο σύρμα της πλύσης – μιά γραμμή γαλάζια,
μιά κόκκινη, μιά πορτοκαλιά· – κυματίζουν· επάνω τους διακρίνω
τις άρρυθμες χειρονομίες του ανέμου (τάχα απειλητικές, – δεν είναι).
Είμαι χαρούμενος που βλέπω ακόμη – λέει. Κι είμαι εγώ που
  υπαγορεύω
αυτά που παίζουν οι τυφλοί με τα όργανά τους στις γωνίες των
  δρόμων.
Τ’ ακορντεόν κι η κιθάρα είναι παλιές προσωπίδες φοβισμένων
  ηρώων
γιατί, πιότερο απ’ όλους μας, οι ήρωες φοβούνται και μιμούνται.



Από την ποιητική συλλογή «Χειρονομίες» (1969-1970)
Από το βιβλίο: Γιάννης Ρίτσος, «Ποιήματα» τ. Ι΄, Κέδρος, Αθήνα 1989, σελ. 194.

ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ΑΡΜΑΝΔΟ ΛΑΒΟΡΔΕ ΚΑΙ Ο ΡΟΔΟΛΦΟ ΛΕΣΙΚΑ




ΠΑΙΖΕΙ Η ORQUESTA HÉCTOR VARELA ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΟΥΝ Ο ARMANDO LABORDE ΚΑΙ Ο RODOLFO LESICA: CON FLAUTA Y GUITARRA

Χορεύουν ο Sebastian Arce και η Mariana Montes.

ΑΝΤΩΝΕΝ ΑΡΤΩ!


ANTONIN ARTAUD


UNE GRANDE FERVEUR


Une grande ferveur pensante et surpeuplée portait mon moi comme un abîme plein. Un vent charnel et résonnant soufflait, et le soufre même en était dense. Et des radicelles infimes peuplaient ce vent comme un réseau de veines, et leur entrecroisement fulgurait. L'espace était mesurable et crissant, mais sans forme pénétrable. Et le centre était une mosaïque d'éclats, une espèce de dur marteau cosmique, d'une lourdeur défigurée, et qui retombait sans cesse comme un front dans l'espace, mais avec un bruit comme distillé. Et l'enveloppement cotonneux du bruit avait l'instance obtuse et la pénétration d'un regard vivant. Oui, l'espace rendait son plein coton mental où nulle pensée encore n'était nette et ne restituait sa décharge d'objets. Mais, peu à peu, la masse tourna comme une nausée limoneuse et puissante, une espèce d'immense influx de sang végétal et tonnant. Et les radicelles qui tremblaient à la lisière de mon oeil mental se détachèrent avec une vitesse de vertige de la masse crispée du vent. Et tout l'espace trembla comme un sexe que le globe du ciel ardent saccageait. Et quelque chose du bec d'une colombe réelle troua la masse confuse des états, toute la pensée profonde à ce moment se stratifiait, se révoltait, devenait transparente et réduite.

Et il nous fallait maintenant une main qui devînt l'organe même du saisir. Et deux ou trois fois encore la masse entière et végétale tourna, et chaque fois, mon oeil se replaçait sur une position plus précise. L'obscurité elle-même devenait profuse et sans objet. Le gel entier gagnait la clarté.

ΓΙΑΝ ΒΑΤΣΛΑΒ ΧΟΥΓΚΟ ΒΟΡΖΣΙΣΕΚ



JAN VÁCLAV HUGO VOŘSÍŠEK: Rhapsody No 3 in Am
Πιάνο: Radoslav Kvapil.

Κυριακή 26 Φεβρουαρίου 2012

Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΚΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΣΑΒΒΟΠΟΥΛΟΣ: Ο ΠΑΛΙΑΤΣΟΣ ΚΙ Ο ΛΗΣΤΗΣ

ΘΟΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΤΑΚΙΣΤΑΝ


ΦΑΙΔΡΟΣ ΜΠΑΡΛΑΣ


ΘΟΥΡΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΤΤΑΚΙΣΤΑΝ

Δω κάτω στο Παττακιστάν
καραβανάδες κυβερνάν
και τρων και πίνουν και γλεντάν
και τις εικόνες προσκυνάν!

Σκύψ' το κεφάλι πιο καλά,
λύγα τη μέση σου, ραγιά,
τον πισινό σου τουρλωτό -
να πέφτη το λουρί στρωτό!

Δω κάτω στο Παττακιστάν
νταούλια, πίπιζες βροντάν -
καραβανάς στο γιώτα-χι
πάει τη γκόμενα εξοχή!..

Αφού σ' αφήνουν και βοσκάς,
γιατί, ραγιά, να χολοσκάς;
Κι αν σου τραβήξουνε τ' αφτί,
γέλα - και πες πως δεν πονεί!

Έξω αγιάζι και βροχή -
τί ζέστα πόχει το μαντρί!
(Για να μην πέφτουμε σε λάκκους
μάς βάλανε χωροφυλάκους!..)

Δω κάτω στο Παττακιστάν
οι μέρες μας γλυκά κυλάν:
το Σαββατόβραδο Προ-πό,
την Κυριακή με το θεό!

Παν τα κορόιδα φυλακή -
κ' εμείς οι άλλοι στη γραμμή,
με ξεσκονόπανο στο χέρι
και με γαρούφαλο στ' αφτί!

Ασίκη μου καραβανά,
η Παναγιά να σε φυλά!
Είν' ο ραγιάς πιστό σκυλί,
που γλείφει και παρακαλεί:

«Νάχα μαχαίρι - την κοιλιά
να σκίσω του καραβανά,
ζεστό το αίμα να κυλήση,
καφτή χαρά να με ποτίση!»

Μα πού μαχαίρι, πού ψυχή!..
Έρμη, σερνάμενη στη γη,
μας μένει μόνο μια φτωχή
και τρεμουλιάρα απαντοχή...

_ _ _

...Δω κάτω στο Παττακιστάν
νταούλια, πίπιζες βροντάν!
Καραβανάδες κυβερνάν
και τρων και πίνουν και γλεντάν!..

ΜΠΕΝΖΑΜΕΝ ΠΕΡΕ!



BENJAMIN PÉERET


SOURCE


Il est Rosa moins Rosa
dit la giboulée qui se réjouit de rafraîchir le vin blanc
en attendant de défoncer les églises un quelconque jour de Pâques
Il est Rosa moins Rosa
et quand le taureau furieux de la grande cataracte m'envahit
sous ses ailes de corbeaux chassés de mille tours en ruines
quel temps fait-il
Il fait un temps Rosa avec un vrai soleil de Rosa
et je vais boire Rosa en mangeant Rosa
jusqu'à ce que je m'endorme d'un sommeil de Rosa
vêtu de rêves Rosa
et l'aube Rosa me réveillera comme un champignon Rosa
où me verra l'image de Rosa entourée d'un halo Rosa



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Mena Suvari.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΑΝΤΡΑ ΛΟΥΝΑ


Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ:

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SANDRA LUNA


EL GORDO TRISTE


Por su pinta poeta de gorrión con gomina,
por su voz que es un gato sobre ocultos platillos,
los enigmas del vino le acarician los ojos
y un dolor le perfuma la solapa y los astros.

Grita el águila taura que se posa en sus dedos
convocando a los hijos en la cresta del sueño:
¡a llorar como el viento, con las lágrimas altas!,
¡a cantar como el pueblo, por milonga y por llanto!

Del brazo de un arcángel y un malandra
se van con sus anteojos de dos charcos,
a ver por quién se afligen las glicinas,
Pichuco de los puentes en silencio.

Por gracia de morir todas las noches
jamás le viene justa muerte alguna,
jamás le quedan flojas las estrellas,
Pichuco de la misa en los mercados.

¿De qué Shakespeare lunfardo se ha escapado este hombre
que un fósforo ha visto la tormenta crecida,
que camina derecho por atriles torcidos,
que organiza glorietas para perros sin luna?

No habrá nunca un porteño tan baqueano del alba,
con sus árboles tristes que se caen de parado.
¿Quién repite esta raza, esta raza de uno,
pero, quién la repite con trabajos y todo?

Por una aristocracia arrabalera,
tan sólo ha sido flaco con él mismo.
También el tiempo es gordo, y no parece,
Pichuco de las manos como patios.

Y ahora que las aguas van más calmas
y adentro de su fueye cantan pibes,
recuerde y sueñe y viva, gordo lindo,
amado por nosotros. Por nosotros.



Στίχοι: Horacio Ferrer.
Μουσική: Astor Piazzolla.

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012

ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΤΟ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ Ή ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


ΑΡΙΣΤΕΑ ΠΑΠΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ


ΓΕΝΝΗΘΕΙΣΑ ΤΟ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ Ή ΠΕΡΙ ΠΟΙΗΣΕΩΣ


Η πιο κακόγουστη γενιά
γεννήθηκε μαζί μου το εβδομήντα

Για μόδες ομιλώ και τέτοια
Φαρδιά μανίκια, χρώματα
Ζώνες πάνω απ’ τα θαλασσιά
πουλόβερ και λουλούδια

Φωτογραφίες έγχρωμες
με λίγες μου αναμνήσεις
Κάποιος Ιούλιος καυτός
της επιστράτευσης
Και πλήθος κόσμος άγνωστος
στο πηγαινέλα

Για μόδες ομιλώ κι ανθρώπους
συνθήματα πολιτικά
της αμφισβήτησης
και μια κουβέντα ατέλειωτη
για αισθήματα και τέχνη
της πολιτικής
που ούτε και τώρα τέλειωσε
που είσθε, χρόνια πια
στην εξουσία

Για μόδες ομιλώ
για ποίηση ποτέ

Η γενιά του εβδομήντα
πιάνει αισίως τα εβδομήντα

ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΘΑΝΑΣΗΣ ΓΚΑΪΦΥΛΛΙΑΣ


ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ


Όλοι εμείς που σήμερα φοράμε τα παλιά μας
και δεξιώσεις δίνουμε σε κρύα καπηλειά
όλοι εμείς αγάπη μου που πήγαμε καλιά μας
ακτίδες στέλνουμε με φως στου κόσμου τη σπηλιά

Όλοι εμείς που ανήκουμε σε άλλους παραλλήλους
και σε σκοτάδια μαγικά έχουμε πια κρυφτεί
όλοι εμείς καρδούλα μου δεν αγαπάμε αλλήλους
μα μόνο που τους έχουμε τρελά ερωτευτεί

Όλοι εμείς που ζήσαμε ζωή εκτός νυμφώνος
και η χαρά μας άφησε στα κρύα του λουτρού
εμείς το θύμα είμαστε εμείς κι ο δολοφόνος
του μάταιου και άδικου χαμένου μας καιρού

Όλοι εμείς που φτύνουμε εκεί που προσκυνάνε
του κόσμου οι παραδόπιστοι και όλοι οι δειλοί
όλοι εμείς θα μείνουμε πουλιά που δεν πετάνε
μόνο που το τραγούδι μας θα κόβει σαν γυαλί



Στίχοι: Αντώνης Παπαϊωάννου.
Μουσική: Θανάσης Γκαϊφύλλιας.

ΡΟΜΠΕΡ ΝΤΕΣΝΟΣ!


ROBERT DESNOS


COMPTE RENDU DE RÊVES


En 1916 - Je suis transformé en chiffre. Je tombe dans un puit qui est en même temps une feuille de papier, en passant d'une équation à une autre avec le désespoir de m'éloigner de plus en plus de la lumière du jour et d'un paysage qui est le château de Ferrières (Seine-et-Marne) vu de la voie du chemin de fer de l'Est.

Durant l'hiver 1918-1919 - Je suis couché et me vois tel que je suis en réalité L'électricité est allumée. La porte de mon armoire à glace s'ouvre d'elle-même. Je vois les livres qu'elle renferme. Sur un rayon se trouve un coupe-papier de cuivre (il y est aussi dans la réalité) ayant la forme d'un yatagan. Il se dressa sur l'extrémité de la lame, reste en équilibre instable durant un instant puis se recouche lentement sur le rayon. La porte se referme. L'électricité s'éteint.
En août 1922 - Je suis couché et me vois tel que je suis en réalité. André Breton entre dans ma chambre, le Journal Officiel à la main. "Cher ami, me dit-il, j'ai le plaisir de vous annoncer votre promotion au grade de sergent-major" puis il fait demi-tour et s'en va.

Η ΒΑΛΕΡΙΑ ΜΟΥΝΑΡΡΙΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΜΠΟΡΧΕΣ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η VALERIA MUNARRIZ


AL HORIZONTE DE UN SUBURBIO


Pampa:
Yo diviso tu anchura que ahonda las afueras,
yo me estoy desangrando en tus ponientes.

Pampa:
Yo te oigo en las tenaces guitarras sentenciosas
y en altos benteveos y en el ruido cansado
de los carros de pasto que vienen del verano.

Pampa:
El ámbito de un patio colorado me basta
para sentirte mía.

Pampa:
Yo sé que te desgarran
surcos y callejones y el viento que te cambia.
Pampa sufrida y macha que ya estás en los cielos,
no sé si eres la muerte. Sé que estás en mi pecho.



Στίχοι: Jorge Luís Borges.
Μουσική: José Luís Castiñeira de Dios.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΧΟΡΔΙ ΔΟΘΕ!

φωτογραφία του nemomemini

JORDI DOCE


EN EL CERRO


Se enturbia la mirada, y el aire de la tarde
humea como brasa contra un fondo
de velas sopladas y espuma rota.
El mar es la respiración, la espera.

Tomadas por el grueso sol de agosto,
las rocas se deslizan hasta el agua.
Un charco se consume entre destellos.
La sal brilla en los flancos chorreantes.

Verano, en tu temblor enceguecido
aprendo la constancia del azul.
Bajo el vuelo tenaz de las gaviotas,
soy uno con el tiempo del agua remansada.

ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ / ABOUT TRANSLATION


Ο καλός μου φοιτητής Αλέξανδρος Τσαντίλας μού επιφύλαξε μιάν ωραία έκπληξη. Έπιασε και μετέφρασε στα αγγλικά ένα σύντομο κείμενό μου για τη "μετάφραση", που είχε δημοσιευθεί πρόσφατα στην κερκυραϊκή εφημερίδα Ιδεογραφία (: μηνιαία δωρεάν εφημερίδα του Εναλλακτικού Εργαστηρίου Κέρκυρας / φύλλο Ιανουαρίου 2012), και ανάρτησε το μετάφρασμά του (μαζί με το δικό μου πρωτότυπο) στη http://leximania.gr/reference/205-kentrotis2012.html?lang=en. Τον ευχαριστώ από καρδιάς.


ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΕΝΤΡΩΤΗΣ


ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ


Η μετάφραση είναι επιστήμη στο μέτρο που μπορεί να προσεγγισθεί επιστημονικά το αποτέλεσμα της, το κάθε μεμονωμένο μετάφρασμα δηλαδή, και να περιγραφεί με τους γενικώς ισχύοντες κανόνες της οικείας επιστήμης, που δεν είναι άλλη από τη Γλωσσολογία. Δεν συνιστά, όμως, επιστήμη –ούτε μπορεί να γίνει ποτέ– ως προς την εκπόνηση κανόνων του μεταφράζειν, που θα ισχύουν μάλιστα κατά παραδοχή γενικώς και διαχρονικώς. Τούτο εξηγείται από το ότι στη μεταφραστική διαδικασία εμπλέκονται αποκλειστικώς και μόνο μία σταθερά, ήτοι το πρωτότυπο κείμενο, και άγνωστος μεν, μέγας δε αριθμός παραμέτρων, που σημαδεύουν καθοριστικά το μετάφρασμα και που –ενδεικτικώς και αδρομερώς– αφορούν αφενός τον χρόνο, τον τόπο και τις συνθήκες οπού επιτελείται η μετάφραση και αφετέρου το πρόσωπο του καθέκαστον μεταφραστή. Αλλά ακόμη και η σταθερά του υπαρκτού και αμετάβλητου πρωτοτύπου απολύει την ατρεπτότητά της από τη στιγμή που καθορίζεται από τον τρόπο αναγνώσεως του κειμένου από τον κάθε μεταφραστή, και ο οποίος τρόπος είναι δυνατόν να ποικίλλει ανά φυσικό μεταφραστή αναλόγως του είδους του προς μετάφραση κειμένου
Η μεταφραστική διαδικασία, προϋποθέτουσα γλωσσική δεξιότητα, τείνει στην άρθρωση γλωσσικών επιτελεσμάτων, που όμως έχουν αυστηρά ατομικό χαρακτήρα: αποτελούν γλωσσικά επιτελέσματα αφορώντα συγκεκριμένον κάθε φορά μεταφραστή, καθόσον μέσα στην κάθε γλωσσική κοινότητα ούτε λειτούργησε ποτέ ούτε λειτουργεί παραλλήλως κάποια μεταφραστική κοινότητα. Ο μεταφραστής είναι μονάδα· συλλογική μετάφραση δεν νοείται, ειμή μόνο κατ’ εξαίρεση – αλλά και εκεί τον ρόλο του μοναδικού μεταφραστή τον παίζει η συνισταμένη της εκπεφρασμένης συναίνεσης των μεταφραστών επί του τελικού μεταφράσματος.
Για τη μετάφραση έχουν διατυπωθεί πλείστοι όσοι ορισμοί, πράγμα που αυτομάτως σημαίνει ότι δεν υφίσταται γενικώς ισχύων ορισμός της. Αποτελεί αφόρητη κοινοτοπία μεν, πλην όμως αντικατοπτρίζει πιστά την αλήθεια ο στεγνός και στενότατος εκείνος ορισμός που θέλει τη μετάφραση έγγραφη μεταφορά ενός ήδη υπάρχοντος κειμένου από μια φυσική γλώσσα σε μία άλλη φυσική γλώσσα. Όσο άγευστος και αν είναι ο ορισμός αυτός, τόσο επιβεβαιώνει και με τη λιτότητά του την ορθότητα περί τα πράγματα τα μεταφραστικά. Αν μπορεί να προστεθεί κάτι σε αυτόν, χωρίς να του καταστρέφει τη στρογγυλότητα είναι τούτο: η μετάφραση αφορά μεν κείμενο συνταγμένο στη γλώσσα αφετηρίας, επιτελείται όμως σύμφωνα με τους κανόνες της γλώσσας αφίξεως. Επειδή, όμως, και τούτο το τελευταίο δεν είναι απόλυτο, μπορούμε να πούμε ότι η ισχύς του εκτείνεται όσο του επιτρέπει η έκφραση «κατά κανόνα». Αφοριστικά, αλλά καθόλου μακριά από την ορθότητα και την αλήθεια, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η μετάφραση είναι «έργον μεταφραστού». Μέσα στην εγγενή πλατωνικότητα του ειρημένου αφορισμού χωράει, ωστόσο, πλήθος μέγα προσεγγίσεων, ακόμα και των πλέον ετεροκλήτων, από την μαρξική ιστορικοϋλιστική κοινωνική ουσίωση ενός κειμένου και σε άλλη γλώσσα, πλην αυτής του πρωτοτύπου του, έως και την βιτγκενστάινεια γλωσσοπαιγνιώδη παγίωση ενός γλωσσικού αγώνα – αρκεί να βρεθεί ο επί τούτω κατάλληλος μεταφραστής, επιστήμων και τεχνικός, αλλά και μητιόεις χειριστής των ήδη υφισταμένων λεξικών εργαλείων, αλλά και επινοητής νέων μέσων που θα (του) διευκολύνουν την επανάρθρωση του χρονικώς παλαιότερου πρωτοτύπου κειμένου σε φρέσκο μετάφρασμα, προκειμένου να καταστήσει εφικτή την επικοινωνία του κοινού αφίξεως με γλωσσογενή προϊόντα που έχει ήδη γνωρίσει το κοινό αφετηρίας.
Ο μεταφραστής γίνεται έτσι, λοιπόν, όχι μόνο ρέκτης και πλάστης γλωσσικών αγαθών από γλώσσα σε γλώσσα, αλλά και καταλύτης της απαραίτητης «χημικής» αντίδρασης που πρέπει να γίνεται όποτε έρχονται σε επαφή δύο γλώσσες. Το ότι κάποιος γνωρίζει –όσο καλά και αν γνωρίζει– μία ξένη γλώσσα, αυτό δεν σημαίνει άνευ ετέρου ότι ο συγκεκριμένος γνώστης είναι και καλός μεταφραστής. Το ότι απαιτείται η καλή γνώση της «ξένης» γλώσσας δεν αμφισβητείται· παραλλήλως, όμως, απαιτείται όπως συμπίπτουν στο πρόσωπο του μεταφραστή και αρκετές ικανότητες που εξικνούνται πέραν της απλής καλής γνώσεως μιας ξένης γλώσσας. Ο μεταφραστής πρέπει να ξέρει να βλέπει την ξένη γλώσσα μέσα στο σύστημα της δικής του, της μητρικής του γλώσσας: να είναι σε θέση να προβαίνει σε συντακτικές συστοιχήσεις, να αναγνωρίζει πραγματολογικά δεδομένα, να επινοεί υφολογικές αποκρίσεις και, εν πάση περιπτώσει, να υπηρετεί με κατά περίπτωση επιστρατευόμενη εφευρετικότητα, και όχι με πρεταπορτέ συνταγές, την ισοσθένεια των κειμένων του πρωτοτύπου και του μεταφράσματος ενεργοποιώντας αποκωδικεύσεις του πρωτότυπου κειμενικού υλικού και συντονίζοντας ανακωδικεύσεις του στο μετάφρασμα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπόψη του όλο το πλέγμα της κουλτούρας αφίξεως και των ευρειών δυνατοτήτων που του παρέχει.
Τούτων ούτως εχόντων η μετάφραση, ως διαδικασία και αποτέλεσμα, δεν μπορεί παρά να είναι ένα πολιτιστικό συμβεβηκός, μια εμπέδωση του αλλότριου γλωσσικού κειμένου σε οικείκο και ομιλούν γλωσσικό κείμενο, που μιλάει τη γλώσσα και επικοινωνεί με τη γλώσσα του ομιλούντοςε υποκειμένου που λέγεται «καθέκαστον μεταφραστής».
Ο ιδεϊκός μεταφραστής δεν υπάρχει, ούτε τον έχει ανάγκη –αν μπορούμε να το διατυπώσουμε έτσι– η μετάφραση. Όπως επίσης δεν υπάρχει ο παμμεταφραστής. Υπάρχει απλώς ο καθέκαστον μεταφραστής, το ατομικώς ομιλούν και μεταφράζον υποκείμενο, το οποίο κινεί ένα πολιτιστικό δρώμενο με πρώτιστο τελικό σκοπό του, όπως εκφραστεί αυτό το ίδιο, και επιμέρους σκοπούς πάρα πολλούς, που όμως δεν είναι σχεδόν ποτέ ορατοί. Εκφραζόμενος δια της μεταφράσεως ο μεταφραστής εκφράζεται ως ομιλούν υποκείμενο, και δη επεμβαίνοντας (του παίζειν χάριν) με το γλωσσικό του όργανο και τις όποιες δυνατότητές του στην ήδη διαμορφωμένη πραγματικότητα, προκειμένου να την αλλάξει. Στο μεταφραστικό παιχνίδι του δεν εμπλέκονται μόνο οι νεολογικές του συνεισφορές, όπως πολύ εύκολα θα μπορούσε εδώ κάποιος να υποθέσει, αλλά και οποιαδήποτε λογική δράση του, επιτυχής ή ατυχής, ορθή ή εσφαλμένη, κανονική ή κατ’ εξαίρεσιν, μέσα στο σωρό των λεξικεύσεων ή άπαξ κ.ο.κ.
Η κάθε μετάφραση, ως υλικό μετάφρασμα, προσφέρει στον γλωσσολόγο πλούτο γλωσσικών επιτευγμάτων που παρήχθησαν όχι πρωτογενώς, αλλά από αφορμή ενός πρωτογενώς παρηγμένου κειμένου. Ο γλωσσολόγος, πέρα από τις όποιας φύσεως αντιπαραβολικές συγκρίσεις, στις οποίες μπορεί να επιδοθεί, έχει μπροστά του το αποτέλεσμα ενός διαγλωσσικού διαλόγου και καλείται να το εκτιμήσει εν όλω ή εν μέρει, αναλόγως του προς τα πού ο ίδιος κατευθύνει τα επιστημονικά ενδιαφέροντά του. Οποιαδήπτε κατεύθυνση, όμως, και αν επιλέξει, δεν μπορεί παρά να έχει ως σημείο εκκινήσεώς του την κάθε λέξη του μεταφράσματος, τόσο χωριστά όσο και στη συνύφανσή της στο κειμενικό περιβάλλον όπου έχει ενταχθεί, αλλά και στην αναφορά της στο εν γένει πολιτιστικό περιβάλλον που την έχει υποδεχθεί ως εν τοις πράγμασι απόδοση μιας συγκεκριμένης ξένης λέξης ή φράσης ή πρότασης.
Η μετάφραση αποτελεί παγκόσμια πρακτική – από αιώνων δε. Απλώς κατά τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεφύγει σχεδόν τελείως από τις προδιαγαφές ενός ειδικού ενδιαφέροντος ή μιας οσοδήποτε «επιστημονικής» ενασχόλησης και έχει γίνει και επάγγελμα και παραγωγική διαδικασία. Και έτσι όμως παρουσιάζει επιστημονικό ενδιαφέρον. Η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα της τρομάζει μόνο τους αφελείς και τους μη συνειδότες. Οι νηφάλιοι μελετητές του μεταφραστικού φαινομένου γνωρίζουν ότι τα όποια μεταφραστικά «λάθη» επ’ ουδενί απειλούν την γλώσσα αποδοχής, ιδίως επειδή αναλογίζονται πόσα και πόσα λάθη (και μεταφραστικά) έχουν καταστεί χρήση και δεν ενοχλούν το γλωσσικό αίσθημα κανενός χρήστη. Όπως επίσης γνωρίζουν ότι καμμία γλώσσα δεν απειλείται από την δια της μεταφράσεως εισαγωγή ξένων τρόπων συντάξεως – η δια της ξενιστική οικείωση και η απόρριψη όσων από αυτούς δεν καταφέρουν να γίνουν χρήση απλουστεύει τα πράγματα. Νόμος της ζωής, άρα και της γλώσσας είναι η αδιάλειπτη αλλαγή. Η μετάφραση συντελεί στην αλλαγή αυτή δια της καταθέσεως λεκτικού (διάβαζε: πολιτιστικού) πλούτου που είτε θα επενδυθεί και θα πιάσει τόπο είτε θα σπαταληθεί χωρίς αποτέλεσμα. Σημασία έχει να υπάρχει γλωσσικό χρήμα προς χρήσιν και να ρέει. Κανονικώς όλα τα άλλα είναι εκ περισσού και μπορούν να ληφθούν υπόψη ή να απαλειφθούν αζημίως.


************************************


ABOUT TRANSLATION

Translation can be regarded as a science up to the point where its end product –each and every individual translatum- can be approached in a scientific manner and can thus be described using the generally applying rules of its familiar science, which is none other than Linguistics. It should be remarked, though, that translation itself is not a science –and it can never be one- as regards the elaboration of rules about the process of translation that will also be universally and diachronically applicable. This can be explained by the fact that the process of translation utilizes merely one and only constant, which is the original text, and an unknown yet enormous number of parameters that leave their decisive mark upon the translatum and which concern –both indicatively and coarsely- on the one hand the time, the place and the conditions of the translating process, and on the other hand the personality of the particular translator. However, even the constant of the existent and unchangeable original dismisses its immutability by the time it is defined on account of how the particular translator reads the text, since the reading varies from one natural translator to another, as the case may be regarding the type of text intended for translation.
The translating process, which holds linguistic aptitude as a requirement, tends to result in the articulation of linguistic effectuations whose character is strictly individual: Each and every time they are articulated, these linguistic effectuations merely concern the specific translator, since no translating community has ever operated, nor it will ever operate, within the midst of a linguistic community. The translator is a unit. There can be no collective translation, the very idea of it can only be a singularity –but even then, the role of the unitary translator is being played by the resultant of the expressed consent of translators as regards the final translatum.
There are numerous definitions of translation, a fact that automatically means that translation itself doesn’t have a generally applying definition. That dry and all-too-narrow definition that considers translation to be the written transfer of an existing text from one natural language to another natural language is both an insufferable banality and at the same time, a very faithful depiction of the truth. As tasteless as this definition may be, it does succeed with its austerity to confirm its accuracy regarding all things translational. If one can add something to it, without ruining its roundness, then that something would be the following: Translation is, on the one hand, all about a text drafted in a source language, but on the other hand, translation is carried out in accordance with the rules of the target language. However, given that this final phrase is not axiomatic, one can say that its power extends as far as the expression “as a rule” allows it to. Should one want to be aphoristic, albeit without drifting off too far from the truth, then one would say that translation is “the work of a translator”. Nevertheless, the innate platonicity of that aphorism has enough space to include a great multitude of approaches, even those that are most heterogeneous, ranging from the marxial historical-materialistic social substantiality of a text in a language other than the language it was originally drafted to, to the wittgensteinian linguistic and wanton consolidation of a linguistic struggle –as long as we can find the perfect for the job translator, scientist and technician, who will be a resourceful operator of the already existing lexical tools, and who will also happen to be a deviser of new means that will facilitate (for him) the rearticulation of the older original text to a new translatum, in order to effectively communicate new linguogenic products, already familiar to the source audience, to the audience of the target language.
This way, the translator not only becomes industrious and shaper of linguistic goods from one language to another, but also becomes the catalyst of the necessary “chemical” reaction that must take place every time two languages come in contact with one another. The fact that someone may know a language –regardless of how good that knowledge is- does not mean that this person is automatically qualified to be a translator. The requirement of having a thorough knowledge of the foreign language is not questioned, although at the same time, the translator must also have plenty of other skills that stretch far beyond the simply good knowledge of another language. The translator must know and view the foreign language from the perspective of his mother tongue’s linguistic system, and must also be able to perform syntactic correlations, to recognize pragmatic data, to invent stylistic responses, and to serve both the occasional resourcefulness without using ready-made devices, as well as the equivalence of the original text and the translatum by activating decodifications of the original text material and by coordinating its recodifications in the translatum, paying particular attention to the overall nexus of the source culture and the wider possibilities that it may provide to the translator.
Either way, with all of the above, translation as both process and end result can be nothing other than a cultural random event, a consolidation of the alien language text to a domestic and talking linguistic text that speaks the language of and communicates in the language of the talking subject called “particular translator”.
The ideal translator does not exist; neither does translation needs the ideal translator (if this is a correct way of saying it). Neither exists such a being as an omnitranslator. The only thing that exists is simply the particular translator, the individually talking and translating subject, which motivates a cultural manifestation with a primary end goal, regardless of how that goal will express itself, and many other goals on the side which are almost never visible. Expressing himself through the translation, the translator is also expressed as a talking subject, who moreover intervenes (as if by playing) with his linguistic instrument and its given capabilities in an already shaped reality, in order to change that reality. The game of translation doesn’t just include the translator’s neological contributions, as one might very easily and readily assume, but also each and every one of the translator’s logical actions, be they successful or unfortunate, correct or mistaken, regular or exceptional, within the pile of vocabularizations or merely one time only, etc.
Each translation, as a material translatum, provides the linguist a wealth of linguistic achievements that weren’t primal products, but were created due to the occasion of a primarily produced text. The linguist, other than performing any and all kinds of comparative relations, has to face the result of an interlingual dialogue and is called to assess that dialogue in whole or in part, depending on the orientation of the linguist’s scientific interests. However, regardless of the chosen direction, the starting point can be none other than each and every word included in the translatum, both separately and interwoven within the textural product of which it is a constituent, as well as in its reference to the essential cultural environment in which it is accepted as a factual interpretation of a specific foreign word, phrase, or proposition.
Translation is a universal practice, already many centuries old. It’s just that during the last decades, translation has moved completely out of the standards of specialized interest or “scientific” occupation, however much “scientific” as it can be considered, and has become both profession and productive process. Nevertheless, it is still of scientific interest. The complexity of its character intimidates only the naïve and the unaware. The self-collected researchers of the translation phenomenon know that translational “mistakes” pose no threat whatsoever to the target language, since they realize that there are plenty of mistakes (added to the translational ones) that have become a part of the language’s usage without disturbing the user’s linguistic sentiment. Just as they already know that no language is threatened by the introduction of alien forms of syntax by means of translation, since the foreignized domestication by translation and subsequent rejection of those forms that aren’t successful in blending with the usage further simplifies things. Incessant change is a law of life, hence a law of language. Translation contributes to that change by depositing lexical (see: cultural) wealth that can either be invested and produce results, or it can be spent without any effects. The most important thing is to have linguistic money, and to keep that money flowing. In normal circumstances, that is all that is needed, and everything else can be either taken into consideration, or simply be omitted without any damage done whatsoever.

ΑΡΑΓΚΟΝ!




LOUIS ARAGON


POUR DEMAIN


Vous que le printemps opéra
Miracles ponctuez ma stance
Mon esprit épris du départ
Dans un rayon soudain se perd
Perpétué par la cadence

La Seine au soleil d'Avril danse
Comme Cécile au premier bal
Ou plutôt roule des pépites
Vers les ponts de pierre ou les cribles
Charme sûr La ville est le val

Les quais gais comme un carnaval
Vont au devant de la lumière
Elle visite les palais
Surgis selon ses jeux ou lois
Moi je l'honore à ma manière

La seule école buissonnière
Et mon Silène m'enseigna
Cette ivresse couleur de lèvres
t les roses du jour aux vitres
Comme des filles d'Opéra.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Manuela Arcuri.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΑΝΤΕΛΑΪΝΤΕ ΦΕΡΡΕΪΡΑ


ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ADELAIDE FERREIRA: PAPEL PRINCIPAL

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΘΟΔΩΡΟΠΑΓΚΑΛΙΣΜΟΙ



Τάδε έφη ο Θεόδωρος Πάγκαλος, που έχει διατελέσει -αλίμονό μας- και υπουργός εξωτερικών. Αντιλαμβάνεσθε τί έχει κατά καιρούς "πει" και δεν το ξέρουμε.
Το ζουμί στο -7.18 και εξής!

Vous savez, moi je suis pour la perte de souveraineté - toujours étais pour la perte de souveraineté... je suis un...un federaliste Européen.

Ξέρετε, εγώ είμαι υπέρ της απωλείας της εθνικής κυριαρχίας... πάντοτε ήμουν υπέρ
της απωλείας της εθνικής κυριαρχίας... εγώ είμαι... είμαι ευρωπαίος φεντεραλιστής.

ΑΝΤΡΕ ΜΠΡΕΤΟΝ!




ANDRÉ BRETON


USINE


La grande légende des voies ferrées et des réservoirs, la fatigue des bêtes de trait trouvent bien le coeur de certains hommes. En voici qui ont fait connaissance avec les courroies de transmission: c'est fini pour eux de la régularité de respirer. Les accidents du travail, nul ne me contredira, sont plus beaux que les mariages de raison. Cependant il arrive que la fille du patron traverse la cour. Il est plus facile de se débarrasser d'une tache de graisse que d'une feuille morte: au moins la main ne tremble pas. A égale distance des ateliers de fabrication et de décor le prisme de surveillance joue malignement avec l'étoile d'embauche.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Francesca Cavallin.

ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΝΟΥΟΒΑ ΚΟΜΠΑΝΙΑ ΝΤΙ ΚΑΝΤΟ ΠΟΠΟΛΑΡΕ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΠΑΙΖΕΙ ΚΑΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η NUOVA COMPAGNIA DI CANTO POPOLARE


TAMMURIATA ALLI UNO, ALLI UNO


Alli uno alli uno
'a tre ghiuorne sto diuno

alli duie alli duie
meglio a te ca a uno 'e nuie

alli tre alli tre
vienetenne 'mbraccio a me

alli quatto alli quatto
mò t''o dongo e mò t''o schiatto

alli cinche alli cinche
trasetenne 'a part''e dinto

alli sei alli sei
datemelle 'e robbe meie

alli sette alli sette
'o tuppo 'e mammeta 'int''o vasetto

alli otto alli otto
baccalà cu 'a carna cotta.

'Nu juorno me jucaie palle e palluccie
'Nu juorno me jucaie palle e palluccie
rint'a 'nu vecariello
rint'a 'nu vecariello
rint'a 'nu vecariello stritto e lungo

s'affaccia 'a signurella a lu palazzo
s'affaccia 'a signurella a lu palazzo
"chi ha fatto 'o meglio sei
"chi ha fatto 'o meglio sei
"chi ha fatto 'o meglio sei ca saglie 'ncoppa"

sagliette'ncoppa e la porta abbarrata
sagliette'ncoppa e la porta abbarrata
e arreto pe' sepponta
e arreto pe' sepponta
e arreto pe' sepponta 'na pagliuta

trasette 'a rinto a lu lietto apparato
trasette 'a rinto a lu lietto apparato
ué ué cuscin''e seta
ué ué cuscin''e seta
ué ué cuscin''e seta manto 'e velluto

a tiempo a tiempo ce sagliette 'o frato
a tiempo a tiempo ce sagliette 'o frato
"tu faccia reggialluta
"tu faccia reggialluta
"tu faccia reggialluta che ffaie lloco"

"soreta m'ha chiammato
"soreta m'ha chiammato
"soreta m'ha chiammato e io aggio venuto
soreta è 'na vaiassa
soreta è 'na vaiassa
soreta è 'na vaiassa e tu curnuto"

Quanto sì bella dammene 'nu poco
Quanto sì bella dammene 'nu poco
uh chello ca tiene è bello
'o tricchitracco 'int''a vunnella

Uh chello ca tiene aréa
'o cavero 'nfoca 'a penta mea
tu t'arrefrische io m'arrecreo
'o campanaro scampanea

e Mariagrazia pure se recrea
e se recréa a ll'uno
tu te gratte a me me prure
è meglio a te ca a uno 'e nuie

e 'ncopp''a prevula pure 'o tiene l'uva

e nce 'o tiene a bbia a bbia
fosse festa ogni matina
si tenesse che magnà
io nun vulesse faticà
chi tene 'a figlia e nun m''a da
uh se pozza 'nfracetà
comm'a 'na scella 'e baccalà

uie e baccalà e ll'uno
tu te gratte a me me prure
è meglio a te ca a uno e nuie
stammo cavere tutt'e dduie

chello ca tiene tu tengo io pure

e nce 'o tengo io pure 'a jaccio
e vire che suonno me nce faccio
ih che suonno me nce faccio
c''o per'a laccio

Uh io aggio saputo ca ddoie sore site
Uh io aggio saputo ca ddoie sore site
e mai rint'a unu letto
mai rint'a unu letto
mai rint'a unu letto ve cuccate

Io voglio durmire 'na notte cu voi
o voglio durmire 'na notte cu voi
e quanno durmite è bello
'o tricchitracco 'int''a vunnella
'o masculillo e 'a femmenella
e viene accà quanto sì bella

e quanno durmite che penziero fate

e faccio 'o penziero ca dormo cu vuie
e faccio 'o penziero ca dormo cu vuie
e m'avoto e giro aréa
'o cavero 'nfoca 'a penta mea
e m'avoto e giro e nun te trovo maie

'Ncopp''o pont''e Matalune
llà nce stanno lampiune
'e lampiune 'e llampetelle
'o tricchitracco'int''a vunnella
'o piglio 'mmano 'o poso 'nterra
'o faccio fà Pulecenella.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΗΧΟΓΡΑΦΩ ΤΟ ΑΠΕΙΡΟ


ΝΙΚΟΣ ΚΑΡΟΥΖΟΣ


ΑΜΕΣΗ ΔΡΑΣΗ ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ


Όταν απομένω δύστυχος και μόνος
αναπολώντας έρωτες τιμωρημένους
 ή
μαβιά στο ηλιοβασίλεμα εννοιολογία
τότε πιάνω δουλειά στη μηχανή μου
χτυπώντας τα πλήχτρα με μουσικότητα
σχεδόν ανέστιος από φωνήεντα κι άστεγος
 από σύμφωνα
γνωρίζοντας εξοντωτικά τη ματαιότητα
 συγχωρώντας απίθανες γυναίκες
οπού χαίρονται την άσπιλη απουσία μου
χαρισμένες ηλίθια σε χαμαι-συνείδητους.
Εντούτοις εγώ διαλάμπω και τυφλώνω ορατά
 την αμφίστομη μνήμη τους·
άμεση δράση το ποίημα. Όμως άλις έχω
 του δυστυχείν.
Επομένως ηχογραφώ το άπειρο.



Από την ποιητική συλλογή «Ερυθρογράφος» (1988).
Από το βιβλίο: Νίκος Καρούζος, «Τα ποιήματα», τ. Β΄ (1979-1991), Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1994, σελ. 513.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΚΛΑΟΥΝΤΙΑ ΑΝΤΖΕΛΟΥΤΣΙ


ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Η CLAUDIA ANGELUCCI: L’ATTIMO DELL’ABBANDONO

ΠΙΕΡ ΡΕΒΕΡΝΤΥ!


PIERRE REVERDY


SUR LA POINTE DES PIEDS


Il n'y a plus rien qui reste
entre mes dix doigts
Une ombre qui s'efface
Au centre
un bruit de pas
Il faut étouffer la voix qui monte trop
Celle qui gémissait et qui ne mourait pas
Celle qui allait plus vite
C'est vous qui arrêtiez ce magnifique élan
L'espoir est votre orgueil
qui passaient dans le vent
Les feuilles sont tombées
pendant que les oiseaux comptaient
les gouttes d'eau
Les lampes s'éteignaient derrière les rideaux
Il ne faut pas aller trop vite
Crainte de tout casser en faisant trop de bruit

ΠΑΙΖΕΙ Η ΟΡΧΗΣΤΡΑ ΤΟΥ ΟΣΒΑΛΔΟ ΦΡΕΣΕΔΟ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

OSVALDO FRESEDO Y SU ORQUESTA TÍPICA: EL ESPIANTE

Τρίτη 21 Φεβρουαρίου 2012

ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΟΡΟΠΕΔΙΑ


ΝΙΚΟΣ ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ


ΤΑ ΧΡΥΣΑ ΟΡΟΠΕΔΙΑ


στο Γκαμπόν
στις όχθες του Ογκουέ
φιάξανε μιά μουτσούνα
κι’ όποιος τη φορά
παριστάνει
το φεγγάρι και τον ήλιο
την ώρα του χορού

για μάτια της εβάλανε μια περιστέρα
για ματόκλαδα εβάλαν το παράπονο της περιστέρας
για στόμα της εβάλαν τ’ όνομα του Μπολιβάρ
μιά τρύπα μ’ αναμμένα κάρβουνα
και δάκρυα
κι’ ιερά λείψανα μαρτύρων
είναι το γένι της
κι’ ο ποταμός Ογκουέ είναι το χτένι της κι’ η αγάπη της

τώρα η βάρκα μας πλέει απαλά στον ποταμό
από τις όχθες μας γνέφουν και μας χαιρετούν τα δέντρα
κι’ εγώ κρατώ πάνω στο στήθος μου τη
μάσκα
λέω τις προσευχές της Βιθυνίας
βυθίζω απαλά το χέρι μου στο νερό το χλιαρό

στις εκβολές του ποταμού
τα σκυλόψαρα μας βλέπουνε λοξά
και τραβούν πέρα
–δεν αρμόζουνε θωπείες στα σκυλόψαρα–
χελιδονόψαρα
πετούν τριγύρω μας
στο πρόσταγμά μας

τα φοινικόδεντρα
κατά το σχήμα τους
είν’ άλλοτε η βεντάλια
άλλοτε το παρασόλι του Παρασκευά
την ώρα του χορού

το πουλί μου
είναι
το
πουλί
μου
και πάντα μου
Ευθαλία Αθανασία Θάμαρ Καλλιόπη
σας αγαπώ



Από τη συλλογή «Ελευσις», 1948.
Από το βιβλίο: Νίκος Εγγονόπουλος, «Ποιήματα», Ίκαρος Εκδοτική Εταιρία, Αθήνα 1999, σελ. 255.

ΦΙΛΙΠ ΣΟΥΠΩ!



PHILIPPE SOUPAULT


MÉDAILLE DE SAUVETAGE


Mon nez est long comme un couteau
et mes yeux sont rouges de rire
La nuit je recueille le lait et la lune
et je cours sans me retourner
Si les arbres ont peur derrière moi
Je m'en moque
Comme l'indifférence est belle à minuit

Où vont ces gens
orgueil des cités
musiciens de village
la foule danse à toute vitesse
et je ne suis que ce passant anonyme
ou quelqu'un d'autre dont j'ai oublié la nom



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Kate Upton.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΑΛΜΠΕΡ ΠΡΕΖΑΝ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ALBERT PRÉJEAN


SOUS LES PONTS DE PARIS


Pour aller à Suresnes ou bien à Charenton
Tout le long de la Seine on passe sous les ponts
Pendants le jour, suivant son cours
Tout Paris en bateau défile,
L' cœur plein d'entrain, ça va, ça vient,
Mais l' soir lorsque tout dort tranquille...

Sous les ponts de Paris, lorsque descend la nuit,
Tout's sort's de gueux se faufil'nt en cachette
Et sont heureux de trouver une couchette,
Hôtel du courant d'air, où l'on ne paie pas cher,
L'parfum et l'eau c'est pour rien mon marquis
Sous les ponts de Paris.

A la sortie d' l'usine, Julot rencontre Nini
Ça va t'y la rouquine, c'est la fête aujourd'hui.
Prends ce bouquet, quelqu's brins d' muguet
C'est peu mais c'est tout' ma fortune,
Viens avec moi; j' connais l'endroit
Où l'on n' craint même pas l'clair de lune.

Sous les ponts de Paris, lorsque descend la nuit
Comme il n'a pas de quoi s' payer une chambrette,
Un couple heureux vient s'aimer en cachette,
Et les yeux dans les yeux faisant des rêves bleus,
Julot partage les baisers de Nini
Sous les ponts de Paris.

Rongée par la misère, chassée de son logis,
L'on voit un' pauvre mère avec ses trois petits.
Sur leur chemin, sans feu ni pain
Ils subiront leur sort atroce.
Bientôt la nuit la maman dit
Enfin ils vont dormir mes gosses.

Sous les ponts de Paris, lorsque descend la nuit
Viennent dormir là tout près de la Seine
Dans leur sommeil ils oublieront leur peine
Si l'on aidait un peu, tous les vrais miséreux
Plus de suicid's ni de crim's dans la nuit
Sous les ponts de Paris.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

ΙΒΙΣΚΟΣ


Τ. Κ. ΠΑΠΑΤΣΩΝΗΣ


ΙΒΙΣΚΟΣ


Ανταποκρίσεις όλες μιανής μέρας πλήρους.
Ήτον η προτεραία της ούτε καν ύπαρξη,
ήταν η υπόσχεση ή η πιθανότητα υπάρξεως.
Μιά νύχτα ασέληνη αλλά διαυγής
άπλωσε τα έναστρα στερεώματα.
Τί Ηνίοχοι τί Ταύροι, τί Δυνάμεις.
Φύσηξαν και τα πνεύματα της ζωής.
Κόκκινη και απλωτή, περήφανη, ορθωμένη,
άνθισε της Υπάρξεως η πληρότητα.
Ζωή του Ιβίσκου, του κάλλους, της υπερηφάνειας,
σύντομη ζωή μιάς μέρας, γέννημα μιάς νύχτας,
σάλπισμα ευθύ και γρήγορο προς την αντικατάσταση,
σπουδή προς εξαφάνιση, μην πέσει κάτι
μόριο της εντάσεως ή του χρωματισμού,
και δειλινόν εντάφιον ευθύς, χωρίς πολλά πολλά.
Μένει η ανάμνηση της Ζωηρότητας παρούσα.
Μένει η ισχύς και η βεβαιότητα του Μίσχου.
Όλα φλογώδη, όλα του βραχύτατα,
όλα όχι γήινα, αλλά ηλιακά, όλα έξω των παθών.
Ζωή που έγινε Πάθος. Και Άνθος το Πάθος.



Από το βιβλίο: Τ.Κ. Παπατσώνης, «Εκλογή Α΄, εκλογή Β΄», Ίκαρος, Αθήνα 1988, σελ. 64.

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΔΙΕΓΟ ΕΛ ΘΙΓΑΛΑ



ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο DIEGO EL CIGALA: FANDANGOS

ΤΡΙΣΤΑΝ ΤΖΑΡΑ!




TRISTAN TZARA


LA MAIN PASSE


Marié aux larges masses d'insoumis, brassé dans l'universel attroupement des choses, livré aux dénicheurs de graves tourments, aux radicelles humaines figées dans le recueillement et la complicité des jaloux, tu te regardes accomplir les gestes quotidiens dans les limites serrées des souples 'branches. Au désir de papier buvard, tu t'opposes, tu t'agites sous le vent d'un sillage toujours en fleurs. Que je n'arrive pas à distinguer des choses les fantômes des parties qui ont aidé à leur épanchement hors de moi, cela est dû à la continuité de leur action médiatrice entre le monde et mon adolescence. Et, désormais soumis à un sentiment, morcelé et étranger, de gouffre, pouvais-je, sinon subir avec terreur leur désertique et ferrugineux appel? Tout l'espace terreux se cabrait sous les bancs de nuages. Je me suis entouré d'hivernages fragiles, de forces desséchantes. Que reste-t-il d'humain sur les glabres visages tannés par les lectures et les astreingeantes politesses des dossiers dont je me suis constitué un décor famélique? Coutumière faiblesse il sera dit un jour de révolte que les yeux qu'on a cherchés étaient vides de la joie des hommes. Et les hommes et la joie, j'ai toujours essayé de me mêler à eux, à défaut de la féroce fusion promise que l'on trouve cependant encore vivante au fond résiduel des contes, parmi les germes de froid et les portes parsemées d'enfances.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Federica Ridolfi.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΚΥΜΑ ΦΙΛΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ ΕΛΛΗΝΑΣ!

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΓΙΑΝΝΗΣ ΙΩΑΝΝΟΥ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο ΛΟΥΤΣΙΟ ΝΤΑΛΛΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ Ο LUCIO DALLA


PIAZZA GRANDE


Santi che pagano
il mio pranzo
non ce n'è
sulle panchine
in Piazza Grande
ma quando ha fame
di mercanti come me
qui non ce n'è
Dormo sull'erba
ho molti amici
intorno a me
gli innamorati in Piazza Grande
dei loro guai
dei loro amori tutto so
sbagliati o no.
A modo mio
avrei bisogno
di carezze anch'io
a modo mio
avrei bisogno
di sognare anch'io
Una famiglia vera
e propria non ce l'ho
è la mia casa Piazza Grande
a chi mi crede
amore prendo amore do
quanto ne ho
con me di donne generose
non ce n'è
rubo l'amore
in Piazza grande
e meno male che briganti
come me
qui non ce n'è
A modo mio
avrei bisogno
di carezze anch'io
avrei bisogno
di pregare Dio
ma la mia vita
non la cambierò
mai mai
a modo mio
quel che sono
l'ho voluto io
lenzuola bianche
per coprirmi
non ne ho
sotto le stelle
in Piazza Grande
e se la vita non ha sogni
io li ho
e te li do
E se non ci sarà più gente
come me
voglio morire in Piazza Grande
tra i gatti
che non han
padrone come me
attorno a me
attorno a me

ΧΟΥΑΝ ΡΑΜΟΝ ΧΙΜΕΝΕΘ!


JUAN RAMÓN JIMÉNEZ


DESNUDO


Nacía, gris, la luna, y Beethoven lloraba,
bajo la mano blanca, en el piano de ella…
En la estancia sin luz, ella, mientras tocaba,
morena de la luna, era tres veces bella.

Teníamos los dos desangradas las flores
del corazón, y si acaso llorábamos sin vernos…
Cada nota encendía una herida de amores…
-…El dulce piano intentaba comprendernos.-

Por el balcón abierto a brumas estrelladas,
venía un viento triste de mundos invisibles…
Ella me preguntaba de cosas ignoradas
y yo le respondía de cosas imposibles…

Σάββατο 18 Φεβρουαρίου 2012

ΧΟΥΑΝ ΧΕΛΜΑΝ!



JUAN GELMAN


PEDRO EL ALBAÑIL


Aquí amarán, aquí odiarán, decía Pedro, albañil,
cantando, levantando las paredes,
se le habían endurecido las manos en el oficio
pero en las palmas todavía se le alzaban dulzuras
y tristezas
que iban a dar al muro, al techo
y después, con el tiempo, ardían sordamente
o entraban a los ojos de las mujeres dulces en
las habitaciones
y ellas entristecían como quien se descubre una
nueva soledad.
Pedro, desde el andamio,
solía cantar el Quinto Regimiento,
les hablaba a los compañeros sobre Guadalajara,
Irún,
se callaba de pronto a solas con su España.
De noche ponía sus manos a dormir
y él se volvía al frente envuelto en sus balazos,
remataba a sus muertos para que no haya olvido,
la cuchara de nuevo se le llenaba de rabia.
Y la mañana que se fue del andamio parecía
que una pregunta aún le brillaba en el fondo,
los compañeros lo rodeaban esperando en silencio
hasta que uno vino y dijo; “Levanten al difunto”.

ΡΑΦΑΕΛ ΑΛΒΕΡΤΙ!



RAFAEL ALBERTI


DESAHUCIO


Ángeles malos o buenos,
que no sé,
te arrojaron en mi alma.
Sola,
sin muebles y sin alcobas,
deshabitada.
De rondón, el viento hiere
las paredes,
las más finas, vítreas láminas.
Humedad. Cadenas. Gritos.
Ráfagas.
Te pregunto:
¿cuándo abandonas la casa,
dime,
qué ángeles malos, crueles,
quieren de nuevo alquilarla?
Dímelo.



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Ana de la Reguera.

Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΠΟΔΕΣΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΚΑΡΛΟΣ ΔΙ ΣΑΡΛΙ


Ο ALBERTO PODESTÁ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ CARLOS DI SARLI: TU EL CIELO Y TU

Ο ΑΛΒΕΡΤΟ ΑΜΟΡ ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ ΡΟΔΟΛΦΟ ΒΙΑΧΙ


Ο ALBERTO AMOR ΤΡΑΓΟΥΔΑΕΙ RODOLFO BIAGI: CUATRO LÁGRIMAS

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΣΟΥΣΑΝΑ ΡΙΝΑΛΔΙ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η SUSANA RINALDI


MILONGA DE MANUEL FLORES


Manuel Flores va a morir,
eso es moneda corriente;
morir es una costumbre
que sabe tener la gente.

Y sin embargo me duele
decirle adiós a la vida,
esa cosa tan de siempre,
tan dulce y tan conocida.

Miro en el alba mis manos,
miro en las manos las venas;
con estrañeza las miro
como si fueran ajenas.

Vendrán los cuatro balazos
y con los cuatro el olvido;
lo dijo el sabio Merlín:
morir es haber nacido.

¡Cuánto cosa en su camino
estos ojos habrán visto!
Quién sabe lo que verán
después que me juzgue Cristo.

Manuel Flores va a morir,
eso es moneda corriente:
morir es una costumbre
que sabe tener la gente.



Μουσική: Aníbal Troilo.
Στίχοι: Jorge Luís Borges.

ΓΟΥΣΤΑΒΟ ΑΔΟΛΦΟ ΒΕΚΕΡ!




GUSTAVO ADOLFO BÉCQUER


VOLVERÁN...


Volverán las oscuras golondrinas
en tu balcón sus nidos a colgar,
y otra vez con el alba en sus cristales,
jugando llamarán;

pero aquellas que el vuelo refrenaban
tu hermosura y mi dicha al contemplar;
aquellas que aprendieron nuestros nombres,
ésas... ¡no volverán!

Volverán las tupidas madreselvas
de tu jardín las tapias a escalar,
y otra vez a la tarde, aún más hermosas,
sus flores abrirán;

pero aquellas cuajadas de rocío,
cuyas gotas mirábamos temblar
y caer, como lágrimas del día...,
ésas... ¡no volverán!

Volverán del amor en tus oídos
las palabras ardientes a sonar;
tu corazón, de su profundo sueño
tal vez despertará;

pero mudo y absorto y de rodillas
como se adora a Dios ante su altar,
como yo te he querido..., desengáñate,
¡así no te querrán!



Το υλικό της ανάρτησης μάς το έστειλε η εικονιζόμενη φίλη του ιστολογίου κ. Anna Lynne McCord.

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η ΜΠΑΡΜΠΑΡΑ



Ανάρτησή μου στο γιουτιούμπ

ΤΡΑΓΟΥΔΑ Η BARBARA


LES VOYAGES


Ah ! Les voyages
Aux rivages lointains,
Aux rêves incertains,
Que c'est beau, les voyages
Qui effacent au loin
Nos larmes et nos chagrins,
Mon dieu !
Ah ! Les voyages.
Comme vous fûtes sages
De nous donner ces images
Car les voyages,
C'est la vie que l'on fait,
Le destin qu'on refait.
Que c'est beau, les voyages
Et le monde nouveau
Qui s'ouvre à nos cerveaux,
Nous fait voir autrement
Et nous chante comment
La vie vaut bien le coup
Malgré tout !
Ah ! Jeunes gens,
Sachez profiter de vos vingt ans.
Le monde est là.
Ne craignez rien.
Il n'est pas méchant.
Il vous guidera.
Ah ! Les voyages
Qui murissent nos cœurs,
Qui nous ouvrent au bonheur,
Mais que c'est beau, les voyages !
Et lorsque l'on retourne chez soi,
Rien n'est comme autrefois
Car nos yeux ont changé
Et nous sommes étonnés
De voir comme nos soucis
Etaient simples et petits,
Car les voyages
Tournent une page.
Ah ! Les voyages...

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

ΠΟΤΑΜΙΑ


CZESŁAW MIŁOSZ


ΠΟΤΑΜΙΑ


Με πόσα ονόματα μόνο εσάς τραγούδησα, ποτάμια!
Σαν το γάλα, το μέλι, τον έρωτα, τον θάνατο και το χορό.
Από μια πηγή μέσα στην απόκρυφη σπηλιά, από τα χορταριασμένα
  βράχια ξεγλιστράνε
Όπου μια θεά χύνει καθάριο νερό από τη στάμνα,
Σε διάφανα ρυάκια στο λιβάδι, που κελαρύζουν κάτω από το χώμα,
Ο αγώνας σας κι ο αγώνας μου αρχίζει, η έκπληξη και η σύντομη
  διαδρομή.
Γυμνός, εξέθεσα το πρόσωπό μου στον ήλιο, πηγαίνοντας δίχως
  σχεδόν καθόλου το κουπί –
Βελανιδιές, χωράφια, ένα πευκοδάσος στο πλάι,
Σε κάθε στροφή η υπόσχεση της γης,
Καπνός του χωριού, νυσταγμένα κοπάδια, πετροχελίδονα πάνω στ’
  απόκρημνα βράχια,
Μπήκα στα νερά σας αργά, βήμα το βήμα,
Καιν το ρεύμα σ’ αυτή τη σιγή λύγισε τα γόνατά μου
Μέχρι που παραδόθηκα και με πήρε κι εγώ κολύμπησα
Κάτω από τον άπειρο ουρανό που αντανακλούσε το θριαμβευτικό
  μεσημέρι.
Ήμουν στην όχθη σας στο ξεκίνημα της καλοκαιριάτικης νύχτας
Όταν το γεμάτο φεγγάρι υψώνεται και τα χείλη αγγίζουν τελετουργικά
  το φιλί –
Ακούω τώρα μέσα μου, όπως και τότε, το πάφλασμα του νερού πλάι
  στις βάρκες
Κι ένα ψίθυρο που με καλεί για ένα άγγιγμα και μια παρηγοριά,
Κατεβαίνουμε κι οι καμπάνες χτυπούν σε όλες τις βυθισμένες πόλεις.
Λησμονημένοι, μας υποδέχονται πρεσβείες των πεθαμένων,
Ενώ η δική σας ατέλειωτη ροή μάς πάει μάς πάει...
Και τίποτα δεν είναι ούτε ήταν. Η στιγμή μόνο, αιώνια.



Μετάφραση: Αντώνης Μακρυδημήτρης.
Από το βιβλίο: Τσέσλαφ Μίλος, «Ποιήματα», εισαγωγή μετάφραση Αντώνης Μακρυδημήτρης, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2005, σελ. 99-101.