CHARLES BAUDELAIRE
ΕΝΑ ΦΑΣΜΑ
Ι. ΤΑ
ΣΚΟΤΗ
Στὰ σπήλαια μέσα, ποὺ ἡ ἀπροσμέτρητη
λιμνάζει ἡ θλίψη
καὶ ποὺ ἡ Εἱμαρμένη μ᾽ ἔχει χρόνια τώρα πιὰ
ἐξορίσει,
ἐκεῖ ὅπου ἀχτίδα ροδαλὴ χαρᾶς δὲν ἔχει ἀνθίσει
καὶ ἡ Νύχτα, σκυθρωπὴ κυρά, φωτᾶ, ἐκεῖ μὲ ἔχει κρύψει
ἕνας Θεὸς σαρκαστικός, καὶ τό ᾽χει ὁρίσει, ἀλιά
μου,
ζωγράφος νά ᾽μαι, νὰ ἱστορῶ τῶν σκοταδιῶν τὰ
βένθη,
καὶ ὡς μάγειρος μαζί, ὀρεγόμενος τὰ λοίσθια
πένθη,
νὰ βράζω στὴ μαρμίτα καὶ νὰ τρώω τὴν καρδιά
μου.
Καμιὰ φορὰ σκορπιέται (καὶ εἶναι ἀναίρεση
θανάτου)
ἐκεῖ ἕνα
φάσμα τῆς χαρᾶς καὶ χύνει λάμπος θεῖο.
Ἀπ᾽ τὴν ἀνατολίτικη ρεμβὴ περπατησιά του
καὶ μόλις ὅλο πιάσει τὸ ὁρατό του μεγαλεῖο,
τὴν ὄμορφή μου ἐγὼ θωρῶ ἐπισκέπτρια νὰ
προβαίνει:
Ἐκείνη — μαύρη μέν, καὶ ὡστόσο τόσο φωτισμένη!
ΙΙ. ΤΟ
ΑΡΩΜΑ
Πές, ἀναγνώστη, ἂν ἔχεις πές, ποτέ σου
μυρισμένο
μὲς στὸ μεθύσι σου καὶ στὴν ἀργή σου
λαιμαργία
καπνὸν ἀπ᾽ τὸ θυμίαμα ὁποὺ σφύζει ἡ ἐκκλησία
ἢ σακουλάκι μοσχοκάρφι πολυκαιρισμένο;
Τί θέλγητρο βαθύ! Πῶς μᾶς μεθύσκει τὴν
καρδία
τὸ παρελθὸν μὲς στὸ παρὸν ξαναζωντανεμένο!
Τὸ ἴδιο καὶ ὁ ἐραστὴς σὲ σῶμα λάγνο
λατρεμένο:
μὲ θύμησες καὶ μὲ ἀναμνήσεις δρέπει ἐξαίσια
ἴα.
Ἀπ᾽ τῆς ἐλαστικῆς της κόμης τὶς βαρειὲς τὶς
ἴνες
(: τὸ ζωντανὸ σακούλι, θυμιατήρι τῆς
παστάδας)
ἕν᾽ ἄρωμα ἔβγαινε ἄγριας φλεγόμενης
μαινάδας,
κι ἀπ᾽ τὰ ἐσώρουχά της (ἢ βελοῦδα ἢ μουσελίνες)
τὰ τόσο μουλιασμένα μὲς στὴν ἄμιχτή της
νιότη
τῆς γούνας πτητικὴ μιὰ ὀσμὴ χυνόταν μὲς στὰ
σκότη.
ΙΙΙ. ΤΟ
ΚΑΔΡΟ
Τὸν πίνακα τ᾽ ὡραῖο κάδρο θά ᾽ρθει νὰ
κοσμήσει,
ἀκόμα κι ἂν τὸν ἔφτιαξε πινέλο φημισμένο
καί, ξέρω ᾽γώ, τοῦ δίνει οὐσία κι ἕνα
μαγεμένο
κάτι, ποὺ ἀπ᾽ τὴν ἀχανὴ τὸν ξεχωρίζει φύση·
κοσμήματα,
ἔπιπλα, χρυσάφια, μέταλλα εἶχαν ἴση
μὲ
κάδρο ἀξία γιὰ τὸ κάλλος της τὸ παινεμένο:
τὴ διαύγειά
της φῶς δὲν θάμπωσε ποτὲ οἰκεῖο ἢ ξένο —
γύρω
της ὅλα ὡς πλαίσιο μπαῖναν νὰ τῆς τὴν τονίσει.
Καμιὰ
φορά (ἔτσι λένε, ναί) τὸ ἐπίστευε κι ἐκείνη
ὅτι ἤθελε
τὰ πάντα ν᾽ ἀγαπήσει· καὶ νὰ δίνει
(πὼς εἶδαν
λένε) τὴ φιλήδονη γυμνότητά της
στοὺς ἀσπασμοὺς
λινῶν ἢ ἀτλάζινων κυμάτων ἴσια·
καί, ἀργὴ
ἢ ἀπότομη μιὰ κίνηση στὸ φίλημά της,
τοῦ πίθηκου τὴ χάρη ἀπέδιδε τὴν
παιδιακίσια.
ΙV. Η
ΠΡΟΣΩΠΟΓΡΑΦΙΑ
Ἀρρώστια, Θάνατος: μαζὶ τὶς στάχτες καὶ τὸ
ξόδι
ὁρίζουν τῆς φωτιᾶς ποὺ μᾶς δονοῦσε χτὲς ἀκόμα.
Ἀπὸ τὰ μάτια της, τὰ τρυφερὰ καὶ πυρετώδη,
μὰ καὶ ἀπὸ κεῖνο της ποὺ ἐβούλιαζε ἡ καρδιά
μου στόμα,
ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τὰ δυνατὰ σὰν δίκταμο φιλιά
μας
(: τοῦ πάθους τοὺς ἱμάντες, τὶς ἀστραφτερὲς
ἀχτίδες…)
τί μένει; Πόσο ἀπαίσιο, τί φριχτὸ εἶναι, ὦ
συμφορά μας!
Μόνο ἕνα σκίτσο μένει ἀχνὸ μὲ δυὸ
κραγιόνια. — Μὰ εἶδες,
καὶ αὐτὸ σὰν μένα μὲς στὴ
μοναξιὰ ἡ θανὴ τὸ θλίβει,
καὶ ὁ
Χρόνος, γερο-λοιδορὸς σωμάτων καὶ ψυχῶν, ναί,
μὲ τὰ
σκληρὰ φτερά του τὸ χαλνᾶ καθὼς τὸ τρίβει…
Ὦ τῆς
Ζωῆς, τῆς Τέχνης ὦ ἐσὺ μαῦρε δολοφόνε,
ποτὲ δὲν
θὰ σκοτώσεις μὲς στὴ μνήμη τὴ δική μου
Ἐκείνη ποὺ ἤτανε
γιὰ μένα ἡ δόξα καὶ ἡ ἡδονή μου!
Μετάφραση: Γιῶργος Κεντρωτής.